Το ντοκιμαντέρ και η αισθητική του image
ΤΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΚΑΙ Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ

Δημοσιεύτηκε 12th March 2015 από τον χρήστη Βάλλυ Κωνσταντοπούλου 

Οι πρώτοι σκηνοθέτες του κινηματογράφου, οι Αδερφοί Λιμιέρ, ήταν ταυτόχρονα οι γεννήτορες του ντοκιμαντέρ τού κινηματογράφου της πραγματικότητας. Στην Αγγλία τα πρώτα επιστημονικά ντοκιμαντέρ δημιουργεί ο Πενλεβέ. Ο Αμερικανός Ρόμπερτ Φλάερτι (1884-1951) καταγράφει την πραγματικότητα των κατοίκων του Βόρειου Πόλου στην ιστορική ταινία Ο Νανούκ του Βορρά (1922).

Ρόμπερτ Φλάερτι
Το μοντέλο που χρησιμοποίησε ήταν η εξιστόρηση, με την αισθητική του βωβού κινηματογράφου, της ιστορίας ενός Εσκιμώου κυνηγού μέσα από τον οποίο ξεδιπλώθηκε η ιστορία ολόκληρης αυτής της κοινωνίας. Η ταύτιση του θεατή με το μερικό, με έναν από τους Εσκιμώους σε αυτή την περίπτωση, αποκαλύπτει την πραγματικότητα του όλου. Έτσι, για πρώτη φορά, ο δυτικός άνθρωπος είδε τους συνανθρώπους του και τον τρόπο που ζούσαν στον Βόρειο Πόλο, και τέθηκαν οι αρχές του μοντέλου προσέγγισης του ντοκιμαντέρ.

Τζίγκα Βερτόφ
Στην αισθητική του κινηματογράφου της πραγματικότητας έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο ο Ρώσος Τζίγκα Βερτόφ (1896-1954), γυρίζοντας τον Άνθρωπο με την κινηματογραφική μηχανή (1929). Ενσωμάτωσε την διαδικασία παραγωγής της ταινίας μέσα στην ταινία.

Γιόρις Ίβενς
Σημαντικός σκηνοθέτης του αισθητικού ντοκιμαντέρ είναι ο Ολλανδός Γιόρις Ίβενς (1898-1989). Πραγματοποίησε γυρίσματα κυρίως στη Γαλλία, όπου έζησε, αλλά και στην Κίνα, στον Καναδά, στο Μάλι, στη Χιλή. Κατόρθωσε με τις ταινίες του να μας αποκαλύψει την ποίηση της πραγματικότητας, αφουγκραζόμενος με την κάμερά του τη φύση και τις πόλεις και μετέτρεψε πεζά θέματα, όπως τη λειτουργία ενός εργοστασίου, σε ποιητικό κινηματογράφο. Στο σπικάζ χρησιμοποίησε τον ποιητή Ζακ Πρεβέρ.
Στη Βροχή (1929), η ίδια η φύση αποκαλύπτεται, χωρίς σπικάζ, μόνο με τους φυσικούς της ήχους, και δίνει την αληθινή φόρμα του ποιητικού ντοκιμαντέρ. Πλάνα της πόλης με βροχή, διαδέχονται κοντινά με αντανακλάσεις μέσα στο νερό, σε ανθρώπινα πρόσωπα, δημιουργώντας ποιητική αισθητική.
Είναι η αισθητική που επανέλαβε αργότερα και στην ταινία Η Ιστορία του ανέμου (Le Mistral) (1966), για να μας αποκαλύψει τον ίδιο τον άνεμο. Ο κινηματογράφος στα χέρια του Ίβενς παίρνει τις αληθινές του διαστάσεις, μας δείχνει την πραγματικότητα όπως τη βλέπει η συνείδησή του μέσα από τον έρωτά του γι’ αυτήν και μας θυμίζει την απλή χαρά της ύπαρξης.
Στη Βιομηχανική Συμφωνία (Philips-Radio) (1931), η εταιρεία Philips του αναθέτει να σκηνοθετήσει ένα ντοκιμαντέρ για το εργοστάσιό της. Ο Ίβενς ενορχηστρώνει με συμφωνικό ρυθμό τα πλάνα του και διαλέγει γωνίες λήψης και καδραρίσματα τέτοια που μετατρέπουν την ταινία σ’ ένα κινηματογραφικό ποίημα.
Στο Ο Σηκουάνας συνάντησε το Παρίσι (1957), ο ποιητής Ζακ Πρεβέρ στο σπικάζ αφηγείται σε σενάριο του Ζορζ Σαντούλ, την ιστορία του ποταμού, με λήψεις μέσα από μία βάρκα που διασχίζει το Παρίσι.
Ένα ακόμη σημαντικό ποιητικό ντοκιμαντέρ είναι το Βαλπαραΐσο (1965) που γύρισε για την πόλη της Χιλής. Είναι η πόλη που έχει χτιστεί σε μεγάλη υψομετρική διαφορά μεταξύ του λιμανιού της και των κατοικιών, οι οποίες βρίσκονται τόσο ψηλά ώστε οι κάτοικοι είναι αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν καθημερινά τελεφερίκ. Αυτή την ιδιαιτερότητα της πόλης μετέτρεψε ο Ίβενς στο κλειδί για να μας οδηγήσει στην ουσιαστική ζωή, τα έντονα συναισθήματα των κατοίκων της, τα πάθη τους και τις ελπίδες τους. Η χρήση του χρώματος επίσης είναι σύνθετη. Πάνω στο τραπέζι τζογαδόρων σε μια γωνιά της πόλης, η παρεξήγηση δεν αργεί να γίνει κι αμέσως το κάδρο χρωματίζεται κόκκινο. Χρησιμοποίησε τη δομή και τον ρυθμό με τρόπο που μετέφερε στον θεατή την αλήθεια πίσω από κάθε θέμα που γύρισε.

