Μαγικός Ρεαλισμός: η γλυκόπικρη ερμηνεία της ζωής
‘’Αν μπορεί να εξηγηθεί, δεν είναι μαγικός ρεαλισμός’’
-Luis Leal, Ρίχνοντας αυτόματα το άρθρο στα σκουπίδια
Ας φανταστούμε ένα μικροσκοπικό, φτωχικό χωριό με κατοίκους που επιβιώνουν μέρα τη μέρα μέσα στην εξαθλίωση και την αβεβαιότητα. Δεν το εγκαταλείπουν σχεδόν ποτέ, ως τα βαθιά τους γηρατειά, και μοναδική διέξοδο απ’ την ρουτίνα αποτελούν οι περιστασιακές λεηλασίες από στρατιώτες και καρτέλ. Μπορούμε, επίσης, να φανταστούμε μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων που χαρίζει δώδεκα ώρες της ημέρας της σ’ ένα ορυχείο, ένα εργοστάσιο ή έναν πάκο χαρτιά που πρέπει να σφραγιστούν. Πάνω απ’ όλα όμως, χρειάζεται να φανταστούμε εκατομμύρια ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα να φανταστούν· για κείνους, η εφιαλτικότερη φαντασία αποτελεί απλά ρουτίνα.
Υπάρχουν φορές που η καθημερινότητα έχει ανάγκη από κάτι πραγματικά ‘’μαγικό’’. Είναι η μοναδική ελπίδα να παραμείνει υποφερτή, και ο άνθρωπος το γνωρίζει απ’ την εποχή του Γκιλγκαμές. Η καλλιτεχνική έννοια της φαντασίας χορταίνει αυτήν ακριβώς την ανάγκη, αλλά ο ανθρώπινος πολιτισμός χρειάστηκε να ξεπεράσει τα όρια του προηγούμενου αιώνα για να την εφαρμόσει γενικευμένα στο είδος της πεζής πραγματικότητας όπου αυτοεξορίστηκε. Αφιέρωσε αιώνες στην καθιέρωση της λογικής επιστήμης, του διαφωτισμού, της εκβιομηχάνισης και της αστικοποίησης, για να γίνει μάρτυρας ενός Πολέμου που τα συνδύασε όλα και στέρησε είκοσι με τριάντα εκατομμύρια απ’ τα παιδιά του. Αποδείχθηκε ότι δεν είχε δει τίποτα ακόμη.
Παρ’ όλ’ αυτά, μια πολιτισμική πραγματικότητα τόσο προδοτική είχε βρεθεί ήδη στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών δεξαμενών σκέψης. Όπως το κίνημα ‘’Θύελλα και Ορμή’’ ενάμιση αιώνα νωρίτερα, που απέρριπτε απροκάλυπτα τις επιστημονικές αντιλήψεις του διαφωτισμού για χάρη μιας παράλογης και ‘’ανθρώπινης’’ πνευματικής ζωής, οι ντανταϊστές εικαστικοί της δεκαετίας του ’20 απέρριψαν κάθε δογματισμό της ‘’απάνθρωπης’’ λογικής για χάρη του παραλόγου. Ο ντανταϊσμός θα αποτελούσε ιδεολογική βάση των σουρεαλιστών, που με τη σειρά τους θα έθεταν εαυτόν εκτός και απέναντι του αστικού πολιτισμού σε μια απόλυτα συμβολιστική και επαναστατική πράξη. Παρά την αναγκαιότητά του, θα ‘λεγε κανείς, ένας ορθολογικός πολιτισμός που διαφθείρει και σκοτώνει είναι από άχρηστος ως επικίνδυνος.
Σε ένα τέτοιο κλίμα αμφισβήτησης, ο Γερμανός κριτικός τέχνης Franz Roh χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον όρο ‘’μαγικός ρεαλισμός’’ το 1925. Σε αντίθεση όμως -ή καλύτερα παραλληλισμό- με την συλλογικότητα και την άμεση πολιτικοποίηση του σουρεαλισμού, που τραντάζει συθέμελα τις αρχές της πραγματικότητας και προτείνει μια νέα, ο μαγικός ρεαλισμός αφορά μια προσωπική και φαντασιακή ερμηνεία της, μέσα απ’ τα φίλτρα του παραμυθιού. Αν ο σουρεαλισμός λειτουργεί περισσότερο ως άρνηση, ο μαγικός ρεαλισμός δείχνει τον δρόμο της προσωρινής και προσωπικής διαφυγής.
