Στάθη Βαλούκου
Στα χρόνια του πολέμου πρωτοεμφανίστηκε ένα νέο σκηνοθετικό ύφος αστυνομικών και γκανγκστερικών ταινιών που πολύ αργότερα ονομάστηκε «φιλμ νουάρ» από τους Γάλλους κριτικούς. Η ονομασία οφείλεται στις θεματικές ομοιότητες που διαπιστώθηκαν ανάμεσα στις ταινίες και ορισμένα μυθιστορήματα δημοσιευμένα στα λαϊκά αστυνομικά περιοδικά (pulp magazines) της δεκαετίας του ’30. Αυτά τα μυθιστορήματα μεταφράστηκαν και αναδημοσιεύτηκαν σε μια αντίστοιχη σειρά γαλλικών περιοδικών υπό τον γενικό τίτλο «Μαύρη σειρά» (Série noir). Μετά τον πόλεμο, οι Γάλλοι κριτικοί βλέποντας συγκεντρωτικά όλες μαζί τις αμερικανικές ταινίες που είχαν χάσει λόγω των εχθροπραξιών, διαπίστωσαν την ύπαρξη ενός ενιαίου ύφους. Αναζήτησαν μια κατάλληλη ονομασία για να το προσδιορίσουν και κατέληξαν στον όρο φιλμ νουάρ που καθιερώθηκε στη δεκαετία του ’60 όταν ένα μέρος της αστυνομικής λογοτεχνίας αναβαθμίστηκε στη συνείδηση του κοινού και αναθεωρήθηκε η αξία συγγραφέων όπως ο Ρέιμοντ Τσάντλερ και ο Ντάσιελ Χάμετ, οι οποίοι ανυψώθηκαν από το ταπεινό σκαλί του συγγραφέα παραλογοτεχνίας στο επίπεδο του λογοτέχνη.
Η χρονιά και η ταινία που κατά γενική παραδοχή οριοθετούν τον κύκλο νουάρ είναι το 1941 και Το γεράκι της Μάλτας – ταινία που γύρισε ο Τζον Χιούστον για λογαριασμό της Warner. Πρόκειται για μια ταινία πολλαπλών αποκαλύψεων αφού εκτός από την έναρξη του κύκλου, σημαδεύει επίσης την έναρξη της ουσιαστικής καριέρας τόσο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ όσο και του σκηνοθέτη Τζον Χιούστον. Η ταινία διασκευάζει μια νουβέλα του Ντάσιελ Χάμετ και αφηγείται την απεγνωσμένη αναζήτηση ενός χρυσού αγαλματιδίου από μια ομάδα τυχοδιωκτών. Στην υπόθεση εμπλέκεται ο ντετέκτιβ Σαμ Σπέιντ (Μπόγκαρτ) προσπαθώντας να εκδικηθεί τη μυστηριώδη δολοφονία του συνεταίρου του. Στο τέλος ανακαλύπτει ότι το αγαλματίδιο ήταν πλαστό και παραδίδει στην αστυνομία τη δολοφόνο (Μέρι Άστορ) που τον εκλιπαρεί μάταια για το αντίθετο, χρησιμοποιώντας όλη τη γοητεία της.
Η ταινία εκπλήσσει με την πρωτότυπη και δυναμική κινηματογράφηση ήδη από τις πρώτες σκηνές της, όταν ένα περίστροφο εισβάλλει ξαφνικά στην οθόνη σε πρώτο πλάνο και σκοτώνει τον ντετέκτιβ Άρτσερ, χωρίς να εμφανιστεί ούτε καν το χέρι που κρατά το όπλο. Εύκολα διακρίνει κανείς όλα τα ιδιόμορφα γνωρίσματα, θεματικά και αισθητικά, που στη συνέχεια θα προσδιορίσουν το ύφος. Υπάρχουν όλοι οι βασικοί χαρακτήρες του νουάρ (η μοιραία γυναίκα, ο ντετέκτιβ, η συμμορία παρανόμων), τα αφηγηματικά μοτίβα (φόνος, αναζήτηση πολύτιμου αντικειμένου, έρευνα ντετέκτιβ) αλλά και όλα τα χαρακτηριστικά του οπτικού στιλ (φωτοσκιάσεις, έντονες γωνίες λήψης, ασπρόμαυρα κοντράστ).
