FREE CINEMA (Βρετανικός Ελεύθερος Κινηματογράφος) του Τάσου Γουδέλη
Μετά και το θάνατο και του Κάρελ Ράις, δεν υπάρχει πια έστω και ένας σημαντικός σκηνοθέτης (με εξαίρεση τον ήσσονα Μπράιαν Φορμπς και τον «ύστερο» Κεν Λόουτς ) σκηνοθέτης, που να μας θυμίζει με την παρουσία του, τυπικά, εκείνη την «οργισμένη» «Σχολή» του αγγλικού σινεμά της δεκαετίας του ’50: εννοώ, βέβαια, το Free cinema, που κείται δαφνοστεφές και νεκρό, σε νεαρή μάλιστα ηλικία κάπου στο τέλος της δεκαετίας του ’60.
Φυσικά η τοποθέτηση της Σχολής αυτής στο παρελθόν του σινεμά γίνεται με κριτήρια ιστορικά και δεν αφορά στην επίδραση που άσκησε και ασκεί στους επιγενόμενους. Διότι τη βρίσκουμε ζωντανή σε πολλές σημερινές εκφάνσεις του ρεαλισμού και των ταινιών με κοινωνικό περιεχόμενο. .
Αλλά ας γυρίσουμε πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 50, σε μια εποχή οπού ο ιταλικός νεορεαλισμός είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην παγκόσμια κινηματογραφία. Δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος και το αγγλικό σινεμά. Τα κοινωνικά και αισθητικά του μηνύματα πέρασαν στις συνειδήσεις ειδικά των νέων δημιουργών, οι οποίοι θέλησαν να σκύψουν με περισσότερη ένταση στα προβλήματα της χώρας τους και παράλληλα να ασκηθούν στους κινηματογραφικούς τρόπους της ιταλικής «Σχολής». Η γαλλική «Νουβέλ Βαγκ» επιπλέον είχε μεταγγίσει τις αισθητικές ελευθερίες και τη διανοητικότητα της στην απέναντι όχθη της Μάγχης. Έτσι, νεαροί συγγραφείς, «οργισμένοι», όπως ονομάσθηκαν (Τζων Όσμπορν, Τζων Μπρέι, Τζο Όρτον κ.α.) καθώς και σκηνοθέτες όπως ο Τονυ Ρίτσαρντσον , ο Λίντσεϊ Άντερσον, ο Τσέχος Κάρελ Ράις , ο Τζων Σλέσιντζερ, ο Μπράιαν Φορμπς κ.α., ακολούθησαν έναν δρόμο ανεξάρτητο από την θεσμική κουλτούρα, αναζητώντας καινούργιες λύσεις στην μορφή και στις ιδέες. Το κινηματογραφικό, θεωρητικό περιοδικό «Sight and sound», στο οποίο συνεργάζονταν οι περισσότεροι μετέπειτα «πρωταγωνιστές» του «αγγλικού Νέου Κύματος» (Άντερσον, Ρίτσαρντσον κ.α.), ακολουθώντας τα χνάρια των γαλλικών «Κινηματογραφικών Τετραδίων», έβαλαν τις βάσεις για την πρακτική που θα ακολουθούσαν οι σινεφίλ συντάκτες του και οι άλλοι νέοι κινηματογραφιστές.
Αξιοποιώντας, λοιπόν, τις ιδέες του νεορεαλισμού και του γαλλικού «Νέου Κύματος» οι κριτικοί αυτοί πέρασαν στη σκηνοθεσία ονομάζοντας το κίνημα τους «Ελεύθερο κινηματογράφο» ( «Free cinema»). Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τον «συνασπισμό» των συγκεκριμένων κινηματογραφιστών και «Σχολή» δεδομένου ότι ένωναν τους τελευταίους κοινές αισθητικές απόψεις και ιδέες, οι οποίες θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν εν συντομία στα εξής σημεία:
1. Κοινωνικός προβληματισμός
2. Έξοδος από τα στούντιο και κινηματογράφηση σε εξωτερικούς χώρους ούτως ώστε ο φακός να συλλαμβάνει το θέμα «εξ επαφής», με ντοκιμαντερίστικο στυλ χωρίς εξιδανικεύσεις και
3. Εμβάθυνση στην ατομική ψυχολογία των ηρώων.
