Ιταλικός νεορεαλισμός
της Εβίτα Γοργορίνη

Στο τέλος του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου αναπτύχθηκε ένα νέο κινηματογραφικό ρεύμα στην Ιταλία, το οποίο ονομάστηκε Ιταλικός Νεορεαλισμός. Από την αρχή της κινηματογραφικής τέχνης,η Ιταλία είχε να επιδείξει ανάπτυξη στον τομέα αυτό.Όταν όμως ο Μουσολίνι βρέθηκε στην εξουσία,όπως σε κάθε δικτατορικό καθεστώς εξάλλου, η κινηματογραφική παραγωγή άρχισε να ελέγχεται αυστηρά από το κράτος. Προτιμούνταν έπη που παρουσίαζαν το μεγαλείο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μελοδράματα. Τα έργα αυτά ήταν τόσο κακής ποιότητας ώστε η Ιταλική κινηματογραφική παραγωγή να μην έχει ικανοποιητικά έσοδα και τελικά να ατονήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Ιταλικός νεορεαλισμός ξεκίνησε στα τέλη του πολέμου και ήρθε σε πλήρη αντίθεση με την αισθητική και τη θεματολογία των ταινιών του φασιστικού καθεστώτος. Η απομάκρυνση του φασισμού από την εξουσία χάρισε στους κινηματογραφιστές την ελευθερία λόγου που ήταν απαραίτητη για να δημιουργήσουν κάτι το διαφορετικό από τα προπαγανδιστικά ή μελοδραματικά φιλμ του πολέμου. Ο νεορεαλισμός έρχεται να εισαγάγει στον Κινηματογράφο την σκέψη για το κοινωνικό είναι και γίγνεσθαι. Να βάλει τον θεατή στη θέση του πρωταγωνιστή και από εκεί, στην καρδιά της ιστορίας και του προβλήματος.Η νέα αυτή τάση της εποχής, ήρθε να αντιπαρατεθεί στο κοσμικό μελό, την αισθηματική κωμωδία, την θεαματική υπερπαραγωγή και όλες αυτές τις ταινίες που χαρακτήριζαν την προηγούμενη περίοδο και που καμία νύξη δεν περιείχαν για τα διογκωμένα κοινωνικά προβλήματα και τις αγωνίες του απλού καθημερινού ανθρώπου. Η σχολή αυτή στρέφεται εχθρικά στη προπολεμική Σινετσιτά και το Χολλυγούντ λειτουργώντας αυτόνομα και ανεξάρτητα.Αυτό ωστόσο σήμαινε την έλλειψη πόρων χρηματοδότησης.Η λύση ήταν ερασιτέχνες ηθοποιοί ή άγνωστοι συντελεστές. Το γεγονός ότι οι ήρωες των ταινιών δεν είναι ηθοποιοί που υποδύονται ρόλους,αλλά πρόσωπα που ζουν και αναπνέουν στον κοινωνικό χώρο έδωσε μια μοναδική δυναμική στο ρεύμα αυτό. Κοινώς, η κάμερα στρέφεται στον αληθινό άνθρωπο, καταγράφει τις αγωνίες του και τις ελπίδες του, χαρτογραφούν την ανθρώπινη κατάσταση σε μια δεδομένη στιγμή του ιστορικού χρόνου. Ακόμη και οι ηθοποιοί είναι μέρος αυτού του κοινωνικού γίγνεσθαι. Οι εικόνες των ταινιών, είναι ηθικά ακέραιες, δεν εξαπατούν τον θεατή, δεν υπηρετούν καμία εμπορική σκοπιμότητα -εκθέτουν μόνο τον άνθρωπο και τα συναισθήματά του. Εν τέλει το ρεύμα αυτό διακρίνεται από ένα αφηγηματικό ύφος που παραπέμπει περισσότερο στο ρεπορτάζ παρά στο μυθιστόρημα. Οι σκηνοθέτες των ταινιών αυτών άνοιξαν ένα παράθυρο στην πραγματικότητα.Φυσικά όπως σε κάθε καλλιτεχνικό κίνημα έτσι και στον νεορεαλισμό ο δημιουργός (auteur) και οι έμμονες ιδέες του επιβιώνουν μέσα από την αυστηρότητα των κανόνων και του ύφους. Έτσι σε κάθε ταινία μπορούμε να διακρίνουμε το προσωπικό βλέμμα, την προσωπική ταυτότητα του σκηνοθέτη.Θα συναντήσουμε λοιπόν στις ταινίες του De Sica το παιδί στο κέντρο, τον κόσμο της εργατικής τάξης και την αμεσότητα της κοινωνικής καταγγελίας.Στον Rossellini θα αναγνωρίσουμε την αμηχανία απέναντι στην γυναικεία σεξουαλικότητα, την διαπλοκή του επικού με το τραγικό στοιχείο, την προσωπική σχέση με το Θείο, τον καθολικισμό ως κοινωνική πρακτική.