Free Cinema: Όταν το αγγλικό σινεμά έσπασε τις αλυσίδεςΜια ενημερωτική σύνοψη για τις απαρχές, την εποχή, τα θέματα και την μικρή, αλλά εντυπωσιακή φιλμογραφία του κινηματογραφικού ρεύματος που γέννησε η γηραιά Αλβιώνα.
Από τον Ηλία Δημόπουλο
Κάθε αλλαγή στη τέχνη συμβαίνει σαν απότοκο κοινωνικών και πολιτικών ζυμώσεων. Έτσι, τα μεγαλύτερα ρεύματα που δημιουργήθηκαν στην ιστορία της έβδομης τέχνης ήρθαν για να αντικαταστήσουν (ή να συμπορευθούν με) μια καθεστώσα κατάσταση που είχε φτάσει πια στο οριακό της σημείο. Η σοβιετική πρωτοπορία ήταν απόρροια της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο ιταλικός νεορεαλισμός αναγκαία αντίδραση «ανθεκτικότητας» στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το γαλλικό νέο κύμα απάντηση μιας διανοούμενης και φανατικά σινεφιλικής γενιάς στο σινεμά που ηγεμόνευε τα γαλλικά κινηματογραφικά πράγματα.
Το Free Cinema ή αλλιώς το βρετανικό νέο κύμα, που μάλιστα προηγείται πρακτικά του γαλλικού, δεν ήταν παρά η ριζοσπαστική κι αισθητικά βίαιη αντίδραση σ' ένα στουντιακό αγγλικό σινεμά που λίμναζε γύρω από λογοτεχνικές μεταφορές, έμενε απαθές και συντηρητικό σε ό,τι καινούργιο, και αρνιόταν να αντμετωπίσει την έκταση και την ένταση του συναισθήματος που περιέγραφε. Κατά μία έννοια, θα 'λεγε κάποιος, το free cinema, με το free να ακούγεται και σαν επίθετο και σαν προσταγή, θέλησε να απελευθερώσει το αγγλικό σινεμά απ' την δεσμευτική, υπερβάλλουσα αγγλικότητά του.
Φυσικά μαζί με αυτήν, θα άλλαζε τόσο η οικονομική όσο και η αισθητική πλευρά της φιλμοκατασκευής. Με τους πρωτοπόρους του κινήματος, Λίντσεϊ Άντερσον, Τόνι Ρίτσαρντσον, Τζον Σλέσιντζερ και Κάρελ Ράις, αποφασισμένους να προικίσουν το σινεμά τους με νέες θεματικές (πολιτικός ριζσπαστισμός, ταξική τοποθέτηση δίπλα στα εργατικα και μεσαία στρώματα, έμφαση στις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορά), οι κάμερες θα έβγαιναν στο δρόμο καθώς αυτό θα έφερνε και τη ρήξη με τους αιθητικούς περιορισμούς του στούντιο και την πίεση των προϋπολογισμών.
Το free cinema ξεκίνησε άτυπα από τον Χάμφρεϊ Τζένιννγκς, έναν ντοκιμαντερίστα για τα βρετανικά ταχυδρομεία που παρότι πέθανε πρόωρα στα 43 του (πέφτοντας σ' έναν γκρεμό στον Πόρο ενώ έκανε ρεπεράζ για ένα ντοκιμαντέρ με θέμα την Υγεία στην μεταπολεμική Ευρώπη), άφησε πίσω του μια κληρονομιά ντοκιμαντέρ που έκαναν τον σκληροπυρηνικό με τα ακαδημαϊκά αγγλικά πράγματα Άντερσον να τον θεωρήσει σαν «τον μοναδικό ποιητή του αγγλικού σινεμά».