image
Αυτό, κυρίως, που απασχόλησε τους σκηνοθέτες της Σχολής ήταν η έκφραση των αισθημάτων οργής και αμφισβήτησης απέναντι στις κατεστημένες ιδέες της εποχής παρά η στιλιστική ανανέωση. Οι ταινίες που παράγονται έχουν συγκροτημένα σενάρια και επαγγελματική εικόνα. Η θεατρικότητα κάποιες στιγμές βαραίνει υπερβολικά αφού και ο στόχος των δύο βασικών σεναριογράφων του F.C., των δραματουργών Τζον Όσμπορν και Χάρολντ Πίντερ, είναι μια «ρηματική» καταγγελία και λοιδορία του Συστήματος.
Στην αρχή, με ταινίες-ντοκυμανταίρ (όπως το Ο’ Dreamland-1953 του Άντερσον, το Momma Don’ t Allow – 1953 των Ράις και Ρίτσαρτσον, το Every Day Except Cristmas -1957, και το We are the lampert boys-1958 πάλι των Άντερσον και Ράις αντιστοίχως), οι νέοι τότε σκηνοθέτες που ζητούσαν να απελευθερωθούν από τον ακαδημαϊσμό του Άντονυ Άσκουϊθ ή του Ντέηβιντ Λιν, έθεσαν την ματιά τους στην υπηρεσία της σύλληψης της πραγματικότητας «εν τω γίγνεσθαι». Ο ρεαλισμός τους περιγράφει τη ζωή δίχως την ανάγκη σχολίων και επεξηγήσεων. Με την τακτική τους αυτή θυμίζουν τις απαρχές του ντοκιμαντέρ και τις μεγάλες Σχολές που το καλλιέργησαν. Η προσκόλληση τους στην πραγματικότητα, δεν ξεχνά τον «δημιουργό» σκηνοθέτη, ο οποίος έχει να αναδείξει ιστορίες «χαμένων», καθημερινών υπάρξεων, σε περιπέτειες «χαμηλής πτήσεως». Η γεύση της αποτυχίας περισσεύει στα θέματα με τα οποία καταπιάνονται, ενώ παράλληλα οι αιτίες της καταβαράθρωσης των ηρώων δείχνονται καθαρά και αφορούν στο κοινωνικό κατεστημένο.
Ο Τόνυ Ρίτσαρντσον έκανε την αρχή στις δημιουργίες του κινήματος με την ταινία του «Οργισμένα νιάτα»-1958 που ήταν βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Όσμπορν. Με ρεαλιστική δύναμη, αξιοποιώντας κινηματογραφικά την γερή θεατρική παιδεία των ηθοποιών του (Ρ. Μπάρτον, Κλερ Μπλουμ κ.α.), απέδωσε δημιουργικά το ήθος των χαρακτήρων, οι οποίοι ζητούν ψυχική και συναισθηματική διέξοδο μέσα στο ασφυκτικό κοινωνικό τους περιβάλλον. Ο Τ.Ρ. θα συνεχίσει με ταινίες όπως «Γεύση από μέλι»-1962, «Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων»-1962, (όπου δεν ξεχνά και κάποιες στιλιστικές λύσεις της Νουβέλ Βαγκ), με ανάλογο περιεχόμενο σκηνοθέτης αυτός γύρισε πολλές ταινίες στην Αγγλία και στις ΗΠΑ και είχε διακυμάνσεις ως προς τους στόχους του. Από την κοινωνική θεματική πέρασε στην ψυχογραφική, μέσα από διάφορα είδη: σάτιρα, πολεμική περιπέτεια, ηθογραφία κλπ. Παρέμεινε, όμως, ένας σκηνοθέτης με προσωπική ματιά. Η «αμερικανική» του πάντως περίοδος είναι σαφώς πολύ κατώτερη από την αγγλική.