Τέσσερα είναι τα χαρακτηριστικά υφολογικά στοιχεία που προσδιορίζουν αυτό το ξεχωριστό στιλ ταινιών:
1) Η αισθητική της εικόνας
2) Οι χαρακτήρες των ηρώων
3) Η τεχνική της αφήγησης και
4) Η σημασία των ήχων.
Η οπτική φόρμα επηρεάστηκε από δυο διαφορετικές μεταξύ τους υφολογικές σχολές. Πρωτίστως από τον εξπρεσιονισμό και σε αρκετά μικρότερο βαθμό από τον νεορεαλισμό. Στην πρώτη περίοδο του νουάρ (δεκαετία του ’40), ο εξπρεσιονισμός που ήρθε στο Χόλιγουντ μαζί με τους Ευρωπαίους σκηνοθέτες και ιδιαίτερα τους Γερμανούς –Φριτς Λανγκ, Μαξ Όφιλς, Ρόμπερτ Σιόντμακ, Μπίλι Γουάιλντερ, Γουίλιαμ Ντίτερλε, Ότο Πρέμινγκερ– επέδρασε και συνέβαλε στην τελειοποίηση της χαρακτηριστικής οπτικής φόρμας του νουάρ. Η επίδραση δε συνίσταται απλώς στα έντονα κοντράστ της φωτογραφίας αλλά σε ολόκληρη την αισθητική κληρονομιά του γερμανικού εξπρεσιονισμού (παραμόρφωση εικόνας, απροσδόκητες γωνίες λήψης, εφιαλτικές φωτοσκιάσεις, καθρεφτίσματα, λοξά καδραρίσματα, κλειστοφοβικές συνθέσεις κάδρου κτλ.). Το δεύτερο κίνημα που επέδρασε ήταν ο ιταλικός νεορεαλισμός που εμφανίστηκε μετά το πόλεμο και επηρέασε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το νουάρ, λόγω της οικονομικής κρίσης που επέφερε η εμφάνιση της τηλεόρασης. Τα γυρίσματα σε φυσικά ντεκόρ, ένα πιο ευλύγιστο ντεκουπάζ, η φλατ εικόνα, οι περιορισμένοι προϋπολογισμοί και η χρήση σχετικά άγνωστων ηθοποιών, αποτελούν το σημαντικότερο μέρος της ιταλικής υφολογικής κληρονομιάς. Το νουάρ απορρόφησε τις παραπάνω αισθητικές φόρμες και προσθέτοντας τις αμερικανικές κατακτήσεις της σκηνοθεσίας σε «βάθος πεδίου» δημιούργησε μια θαυμαστή ενότητα οπτικής φόρμας.
Το δεύτερο υφολογικό στοιχείο νουάρ είναι η ψυχολογία, ακριβέστερα η ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών του. Αν θελήσουμε να σκιαγραφήσουμε έναν νουάρ ήρωα, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στην περιγραφή μας ακόμα δυο στοιχεία. Το πρώτο είναι η βαριά μοίρα που τον συνθλίβει και το δεύτερο –απόρροια του πρώτου– είναι η απελπισία, η υπαρξιακή αγωνία που τον διακατέχει, η προσδοκία του μοιραίου που παίρνει τη μορφή της απόγνωσης και βαφτίζει τους περισσότερους τίτλους: Σκοτεινό πέρασμα, Σκοτεινή πόλη, Πάθος και αίμα, Παιχνίδι με το θάνατο, Η μοίρα δεν ξεχνά, Πανικός στους δρόμους και πολλοί παρεμφερείς. Από τους καταπιεσμένους βετεράνους του πολέμου και τους μικροαστούς που επαναστατούν (Άνθρωποι του αίματος, Γαλάζια ντάλια, Η σκύλα) ως τις ψυχωτικές φιγούρες και τους ντετέκτιβ που διερευνούν μυστηριώδεις υποθέσεις, όπως στα Με διπλή ταυτότητα, Το γεράκι της Μάλτας, Η μεγάλη κάψα, Τζίλντα, όλες οι απελπισμένες και μοναχικές φιγούρες που πρωταγωνιστούν στις ταινίες προσπαθούν μόνιμα να ξεφύγουν από τη μοίρα που σφραγίζει το προσωπικό τους δράμα. Η απελπισία και η απόγνωση είναι ο κοινός παρονομαστής όλων.
