Τι είναι ένα σπαγκέτι γουέστερν image
Τι είναι ένα σπαγκέτι γουέστερν?

Το σπαγκέτι γουέστερν γεννήθηκε το πρώτο μισό της δεκαετίας του εξήντα και διήρκεσε μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του εβδομήντα. Οφείλει το όνομά του στο γεγονός ότι τα πιο πολλά σπαγκέτι σκηνοθετήθηκαν και παράχθηκαν από Ιταλούς, συχνά σε συνεργασία με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά με την Ισπανία και με τη Γερμανία. Η ονομασία «σπαγκέτι» ήταν αρχικά ένας υποτιμητικός όρος που έδιναν οι ξένοι κριτικοί σε αυτές τις ταινίες επειδή τις θεωρούσαν κατώτερες από τα αμερικανικά γουέστερν. Οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες έγιναν με χαμηλό προϋπολογισμό, κι όμως πολλές από αυτές κατάφεραν να είναι πρωτότυπες και καλλιτεχνικές, παρόλο που στην εποχή τους δεν έλαβαν μεγάλη αναγνώριση, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Κατά τη δεκαετία του ογδόντα, η φήμη αυτού του είδους μεγάλωσε και σήμερα ο όρος δε χρησιμοποιείται πλέον περιφρονητικά, παρότι αρκετοί Ιταλοί ακόμη προτιμούν να αποκαλούν αυτές τις ταινίες westerns all’italiana (γουέστερν σε ιταλικό στυλ). Στην Ιαπωνία τα αποκαλούν Μακαρόνι γουέστερν, ενώ στην Γερμανία Ιταλογούεστερν.
Τι είναι τόσο ξεχωριστό σε αυτά?
Είναι αρκετά διαδεδομένη η αντίληψη ότι το είδος ξεκίνησε ως αποτέλεσμα της τεράστιας επιτυχίας της ταινίας του Σέρτζιο Λεόνε (A Fistful of Dollars) /Για μια χούφτα Δολάρια (1964), μια μεταφορά μιας Ιαπωνικής ταινίας με σαμουράι που λεγόταν «Yojimbo» (του Ακίρα Κουροσάβα, 1961). Μα κάποια λίγα γουέστερν είχαν φτιαχτεί στην Ιταλία πριν να θέσει ο Λεόνε τα βασικά χαρακτηριστικά του είδους και επιπλέον οι Ιταλοί δεν ήταν οι πρώτοι που έφτιαξαν γουέστερν στην Ευρώπη τη δεκαετία του εξήντα. Στη Γερμανία μια σειρά άκρως επιτυχημένων γουέστερν είχαν παραχθεί, τα οποία βασίζονταν στα έργα του Καρλ Μέι (Karl May). Το πρώτο ευρωπαϊκό γουέστερν που περιείχε τουλάχιστον κάποια από τα βασικά συστατικά για να θεωρείται «σπαγκέτι γουέστερν», έγινε χωρίς καμιά ιταλική ανάμειξη, όντας μια Βρετανο-Ιταλική συμπαραγωγή: The Savage Guns ή «Μέχρις Αίματος» (του Μίχαελ Καρρέρας, 1962). Πάντως ήταν σίγουρα ο Σέρτζιο Λεόνε που καθόρισε τη μορφή και τα χαρακτηριστικά του είδους με το πρώτο του γουέστερν, καθώς και με τα δυο που σύντομα ακολούθησαν: (For a Few Dollars more)/ «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» (1965) και ( The Good, the Bad and the Ugly) / «Ο Καλός, ο Κακός κι ο Άσχημος» (1966). Αυτές οι τρεις ταινίες μαζί αποκαλούνται «Η τριλογία με τα δολλάρια» ‘The Dollars Trilogy’. Η Δύση του Λεόνε ήταν ένας βρώμικος, σκονισμένος χερσότοπος με λευκά χωριουδάκια, ανέμους που σφυρίζουν, κοκαλιάρικα σκυλιά και κυνικούς ήρωες, εξίσου αξύριστους με τους κακούς.