Τζον Γκρίερσον
Η αγγλική σχολή ντοκιμαντέρ με τους Πολ Ρόθα (1907-1984), Τζον Γκρίερσον (1898-1972) και τον Αλμπέρτο Καβαλκάντι (1897-1982), τον οποίο έφερε ο Γκρίερσον από την Βραζιλία, εισάγουν τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες δημιουργείται αργότερα η ξακουστή, σύγχρονη σχολή ντοκιμαντέρ του BBC.
Στο ντοκιμαντέρ Το νυχτερινό ταχυδρομείο (1936) ακούμε τον Γκρίερσον στο σπικάζ, με τον τότε ηχολήπτη Καβαλκάντι.
Το ντοκιμαντέρ που συγκλονίζει τον τότε κόσμο είναι Οι άστεγοι περιπλανώμενοι (1929) του Γκρίερσον. Βασικό μοντέλο εδώ είναι η τεκμηρίωση, σε συνδυασμό με την ποιητικότητα που προέκυπτε από τα θέματα. Ο Τζον Γκρίερσον θεωρείται πατέρας του Βρετανικού Ντοκιμαντέρ και το βραβείο ντοκιμαντέρ που φέρει το όνομά του σήμερα αποτελεί μεγάλη τιμή για έναν ντοκιμαντερίστα, αν το κερδίσει.

Πενεμπέικερ
Στην Αμερική οι Ρίτσαρντ Λίκοκ, Λογκόζι, Ρόμπερτ Ντριού και Ντι Έι Πενεμπέικερ σκηνοθετούν ντοκιμαντέρ με νεωτερισμούς, εκπροσωπώντας το σινεμά ντιρέκτ. Ο Πενεμπέικερ ακολουθεί τον τραγουδιστή Μπομπ Ντίλαν στις περιοδείες του και σκηνοθετεί το πρώτο ροκ ντοκιμαντέρ Don’t Look Back (1967). Με τον ίδιο τρόπο, ακολουθεί αργότερα τους Κένεντι στην καθημερινότητά τους, κι έτσι για πρώτη φορά βγαίνουν εικόνες του αμερικανού προέδρου στον κόσμο.
Στον Πενεμπέικερ απονεμήθηκε πρόσφατα Όσκαρ για το εξαιρετικό επίτευγμα του συνόλου της καριέρας του στη δημιουργία ντοκιμαντέρ.

Ρόμπερτ Ντριού
Ο Ρόμπερτ Ντριού (1924-2014) εκπροσωπεί το σινεμά ντιρέκτ στην Αμερική. Με την κάμερα στο χέρι και σύστημα συγχρονισμού του ήχου που πρωτοχρησιμοποιεί στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ Primary (1960), ακολουθεί τους τότε βουλευτές Χιούμπερτ Χάμφρεϊ και Τζον Κένεντι κατά την προεκλογική εκστρατεία που οδήγησε τον τελευταίο στην προεδρία των Η.Π.Α.. Ο φακός παρόν από πολύ κοντά, οδηγεί τον κάθε θεατή βιωματικά στα ιστορικά γεγονότα.

