Ρομπέρτο Ροσελίνι: Μοντερνισμός και ιταλικός νεορεαλισμόςΑπό τον Ηλία Δημόπουλο
Είναι θεόρατο το ιταλικό σινεμά από το ’40 ως και το ’70, είναι αλήθεια. Πλήθος οι δημιουργοί και ανακουφιστικά μεγάλος ο αριθμός των αξιόλογων – ή και αριστουργηματικών – ταινιών. Ο σαν σήμερα γεννημένος Ρομπέρτο Ροσελίνι, θρυλικός για την κριτική - εν γένει άγνωστος στο ευρύ κοινό, είναι ο επιδραστικότερος και, μαζί με τον Βισκόντι και αρκετά μετέπειτα τον Μπερτολούτσι, ο πιο πολιτικός.
Είναι επίσης εκείνος για τον οποίον μπορείς να γράψεις πάμπολλα κουτσομπολιά για την ζωή του, πράγμα που ευλόγως θα αποφύγουμε. Μερικές πληροφορίες όμως έχουν τη σημασία τους για το «αίνιγμα Ροσελίνι». Η πιο βασική των οποίων είναι το ότι και αυτός (όπως και ο Βισκόντι - στον υπερθετικό βαθμό) γεννήθηκε στην ανώτερη οικονομικά τάξη, γόνος οικογένειας αρχιτέκτονα-πολεοδόμου πατέρα και μάνας που κρατούσε από γαλλική οικογένεια της ναπολεόντειας εποχής. Ο πατέρας του μάλιστα έφτιαξε τον πρώτο κινηματογράφο στη Ρώμη και ο μικρός Ρομπέρτο ξημεροβραδιαζόταν εκεί.
Ο Ροσελίνι μεγάλωσε σε μια Ιταλία ανάμεσα στα «καυσαέρια» μιας τω πάλαι αριστοκρατικής εποχής, τρόπων και τάξης που είχαν χαθεί στους καπνούς του Μεγάλου Πολέμου, αλλά παραδόξως, με την αδράνεια και τον συντηρητισμό της Ιστορίας, θα κρατούσαν για λίγο ακόμα. Ο Ροσελίνι μεγάλωσε «αριστοκρατικά». Ταυτόχρονα βέβαια ενηλικιωνόταν σε μια Ιταλία που στα 16 του, το 1922, θα ανέβαινε στην εξουσία το Φασιστικό Κόμμα του Μπενίτο Μουσολίνι – έκανε μάλιστα παρέα με τον γιο του Ντούτσε, Βιτόριο! Από αντιφάσεις αυτής της τάξεως, ένα εκκολαπτόμενο ταλέντο θα συνένωνε, συναρπαστικά, τις δικές του. Έτσι η πρώτη περίοδος του έργου του, από τα μικρού μήκους μέχρι την πρώτη του τριλογία εντός του Β' Παγκοσμίου Πολέμου («White Ship», «A Pilot Returns» - με τον Μάσιμο Τζιρότι πιλότο και το έργο που τελειώνει ένδοξα με την κατάκτηση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα… - και «The Man with a Cross»), ενώ δεν είναι κινηματογραφικά ανάξια, αποτελεί έργο καθαρής προπαγάνδας.
Η έκρηξη (που νομιμοποιείται και ηθικά) θα συμβεί με το που πέφτει ο Ντούτσε από την εξουσία. Ο Ροσελίνι ξεκινά αμέσως γυρίσματα για το «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη», έργο άμεσης, απόλυτης αντιπολεμικής δόξας και τεράστιας απήχησης σε όποιον μελλοντικό κινηματογραφιστή το είδε έγκαιρα, που (λανθασμένα) πιστώνεται την έναρξη του ιταλικού νεορεαλισμού – προηγείται ασφαλώς το «Ossessione» του Βισκόντι για δύο ολόκληρα χρόνια. Κι έτσι πάντως το έργο αρχικά δεν άρεσε στην Ιταλία που έψαχνε, αναμενόμενα, ένα εντελώς άλλο είδος κινηματογράφου μετά τον εφιάλτη του Πολέμου.
Την αμέσως επόμενη όμως χρονιά, μετά την τεράστια διεθνή επιτυχία της «Ρώμης», ο Ροσελίνι ξαναχτυπά με τα έξι επεισόδια της σπονδυλωτής «Παϊζά» (ε.τ. «Αυτοί που Έμειναν Ζωντανοί»), ενός αρθρωμένου αριστουργήματος πάνω στην παράνοια του πολέμου ως παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα που ανυψώνεται σε σαρωτικά ύψη με το πώς αντιμετωπίζει κι εσωτερικεύει στη δομή του φιλμ την έννοια του γεγονότος. Περισσότερο από αισθητικό συμβάν, η «Παϊζά» άλλαξε τη γραφή στο σινεμά, επηρέασε κάθετα όλη την μετέπειτα νουβέλ βαγκ (που δεν πρωτοπόρησε βέβαια, επισημοποίησε περισσότερο) και, περίφημα, επηρέασε το γιγάντιο έργο του Ποντεκόρβο, «Η Μάχη της Αλγερίας», όχι μόνο στον τρόπο της παραγωγής αλλά και στην ντοκιμαντερίστικη υφή.
Επόμενα έρχεται το «Γερμανία, Έτος Μηδέν», γυρισμένο στο ερειπιώδες μεταπολεμικό Βερολίνο, εξέχουσα ταινία από μια χούφτα ταινιών που μοιράζονται ένα συντριπτικό προνόμιο καταγραφής της ιστορίας ενώ συνέβαινε. Σπαρακτική ταινία με ήρωα ένα παιδάκι 12 ετών που τριγυρνά στο βομβαρδισμένο απέραντο γκρι, ισόποσα μελοδραματικό (ποιος λέει πως είναι πάντα πρόβλημα;) και σκληρά ρεαλιστικό, από εκείνα τα έργα που φέρουν με αδιανόητη εγκυρότητα το βάρος του ιστορικού τους ρόλου.