Η μουσική και στις τρεις ταινίες γράφτηκε από τον Έννιο Μορρικόνε (Ennio Morricone) και ήταν τόσο ασυνήθιστη όσο και τα οπτικά εφέ του Λεόνε: όχι μόνο χρησιμοποίησε όργανα όπως η τρομπέτα, η άρπα και η ηλεκτρική κιθάρα, αλλά πρόσθεσε και σφύριγμα, τον ήχο μαστίγιων και πυροβολισμών στην σύνθεση που ένας κριτικός περιέγραφε ως έναν «κροταλία σε ένα τύμπανο». Ο Μορρικόνε τελικά έγραψε τη μουσική για πάνω από 30 ιταλικά γουέστερν και αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα για την επιτυχία του είδους.
Γενικά, τα σπαγκέτι γουέστερν έχουν περισσότερη δράση απ’ ότι τα αντίστοιχα αμερικάνικα. Ο διάλογος είναι σπάνιος και κάποιοι κριτικοί έχουν τονίσει ότι είναι δομημένα σαν όπερες, χρησιμοποιώντας τη μουσική σαν επεξηγηματικό στοιχείο της αφήγησης. Εδώ και πολύ καιρό, τα γουέστερν έχουν χαρακτηριστεί ως «όπερες με άλογα», αλλά όπως τόνισε ο καθηγητής πολιτιστικών σπουδών Κρίστοφερ Φρέυλινγκ, μόνο οι Ιταλοί κατάφεραν να δείξουν τι πραγματικά σημαίνει αυτός ο όρος. Όταν φτιάχτηκαν, πολλά σπαγγέτι γουέστερν ήταν αρκετά βίαια και αρκετά από αυτά συνάντησαν προβλήματα απαγορεύσεων, οπότε περικόπηκαν σκηνές ή κόμη και ολόκληρη η ταινία απαγορεύτηκε σε κάποιες αγορές. Πολλά σπαγκέτι γουέστερν τοποθετούνται στα Αμερικανο-Μεξικανικά σύνορα και δείχνουν άγριους και σαδιστές Μεξικανούς ληστές. Ο Εμφύλιος Πόλεμος και όσα συνέβησαν μετά το τέλος του είναι ένα υπόβαθρο που βρίσκουμε συχνά. Αντί για κανονικά ονόματα όπως Γουίλ Κέιν ή Ήθαν Έντουαρτς, οι ήρωες έχουν συχνά παράξενα ονόματα όπως Ρίνγκο, Σαρτάνα, Σαμπάτα, Τζώνυ Όρο, Αριζόνα Κολτ ή Τζάνγκο. Το είδος είναι αναμφίβολα ένα είδος των καθολικών (μερικά ονόματα που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι Αλληλούια, Cemetary (Νεκροταφείο), Τρίνιτυ (Τριάδα) ή Χόλυ Γουότερ Τζο (Τζο του Αγίου Νερού)!), με ένα οπτικό στυλ έντονα επηρεασμένο από την καθολική εικονογραφία όπως, για παράδειγμα, η σταύρωση και το τελευταίο δείπνο του Θεανθρώπου. Η σουρεαλιστική υπερβολή Τζάνγκο Σκότωσε! (Django Kill!)/(Αν ζεις, πυροβόλησε, 1967) του Τζούλιο Κουέστι, ενός πρώην βοηθού του Φελίνι(!) δείχνει έναν αναστημένο ήρωα που παρακολουθεί μια αναπαράσταση της Ημέρας της Κρίσης σε μια σκονισμένη πόλη της Δύσης.
Οι εξωτερικές σκηνές πολλών γουέστερν, ιδιαίτερα αυτών με ένα σχετικά υψηλό προϋπολογισμό, γυρίστηκαν στην Ισπανία, κυρίως στην έρημο Ταμπέρνας της Αλμερίας (στην Ανδαλουσία) και στα Κολμενάρ Βιέχο και Όγιο ντε Μαντσανάρες (κοντά στην Μαδρίτη). Στην Ιταλία η επαρχία του Λάτσιο (τα περίχωρα της Ρώμης) ήταν μια αγαπημένη τοποθεσία. Κάποια σπαγκέτι γουέστερν γυρίστηκαν στις Άλπεις, στη Βόρεια Αφρική ή στο Ισραήλ. Οι εσωτερικές σκηνές συνήθως γυρίζονταν στις πόλεις της άγριας δύσης των στούντιο της Ρώμης, όπως η Σινετσιτά ή τα Έλιος. Τα στούντιο Έλιος είχαν επίσης μια «μεξικανική πόλη» δίπλα στην πόλη της άγριας δύσης.

Η Ιστορία των γουέστερν
 Ο πρώτος καιρός

Τα γουέστερν υπήρξαν πάντα δημοφιλή στην Ιταλία. Λίγα γουέστερν είχαν παραχθεί κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν η φασιστική κυβέρνηση απαγόρευσε τα αμερικάνικα γουέστερν στα ιταλικά σινεμά, όπως για παράδειγμα «Το Παιδί της Δύσης» (Il Fanciullo del West) (1942), του Τζόρτζιο Φερόνι (ο οποίος θα σκηνοθετήσει αρκετά γουέστερν κατά τη διάρκεια της ακμής του είδους. Στη δεκαετία του εξήντα, η απουσία αμερικανικών γουέστερν στα ευρωπαϊκά σινεμά οφειλόταν σε έναν άλλο λόγο: η ακμή κάποιων από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του είδους όπως ο Τζον Φόρντ και ο Άντονυ Μαν είχε περάσει και το είδος είχε μεταφερθεί στην τηλεόραση. Οι ταινίες του Καρλ Μέι είχαν δημιουργήσει ένα πολιτιστικό και οικονομικό πλαίσιο για την παραγωγή]ταινιών γουέστερν στην Ευρώπη σε μεγάλη κλίμακα. Τα πρώτα δείγματα ιταλικών γουέστερν που παράχθηκαν στη δεκαετία του εξήντα έμοιζαν περισσότερο ή λιγότερο με αμερικανικά γουέστερν δεύτερης κατηγορίας, με τους ηθοποιούς και το προσωπικό να κρύβονται πίσω από αμερικανικά ψευδώνυμα. Η ταινία του Λεόνε «Για μια χούφτα δολάρια» παράχθηκε ταυτόχρονα με την ταινία του Μάριο Καϊάνο Pistols don’t argue. Ενώ ο Λεόνε αναθεώρησε τα γουέστερν σαν είδος, ο Καϊάνο είπε την κλασική πλεον ιστορία του σερίφη Πατ Γκάρρετ και ενώ ο Καϊάνο προσέλαβε έναν καταξιωμένο Αμερικανό ηθοποιό (το Ρόντ Κάμερον), ο Λεόνε διάλεξε ένα νεαρό ηθοποιό της τηλεόρασης, τον Κλιντ Ίστγουντ (Clint Eastwood). Με το είδος να κάνει ακόμα τα πρώτα του βήματα, οι περισσότερες ταινίες που παράχθηκαν το μεταβατικό έτος 1965, ήταν μια ανάμειξη Αμερικανικών και Ιταλικών επιρροών, όπως οι ταινίες με τον Ρίνγκο, του Ντούτσιο Τεσσάρι, το «Ένα πιστόλι για τον Ρίνγκο»/ A pistol for Ringo και «η Επιστροφή του Ρίνγκο»/ Return of Ringo, με τον Τζουλιάνο Τζέμμα, τον πρώτο μεγάλο Ιταλό σταρ του είδους. Ο Λεόνε πάντως είχε υπογράψει τη διεθνή εκδοχή του «Για μια Χούφτα Δολάρια» με το αμερικανικό ψευδώνυμο Μπομπ Ρόμπερτσον. Ο πρώτος Ιταλός που θα υπέγραφε ένα σπαγκέτι γουέστερν με το αληθινό του όνομα, θα ήταν ο Σέρτζιο Κορμπούτσι στην ταινία «Μιννεσότα Κλέι»/ Minnesota Clay (1965).

