Ένας αιώνας Γουέστερν image
Ένας αιώνας Γουέστερν
του Γιάννη Ζουμπουλάκη

Στις μέρες μας το γουέστερν αντιμετωπίζεται πια σαν μουσειακό είδος. Οι απόπειρες που έχουν γίνει κατά καιρούς ώστε το γουέστερν να επανέλθει με πυγμή στη μεγάλη οθόνη δεν έχουν αποφέρει καρπούς. Ο οσκαρικός θρίαμβος του «Χορεύοντας με τους λύκους» και των «Ασυγχώρητων» στην αυγή της δεκαετίας του ’90 δεν αναζωπύρωσε συνολικότερα το ενδιαφέρον του κοινού για την Αγρια Δύση, έστω και αν εκείνη την εποχή γυρίζονταν αρκετά γουέστερν δίνοντας την εντύπωση μιας «επιστροφής» που απεδείχθη πλάνα. Κάποτε βεβαίως τα πράγματα για το κινηματογραφικό γουέστερν κάθε άλλο παρά αυτή τη μίζερη όψη είχαν. Οπως και το μιούζικαλ, το γουέστερν επί δεκαετίες ολόκληρες υπήρξε αρχετυπικός αμερικανικός κινηματογράφος. H κοινωνικοπολιτική ταυτότητα της Αμερικής τον 19ο αιώνα διαμορφώθηκε ύστερα από την εγκατάσταση των Αμερικανών στη Δύση και το κλείσιμο των συνόρων. Τοιουτοτρόπως η δημιουργία του συγκεκριμένου κινηματογραφικού είδους ήταν το κλειδί για την αίσθηση κουλτούρας που είχε η Αμερική για τον εαυτό της τον 20ό αιώνα. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Στην εποχή της Αγριας Δύσης βρίσκονται τα θεμέλια της χώρας, επομένως η ιδέα της αμερικανικής Δύσης ως χώρου για τη δημιουργία μιας συγκεκριμένης ιστορίας, ενός κλασικού γουέστερν, είναι η βάση και στην ιστορία του Χόλιγουντ.

Οι ήρωες στα γουέστερν είναι οι πρόγονοι των Αμερικανών και το απέραντο τοπίο που τους φιλοξενεί η χώρα την οποία τελικά κατέκτησαν, σκοτώνοντας τους ιθαγενείς Ινδιάνους. Οπως δεν υπάρχει (ή δεν υπήρχε) Αμερικανός που να μη γνωρίζει τι είναι το γουέστερν, έτσι δεν υπάρχουν πιο συγκεκριμένοι κινηματογραφικοί ήρωες απ’ ό,τι αυτοί που φιγουράρουν στα γουέστερν της μυθοποίησης του είδους.
Ο παλικαράς, ο «κακός», η καμπαρετζού, οι ράντσερ, οι καουμπόηδες και – το κερασάκι της τούρτας – οι αναλώσιμοι Ινδιάνοι. Οι αμερικανικές αξίες αντικατοπτρίζονταν και την ίδια ώρα διαμορφώνονταν πάνω στις συμβάσεις του κλασικού αμερικανικού γουέστερν. Ο δυνατός, σιωπηλός συνήθως, μοναχικός ήρωας έφτιαξε την εικόνα μεγάλων κινηματογραφικών αστέρων που ταυτίστηκαν με το είδος. Στην εποχή του βωβού κινηματογράφου ήταν ο Τομ Μιξ, ο Γουίλιαμ Σ. Χαρτ, αργότερα τα σκήπτρα πήραν ο Γκάρι Κούπερ, ο Τζον Γουέιν, ο Τζέιμς Στιούαρτ, ο Χένρι Φόντα. Ο Πολ Νιούμαν και ο Στιβ Μακ Κουίν ήρθαν αργότερα, ο Κλιντ Ιστγουντ καταξιώθηκε πρώτα στην Ιταλία όπου το γουέστερν άλλαξε ριζικά και, τέλος, ο Κέβιν Κόστνερ είναι το τελευταίο σύμβολο του είδους χάρη σε μία μόνο ταινία του, το «Χορεύοντας με τους λύκους». Ακόμη και οι γυναίκες βρήκαν τη θέση τους στο γουέστερν, φτιάχνοντας ισχυρές προσωπικότητες που έμειναν στην ιστορία, όπως η Μαρλένε Ντίτριχ, αντρογυναίκα ιδιοκτήτρια του «Ράντσο Νοτόριους», ή η Τζόαν Κρόφορντ του «Τζόνι Γκιτάρ».