Ουσιαστικά το free cinema ξεκινά περί τα μέσα του '50, όταν η προαναφερθείσα ομάδα μπαίνει στην παραγωγή ντοκιμαντέρ. Ο Λίντσεϊ Άντερσον κάνει το '54 το «Thursday's Children», με αφηγητή τον Ρίτσαρντ Μπέρτον, με θέμα του παιδιά με προβλήματα ακοής. Κερδίζει το όσκαρ μικρού μήκους ντοκιμαντέρ την ίδια χρονιά. Μέχρι το '56 θα ακολουθήσουν όχι λιγότερα από οκτώ ντοκιμαντέρ, κορύφωση των οποίων είναι το «O Dreamland», ένα 12λεπτο πικρής απομυθοποίησης γυρισμένο σε 16mm. Την ίδια χρονιά, ο Κάρελ Ράις με τον Τόνι Ρίτσαρντσον γυρίζουν το «Momma Don't Allow» ένα ντοκιμαντέρ γυρισμένο με την κάμερα στο χέρι μέσα σ' ένα jazz club που παρακολουθεί πυρετωδώς τον σφυγμό της λονδρέζικης νεολαίας με τρόπο ολότελα πρωτοποριακό. Το free cinema έχει καταφθάσει, μένει το τυπικό έναυσμα με ταινία μεγάλου μήκους.
Αυτό θα έρθει το 1959 με το εύγλωττο «Οργισμένα Νειάτα» του Τόνι Ρίτσαρντσον. Εδώ υλοποιούνται όλες οι αρχές του κινήματος, ο τρόπος του γυρίσματος, η χρησιμοποίηση νέων ηθοποιών – πρωτίστως από το θέατρο – και το σκύψιμο σε προβλήματα νέων ανθρώπων που επαναστατούν απέναντι στις αξίες της τάξης τους.
Από κει και μετά ξεκινά το χαρακτηριστικό, σε περιπτώσεις εντυπωσιακό αλλά και σύντομο ανθολόγιο του ρεύματος. «Σάββατο Βράδυ, Κυριακή Πρωΐ» ο Ράις το '60, μ' έναν εκπληκτικό Άλμπερτ Φίνεϊ στο ρόλο ενός βιομηχανικού εργάτη που τα ΄χει με δυο γυναίκες (και μπλέκει ο άνθρωπος), τα «Γεύση από Μέλι» και «Μοναξιά του Δρομέα Μεγάλων Αποστάσεων» του Ρίτσαρντσον ('61 και '62 αντίστοιχα), η «Αμαρτία μιας Νύχτας» με τον Άλαν Μπέϊτς να μπλέκει από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη με τις δυσκολίες της μεσαίας τάξης (και της πεθεράς του) και βέβαια ο «Μπίλι ο Ψεύτης» του Σλέσιντζερ ('62 και '63 αντίστοιχα), χρονιά που ο Άντερσον κάνει την «Τιμή Ενός Ανθρώπου», με τον Ρίτσαρντ Χάρις και ο Ρίτσαρντσον το «Tom Jones». Το τελευταίο, αμφίβολα μέλος του ρεύματος, σημειώνει ουσιαστικά και την εκπνοή του free cinema που στη συνέχεια θα επιδείξει ταινίες υπό την επίδραση του ρεύματος, δεν θα είναι όμως στην πραγματικότητα κομμάτι του, όπως το θαυμάσια απομυθοποιητικό «Darling» του Σλέσιντζερ για παράδειγμα.
Το free cinema, μπόλιασε το βρετανικό σινεμά με νέο αίμα (Κεν Ράσελ, Νικ Ρεγκ), επηρέασε ένα νεότερο new wave έστω και με εντελώς αντίθετη κατεύθυνση (Τόνι και Ρίντλεϊ Σκοτ, Λάϊν, Πάρκερ), έβγαλε σπουδαίους καλλιτέχνες όπως τους φωτογράφους Γουόλτερ Λάσαλι και Κεν Χίγκινς) και φυσικά έστρωσε το ρεύμα των «δραμάτων της κουζίνας» του Μάικ Λι και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού του Κεν Λόουτς.
Αν και ασύγκριτα μικρότερης εμβέλειας από το γαλλικό αντίστοιχό του – και αμφίβολα δικαιολογημένο καθώς θέλησε να διαδεχθεί σκηνοθέτες μεγέθους Ντέηβιντ Λιν, Μάικ Πάουελ και δημιουργών των περίφημων Ealing Studios (Κράϊτον, Καβαλκάντι, Ντίρντεν, Μακέντρικ), το free cinema υπήρξε και ιστορική αναγκαιότητα και αισθητική διεύρυνση για το μεταπολεμικό σινεμά.
Πηγή:
cinemagazine.gr