Ας επιστρέψουμε, παραδείγματος χάρη, στο απόλυτα πραγματικό και εξαθλιωμένο χωριουδάκι του προλόγου. Το μεγάλο πανηγύρι του γίνεται μια φορά τον χρόνο, αλλά αυτήν τη μοναδική μέρα οι πλανόδιοι έμποροι πουλούν τοπάζια απ’ την Ατλαντίδα και μαγικά χαλιά· όπως περίπου θα έβλεπε ένα παιδί τα πανάκριβα υφάσματα. Ο χαμηλόβαθμος υπάλληλος προσπαθεί καθημερινά ν’ αποδείξει τις γραφειοκρατικές του δεξιότητες, αλλά δεν νιώθει ποτέ ευτυχισμένος, ώσπου γνωρίζει τον έρωτα χάρη στις συμβουλές της γριάς μάγισσας στο απέναντι δυάρι· που αντί για ξόρκια ίσως κρύβει απλά καλές συμβουλές. Ένα πανέξυπνο κορίτσι ανακαλύπτει τις τηλεκινητικές του ικανότητες και τιμωρεί την απάνθρωπη διευθύντρια του σχολείου του· ή τουλάχιστον αυτό θα ήθελε, γιατί είναι αδιανόητο να αποδέχεσαι τόσο εύκολα μια ανοησία τόσο τυραννική.
Τα παραπάνω δεν είναι παρά απλές εφαρμογές του μαγικού ρεαλισμού, που σε αντίθεση με τον σουρεαλισμό και το fantasy -ή την επιστημονική φαντασία- αξιοποιεί το υπερφυσικό όχι για να δημιουργήσει μια παράλληλη πραγματικότητα, αλλά για να επιδιορθώσει θαυματουργικά την τρέχουσα. Δεν είναι καθόλου περίεργο που η συγκεκριμένη κατηγορία ρεαλισμού βρήκε γόνιμο έδαφος σε κοινωνίες βαθιάς φτώχειας αλλά και πληγωμένης υπερηφάνειας, όπως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η Λατινική Αμερική. Είναι απόλυτα πιθανό να απεχθάνεσαι την κατάντια, αλλά και να μην μπορείς να την απαρνηθείς, ιδιαίτερα αν η κοινωνική και πολιτιστική ταυτότητα απειλείται. Από την άλλη, μια επιμονή σαν αυτή μπορεί και ν’ αποδειχθεί καταδικαστική· οι ήρωες του Κάφκα, λόγου χάρη, επιλέγουν απόλυτα συνειδητά να παραμείνουν γρανάζια του κοινωνικού συστήματος που τους καταπιέζει, χωρίς τίποτα να τους εξαναγκάζει σε κάτι τέτοιο.
Συνδετικός κρίκος από το υπαρξιακό γερμανικό Angst στο λατινοαμερικάνικο παζάρι παραδόσεων ήταν ο Ιταλός συγγραφέας Massimo Bontempelli, που συνέδεσε για πρώτη φορά το είδος με τη λογοτεχνική έκφραση. Το 1926 ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό 900.Novecento, εξερευνώντας τον μαγικό ρεαλισμό ως εναλλακτική ερμηνεία της πραγματικότητας, και χάρη στις τακτικές του επαφές με συγγραφείς από την λατινική Αμερική καθοδήγησε την μελλοντική τους παντοδυναμία στην τέχνη του realismo mágico· με πρώτο σημαντικό αντιπρόσωπο τον Jorge Luis Borges (που θεωρείται περισσότερο προκάτοχος παρά εκφραστής) η ρεαλιστική γραφή με φαντασιακά στοιχεία έδωσε παγκόσμια φήμη σε προσωπικότητες όπως η Isabel Allende, ο Juan Rulfo, ο Miguel Ángel Asturias, η Elena Garro, ο Arturo Uslar Pietri, ο Julio Cortázar, αλλά και στη μοναδική μορφή του Gabriel García Márquez, ενός απ’ τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα.
Όσον αφορά την λογοτεχνία άλλων χωρών, ο μαγικός ρεαλισμός ακολουθεί και πάλι το μοτίβο της καταπιεσμένης υπερηφάνειας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικός στην Ινδική λογοτεχνία, όπως φαίνεται και απ’ την συχνή παρουσία του στο Bollywood, και συνδυάζεται ιδανικά με την ιαπωνική πνευματική παράδοση -και όχι μόνο- σε έργα δημιουργών όπως ο Haruki Murakami. Γεμάτη πνεύματα της ζούγκλας και της ερήμου, η σύγχρονη αφρικανική λογοτεχνία αντιπαραβάλει συχνά το πολυθεϊστικό προαποικιακό παρελθόν με την απάνθρωπη φτώχεια. Η Olga Tokarczuk, κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2018, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες φωνές του κινήματος στην Ευρώπη και δη την Πολωνία· μια περήφανη χώρα, που έχει πέσει αμέτρητες φορές θύμα πολιτικού μπρα-ντε-φέρ ανάμεσα στους ισχυρούς γείτονές της.