Οι κορυφαίοι σκηνοθέτες
Οταν κάποτε ο Τζον Φορντ ρωτήθηκε ποιο είναι το επάγγελμά του, η φειδωλή απάντηση του ανθρώπου που ανακάλυψε τον Τζον Γουέιν ήταν: «Φτιάχνω γουέστερν». Οντως ο Φορντ, μαζί με τον Ραούλ Γουόλς και αργότερα τον Αντονι Μαν, γύρισε τα πιο χαρακτηριστικά γουέστερν στην 20ετία κατά την οποία το είδος βρισκόταν στην απόλυτη ακμή του (δεκαετία του ’40 – δεκαετία του ’50). Στις ταινίες του Φορντ, από την «Ταχυδρομική άμαξα» ως την «Ηρωική επέλαση» και την «Αγαπημένη μου Κλημεντίνη», οι ήρωες είναι «ηχηροί», ζωντανοί, θαρραλέοι. Πολύ συχνά ο Γουόλς, ένας εξαιρετικός αφηγητής, ταύτιζε τους ήρωές του με το τοπίο, όπως για παράδειγμα στους «Ματωμένους βράχους», μια από τις καλύτερες ταινίες του, όπου η βραχώδης ερημιά που προστατεύει τον κεντρικό ήρωα (Τζόελ Μακ Γκρι) δεν απέχει πολύ από τη μοναξιά του. Το τοπίο παίζει σημαντικό ρόλο και στα ψυχολογικά, περισσότερο «υπόγεια» γουέστερν του Αντονι Μαν, από την «Καραμπίνα-φάντασμα» ως το «Γυμνό σπιρούνι».
Φυσικά από την ανθολογία των δημιουργών του γουέστερν δεν θα πρέπει να λείψουν ονόματα όπως του Τζον Στέρτζες («Αίμα στον Πράσινο Βάλτο», «Και οι επτά ήταν υπέροχοι»), του Κινγκ Βίντορ («Μονομαχία στον ήλιο»), του Φρεντ Τσίνεμαν («Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές») και του Γουίλιαμ Γουέλμαν («H πόλη του μίσους»).

H αρχή της παρακμής

H δεκαετία του ’60 ορίζει μια νέα περίοδο για το γουέστερν και η απομυθοποίηση του ήρωα είναι το χαρακτηριστικό της. Αλλωστε αυτή η απομυθοποίηση θα αφήσει το στίγμα της πάνω στο ίδιο το είδος, το οποίο από την επόμενη δεκαετία θα μπει στο «ψυγείο», για να κινδυνεύσει να εξαφανιστεί πλήρως τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Συμπτωματικά ο Σαμ Πέκινπα με την «Αγρια συμμορία» και ο Τζορτζ Ρόι Χιλ με τους «Δυο ληστές» θα σημειώσουν αυτή την κρίση στην εκπνοή της δεκαετίας του ’60.
Λίγα χρόνια πριν, στην Ιταλία, ο Σέρτζιο Λεόνε δήλωνε ότι στα γουέστερν δεν υπάρχουν καλοί και κακοί παρά μόνο αμοραλιστές σε ένα τοπίο που θύμιζε κλειστοφοβική αρένα. Το «Για μια χούφτα δολάρια» (1964) υπήρξε η αφορμή για τη γέννηση και την ανάπτυξη του «σπαγκέτι γουέστερν», είδους που έγινε μόδα και άγγιξε τις 700(!) ταινίες ως τα μέσα της δεκαετίας του ’70, οπότε και έσβησε.
H δεκαετία του ’80 ήταν θλιβερή για το είδος και σε αυτήν θα βρούμε μόνο αναλαμπές, είτε στο «Σιλβεράντο» του Λόρενς Κάσνταν είτε στον «Σιωπηλό καβαλάρη» του Ιστγουντ, ο οποίος το 1992 έμελλε να παρουσιάσει την καλύτερη ταινία του (και ένα από τα καλύτερα γουέστερν όλων των εποχών), τους «Ασυγχώρητους», που κατά πάσα πιθανότητα είναι ο μεγάλος επίλογος του κινηματογραφικού γουέστερν.