Τρίτο χαρακτηριστικό είναι η τολμηρή –για τα μέτρα της εποχής–, ασυνεχής, και όχι σπάνια σπασμωδική αφήγηση με κύρια χαρακτηριστικά το φλας μπακ, το voice over και την αφήγηση off. Στην ταινία του Ρόμπερτ Σιόντμακ Οι δολοφόνοι (1946), ένας άντρας καθισμένος στο μπαρ περιμένει καρτερικά το θάνατό του από δυο πληρωμένους δολοφόνους, γεγονός που δεν αργεί να συμβεί, και έτσι ξεκινά η αφήγηση της ταινίας. Στη συνέχεια η έρευνα για τη δολοφονία, που διευθύνεται από έναν ασφαλιστικό πράκτορα, φτάνει με διαδοχικά φλας μπακ στην αρχή της ιστορίας. Αυτή η τεχνική του φλας μπακ αποτελεί τον άξονα για πολλές σημαντικές ταινίες, οι πιο τολμηρές από τις οποίες αρχίζουν με λόγια ανθρώπων που έχουν δολοφονηθεί προτού ξεκινήσει η αφήγηση της ταινίας, π.χ. στα Η λεωφόρος της Δύσης και Λάουρα, φανερώνοντας με αυτό τον τρόπο τις στενές σχέσεις των σεναρίων με το ύφος των αστυνομικών διηγημάτων των pulp magazines. Αλλά και η αφήγηση off είναι παρούσα και συνοδεύει το θεατή στο υπόγειο ταξίδι του προς τις ψυχές των ηρώων. (Αντίο, ωραία μου, Η κυρία από τη Σαγκάη, Με διπλή ταυτότητα κ.ά.).
Η ηχητική μπάντα είναι ο τελευταίος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικός υφολογικός παράγοντας. Εκτός από την υποβλητική μουσική των ταινιών, και οι ήχοι έχουν πρωτεύουσα σημασία στο νουάρ. Ψεύτικοι λυγμοί σατανικών γυναικών, κλαψουρίσματα δειλών αντρών, ψυχρές φωνές στις τηλεφωνικές επικοινωνίες, κομμένες ανάσες και λαχανιάσματα κυνηγημένων ανθρώπων, υστερικά ξεσπάσματα οργής, βόγκοι χτυπημένων, κλάματα, ποτήρια που σπάνε, νευρικοί χτύποι γυναικείων τακουνιών στα πεζοδρόμια, πόρτες που τρίζουν, σφυρίγματα τρένων, στριγκλίσματα φρένων στους δρόμους, μοτέρ αυτοκινήτων που δεν παίρνουν εμπρός, υπόκωφοι κρότοι πυροβολισμών, ρόγχοι ετοιμοθάνατων. Δεν υπάρχει άλλο ύφος και είδος ταινιών με στενότερη σχέση εικόνας-ήχου στην αναπαραστατική δημιουργία του κόσμου.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ο κύκλος του κλασικού αμερικανικού νουάρ έκλεισε, αλλά ένας νέος είχε ήδη ανοίξει. Στις ευρωπαϊκές και κυρίως τις γαλλικές αστυνομικές ταινίες αναπτύχθηκε ένα αφηγηματικό ύφος, επηρεασμένο από την οπτική και τη θεματική του νουάρ, ιδιαίτερα όταν, εξαιτίας του μακαρθισμού, σημαντικοί σκηνοθέτες, όπως ο Τζόζεφ Λόουζι και ο Ζιλ Ντασέν, αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν και να συνεχίσουν την καριέρα τους στην Αγγλία και τη Γαλλία αντιστοίχως. Με αυτό τον τρόπο το νουάρ επέστρεψε στην ευρωπαϊκή κοιτίδα του και επηρέασε το νέο κύμα των Γάλλων και εν συνεχεία και άλλων Ευρωπαίων σκηνοθετών.
Ο Στάθης Βαλούκος είναι συγγραφέας, σεναριογράφος και διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου. Εκ των πρώτων διδασκόντων του Τμήματος Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στα μαθήματα Σενάριο και Ιστορία του Κινηματογράφου (2004-2010). Υπήρξε Πρόεδρος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος (2007-2009) και είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών και της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Έχει σκηνοθετήσει ταινίες μικρού μήκους κι έχει γράψει πολλά σενάρια γνωστών τηλεοπτικών σειρών. Έχει δημοσιεύσει 12 βιβλία για διάφορα θέματα του ελληνικού και ξένου κινηματογράφου, ενώ μελέτες του βρίσκονται και σε συλλογικές εκδόσεις. ΤΟ ΦΙΛΜ ΝΟΥΑΡ (diastixo.gr)