Ο μαγικός ρεαλισμός, ωστόσο, δεν αφορά αποκλειστικά την γραπτή έκφραση. Αν ρίξουμε μια ματιά στον πίνακα της Frida Kahlo ‘’Η Σπασμένη Κολόνα’’ (1944), που φιλοτέχνησε μόλις λίγο καιρό μετά από εγχείρηση στην σπονδυλική στήλη, δεν παρατηρούμε απλά έναν σουρεαλιστικό συμβολισμό. Τα καρφιά, ο χιτώνας και το απλοϊκό φόντο -πέρα από δείγματα χριστιανικής σημειολογίας- παραπέμπουν άμεσα στο μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού, που κατά την παράδοση δέθηκε σ’ ένα δέντρο και κατατρυπήθηκε από βέλη. Η Frida εμφανίζεται δεμένη στον ίδιο της τον εαυτό, και συγκεκριμένα στον ραγισμένο ιωνικό κίονα που αποτελεί την ραχοκοκαλιά της αλλά και σύμβολο πολιτισμού σε παρακμή. Μέσα απ’ το ταλαιπωρημένο της κορμί, η καλλιτέχνιδα αναδεικνύεται σε πραγματική μάρτυρα της τέχνης· η απόλυτη θυσία της καλλιτεχνικής έκφρασης στην θεά της ωμής πραγματικότητας.
Στο πεδίο της κινούμενης εικόνας, ο μαγικός ρεαλισμός επιλέγεται συχνά για την γλυκόπικρη διδακτική κάθαρση που μπορεί επιβάλλει στο κακό. Συνυπάρχει αρμονικά με τον σουρεαλισμό στα ονειρικά τοπία του Alejandro Jodorowsky (‘’El Topo’’, ‘’The Holy Mountain’’), αλλά και την ακατέργαστη βαλκανική παράδοση του Emir Kusturica (‘’Στον Καιρό των Τσιγγάνων’’). Σε αντίθεση με την λογοτεχνία εδώ δεν αποτελεί ξεχωριστό είδος, καθώς η ίδια η κινηματογραφική αφήγηση της ζωής εμπεριέχει από μόνη της κάτι το υπερφυσικό. Παρ’ όλα αυτά, η χρήση φαντασιακών στοιχείων με σαφή πρόθεση να τιθασεύσουν το αποκρουστικά πεζό ξεχωρίζει καλύτερα σε περιπτώσεις όπως τα ‘’Edward Scissorhands’’ (1990), ‘’Matilda’’ (1996), ‘’The Green Mile’’ (1999), ‘’Amélie’’ (2001) και ‘’Birdman’’ (2014).
Νομίζω όμως ότι χρησιμοποίησα υπερβολικά πολλά λόγια για να ορίσω ένα λογοτεχνικό είδος που δεν οφείλει σε κανέναν να οριστεί επ’ ακριβώς. Η πραγματικότητα είναι ήδη διεφθαρμένη από αμέτρητες αυστηρές ερμηνείες, και ο μαγικός ρεαλισμός είναι εδώ ακριβώς για να της αντισταθεί. Στο φινάλε του ‘’Έρωτα στα Χρόνια της Χολέρας’’ ο Gabriel García Márquez επιτρέπει στον Φλορεντίνο Αρίσα και τη Φερμίνα Δάσα να υψώσουν στο πλοιάριό τους την προειδοποιητική σημαία της χολέρας, ώστε να μην χρειαστεί να σταθμεύσουν σε κανένα λιμάνι. Υπάρχει αρρώστια στο πλοίο, θα πουν σε όλους, αλλά η μοναδική πραγματική αρρώστια ανάμεσά τους ήταν ο ίδιος ο έρωτας. Κάπως έτσι, χωρίς καν να καταφύγει στη φαντασία, ο Gabito μας μυεί στον πιο μαγικό ρεαλισμό· υπάρχει η πραγματική αρρώστια, παντού γύρω μας, αλλά υπάρχει και η άλλη αρρώστια, αυτή που επιλέγουμε συνειδητά, και ανάμεσα στα πιο σκοτεινά λιμάνια χαρίζει απλόχερα την τρέλα που μας καθοδηγεί ακάθεκτη στο φως.
Πηγή: Μαγικός Ρεαλισμός: η γλυκόπικρη ερμηνεία της ζωής | Nyctophilia