Ενώ στον Lattuada θα ανιχνεύσουμε την ένταξη στοιχείων από το μελόδραμα και το γκανγκστερικό φιλμ μέσα στη νεορεαλιστική φόρμα. Αξίζει όμως να σταθούμε στον Fellini: έχοντας συμμετάσχει στην γέννηση του νεορεαλισμού θα είναι αυτός που θα ορίσει και το συμβολικό του τέλος με την La Strada (1954) –ταινία που στην εποχή της θεωρήθηκε, όχι άδικα, ως μια παρέκκλιση, μια έμμεση άρνηση του νεορεαλισμού. Σ’ αυτήν ο Fellini έχοντας αφομοιώσει όλα τα νεορεαλιστικά χαρακτηριστικά, προχωρά σε μία απόλυτα προσωπική δημιουργία, δηλώνοντας το τέλος του Νεορεαλισμού και την αρχή του κινηματογράφου του Δημιουργού (auteur). Μέσα από τον κεντρικό χαρακτήρα της Τζουλιέτα Μασσίνα κηρύσσει το τέλος της καθολικότητας της αλήθειας και την απαρχή της προσωπικής κατάθεσης, το πέρασμα δηλαδή από το αντικειμενικό στο υποκειμενικό. Ο Βιτόριο ντε Σίκα, αλλά και ο Ρομπέρτο Ροσελλίνι υπήρξαν δύο κλασσικοί εκφραστές και μέντορες του Ιταλικού Νεορεαλισμού. Τόσο ο “Κλέφτης Ποδηλάτων” του πρώτου, όσο και το “Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη” του δεύτερου, αποτελούν δύο αντιπροσωπευτικές ταινίες της σχολής αυτής.Δεν είναι τυχαίο, ότι και στις δύο αυτές ταινίες, η πόλη παρουσιάζεται με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Η Ιταλία έχει μόλις βγει από τον πόλεμο και τον φασισμό κατεστραμμένη, ενώ για ένα μικρό διάστημα γνωρίζει τη γερμανική και αργότερα την συμμαχική κατοχή. Η πόλη παρουσιάζεται στις ταινίες αυτές μισοκατεστραμμένη, αποδομημένη, χωρίς τεχνητά φτιασίδια, όπως ακριβώς ήταν στην πραγματικότητα. Παρόλα αυτά υπάρχει και μια αισιόδοξη χροιά. Ο ουρανός της πόλης είναι πιο ανοιχτός έστω και αν στον ορίζοντα παρεμβάλλονται τα μισογκρεμισμένα κτίρια. Οι δρόμοι της πόλης σφύζουν από ζωή τουλάχιστον όταν επιτρέπεται η κυκλοφορία κι έστω κι αν οι άνθρωποι που κυκλοφορούν στους δρόμους είναι άνεργοι, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο καθρεφτίζεται μέσα από τα καθαρά βλέμματα τους. Η εξαιρετική ταινία “Κλέφτης Ποδηλάτων”, θεωρείται και δικαίως, ως μία από τις κορυφαίες ταινίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Το φιλμ κέρδισε το ειδικό βραβείο Όσκαρ για καλύτερη ξένη ταινία 7 χρόνια πριν καθιερωθεί αυτή η κατηγορία.’Ενα κλασσικό αριστούργημα, όχι μόνο του Ιταλικού, αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου, για το οποίο ο μεγάλος Όρσον Γουέλς, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: “Ο Ντε Σίκα κατάφερε κάτι αδιανόητο, εξαφάνισε την κάμερα!”. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο “Κλέφτης Ποδηλάτων” άλλαξε τη ροή της κινηματογραφικής τέχνης και δεν έχουν άδικο. Πάνω απ’ όλα ωστόσο, η ταινία είναι η τρανή απόδειξη για το πώς μπορεί κανείς να φτιάξει μία πραγματικά σπουδαία ταινία χωρίς την βοήθεια ψηφιακών εφέ ή μπάτζετ εκατομμυρίων. Το φιλμ βασίζεται σε ένα απλό σενάριο, από την ομώνυμη νουβέλα του Λουίτζι Μπαρτολίνι, που όμως δεν μπορεί παρά να συγκινήσει τον θεατή. Ο Βιτόριο Ντε Σίκα, με την συγκεκριμένη ταινία του, καταφέρνει να μας συναρπάσει με την απλότητά του και ταυτόχρονα με το συναίσθημα που βγάζει μέσα από την ιστορία που αφηγείται. Η μουσική υπόκρουση είναι χαρακτηριστική και έχει μείνει στην ιστορία ως μία από τις καλύτερες και πλέον συγκινητικές, στην ιστορία του σινεμά.
Πηγή: Αφιέρωμα στα κινηματογραφικά ρεύματα: Ιταλικός νεορεαλισμός - Frapress 

-----------------------------------------------------------------------------------------------------

Του Γιώργου Τσιρογιάννη
Η σχολή του νεορεαλισμού εμφανίστηκε στην μεταπολεμική Ιταλία, σε μία κρίσιμη χρονική στιγμή για τη χώρα – τη στιγμή που κατέρρεε το καθεστώς του Μουσολίνι, και μέσα στην πλήρη κοινωνική εξαθλίωση, ως αποτέλεμσα του πολέμου. Όπως γράφει ο Στάθης Βαλούκος στον Α” τόμο της Ιστορίας του Κινηματογράφου, «μέσα από την ολοκληρωτική καταστροφή, επαναλήφθηκε ο αιώνιος φυσικός νόμος της εκ του μηδενός αναγέννησης».

Στη βάση τους, οι ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού διαφέρουν πολύ από τις προπολεμικές ιταλικές ταινίες στην επιλογή των ηρώων, που πλέον ήταν καθημερινοί άνθρωποι που πάλευαν να επιβιώσουν, και συνεπώς έχουν έντονη κοινωνική συνείδηση. Υφολογικά, ο νεορεαλισμός χαρακτηρίζεται από την απόρριψη του στούντιο και το γύρισμα των σκηνών με φυσικό φωτισμό και ντεκόρ, καθώς και, σε πολλές περιπτώσεις, την χρησιμοποίηση ερασιτεχνών ηθοποιών και τον αυτοσχεδιασμό.
Στο παραπάνω βίντεο, ο κινηματογραφιστής και αρθρογράφος kogonada αντιπαραθέτει σε πραγματικό χρόνο τις δύο εκδοχές της ταινίας Stazione Termini (1953): η πρώτη και αυθεντική εκδοχή είναι αυτή του Ιταλού σκηνοθέτη Vittorio De Sica, ενώ η δεύτερη είναι το cut του Αμερικανού παραγωγού David O. Selznick, o οποίος άλλαξε τον τίτλο σε Indiscretion of an American Wife και ξαναμόνταρε την ταινία με σκοπό να την κάνει πιο οικεία στο αμερικανικό κοινό.
Μία βασική διαφορά που παρατηρείται είναι η διάρκεια των πλάνων, με τον Selznick να κόβει οτιδήποτε το Hollywood μπορεί να θεωρήσει «περιττό». Ο Αμερικανός θεατής, άλλωστε, είναι εκπαιδευμένος να βαριέται και να αποσπάται εύκολα.
Η δεύτερη διαφορά, που μου έκανε και προσωπικά εντύπωση, είναι η σημασία που δίνουν οι δύο εκδοχές στο περιβάλλον, έμψυχο και άψυχο.
Η αμερικανική εκδοχή, σε συνέχεια της αποκοπής του περιττού, αφήνει εκτός cut οτιδήποτε μπορεί να αποσπάσει την προσοχή από τον κεντρικό ήρωα. Αντίθετα, η αρχική «ιταλική» εκδοχή, πιστή στις αξίες του νεορεαλισμού, έχει μια προσέγγιση πιο ντοκυμαντερίστικη, αφήνοντας το πλάνο να συνεχίζει όταν ο κεντρικός ήρωας αποχωρεί, για να πετύχει αυτό που χαρακτηρίζει έτσι κι αλλιώς την σχολή στην οποία ανήκει: την «ωμή» αναπαράσταση της κοινωνίας. Οι κομπάρσοι στην ιταλική εκδοχή έχουν σημασία, καθώς είναι αυτοί που χτίζουν την ατμόσφαιρα, τον χώρο και τον χρόνο.

Δείτε το βίντεο (πατήστε εδώ)

Πηγή: Τι είναι ο νεορεαλισμός στον κινηματογράφο; - Thessaloniki Arts and Culture