Κάπου εκεί ο Ροσελίνι δέχεται το «περίφημο» γράμμα από μια Σουηδέζα χολιγουντιανή σταρ που φλερτάροντας ασύστολα αυτοπροτείνεται στον σκηνοθέτη για μελλοντική συνεργασία. Ο Ροσελίνι (που δεν ήθελε και πολύ, μέγα θύμα του ποδόγυρου γενικώς) καλεί Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Καθολική Ευρώπη ξεροκαταπίνει, μία γιατί ερωτεύονται κι είναι κι οι δυο συζευγμένοι, μία γιατί η σύντροφος Μανιάνι δεν το ‘χει σε πολύ να τα κάνει λαμπόγυαλο (δείτε εδώ), χαμός επίκειται και χαμός συμβαίνει, λιγότεροι διάβαζαν τότε για το διαζύγιο Γουέλς-Χέιγουορθ παρά για το ειδύλλιο Ροσελίνι-Μπέργκμαν να φανταστείς.
Η Μπέργκμαν φέρνει την στροφή για τον σκηνοθέτη που μαζί της σαλπάρει για μια νέα «πολύ»λογία, λιγότερο σαφή αυτή τη φορά, επίσης όμως παγκόσμια στην υπαρξιακή της διάσταση. Με την Μπέργκμαν ο Ροσελίνι θα κάνει πρώτα το «Στρόμπολι», μια ιστορία πάνω στις επιλογές, την ελευθερία και την τρέλλα, που βαστά μια συναρπαστική σχέση με τον νεορεαλισμό σε μια αξέχαστη σκηνή ψαρέματος και μετά ολοένα θα απομακρύνεται αισθητικά από αυτόν. Το «Europa ‘51» (με τον μνημειωδώς άκυρο ελληνικό τίτλο: «Δεν σε Είχα Απατήσει») εμφαίνει στο θέμα της τρέλλας αλλά και των ορίων κοινωνικής συμπεριφοράς που αν εκτοπιστούν οι συνέπειες για τον «παραβάτη» είναι αμετάκλητες.
Εν συνεχεία έρχεται το γνωστό και μη εξαιρετέο «Ταξίδι στην Ιταλία», Σάντερς και Μπέργκμαν στο ζευγάρι που θέλει να σώσει τον γάμο του, αυτοψυχανάλυση μιας σχέσης σε ύφεση και για το ζευγάρι εκτός πλατώ, εκπληκτική σύνδεση φυσικού περιβάλλοντος και διαχείρισης του φιλμικού Χρόνου, ψιλά γράμματα ίσως αυτά για τους περισσότερους, μιλώντας όμως για ψυχογράφημα μιας σχέσης στο σινεμά, δεν θα βρεις πολλές ανάλογες.
Μετά από δύο ακόμα ταινίες με την Μπέργκμαν (τον γοητευτικά ελαττωματικό «Φόβο» και την ατυχή «Ιωάννα της Λωραίνης» - η Μπέργκμαν βέβαια σπουδαία), ο Ροσελίνι θα πάει στην Ινδία, θα ερωτευτεί μια άλλη παντρεμένη, ένδοξο διαζύγιο με την Μπέργκμαν, νέος γάμος και άλλη τροχιά στο έργο του, αυτή τη φορά με πολύ λιγότερο σινεμά και περισσότερη τηλεόραση.
Εδώ όμως υπάρχει ένα τελευταίο αριστοτέχνημα, «Ο Στρατηγός Ντέλα Ρόβερε», με όπλο έναν καταπληκτικό Ντε Σίκα στον ρόλο ενός απατεώνα τζογαδόρου (κλείσε μάτι στον Ντε Σίκα που ήταν όντως τζογαδόρος) στην εμπόλεμη Ιταλία, που εξαπατά γυναίκες (και τις κλέβει) ποζάροντας σαν επιτήδειος ενδιάμεσος ανάμεσα στους Ναζί (που τον χρησιμοποιούν) και τους αιχμαλώτους. Οπωσδήποτε πιο συμβατικό σε σχέση με τα ριζοσπαστικά έργα του ’40, ο «Στρατηγός» είναι απολαυστικό έργο μεγάλης επιδεξιότητας και σημαδιακής συνεργασίας δύο πρωτοπόρων του παγκόσμιου σινεμά των μέσων του 20ού αιώνα.
Είναι μεγάλος σκηνοθέτης ο Ροσελίνι, κανονικά δεν θέλει επανάληψη η φράση, άλλαξε το σινεμά, τροχοδρόμησε τους Γάλλους του ’60, επηρέασε πλήθος καλλιτεχνών του ’70 (Σκορσέζε πρώτος) αλλά εκτιμώ πως ο επίκαιρος Μπερτολούτσι, στο «Πριν την Επανάστασή» του το είπε καλύτερα απ’ όλους μας βάζοντας τον σινεφίλ χαρακτήρα του έργο να εκστομίσει σε κάποια στιγμή το αμίμητο και αυτόματα κλασικό για καθέναν της φάρας μας: «Και να θυμάσαι Φαμπρίτσιο! Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς τον Ροσελίνι!»
Πηγή:
Ρομπέρτο Ροσελίνι: Μοντερνισμός και ιταλικός νεορεαλισμός ? αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr