Νουβέλ Βαγκ: Όταν η 7η Τέχνη γύρισε σελίδα image
Νουβέλ Βαγκ: Όταν η 7η Τέχνη γύρισε σελίδα

Στα τέλη της δεκαετίας του '50 μία νέα τάση κάνει την εμφάνιση της στον ευρωπαικό κινη­ματογράφο και συγκεκριμένα στη Γαλλία. Το νέο αυτό ρεύμα κινηματογράφησης στρέφεται ενάντια στον μέχρι τότε παρα­δοσιακό αφηγηματικό κινηματογράφο της προηγούμενης γενιάς, ενώ παράλλη­λα αναζητά τρόπους έκφρασης μιας νέας δημιουργικής γλώσσας.
Του Γιώργου Ρούσσου.

Η αφορμή για το συγκεκριμένο αφιέρωμα δόθηκε εύκολα και δεν ήταν άλλη από την κυκλοφορία σε επανέκδοση της χαρακτηριστικής ταινίας του Ζαν Λικ Γκοντάρ, «Ζούσε τη Ζωή της». Η πραγματική αιτία όμως του συγκεκριμένου αφιερώματος, δεν είναι άλλη από την αγάπη στην 7η Τέχνη και σε ένα κινηματογραφικό ρεύμα, που την επηρέασε για πάντα, όπως ελάχιστα. Nouvelle Vague...

«- Γιατί υπάρχει αυτό το απόσπασμα για τον Βελάσκεθ;
- Είναι το θέμα. Ο ορισμός της ταινίας. Ο Βελάσκεθ στο τέλος της ζωής του δε ζωγράφιζε πλέον, συγκεκριμένα πράγματα. Το ξαναλέει ο Μπελμοντό όταν μιμείται τον Μιμόν: δεν πρέπει να περιγράφουμε τους ανθρώπους, αλλά αυτό που υπάρχει ανάμεσά τους. Πριν από δυο - τρία χρόνια είχα την εντύπωση ότι τα πάντα είχαν γίνει στον κινηματογράφο, ότι δεν έμενε τίποτα να κάνουμε. Γύρισαν το "Ιβάν ο Τρομερός", "Ο Άρτος Ημών ο Επιούσιος". Μας έλεγαν να κάνουμε ταινίες πάνω στο πλήθος, αλλά το "Πλήθος" είχε γίνει, γιατί να το ξανακάνουμε; Με λίγα λόγια, ήμουν απαισιόδοξος. Μετά τον "Τρελό Πιερό" δεν έχω πια την ίδια εντύπωση των πάντων. Ναι. Πρέπει να κινηματογραφήσουμε, να μιλήσουμε για τα πάντα. Όλα μένουν να γίνουν.»
Ζαν Λικ Γκοντάρ

