Το Μπουρλέσκ (burlesque) στον Αμερικάνικο κινηματογράφοΕτυμολογία: μπουρλέσκ < γαλλική burlesque
Ουσιαστικό ουδέτερο, απίστευτη, εξωπραγματική κωμική κατάσταση
http://el.wiktionary.org/
ΜπουρλέσκΜουσική σύνθεση λαμπερού και εκκεντρικού χαρακτήρα, που εισήχθη τον 17o αι. στις σουίτες και παρτίτες, ή παρουσιάστηκε, επίσης μεμονωμένα αργότερα, σαν κομμάτι δεξιοτεχνίας. Εμφανίστηκε στη μουσική του Μπαχ (Παρτίτα σε λα έλασσον, αρ. 3) και του Κουπερέν (Κομμάτια για κλαβεσέν). Τον 19o αι. παίρνει μια ρομαντική χροιά στις πιανιστικές σελίδες του Σούμαν (Φύλλα άλμπουμ, έρ. 124) και του Παντερέφσκι, και μια αιματώδη ζωτικότητα σ’ εκείνες του Ρ. Στράους (έγραψε μία για πιάνο και ορχήστρα) και του Μαξ Ρέγκερ (6 burlesques, έρ. 58). Στον τομέα της λυρικής μουσικής, η μπ., με τη σημασία επίσης της burla και burletta, απεικόνιζε μια ιδιαίτερη σκηνική δράση – που άνθησε τον 17o και 18o αι., κυρίως στην Αγγλία – η οποία, σε συνδυασμό με μια κοινωνική σάτιρα, χρησίμευσε για τη διακωμώδηση συνηθειών και θεσμών.
Αμερικάνικο μπουρλέσκΑμερικάνικο μπουρλέσκ (Burlesque) ή αλλιώς Σλάπστικ (Slapstick), έχουν ονομαστεί οι χοντροκομμένες φάρσο-κωμωδίες του Αμερικάνικου κινηματογράφου, της περιόδου του βωβού, κατά κύριο λόγο. Το «burlesque», έχει προκύψει από τη λέξη «burla», όρος της θεατρικής commedia dell’ arte, που σημαίνει «αστείο» και χαρακτήριζε κάποιο κωμικό ιντερμέδιο ή φαρσικό στιγμιότυπο, συνήθως αυτοσχέδιο. Η «burla», περιελάμβανε έντονο και χονδροειδές σωματικό παίξιμο, ενώ μπορούσε παράλληλα, να εξελιχθεί σε ένα μικρό νούμερο, ανεξάρτητο της πλοκής του έργου, στο οποίο παρενέβαινε. Το «slapstick», αντίστοιχα, ήταν η αμερικάνικη ονομασία της ευλύγιστης σχισμένης σανίδας που κρατούσε ο Αρλεκίνος, με την οποία έδινε σήμα για τις εντυπωσιακές αλλαγές του σκηνικού διακόσμου, ή χτυπούσε μ’ αυτή τα πισινά των εχθρών του. Τον 20ο αιώνα, η λέξη χρησιμοποιούνταν για να εκφράσει το θορυβώδες κωμικό παίξιμο των κλόουν και των φτηνών κωμικών, ιδίως στις χονδροειδείς φάρσες τους και στα σκετς του μιούζικ-χωλ, κι έφτασε εν τέλει να σημαίνει το «χοντροκομμένο αστείο».
Το ύφος, που χαρακτηρίζει αυτές τις ταινίες, εισήχθη από τον Mack Sennett και κύριοι εκπρόσωποί τους, θεωρούνται οι Charlie Chaplin, Buster Keaton, Harold Lloyd και Harry Langdon.
Το Αμερικάνικο burlesque, χαρακτηρίζεται από την κινηματογράφηση σε εξωτερικούς χώρους κυρίως, από τα τρελά κυνηγητά που συνήθως αναλαμβάνουν να ξεκινήσουν τα όργανα της τάξης, από την μαγνητοσκόπηση των κινούμενων μηχανών (ατμομηχανών, τραμ, αυτοκινήτων, κ.α.), από τη σάτιρα που γίνεται, έμμεσα ή άμεσα, σε κάποιους «τύπους», θεατρικούς ή υπαρκτούς, από εκρήξεις, ζώα, και κάθε τι περίεργο που θα μπορούσε να προκαλέσει το γέλιο, μέσω της έκπληξης.
Το είδος αυτό, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κινησιολογία, γι’ αυτό κι οι πρώτοι ηθοποιοί του, προέρχονταν συχνά από το χώρο του θεάτρου των ποικιλιών (varieté), του vaudeville, του κουκλοθεάτρου, αλλά και του τσίρκου. Για τον ίδιο λόγο, οι δημιουργοί του, χρησιμοποιούσαν αρκετά συχνά, πλήρη πλάνα, τα οποία έδιναν τη δυνατότητα στους ηθοποιούς, να δράσουν ως μίμοι, ενώ κατέγραφαν παράλληλα και τις εκφράσεις των προσώπων τους. Επίσης, συχνά, συναντούμε εκτός από επαγγελματίες, διάφορους ερασιτέχνες ή περαστικούς, των οποίων κινηματογραφούνταν οι αντιδράσεις, στα διάφορα γκαγκς (αστεία).
Αυτό που έκανε, βέβαια, το είδος αυτό, ιδιαίτερα αγαπητό σε όσους ασχολήθηκαν μαζί του, ήταν το μοντάζ και το τρικάζ. Οι δημιουργοί, μέσω του μοντάζ, είχαν τη δυνατότητα, να επιλέξουν τα καταλληλότερα γκαγκς και να τα συρράψουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφύγουν την πλήξη που προκαλούσε στο κοινό μια αντίστοιχη θεατρική προσέγγιση. Υπήρχε, επίσης, η δυνατότητα να τα συρράψουν με τέτοιο τρόπο, ώστε ο θεατής, να έχει την ψευδαίσθηση ότι παρακολουθεί παράλληλα τις δράσεις δυο ή περισσοτέρων ηρώων. Μπορούσαν, πάλι, τοποθετώντας το ένα φιλμ πάνω στο άλλο, να δημιουργήσουν διάφορες άλλες ψευδαισθήσεις. Ιδιαίτερα συχνά δε, παρατηρούμε τη χρήση του fast motion (γρήγορης κίνησης) ή του slow motion (αργής κίνησης), στις ταινίες αυτού του είδους.
Πηγή:
CAMERA STYLO ONLINE (wordpress.com)