Αλέν Ρενέ
Στη Γαλλία, το 1945-50 ο Αλέν Ρενέ γυρίζει τα πρώτα ντοκιμαντέρ για την τέχνη τα Βαν Γκογκ (1948) και Γκερνίκα (1951). Τη δεκαετία του ’50, δημιουργείται το Cinema Verite (κινηματογράφος της πραγματικότητας), από τον Ρισέμπ Ροζέ και τον Ζαν Ρους.

Ο Ζαν Βιγκό (1904-1934), εκπροσωπεί το σουρεαλιστικό ντοκιμαντέρ. Οι ταινίες του Σχετικά με τη Νίκαια (1929), Διαγωγή μηδέν (1932) και Αταλάντη (1934), συνδυάζουν το ρεαλισμό με την ποιητική χρήση σουρεαλιστικών στοιχείων μ’ ένα μοναδικό για την εποχή τρόπο.

Ο Ρους (1917-2004) γυρίζει στην Αφρική Το κυνήγι του λιονταριού με τόξο (1965), όπου για πρώτη φορά βλέπει ο δυτικός άνθρωπος τη ζωή των Αφρικανών. Στον ήχο κρατάει τα πάντα, ό,τι καταγράφει το τότε κινηματογραφικό μαγνητόφωνο nagra και στην εικόνα δεν κάνει καμία παρέμβαση. Το αποτέλεσμα είναι το απόλυτο ξεδίπλωμα της πραγματικότητας.
Συνεχίζει να κάνει γυρίσματα στην Αφρική, χρησιμοποιώντας, για πρώτη φορά, τη μηχανή λήψης των 16mm, για καθαρά πρακτικούς λόγους. Οι μεγαλύτερες σε διάρκεια ταινίες Το χρονικό ενός καλοκαιριού (1961) και Τζάγκουαρ (1967) βρίσκουν κανονική διανομή στους κινηματογράφους και εξοικειώνουν το κοινό με το είδος του ντοκιμαντέρ.
Το μοντέλο του ντοκιμαντέρ fiction, με δραματοποιημένες σεκάνς για την καλύτερη αναπαράσταση της πραγματικότητας, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Σήμερα προτιμάται να παρουσιάζεται η αλήθεια μέσα από τις πραγματικές λήψεις και να βγαίνει το βάθος του θέματος με τη μονταζική αφήγηση. Το ίδιο το μοντάζ βοηθά στην αποκάλυψη του θέματος.

Γκόντφρεϊ Ρέτζιο
Το σύγχρονο μεγάλου μήκους ελεγειακό ντοκιμαντέρ, με κινηματογραφική διανομή, εκπροσωπεί ο ινδιάνικης καταγωγής Γκόντφρεϊ Ρέτζιο. Η τριλογία των ταινιών του Κογιαανισκάτσι (Koyaanisqatsi) (1982), Παουακάτσι (Powaqqatsi) (1988) και Νακοϊκάτσι (Naqoyqatsi) (2002) είναι ελεγειακές συνθέσεις εικόνων του κόσμου που μελετούν τον άνθρωπο με ανοιχτή ματιά και με μοντάζ που αποκαλύπτει και σχολιάζει τη σημερινή πτώση του. Η εμπειρία αυτών των εικόνων θεωρήθηκε μοναδική τη δεκαετία του ’80, τότε που δεν υπήρχε ακόμη ψηφιακό υλικό λήψης και μοντάζ και η ιδέα του time lapse παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μέσα από το φιλμ. Η μουσική παίζει βασικό αισθητικό ρόλο, γραμμένη ειδικά για τις ταινίες του Ρέτζιο από τον εξαιρετικό και κλασικό πλέον συνθέτη Φίλιπ Γκλας.
Στο τελευταίο του ντοκιμαντέρ Visitors (2013), ο Ρέτζιο κινηματογραφεί με το κλασικό του πλέον στιλ, την αντίδραση της ανθρωπότητας απέναντι στην τεχνολογία και αφήνει τον σχολιασμό στους θεατές. Η μουσική του Γκλας για άλλη μια φορά σχολιάζει και συμπληρώνει την εικόνα με την μονταζική δομή που έχει καταξιώσει τον Ρέτζιο διεθνώς. Σαν τον ζωγράφο της εποχής του μπαρόκ Βελάσκεθ στον περίφημο πίνακά του Las Meninas, ανατρέπει την εικόνα και μας δείχνει τους θεατές να βλέπουν τα δρώμενα και όχι αυτά καθαυτά τα δρώμενα.