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 όταν κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του περιοδικού Cahiers du Cinema (τα τετράδια του κινηματογράφου) στις στήλες του οποίου αρθρογραφούν κινηματογραφόφιλοι αλλά και επίδοξοι σκηνοθέτες, όπως ο Jean Luc Godard, ο Jacques Rivette, ο Francois Truffaut, ο Eric Rohmer και ο Claude Chabrol.
Μία δημιουργική παρέα, οι οποίοι πιστεύουν ότι μια ταινία είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται, ως μορφή τέχνης. Ο σκηνοθέτης - δημιουργός (auteur) είναι εκείνος που βάζει τη δική του προσωπική σφραγίδα σε κάθε του έργο αναπτύσσοντας την αντίστοιχη αισθητική και ιδεολογία του.
Η κριτική αυτή των συντακτών των Cahiers έχει κυρίως στόχο σκηνοθέτες του μεταπολεμικού κινηματογράφου όπως οι Rene Clair,Henri George Clouzot, Rene Clement, Andre Cayatte και Marc Allegret. Κατηγορώντας τους για το επονομαζόμενο «σινεμά του μπαμπά» (cinema du papa), αλλά και για την κακή μεταφορά εξίσου μέτριων λογοτεχνικών έργων, όπου ο σκηνοθέτης απλώς «προσθέτει» εικόνες, χωρίς να «παίζει» ο ίδιος τον ρόλο του δημιουργού.
Ο Γκοντάρ γράφει χαρακτηριστικά: «Οι κινήσεις της μηχανής σας είναι άσχημες, γιατί οι διάλογοί σας είναι άθλιοι. Με λίγα λόγια δεν ξέρετε να κάνετε κινηματογράφο, γιατί δεν ξέρετε καν τι είναι».
Η θεωρία του auteur έρχεται σε αντίθεση με την έως τότε επικρατούσα αντίληψη του σκηνοθέτη ως ενός απλού εκτελεστή σεναρίου, ανυψώνοντάς τον στη θέση του καλλιτέχνη. Σε συνδυασμό με τη θεωρία της «κάμερας στυλό», που προωθούσε τον κινηματογράφο ως αυτόνομο, ευέλικτο και εκφραστικό μέσο ο σκηνοθέτης είναι πλέον σε θέση, μέσα από την ταινία του, να προτείνει τη δική του κοσμοαντίληψη.
Βέβαια οι εκπρόσωποι της Νουβέλ Βαγκ δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστούν μηδενιστές, όπως βιάστηκαν αρχικά πολλοί να τους κατηγορήσουν. Αντίθετα, δήλωναν ενθουσιασμό για αρκετούς "ξεπερασμένους" και μη εμπορικούς Γάλλους κινηματογραφιστές όπως ο μεγάλος Jean Renoir (La Grande Illusion - Η Μεγάλη Χίμαιρα του 1937), ο Jean Vigo, o Abel Gance, αλλά και ο ποιητής της 7ης Τέχνης, ο σπουδαίος Jean Cocteau (Le Sang d’ un Poete - Το Αίμα του Ποιητή, του 1930), ο Robert Bresson, αλλά και ο αγαπημένος Jacques Tati (Playtime, του 1967).
Το ίδιο, κατά αναλογία, ισχύει και για αρκετούς άγνωστους ακόμα εκείνη την εποχή στο ευρύ Γαλλικό κοινό, Αμερικάνους (κατά βάση) σκηνοθέτες, όπως οι: Howard Hawks, Alfred Hitchcock (The Birds, του 1963), Otto Preminger, Samuel Fuller, John Ford (The Grapes of Wrath - Τα Σταφύλια της Οργής, του 1940), Vincente Minelli και Nicholas Ray (Rebel Without a Cause - Επαναστάτης Χωρίς Αιτία, του 1995).
Είναι λοιπόν το τέλος της δεκαετίας του ’50, όταν οι συντάκτες των Cahiers αποφασίζουν να περάσουν στην αντεπίθεση και να συμμετάσχουν οι ίδιοι στην ενεργό "δράση" του κινηματογράφου.
"Θα πρέπει αυτή τη στιγμή, με τον τρόπο μου, να κάνω στον Κινηματογράφο αυτό που κάνει το Bιετνάμ στην Kαμπότζη, να ανακατευτώ σε πράγματα που δε με αφορούν", γράφει ο Godard, μεταξύ σοβαρού και αστείου, οριοθετώντας έτσι το 1959 ως τη χρονιά που ξεκινά η Nouvelle Vague.