Ο οκτάλογος του «καλού» καουμπόη

Οι επίσημοι κανόνες για την καλή συμπεριφορά του καουμπόη έτσι όπως τους σκέφτηκε ο Οντι Μέρφι, ένας από τους μεγάλους αστέρες του κινηματογραφικού γουέστερν (είναι σίγουρο ότι αν ποτέ ο Σέρτζιο Λεόνε τον διάβασε, θα ξεκαρδίστηκε στα γέλια):

1. Δεν πρέπει να αποκτά με ανέντιμο τρόπο το πλεονέκτημα απέναντι στον αντίπαλό του.
2. Πρέπει να κρατά τον λόγο του.
3. Πρέπει να λέει πάντα την αλήθεια.
4. Πρέπει να είναι ευγενικός απέναντι στα παιδιά, στους ηλικιωμένους και στα ζώα.
5. Δεν πρέπει να έχει ρατσιστικές ιδέες.
6. Πρέπει να βοηθά τους συνανθρώπους του.
7. Πρέπει να είναι εργατικός.
8. Πρέπει να σέβεται τις γυναίκες, τους γονείς του και τους νόμους του κράτους.

Είπαν

«Τρομερό πράγμα να σκοτώνεις έναν άνθρωπο. Του παίρνεις όλα όσα έχει και όλα όσα θα αποκτούσε».
Ο Γουίλιαμ Μάνι (Κλιντ Ιστγουντ) στους «Ασυγχώρητους»

«Μοιάζω σαν να έχω πανούκλα, ε; Φαίνεται ότι μία εβδομάδα εκτός φυλακής δεν είναι αρκετή για να τα βρεις με την κοινωνία».
Ο Ρίνγκο Κιντ (Τζον Γουέιν) στην «Ταχυδρομική άμαξα»

A: «Εσύ λοιπόν είσαι αυτός που κλείνει ραντεβού».

B: «Κι εσύ αυτός που δεν τα τηρεί».
Ο Φυσαρμόνικας (B – Τσαρλς Μπρόνσον) ανταπαντά στην πρόκληση του Φρανκ
(A – Χένρι Φόντα) στο «Κάποτε στη Δύση»

«Ηρθε η ώρα να προκαλέσω τη μοίρα μου. Για να δούμε, ποιον εδώ μέσα δεν συμπαθώ ιδιαίτερα;».
Ο Ντοκ Χάλιντεϊ (Βίκτορ Ματσιούρ) μέσα στο σαλούν – «Αγαπημένη μου Κλημεντίνη»

«Δεν είναι δύσκολο να φας τη σφαίρα. Δύσκολο είναι να σηκωθείς αφού τη φας».
Ο Χαντ (Πολ Νιούμαν) στο «Αγριος σαν θύελλα» (σύγχρονο γουέστερν του Μάρτιν Ριτ)

«Πες τους ότι έρχομαι και η Κόλαση έρχεται μαζί μου!».
Ο Γουάιατ Ερπ (Κερτ Ράσελ) στη «Σύγκρουση στον Πράσινο Βάλτο»

«Ενα πιστόλι είναι τόσο καλό ή τόσο κακό όσο ο άνθρωπος που το χρησιμοποιεί».
Ο Σέιν (Αλαν Λαντ) στον «Ανθρωπο της χαμένης κοιλάδας»

«Μην απολογείσαι. Είναι δείγμα αδυναμίας».
Ο Νέιθαν Κάτινγκ Μπριτλς (Τζον Γουέιν) στη «Σύγκρουση γιγάντων»

«Δεν θα ‘ναι η πρώτη φορά που κρεμάνε διεφθαρμένους πολιτικούς. Είναι ένας καθαρός τρόπος για να πεθάνεις και αθόρυβος όσο το φάγωμα μιας μπανάνας».
Ο Φρέντσι Φερμόντ (Μελ Φερέρ) στο «Ράντσο Νοτόριους»

«Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτοί που κρατούν πιστόλι και αυτοί που κρατούν φτυάρι. Εσύ σκάβεις».
Ο Τούκο (Ελάι Γουόλας) με το πιστόλι στο χέρι στον Μπλόντι (Κλιντ Ιστγουντ) – «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος»