Τα Ένδοξα Χρόνια: 1966 – 1968
Σε αυτή τη μάλλον σύντομη περίοδο φτιάχτηκαν τα περισσότερα γουέστερν που έχουν γίνει κλασικά. Το 1966 ο Λεόνε έκανε το «Ο Καλός, ο Κακός κι ο Άσχημος», που γενικά θεωρείται η πεμπτουσία των σπαγκέτι γουέστερν και τώρα πιστεύεται από πολλούς πως αποτελεί το καλύτερο γουέστερν που φτιάχτηκε ποτέ. Άλλο ένα ορόσημο ήταν η ταινία του Σέρτζιο Κορμπούτσι (ο οποίος συχνά αποκαλείται «ο άλλος Σέρτζιο») «Τζάνγκο»/ Django, η οποία συντάραξε το είδος των σπάγκέτι γουέστερν, έγινε το πρότυπο των ιστοριών εκδίκησης και έδωσε το έναυσμα για την παραγωγή πολυάριθμων ταινιών με το όνομα «Τζάνγκο» στον τίτλο τους. Το 1968 αυτοί οι δυο σκηνοθέτες συνεισέφεραν στο είδος άλλα δυο αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα: ο Λεόνε έκανε το Θρυλικό «Κάποτε στη Δύση»/ Once upon a Time in the West, το πρώτο σπαγκέτι γουέστερν που τράβηξε την προσοχή των αυτοαποκαλούμενων «σοβαρών» κριτικών, και ο Κορμπούτσι έκανε το καταστροφικό «Ο Εκδικητής του Διαβόλου»/ The Great Silence, που εκτυλισσόταν αποκλειστικά στο χιόνι και κυριολεκτικά ανέτρεψε όλες τις συμβάσεις του είδους, μία εκ των οποίων είναι το κλισέ που ακούγεται συχνά ότι σε ένα γουέστερν ο καλός πάντοτε κερδίζει. Ένας άλλος σκηνοθέτης αυτής της χρυσής εποχής του είδους, είναι ο Σέρτζιο Σόλιμα («ο τρίτος Σέρτζιο»), ο σκηνοθέτης με τη μεγαλύτερη διανοητική και πολιτική εμπλοκή από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη σπαγκέτι γουέστερν. Η ταινία του «Η μεγάλη αναμέτρηση»/ The Big Gundown (La Resa dei Conti, 1966), με τον Λι Βαν Κλιφ, ο οποίος είχε επίσης εμφανιστεί σε δυο από τις τρεις ταινίες της τριλογίας των δολαρίων, είναι μια ιστορία για στην ταξική πάλη όπως επίσης και κατάρρευση του μύθου του σερίφη που διατηρεί το νόμο και την τάξη. Το Face to face(1967) είναι η ιστορία ενός καθηγητή κολεγίου από τη Νέα Αγγλία, που ταξιδεύει νότια και ανακαλύπτει τα βάναυσα ένστικτά του όταν τον απαγάγει ένας ληστής και τον κρατά όμηρο. Το ρόλο του καθηγητή τον παίζει ο Γιαν Μαρία Βολοντέ, ένας άλλος πρωταγωνιστής του Λεόνε, ενώ το ληστή τον παίζει ο Κουβανό-Αμερικανός ηθοποιός Τόμας Μίλιαν.