Τρεις ταινίες - ορόσημα, κάνουν την εμφάνιση τους εκείνη τη χρονιά. Το «Με Κομμένη την Ανάσα» (A Bout De Souffle) του Godard, τα «Τετρακόσια Χτυπήματα» (Les Quatre Cents Coups) του Truffaut (το οποίο απέσπασε μάλιστα το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών το 1960) και το «Xιροσίμα Aγάπη Μου» (Hiroshima Mon Amour) του Alains Resnais.
Η συγκεκριμένη αυτή ταινία του Godard (Με Κομμένη την Ανάσα - A Bout De Souffle), μαζί με τον «Τρελό Πιερό», θεωρούνται από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της νεοκυματικής περιόδου. Η κάμερα στο χέρι που κινείται αδιάκοπα, πλάνα μακριά σε διάρκεια, εισαγωγή εικόνων από την ποπ αρτ (κόμικς, γκράφιτις), jump cuts (όταν διακόπτεται η αλληλουχία της ροής των πλάνων), αναφορές σε έργα της παγκόσμιας τέχνης, λογοπαίγνια, freeze frame (όταν παγώνει η εικόνα), γυρίσματα σε εξωτερικούς φυσικούς χώρους, χαμηλός προϋπολογισμός, αυτοσχεδιασμοί στο διάλογο, φυσικοί φωτισμοί και πειραματισμοί στον ήχο, είναι κάποια από τα στοιχεία που ενωμένα μεταξύ τους σαν ένα είδος κολάζ αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που αποκαλούμε Nouvelle Vague.
Η ιστορία της ταινίας, «Με Κομμένη την Ανάσα» (A Bout De Souffle) αφορά στην ερωτική - αν και κάπως αμήχανη - σχέση δύο νέων, μιας Aμερικανίδας (Jean Seberg) κι ενός Γάλλου (Jean Paul Belmondo) στο Παρίσι. Διάχυτες είναι στην ατμόσφαιρα οι ανησυχίες αυτής της περιόδου, εκ μέρους της συγκεκριμένης γενιάς, οι οποίες αντιμετωπίζονται συχνά πυκνά με μια παιγνιώδης διάθεση. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε, πως το σενάριο βασίστηκε σε μια ιδέα του Francois Truffaut.

Άλλες ταινίες του Jean Luc Godard, που να κατατάσσονται στην ίδια περίοδο είναι: Le Petit Soldat (Ο Μικρός Στρατιώτης, 1960), Une Femme est un Femme (Η Κυρία Θέλει Έρωτα, 1961), Vivre sa vie (Ζούσε τη Ζωή της, 1962), Les Carabinieres (1963), Le Mepris (Η Περιφρόνηση, 1964, με τον κορυφαίο Γερμανό σκηνοθέτη, Fritz Lang να υποδύεται κατά κάποιον τρόπο, τον εαυτό του!), Une Femme Mariee (Η Παντρεμένη Γυναίκα, 1964), Alphaville (1965), Bande a Part (1965) και βέβαια το κλασσικό, Pierrot Le Fou (Ο Δαίμων της Ενδέκατης Ώρας, του 1965, ή όπως είναι πιο γνωστό ως "Ο Τρελός Πιερό". Ταινία για την οποία, όταν ρωτήθηκε ο σκηνοθέτης γιατί βλέπουμε τόσο πολύ αίμα, απάντησε: "Δεν είναι αίμα, αλλά κόκκινη μπογιά..."

Ρίχνοντας μια συλλογική ματιά στο παρελθόν, θεωρείται πια ότι η Nouvelle Vague χωρίζεται σε δύο σημαντικές περιόδους. Η πρώτη 1959 - 1962, είναι η εποχή των πειραματισμών όσο αφορά την κινηματογραφική τεχνική. Ενώ η δεύτερη 1966 - 1968, είναι η πιο πολιτικά προσανατολισμένη περίοδος (Μάης ’68) όπου κι εδώ είναι πολύ σημαντική η συμβολή του Godard.
Σε αυτή λοιπόν την περίοδο, κατατάσσονται ταινίες του Jean Luc Godard, όπως: Masculin - Feminin (Αρσενικό - Θηλυκό του 1966), ταινία την οποία ο ίδιος ο δημιουργός, ορίζει ως μια έρευνα για τη νεολαία και το σεξ στη Γαλλία, όπως αυτή έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του ’65. Ενώ σε κάποια άλλη χαρακτηριστική στιγμή της ταινίας, θα κατονομάσει τους ήρωές του ως "παιδιά του Μαρξ και της Κόκα-Κόλα".
Στην ίδια πάντα πολιτικά προσανατολισμένη περίοδος, ανήκουν και οι ταινίες του Γκοντάρ: La Chinoise (Η Κινέζα, 1967), Deux ou Trois Choses que je Sais d’ elle (Δύο ή Τρία Πράγματα που Ξέρω γι’ αυτήν, 1967), Made in USA (Συνέβη στην Αμερική, 1967), αλλά και το αγαπήμενο "Weekend" του 1968...