Ιστορίες πίσω από τον φακό
* Ο Τζον Φορντ έπλασε τον Τζον Γουέιν, στα δοκιμαστικά της «Ταχυδρομικής άμαξας» όμως ο σκηνοθέτης άσκησε δριμύτατη κριτική στην υποκριτική του ηθοποιού. Γραπώνοντάς τον από το πιγούνι τού είπε: «Γιατί κουνάς το στόμα σου τόσο πολύ; Δεν ξέρεις ότι στον κινηματογράφο δεν παίζεις με το στόμα αλλά με τα μάτια;». Ο Φορντ είχε ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα με το βάδισμα του Γουέιν, το οποίο αποκαλούσε «αδελφίστικο».

* Αρχική επιλογή τραγουδιού για την κλασική σκηνή των «Δυο ληστών» όπου ο Μπουτς Κάσιντι (Πολ Νιούμαν) κάνει ποδήλατο ήταν το «Mrs Robinson» των Σάιμον και Γκαρφάνκελ. Επειδή όμως το τραγούδι είχε ήδη ταυτιστεί με τον «Πρωτάρη», ο σκηνοθέτης Τζορτζ Ρόι Χιλ ανέθεσε τη δημιουργία του «Raindrops keep fallin’ on my head» στον Μπερτ Μπάκαρα.

* «Το «Τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές» είναι το πιο αντιαμερικανικό πράγμα που έχω δει ως τώρα στη ζωή μου» είπε ο Τζον Γουέιν για την κλασική ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν, η οποία θεωρήθηκε ότι υπονόμευε τη δράση της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών του Τζότζεφ Μακάρθι. «Ντράπηκα όταν είδα τον γερο-Κουπ (Γκάρι Κούπερ) να πατά το σήμα του σερίφη στο τέλος» συνέχισε ο Δούκας.

* Το «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» οφείλει την ύπαρξή του στον Γιουλ Μπρίνερ, ο οποίος ήθελε επίσης να σκηνοθετήσει τη γουέστερν εκδοχή των «Επτά σαμουράι» του Ακίρα Κουροσάβα. Ο Μπρίνερ είχε αποκτήσει πρώτος τα δικαιώματα της ιαπωνικής ταινίας, τα οποία εν συνεχεία πούλησε στην United Artists. Στην ταινία ο Μπρίνερ υποδύεται τον Βινς, αρχηγό των υπέροχων πιστολέρο.


* Για να αποκτήσει την ιδανική, βραχνή φωνή του 121χρονου Ινδιάνου και αφηγητή της ταινίας «Το μεγάλο ανθρωπάκι», ο Ντάστιν Χόφμαν ήταν αναγκασμένος να ουρλιάζει καθημερινά σε όποιο σημείο και αν βρισκόταν. Ούρλιαζε ακόμη και κατά τη διάρκεια του σχολαστικού μακιγιάζ του που διαρκούσε πέντε ώρες.

H αλήθεια πίσω από τους θρύλους
* Ο Γουάιλντ Μπιλ Χίκοκ ήταν φοβερά άστοχος. Μάλιστα κάποτε σκότωσε κατά λάθος έναν φίλο του, τον Μάικ Γουίλιαμς, που είχε έρθει για να τον βοηθήσει σε μια μονομαχία στην Αμπιλέιν. Εν τέλει ο Χίκοκ δολοφονήθηκε πισώπλατα από έναν αλλήθωρο συμπαίκτη του στο πόκερ, ο οποίος δήλωσε αργότερα ότι φοβήθηκε να τον αντιμετωπίσει κατάματα γιατί «θα ήταν σαν να έκανα απόπειρα αυτοκτονίας».

* Οταν σταμάτησε να σκοτώνει Ινδιάνους, ο Μπάφαλο Μπιλ Κόντι έγινε τσιρκολάνος και οι παραστάσεις τού The Wild West Show έγιναν διάσημες ανά την Αμερική. Ο Κόντι ήταν ο πρώτος θρύλος της Δύσης που προσπάθησε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, εμπειρία αρκετά δυσάρεστη για εκείνον, ώστε είπε: «Σαν να προσπαθείς να διευθύνεις τρία τσίρκα ταυτοχρόνως».
Πηγή: Ενας αιώνας γουέστερν - Ειδήσεις - νέα - Το Βήμα Online (tovima.gr)