Ο Βολοντέ εμφανίστηκε επίσης στην ταινία του Νταμιάνο Νταμιάνι A Bullet for the General/(Quien Sabe? 1966), μια ταινία που καθόρισε το ύφος μιας σειράς πολιτικών γουέστερν που εκτυλίσσονται στο Μεξικό κατά τη διάρκεια των διάφορων μεξικανικών επαναστάσεων, τα αποκαλούμενα «Ζαπάτα Γουέστερνς» (κατά καιρούς αποκαλούμενα «Τορτίγια Γουέστερνς»). Ο Τόμας Μίλιαν εμφανίστηκε σε πολλά από αυτά τα Ζαπάτα γουέστερν, πάντα ως χωρικός, ένας Μεξικανός αγρότης που επαναστατεί. Όπως λέει και ο ίδιος, έγινε ένα «σύμβολο φτώχειας και εξέγερσης». Εκτυλισσόμενα στο Μεξικό και γυρισμένα με ένα μπαρόκ δυτικό στυλ, τα Ζαπάτα γουέστερν παρόλα αυτά μοιάζουν να ασχολούνται περισσότερο με την πολιτική πραγματικότητα της Ευρώπης , παρά της Αμερικής (Βόρειας ή Λατινικής). Τη δεκαετία του εξήντα οι Μαρξιστικές ιδέες ήταν ευρέως διαδεδομένες ανάμεσα στους Ευρωπαίους διανοούμενους, ειδικά στις Μεσογειακές χώρες, και τα Ζαπάτα γουέστερν έμοιαζαν να αντανακλούν τις επαναστατικές τους ιδέες. Όντας πιο εκλεπτυσμένα και διανοουμενίστικα απ’ ότι τα περισσότερα «συνηθισμένα» σπαγκέτι γουέστερν, τα Ζαπάτα γουέστερν ήταν πολύ δημοφιλή ανάμεσα στους φοιτητές. Αλλά ήταν επίσης πολύ δημοφιλή στις τριτοκοσμικές χώρες. Ανάμεσα στα καλύτερα Ζαπάτα γουέστερν είναι η ταινία του Τζούλιο Πετρόνι «Τεπέπα» / Tepepa και η ταινία του Σέρτζιο Κορμπούτσι «ο Μισθοφόρος» / The Mercenary (που γυρίστηκαν και οι δυο το 1968).
Το 1969 έδειξε μια παρακμή στον αριθμό των σπαγκέτι γουέστερν που παράγονταν και μια τάση να παρωδούν το είδος, κάτι που είχε ήδη αρχίσει τα προηγούμενα χρόνια και τώρα έγινε πιο αισθητό, κυρίως με τις ταινίες με τον Σαρτάνα, οι οποίες συχνά καλούνται «η απάντηση του σπαγκέτι γουέστερν στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ».

Η Περίοδος των Κωμωδιών Γουέστερν
Το 1970 ο Έντζο Μπαρμπόνι, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος κάμεραμαν του Κορμπούτσι για το «Τζάνγκο», έκανε το «Με λένε Τρίνιτυ»/ They call me Trinity. Αυτό που παλιά ήταν παρωδία, τώρα έγινε χοντροκομμένη κωμωδία και η ταινία είχε τεράστια επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό σηματοδότησε μια νέα χρυσή εποχή, αν όχι για το σπαγκέτι γουέστερν, τουλάχιστον για τον ιταλικό κινηματογράφο. Πολλές κωμωδίες γουέστερν παράχθηκαν και οι ηθοποιοί Τέρενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ έγιναν διεθνείς σταρ. Γενικά οι οπαδοί των σπαγκέτι γουέστερν δεν εκτιμούν ιδιαίτερα αυτές τις κωμωδίες, αλλά οι ταινίες με τον Τρίνιτυ είναι πολύ διασκεδαστικές και η δεύτερη, το «Με λένε ακόμα Τρίνιτυ»/ Trinity is still my name ήταν το πιο επιτυχημένο ιταλικό γουέστερν από την πρώτη προβολή του. Το «το όνομά μου είναι Κανένας»/ My name is Nobody του Τονίνο Βαλέρι (υπό την επίβλεψη του Λεόνε) είναι μια μισο-σοβαρή, μισο-κωμική ονειροπόληση για το τέλος της Δύσης. Κάποιες ταινίες ήταν ένα συνονθύλευμα στοιχείων των σπαγκέτι γουέστερν και των ταινιών πολεμικών τεχνών του Χονκ Κονγκ, όπου συνήθως ένας πρωταθλητής των πολεμικών τεχνών της Ανατολής βρίσκεται στη Δύση, αλλά καμιά από αυτές τις ταινίες δεν έγινε πραγματικά κλασική. Παρότι κυριαρχούν οι κωμωδίες γουέστερν, λίγα σοβαρά σπαγκέτι γουέστερν παράχθηκαν κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του εβδομήντα. Ο Κορμπούτσι έκανε το «Σύντροφοι»/ (Companeros), κάτι σαν συνέχεια της ταινίας του «ο Μισθοφόρος» (1968), ενώ ο Λεόνε έκανε το Giu la testa (1971), το οποίο ήταν μια κάπως διαφορετική εκδοχή των πολιτικών σπαγκέτι γουέστερν.