«Tο Σινεμά του αύριο δε θα γίνει από υπαλλήλους της κάμερας, αλλά από καλλιτέχνες για τους οποίους το γύρισμα θα είναι μια περιπέτεια εκπληκτική και παθιασμένη... Tο σινεμά του αύριο, θα είναι μία ερωτική πράξη.»
Φρανσουά Τρυφώ (1957)
Επιστρέφουμε λοιπόν στο τέλος της δεκαετίας του ’50, όταν ο Φρανσουά Τρυφώ, μας παραδίδει την πρώτη του ταινία, ο λόγος για τα αριστουργηματικά «Τετρακόσια Χτυπήματα» (Les Quatre Cents Coups).

Η πρώτη αυτή ταινία του Francois Truffaut, διαθέτει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ουσιαστικά στα «Τετρακόσια Χτυπήματα» παρακολουθούμε ένα νεαρό αγόρι που μέσα από τις συνεχείς συγκρούσεις με το περιβάλλον του, προσπαθεί να εισέλθει στον κόσμο των μεγάλων.
Εγκαινιάζεται λοιπόν εδώ ένας νέος ήρωας, ο Antoine Doinel, το κινηματογραφικό alter ego του σκηνοθέτη, που μαζί του θα ταξιδέψουμε σε ακόμα τέσσερις ταινίες του και που υποδύεται με επιτυχία, ο χαρισματικός Jean Pierre Leaud.
Αναφερόμαστε βέβαια στις ταινίες: L’ Amour a Vingt Ans (Ο Έρωτας στα Είκοσι, 1962), Baisers Voles (Κλεμμένα Φιλιά, 1968), Domicile Conjugal (Παράνομο Κρεβάτι, 1970) και L’ Amour En Fuite (Η Αγάπη το Βάζει στα Πόδια, 1979).

Ο «αιώνιος έφηβος» Francois Truffaut, είναι αυτός που θα θέσει τις βάσεις για τη θεωρία του «auteur», σύμφωνα με την οποία ο σκηνοθέτης είναι ο πρωτεύων δημιουργός μιας ταινίας. Σ’ αυτήν την περίοδο, ανήκουν και οι ταινίες του: Tirez sur le Pianiste (1960), το ρομαντικό ερωτικό τρίγωνο, Jules et Jim (1961), La Peau Douce (Αμαρτωλές Σχέσεις, 1964), το εκπληκτικό Fahrenheit 451 (1966) και το La Marriee Etait en Noir (Η Νύφη Φορούσε Μαύρα, 1967).
Σε καμιά περίπτωση όμως οι σκηνοθέτες της Nouvelle Vague δεν βρέθηκαν στο απυρόβλητο, από κοινό ή κριτικούς. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι το γεγονός πως ο Truffaut βρέθηκε σε δύσκολη θέση μπροστά στην κριτική που του ασκήθηκε, όταν στράφηκε σε μια «ύποπτη» για την Αριστερά κινηματογραφοφιλία, με το φιλμ “Η Νύφη Φορούσε Μαύρα” (1967). Αλλά κυρίως όταν βραβεύτηκε με Όσκαρ, για την “Αμερικάνικη Νύχτα” το 1973. Μια ταινία - ωδή, πάνω στην αγάπη του δημιουργού, για τον κινηματογράφο.
Ένας από τους πιο παρεξηγημένους, αν και πολύ παραγωγικός σκηνοθέτης της περιόδου αυτής, είναι ο Claude Chabrol. Μέλος κι αυτός της ομάδας που αρθρογραφεί στο περιοδικό “Cahiers du Cinema” θα δημοσιεύσει το 1957 μαζί με τον Eric Rohmer μια αρκετά εμπεριστατωμένη μελέτη σχετικά με τον Alfred Hitchcock, έναν σκηνοθέτη όπου μαζί με τον Fritz Lang, θα αναφερθεί συχνά πυκνά και στις ταινίες του.
08:07 | 07 Ιουλ. 2013Τελευταία ανανέωση 12:46 | 08 Ιουλ. 2013
Η Νουβέλ Βαγκ, το σημαντικότατο αυτό ρεύμα κινηματογράφησης, ξεκίνησε από μία δημιουργική παρέα, οι οποίοι πιστεύουν ότι μια ταινία είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται, ως μορφή τέχνης. Ο σκηνοθέτης - δημιουργός (auteur) είναι εκείνος που βάζει τη δική του προσωπική σφραγίδα σε κάθε του έργο αναπτύσσοντας την αντίστοιχη αισθητική και ιδεολογία του. Του Γιώργου Ρούσσου.

Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος μας, είχαμε την ευκαιρία να δούμε τα βασικά χαρακτηριστικά που φέρνει στον τρόπο κινηματογράφησhς, η Νουβέλ Βαγκ, αλλά και να ρίξουμε μία πιο ενδελεχή ματιά, στο έργο ενός από τους πρωτεργάτες του κινήματος, τον σπουδαίο κινηματογραφιστή, Ζαν Λικ Γκοντάρ.

«Tο Σινεμά του αύριο δε θα γίνει από υπαλλήλους της κάμερας, αλλά από καλλιτέχνες για τους οποίους το γύρισμα θα είναι μια περιπέτεια εκπληκτική και παθιασμένη... Tο σινεμά του αύριο, θα είναι μία ερωτική πράξη.»

Επιστρέφουμε λοιπόν στο τέλος της δεκαετίας του ’50, όταν ο Φρανσουά Τρυφώ, μας παραδίδει την πρώτη του ταινία, ο λόγος για τα αριστουργηματικά «Τετρακόσια Χτυπήματα» (Les Quatre Cents Coups).
Η πρώτη αυτή ταινία του Francois Truffaut, διαθέτει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ουσιαστικά στα «Τετρακόσια Χτυπήματα» παρακολουθούμε ένα νεαρό αγόρι που μέσα από τις συνεχείς συγκρούσεις με το περιβάλλον του, προσπαθεί να εισέλθει στον κόσμο των μεγάλων.
Εγκαινιάζεται λοιπόν εδώ ένας νέος ήρωας, ο Antoine Doinel, το κινηματογραφικό alter ego του σκηνοθέτη, που μαζί του θα ταξιδέψουμε σε ακόμα τέσσερις ταινίες του και που υποδύεται με επιτυχία, ο χαρισματικός Jean Pierre Leaud.
Αναφερόμαστε βέβαια στις ταινίες: L’ Amour a Vingt Ans (Ο Έρωτας στα Είκοσι, 1962), Baisers Voles (Κλεμμένα Φιλιά, 1968), Domicile Conjugal (Παράνομο Κρεβάτι, 1970) και L’ Amour En Fuite (Η Αγάπη το Βάζει στα Πόδια, 1979).

Ο «αιώνιος έφηβος» Francois Truffaut, είναι αυτός που θα θέσει τις βάσεις για τη θεωρία του «auteur», σύμφωνα με την οποία ο σκηνοθέτης είναι ο πρωτεύων δημιουργός μιας ταινίας. Σ’ αυτήν την περίοδο, ανήκουν και οι ταινίες του: Tirez sur le Pianiste (1960), το ρομαντικό ερωτικό τρίγωνο, Jules et Jim (1961), La Peau Douce (Αμαρτωλές Σχέσεις, 1964), το εκπληκτικό Fahrenheit 451 (1966) και το La Marriee Etait en Noir (Η Νύφη Φορούσε Μαύρα, 1967).