Ο καταξιωμένος Γερμανός σκηνοθέτης fiction ταινιών Βιμ Βέντερς (γενν. 1945), με το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ του Buena Vista Social Club (1999), συνέβαλε στην εξάπλωση της αναβίωσης της κουβανέζικης μουσικής. Το καθεστώς και η φτώχεια είχαν ωθήσει τους εξαιρετικούς μουσικούς του Club Buena Vista στην Αβάνα, που έκλεισε, να κάνουν άλλες δουλειές για χρόνια, μέχρι τη στιγμή που ο αμερικανός μουσικός παραγωγός Ρόι Κούντερ αποφάσισε να τους επαναφέρει στη μουσική σκηνή και να κάνει την παραγωγή ενός δίσκου μαζί τους.
Ο Βέντερς, ως αυθεντικός road movie σκηνοθέτης, κινηματογραφεί τον παραγωγό και τους μουσικούς στην αναγέννησή τους. Το πλούσιο συναίσθημα του κουβανέζικου λαού περνάει μέσα από τη μουσική των αξιαγάπητων παππούδων-μουσικών, που τους δόθηκε αναπάντεχα μια μοναδική δεύτερη ευκαιρία να ξεδιπλώσουν στον κόσμο την αγάπη τους για τη μουσική.

Κλοντ Νουριτζανί, Μαρί Περενού
Το ντοκιμαντέρ που ξαναθύμισε την απαράμιλλη ομορφιά της φύσης, είναι ο Μικρόκοσμος (1997) των Γάλλων βιολόγων Κλοντ Νουριτζανί και Μαρί Περενού, που βρήκε επίσης διανομή στις αίθουσες. Οι δύο επιστήμονες γύριζαν υλικό για δέκα χρόνια. Τα στοιχεία της φύσης, τα ζώα και τα φυτά οδήγησαν την αφήγηση με ένα ποιητικό μοντάζ πάνω σε κλασική μουσική, προβάλλοντας τη ματιά του ανθρώπου που συνεχίζει να θαυμάζει τη φύση και να βρίσκει αντιστοιχίες με τη ζωή του.

Ο Κεν Λόουτς, με το βραβευμένο ντοκιμαντέρ September 11 (2002) χρησιμοποιεί έναν εξόριστο Χιλιανό, που έστειλε γράμμα στα θύματα της φρικιαστικής τρομοκρατικής επίθεσης για να τους συλλυπηθεί και να τους υπενθυμίσει ότι στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, ο δικτάτορας Πινοσέτ, με τη συμπαράσταση της αμερικανικής κυβέρνησης, πήρε την εξουσία εξοντώνοντας 30.000 ανθρώπους. Ένα ντοκιμαντέρ που θυμίζει ότι οι δημοκρατίες έχουν καταλυθεί από τις αγορές.

Μάικλ Μουρ
Το 2002 εμφανίζεται ο Αμερικανός Μάικλ Μουρ που εκπροσωπεί το καταγγελτικό ντοκιμαντέρ. Στο Bowling for Columbine (2002), καταγγέλλει την οπλοχρησία στη σύγχρονη Αμερική, ως βασική αιτία για τους συνεχείς φόνους στα αμερικανικά σχολεία. Με το ντοκιμαντέρ Fahrenheit 9/11 (2004) αποκαλύπτει την κυβέρνηση Μπους ως συνυπαίτια της δραματικής τρομοκρατικής επίθεσης στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης. Βραβεύεται και γίνεται παγκόσμια γνωστός. Στοιχεία των ντοκιμαντέρ του είναι ο σαρκασμός και οι αποκαλύψεις που προκύπτουν από τις λήψεις και το εύστροφο μοντάζ.