Τα Σπαγκέτι του Λυκόφωτος
Όταν όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει, το είδος είχε την τελευταία του αναλαμπή με τα λεγόμενα Σπαγκέτι του Λυκόφωτος, πολύ σοβαρά, μελαγχολικά γουέστερν με πολύ στυλ, που δοξάζουν (και θρηνούν) τόσο το τέλος του είδους, όσο και την παρακμή της ιταλικής βιομηχανίας τέτοιων ταινιών. Οι ταινίες κατά ένα μέρος στις –σαραβαλιασμένες πια- πόλεις της Δύσης των στούντιο της Ρώμης, τα οποία είχαν παράξει αρκετές ντουζίνες γουέστερν κάθε χρόνο την προηγούμενη δεκαετία. Δυο από τα καλύτερα σπαγκέτι του Λυκόφωτος είναι το «Καλιφόρνια»/ (California) του Μισέλε Λούπο με τον Τζουλιάνο Τζέμα, έναν από τους πρώτους και μεγαλύτερους Ιταλούς σταρ του είδους, και το «Κεόμα»/ (Keoma), που φτιάχτηκε από τον παραγωγικότατο σκηνοθέτη Έντζο Τζ. Καστελάρι, και με πρωταγωνιστή το Φράνκο Νέρο, ο οποίος είχε παίξει τον Τζάνγκο πριν από μια δεκαετία.
Σήμερα
Μια νέα γενιά σκηνοθετών, αντιπροσωπευόμενοι από τον Κουεντίν Ταραντίνο (Quentin Tarantino), τον Ρόμπερτ Ροντίγκεζ (Robert Rodriguez) και άλλους παρόμοιους, έχει ξαναανακαλύψει και αγκαλιάσει το είδος, εισάγοντας στοιχεία στα σενάριά τους και αναπτύσσοντας ένα οπτικό στυλ που έχει επηρεαστεί από τους Ιταλούς αριστοτέχνες της δεκαετίας του εξήντα. Παράλληλα, καταξιωμένοι σκηνοθέτες όπως ο Μάρτιν Σκορτσέζε, ο Στήβεν Σπιλμπεργκ και φυσικά ο Κλιντ Ιστγουντ έχουν επιβεβαιώσει το θαυμασμό τους για τον Σέρτζιο Λεόνε, ο οποίος τώρα αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες που έζησαν ποτέ. Ο Έννιο Μορρικόνε (Ennio Morricone) έλαβε το 2007 το τιμητικό Academy Award για «την θαυμάσια και πολύπλευρη συνεισφορά του στην τέχνη της μουσικής ταινιών». Ο Κλιντ Ίστγουντ στάθηκε δίπλα του στην τελετή. Και οι δυο συναντήθηκαν δυο μέρες νωρίτερα για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια, σε μια εκδήλωση. Η εισαγωγή των DVD είχε επίσης πολύ μεγάλη σημασία για το είδος. Για πρώτη φορά οι νέες γενιές μπόρεσαν να δουν αυτές τις ταινίες σε όλη τους την ομορφιά σε μεγάλη οθόνη και παρόλο που υπάρχουν ακόμα αρκετά πράγματα που επιθυμούμε να γίνουν, οι πιο σημαντικές ταινίες είναι τώρα διαθέσιμες σε DVD.
Πηγή: Εισαγωγή - The Spaghetti Western Database (spaghetti-western.net)