Σε καμιά περίπτωση όμως οι σκηνοθέτες της Nouvelle Vague δεν βρέθηκαν στο απυρόβλητο, από κοινό ή κριτικούς. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι το γεγονός πως ο Truffaut βρέθηκε σε δύσκολη θέση μπροστά στην κριτική που του ασκήθηκε, όταν στράφηκε σε μια «ύποπτη» για την Αριστερά κινηματογραφοφιλία, με το φιλμ “Η Νύφη Φορούσε Μαύρα” (1967). Αλλά κυρίως όταν βραβεύτηκε με Όσκαρ, για την “Αμερικάνικη Νύχτα” το 1973. Μια ταινία - ωδή, πάνω στην αγάπη του δημιουργού, για τον κινηματογράφο.

Ένας από τους πιο παρεξηγημένους, αν και πολύ παραγωγικός σκηνοθέτης της περιόδου αυτής, είναι ο Claude Chabrol. Μέλος κι αυτός της ομάδας που αρθρογραφεί στο περιοδικό “Cahiers du Cinema” θα δημοσιεύσει το 1957 μαζί με τον Eric Rohmer μια αρκετά εμπεριστατωμένη μελέτη σχετικά με τον Alfred Hitchcock, έναν σκηνοθέτη όπου μαζί με τον Fritz Lang, θα αναφερθεί συχνά πυκνά και στις ταινίες του.
Η πρώτη του ταινία, είναι το Le Beau Serge (ο Ωραίος Σέργιος, 1958) που ουσιαστικά αποτελεί τον προάγγελο της Nouvelle Vague. Ωστόσο ήδη με τη δεύτερη ταινία του, Les Cousins (Τα Ξαδέρφια, 1959) θα προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και παρεξηγήσεων σε σημείο που μερίδα του τύπου να την χαρακτηρίσει ως φασιστική.
Η ένταση θα κορυφωθεί το 1960 με την προβολή της ταινίας Les Bonnes Femmes (Επιπόλαιες Γυναίκες) η οποία θα τύχει της περιφρόνησης μερίδας της κριτικής και του κοινού. Μετά από μια σειρά δημιουργιών με θέμα κυρίως την κατασκοπευτική σάτιρα, ο Claude Chabrol θα επανέλθει δριμύτερος το 1967 με το Les Biches (Οι Ελαφίνες), ενώ ταινίες όπως το A Femme Infidele (Η Άπιστη Γυναίκα, 1968) και το Le Boucher (Ο Χασάπης, 1969) θα σηματοδοτήσουν μια νέα φάση της πορείας του, καταξιώνοντας τον, ως έναν πολύ σημαντικό καλλιτέχνη της περιόδου αυτής.

Η Agnes Varda αν και μας παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 1961 με την κλασσική ταινία, Cleo de 5 a 7 (Δύο ώρες απ’ τη ζωή μιας γυναίκας), ωστόσο έχει επικρατήσει να αποκαλείται χαριτολογώντας ως η “γιαγιά του νέου κύματος”. Αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι από το 1954 έχει σκηνοθετήσει ταινίες μικρού και μεσαίου μήκους, αν και η μεγάλη της αγάπη είναι τα ντοκιμαντέρ.
Γεγονός το οποίο την επηρέασε και στις ταινίες με την χρήση, για παράδειγμα, της κάμερας στο χέρι, μια καινοτομία που χαρακτηρίζει τους σκηνοθέτες της Nouvelle Vague, προσδίδοντας έτσι μια μοναδική αίσθηση ρεαλισμού. Στις ταινίες της, αυτής της περιόδου, συγκαταλέγονται οι: Le Bonheur (Η Ευτυχία, 1965), Les Creatures (Παιχνίδι με τον Διάβολο, 1966), Loin du Vietnam (Μακριά από το Βιετνάμ, 1967) και Lions Love (1969).