Τάκης Κανελλόπουλος
Στην Ελλάδα το ντοκιμαντέρ αναπτύσσεται τη δεκαετία του ’60. Ο Τάκης Κανελλόπουλος κινηματογραφεί τον Μακεδονικό Γάμο (1960), στο χωριό Βελβενδό της Μακεδονίας και αφήνει ένα σημαντικό ντοκουμέντο για την Μακεδονική επαρχία εκείνης της εποχής.

Δημήτρης Μαυρίκιος
Σημαντικός ντοκιμαντερίστας αναδεικνύεται ο Δημήτρης Μαυρίκιος με την αισθητική σειρά ντοκιμαντέρ Τα γεφύρια του Ιονίου (1984), που προβλήθηκαν από την τηλεόραση κι έκαναν δημοφιλές το είδος του ντοκιμαντέρ. Με το Aenigma est (1990), δημιουργεί μια εξαιρετική ταινία τεκμηρίωσης για τη ζωή και το έργο του σουρεαλιστή ζωγράφου Τζόρτζιο Ντε Κίρικο.

Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος με το Είδαν τα μάτια μας γιορτές (2000) και Ημερολόγια καταστρώματος (2001), ένα ευαίσθητο πορτρέτο του ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη, πετυχαίνει κινηματογραφική διανομή.

Ο Φίλιππος Κουτσαφτής δημιουργεί το ντοκιμαντέρ Αγέλαστος Πέτρα (2000), που προβάλλεται στις αίθουσες με μεγάλη επιτυχία. Κάνει μόνος του τις λήψεις, άλλωστε δούλευε και ως διευθυντής φωτογραφίας, καθώς και το μοντάζ και σπικάζ του ντοκιμαντέρ. Είναι ένα κινηματογραφικό ημερολόγιο της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα στην πόλη της Ελευσίνας, το οποίο εστιάζει σε δύο άξονες, τα αρχαία μνημεία από τη μια και από την άλλη τους σύγχρονους κατοίκους και την εκμετάλλευση που δέχτηκε η πόλη τα τελευταία χρόνια. Το σπικάζ αποκαλύπτει τα συναισθήματα του κινηματογραφιστή, που ξεδιπλώνοντάς τα συν-κινεί και τους θεατές.
Η αρχαία ελληνική πόλη των μυήσεων, της Έλευσης, μετατρέπεται μέσα σε δέκα χρόνια σε βιομηχανικό λιμάνι κι ο Κουτσαφτής είναι εκεί και κινηματογραφεί με ευαισθησία όλες τις αλλαγές αυτών των δέκα χρόνων. Οι μοναδικοί άξονες που συνδέουν το τότε με το σήμερα, είναι η πίστη των κατοίκων του. Αντιστικτικά λειτουργεί ο «τρελός» της πόλης, που μαζεύει αρχαία μαρμάρινα θραύσματα και τα δίνει στο μουσείο της, για να τα σώσει και να θυμίσει στους θεατές τη γνωστική συμπεριφορά.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο «τρελός» πεθαίνει. Στην διαρκή βιομηχανική «ανάπτυξη» η οποία απαιτεί να φύγει το μικρό ξωκλήσι για να χτιστούν εργοστάσια, οι κάτοικοι μαζεύονται και το προστατεύουν, ενώ το συνεργείο που έρχεται για την κατεδάφισή του, παθαίνει ατύχημα. Η πίστη των κατοίκων και η αγάπη του «τρελού», ως μοναδικοί άξονες αντίστασης, δίνουν το χαρμόσυνο μήνυμα της ταινίας και αποκαλύπτουν έναν κινηματογραφιστή σκυμμένο με αληθινό ενδιαφέρον πάνω από την πόλη, προσπαθώντας να επανανακαλύψει μια χαμένη Ελλάδα.
Στο φινάλε ξαναβρίσκουμε τους νεότερους, μετά από τα δέκα αυτά χρόνια, να έχουν ενηλικιωθεί και να αναζητούν τη δική τους πορεία μέσα στον κόσμο. Ένας κύκλος έχει κλείσει κι ένας καινούργιος αρχίζει. Η Ελευσίνα μετατρέπεται σ’ ένα πανανθρώπινο σύμβολο, για να μας θυμίζει τον κόσμο που «θάψαμε» έξω και μέσα μας.
Ο Φίλιππος Κουτσαφτής επανέρχεται 15 χρόνια μετά την Αγέλαστο Πέτρα, με το ντοκιμαντέρ Αρκαδία Χαίρε (2015), με την ίδια ευαίσθητη ματιά. Άλλη μια σημαντική περιοχή της αρχαίας Ελλάδας ψάχνει με τον φακό του, το κείμενο και το ευαίσθητο σπικάζ του, με εκφορά λόγου που θυμίζει την ποιητικότητα του Πρεβέρ. Ενώνει την αρχαία με τη νεότερη Αρκαδία μέσα από το κείμενο και τις λήψεις με ανθρωπιά κι εσωτερικό στοχασμό.