Ο Κάρελ Ράις με ταινίες όπως «Σάββατο Βράδυ, Κυριακή πρωί»-1961, «Μόργκαν, ο τρελός εραστής»-1966 κ.α. αξιοποίησε στο έπακρο τις θεωρητικές ιδέες της Σχολής. Ειδικά στον «Μόργκαν» ο Ράις εγκαταλείποντας τις λαϊκές γειτονιές του Λονδίνου και άλλων πόλεων, σκιτσάρει το swinging London, με αφορμή μια ιστορία κριτικής της αριστερής ιδεολογίας. Πολλοί θεωρούν ότι το συγκεκριμένο φιλμ κήδεψε τη Σχολή, διότι έθαβε τα πολιτικά του στοιχεία και παρουσίαζε ένα αναρχικό και κεφάτο κατεστημένο, το οποίο φαινόταν να έχει ξεπεράσει την οποία κρίση του. Ο Ράις με ύφος ξεχωριστό που το χαρακτηρίζει σε πολλές περιπτώσεις το σουρεαλιστικό χιούμορ και η έντονη ψυχολογική εμβάθυνση, πρόσφερε ικανοποιητικές υπηρεσίες και στον αμερικανικό κινηματογράφο τον οποίο υπηρέτησε μετά το 1970.
Ο Τζων Σλέσιντζερ, αρχικά βρέθηκε στις γραμμές της Σχολής και έκανε υποδειγματικές ταινίες μέσα στο πνεύμα της. Το «Αμαρτία μιας νύχτας» -1962 και το «Μπίλλυ ο ψεύτης»-1963 είναι δύο φιλμ που αναδεικνύουν με συνέπεια τις αισθητικές αρχές της. Οι ήρωες του είναι νέοι της αγγλικής εργατικής τάξης οι οποίοι προσπαθούν να επιβιώσουν και να επικοινωνήσουν με το κόσμο, μέσα από τις ατομικές τους εξεγέρσεις, βάζοντας σε λειτουργία και το φαντασιακό τους. Αργότερα ο Σλέσιντζερ, μετά το 70, απορροφήθηκε από το Χολιγουντ στο οποίο πρόσφερε εξαιρετικά επαγγελματικές ταινίες («Ο καουμπόη του μεσονυχτίου» «Ανθρωποκυνηγητό» κ.α.).
Ο πιο «θεωρητικός» της Σχολής Λίντσεϊ Άντερσον το 1963 γύρισε την καλύτερη του ταινία την «Αυτή η αθλητική ζωή» γύρω από την άνοδο και την πτώση ενός φιλόδοξου εργάτη, ταλέντου του ράγκμπι. Με έξοχες κοινωνικές πινελιές και βαθιά αίσθηση του ψυχολογικού υπόβαθρου, απέδωσε θαυμάσια το πορτρέτο του «εξεγερμένου» ήρωα του. Με το στιλιστικό «Εάν»-1969, περνάει στο χώρο της αστικής τάξης και περιγράφει με σκληρά χρώματα την καταπίεση που υφίστανται νεαροί αριστοκράτες στο αυστηρό κολέγιο τους από τους καθηγητές τους και το σύστημα. Σε μια εποχή οπού τα επαναστατικά συνθήματα του «Γαλλικού Μάη του 68» είχαν επηρεάσει και τους πολιτικοποιημένους σκηνοθέτες παγκοσμίως, ο Άντερσον συνεισέφερε στις σχετικές ιδέες με ένα φιλμ απερίφραστο: στο τέλος οι μαθητές μέσα από μια σουρεαλιστική εξέγερση σκοτώνουν με τα όπλα τους καταπιεστές τους… Δυστυχώς ο Άντερσον δεν γύρισε πολλές ταινίες, αν και οι δύο που αναφέρθηκαν μάλλον έδειξαν και τα όρια του, διότι οι δύο επόμενες που υπέγραψε μέχρι το θάνατο του ήσαν πολύ μέτριες.
Το κοινό δεν συμμερίστηκε τις απόψεις των «αμφισβητιών» σκηνοθετών της Σχολής, διαβρωμένο από την αμερικανική αντίληψη του θεάσθαι, δηλαδή την «διασκεδαστική». Παρ’ όλ’ αυτά οι προτάσεις των σκηνοθετών του F.C. έχουν εγγραφεί στην οπτική νέων σκηνοθετών όπως του Μάικλ Γουοτερμπότομ ή του Μάικλ Λι, με αποτέλεσμα να βλέπουμε το έργο τους ενσωματωμένο σε σύγχρονα φιλμ, με κοινωνικό προβληματισμό και οξύ ψυχολογικό υπόβαθρο.
Πηγή: UKinShort, Έκδοση του Φεστιβάλ Δράμας και του Βρετανικού Ινστιτούτου για το Βρετανικό Σινεμά.
Στο Internet:
CAMERA STYLO ONLINE (wordpress.com)