Ο Alain Resnais, αν και ηλικιακά συνδέεται με τους σκηνοθέτες, οι οποίοι δέχθηκαν έντονη κριτική από τους αρθρογράφους των Cahiers du Cinema, ωστόσο έρχεται σε ρήξη με το λεγόμενο cinema du papa (σινεμά του μπαμπά) καθώς χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη μέθοδο κινηματογράφησης, με αποτέλεσμα να συγκαλείται κι αυτός στους δημιουργούς της Nouvelle Vague.
Γεγονός το οποίο γίνεται εμφανές τόσο στην ταινία Hiroshima mon Amour (Χιροσίμα Αγάπη μου, 1959), όπου μέσα από μια ερωτική ιστορία διαπραγματεύεται την επιρροή που ασκεί η ιστορική μνήμη στη διαμόρφωση της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας, όσο και στις υπόλοιπες ταινίες της περιόδου αυτής όπως: L’ Annee Derniere a Marienbad (Πέρυσι, στο Μαρίενμπαντ, 1961), Muriel (Ο Γυρισμός του Αγαπημένου, 1963), La Guerre est Finie (Ο Πόλεμος Τελείωσε, 1966), Loin du Vietnam (Μακριά από το Βιετνάμ, 1967) και Je t’ aime, je t’ aime (Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, 1968).

Ο Jacques Demy, ξεκινώντας κι αυτός από τον χώρο του ντοκιμαντέρ αλλά και του κινούμενου σχεδίου, θα ασχοληθεί στη συνέχεια με τον κινηματογράφο παρουσιάζοντας και εκεί το πολύπλευρο ταλέντο του, με ταινίες όπως: Lola (1961), Les sept peche capiteaux (Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, 1962), La baie des anges (Το λιμάνι των αγγέλων, 1963), Les parapluies de cherbourg (Οι ομπρέλες του Χερβούργου, 1964), Les demoisselles de Rochefort (Τα κορίτσια του Ροσφόρ, 1967) και The model shop (Το φωτομοντέλο, 1969).

Από τους αρχικούς συμμετέχοντες στην ομάδα των Cahiers du Cinema υπήρξε και ο Jacques Rivette. Ο οποίος αν και ξεκίνησε ως βοηθός του Jean Renoir, κατάφερε στη συνέχεια να παρουσιάσει, σε αρκετά αραιά διαστήματα είναι η αλήθεια, κάποια δικά του δημιουργήματα, όπως: Paris nous appartient (1960), Suzanne Simonin, La religieuse de diderot (Ο έρωτας μιας μοναχής, 1966) και lL amour fou (1968).

Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να κλείσουμε το Αφιέρωμα αυτό στη Nouvelle Vague, χωρίς να αναφερθούμε στον Eric Rohmer. Από το 1950 αρχίζει να σκηνοθετεί ταινίες μικρού μήκους και το 1959 υπογράφει την πρώτη μεγάλου μήκους προσπάθεια του με τίτλο, Le signe du Lion (Στον αστερισμό του Λέοντα, 1959).
Στις ταινίες του που θα ακολουθήσουν: La carriere de suzanne (1963), Paris vu par (1965), La collectionneuse (Άλμπουμ εραστών, 1967) και ιδιαίτερα στο Ma nuit chez maude (Μια νύχτα με τη Μωντ, 1969) παρακολουθούμε μια διεισδυτική ανάλυση, σε συνδυασμό με μια ελαφριά ειρωνεία, σχετικά με την ερωτική συμπεριφορά των ηρώων του και τις προσπάθειες τους να την ελέγξουν.

Είναι εμφανές λοιπόν ότι τα τελευταία χρόνια η Nouvelle Vague, έχει κι αυτή με τη σειρά της υπερβολικά εξηγηθεί και παρεξηγηθεί. Ο κινηματογράφος μετά το διάστημα της νεοκυματικής δόξας κάθε άλλο παρά θα πρέπει να υποτιμάται. Κι αυτό διότι μεταξύ άλλων, απέδειξε ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς υπέρογκους προϋπολογισμούς, μετατρέποντας τον έτσι σε πομπό, αλλά και δέκτη της κοινωνικής μας πραγματικότητας.
Πηγή: Νουβέλ Βαγκ: Όταν η 7η Τέχνη γύρισε σελίδα...  (tvxs.gr)