Γιάννης Λάμπρου
Ο Γιάννης Λάμπρου (1954-2011) με τα ντοκιμαντέρ Μεταξύ κόμικς και άλλων (1990), Ιδρωμένα Αλώνια (1995), Λυράρηδες του Αιγαίου (2006), Εικονογράφημα ζωγράφου γυναικός (2007) άφησε πίσω του σημαντικό έργο και πολύτιμη μαρτυρία για μια Ελλάδα που σπάνια προβάλλεται.

Άγγελος Κοβότσος
Ο Άγγελος Κοβότσος με το βραβευμένο ντοκιμαντέρ Encardia, η πέτρα που χορεύει (2012), μας ταξιδεύει μαζί με το συγκρότημα Encardia στους Γκρίκο της Νότιας Ιταλίας. Ένα μουσικό road movie με ιστορικές αναφορές στις ρίζες των Ελλήνων της Νότιας Ιταλίας.

Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος στον βραβευμένο Μανάβη (2013) καταγράφει τους ανθρώπους στα ξεχασμένα βουνά της Πίνδου και την απλότητα και συνάμα τραχύτητα μιας ζωής που θυμίζει άλλες εποχές.

Μια πάντα υπερήφανη Ελλάδα και τη δύσκολη ζωή σε νησί της άγονης γραμμής, παρουσιάζει στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ Πάρβας, Άγονη Γραμμή (2008), ο Γεράσιμος Ρήγας, κινηματογραφώντας τον Πάρβα που διατηρεί το μοναδικό καφενείο στη χώρα της Αμοργού.

Ο Κωνσταντίνος Γεωργούσης καταγράφει το αληθινό πρόσωπο του φασισμού στην Ελλάδα, στο βραβευμένο ντοκιμαντέρ Οι καθαριστές (2012).

Ο Νίκος Νταγιαντάς αναδεικνύει το θέμα της μακροβιότητας των κατοίκων της Ικαρίας και τον αγώνα των νέων Ελλήνων, της λεγόμενης χαμένης γενιάς, που δίνουν στο νησί, ως λύση στην κρίση, στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ Little Land (2013).

Ο Γιώργος Αυγερόπουλος, αρχικά δημοσιογράφος, αναδεικνύεται ως ένας από τους πλέον ρηξικέλευθους ντοκιμαντερίστες. Το έργο του έχει βραβευθεί σε παγκόσμια φεστιβάλ ντοκιμαντέρ. Έχει γυρίσει πολλά επιτυχημένα ντοκιμαντέρ. Μεταξύ αυτών η διεθνώς βραβευμένη Agora (2014), που προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες, καταγράφει την κρίση στην Ελλάδα τα τέσσερα πρώτα δραματικά χρόνια της συρρίκνωσης της οικονομίας και της ανέχειας, με ευαισθησία και σεβασμό στα θύματα. Αποκαλύπτει ότι οι πολιτικοί της Ευρώπης στήριξαν τα μέτρα λιτότητας σε οικονομολογική μελέτη, η οποία αποδείχθηκε λάθος από έναν φοιτητή του Χάρβαρντ, ενώ πραγματοποιούσε την διδακτορική του διατριβή. Ταυτόχρονα παρακολουθούμε συγκεκριμένους ανθρώπους που έχασαν τις δουλειές τους, τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους. Ο σημερινός κόσμος δεν ορίζεται από τους ανθρώπους αλλά από τις αγορές, η Δημοκρατία αντικαταστάθηκε από την Αγορά, ξεχάσαμε το πνεύμα και φυλακιστήκαμε μέσα στην ύλη. Αυτή η εφιαλτική πραγματικότητα αποκαλύπτεται ανάγλυφα στο εξαιρετικό αυτό ντοκιμαντέρ.