Το κίνημα της Nouvelle Vague (Νουβέλ Βαγκ) της Εύας Στεφανή
Στα τέλη της δεκαετίας του 50 μια νέα τάση κάνει την εμφάνιση της στον κινηματογράφο σε χώρες όπως Γαλλία, Ιαπωνία, Ισπανία, Καναδάς, Βραζιλία. Το νέο αυτό ρεύμα κινηματογραφικής παραγωγής στρέφεται ενάντια στον παραδοσιακό αφηγηματικό κινηματογράφο της προηγούμενης γενιάς, ενώ παράλληλα αναζητά τρόπους δημιουργίας μιας νέας κινηματογραφικής γλώσσας. Το γνωστότερο απ’ αυτά τα κινήματα είναι η Γαλλική Nouvelle Vague (Νέο Κύμα).
Ο όρος NV χρησιμοποιήθηκε αρχικά στα τέλη της δεκαετίας του ’50 από τον Francois Giroud, συντάκτη της κεντροαριστερής εφημερίδας «L‘ Express», αναφερόμενος στη νεολαία της εποχής. Συνδέθηκε όμως γρήγορα με τον κινηματογράφο ιδιαίτερα μετά την εισπρακτική επιτυχία της ταινίας του Roger Vadim «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα».
Οι εκπρόσωποι της NV εμφανίζονται στην αρχή γράφοντας άρθρα για τον κινηματογράφο στο περιοδικό Cahiers du Cinema (Κινηματογραφικά Τετράδια), ιδρυτής του οποίου ήταν ο Andre Bazin και ο Jacques Doniol-Vaicroze, με το οποίο εξαπολύουν δριμύτατες επιθέσεις στο γαλλικό κινηματογραφικό κατεστημένο. Francois Truffaut, Jean-Luc Godard, Claude Chabrol, Eric Rohmer, Jacques Rivette είναι μερικά από τα ονόματα των συνεργατών των Cahiers που προχώρησαν αργότερα από τη θεωρία στην πράξη, δηλαδή στη δημιουργία ταινιών. Η επίθεση των συντακτών των Cahiers απευθυνόταν στον μεταπολεμικό «ποιοτικό» κινηματογράφο των Clair, Clement, Clouzot, Autant-Lara, Cayatte και Allegreμε το επιχείρημα ότι ο κινηματογράφος αυτός δεν ήταν παρά η μέτρια μεταφορά εξίσου μέτριων λογοτεχνικών έργων που διασκευάζονταν σε ακόμα πιο μέτρια κινηματογραφικά σενάρια, όπως αυτά των Aurenche, Bost και Spaak, γνωστών σεναριογράφων της εποχής. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι δυνατότητες του κινηματογράφου περιορίζονταν στην καλλιεπή μεταφορά αυτών των μυθιστορημάτων χωρίς καμιά εξέλιξη ή διεύρυνση όσον άφορο στην κινηματογραφική γλώσσα.
Ο Godard γράφει «Οι κινήσεις της μηχανής σας είναι άσχημες γιατί οι διάλογοι σας είναι άθλιοι. Με λίγα λόγια δεν ξέρετε να κάνετε κινηματογράφο γιατί δεν ξέρετε καν τι είναι». Αντίθετα οι σκηνοθέτες της ΝV δηλώνανε τον άμετρο ενθουσιασμό τους για γάλλους σκηνοθέτες που θεωρούνταν από το γαλλικό εμπορικό κινηματογράφο της εποχής κάπως ξεπερασμένοι όπως οι Renoir, Vigo, Gance, Cocteau, Bresson και Τατί καθώς και για κάποιους σκηνοθέτες του αμερικανικού κινηματογράφου (Hawks, Lang, Hitchcock, Premminger, Fuller, Ford, Minnelli, Ray κ.α).
Διαμόρφωσαν έτσι μια θεωρία σχετική με τον σκηνοθέτη -δημιουργό (auteur) κατά την οποία auteur ήταν εκείνος που έβαζε τη δική του προσωπική σφραγίδα σε κάθε έργο, δημιουργούσε τη δική του κινηματογραφική γραφή, παρακάμπτοντας τους φραγμούς του συστήματος. Ο Truffaut στο άρθρο του «Une Certaine Tendence Du Cinema Francais», 1954, κάνει μια δριμύτατη επίθεση εναντίον σκηνοθετών όπως ο Clement ή ο Clouzot, στο επονομαζόμενο «σινεμά του μπαμπά» (cinema du papa) όπου ο πρωταγωνιστής ήταν ο σεναριογράφος, ενώ ο σκηνοθέτης απλώς «προσέθετε» εικόνες χωρίς να παίζει το ρόλο «δημιουργού».
Σε συνδυασμό με την θεωρία του Astruc για την «κάμερα-στυλό», που κατοχύρωνε τον κινηματογράφο ως αυτόνομο ευέλικτο εκφραστικό μέσο με δικούς του κώδικες ο σκηνοθέτης-δημιουργός είναι αυτός που προτείνει τη δική του «κινηματογραφική» γραφή, που είναι έκφραση της κοσμοαντίληψης του. Ο Truffaut έλεγε χαρακτηριστικά ότι «δεν υπάρχουν έργα παρά μόνο δημιουργοί». Η θεωρία του auteur έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη του σκηνοθέτη ως ενός απλού εκτελεστή σεναρίου, ανυψώνοντας τον στη θέση του καλλιτέχνη, δηλαδή του δημιουργού. Στη θέση αυτού του συμβατικού και μεγαλόστομου κινηματογράφου «του μπαμπά», οι νέοι κινηματογραφιστές αντιπροτείνουν ένα διαφορετικό κινηματογράφο ελεύθερο, οξύ και παιγνιώδη που επιχειρεί να ελευθερώσει την κινηματογραφική γλώσσα από οποιαδήποτε σύμβαση εξερευνώντας την ιδιαιτερότητα του κινηματογραφικού μέσου.
Η NV συνδέεται άμεσα με την άνοδο του «Νέου Μυθιστορήματος», ενός λογοτεχνικού ρεύματος που έθετε σε αμφισβήτηση τους υπάρχοντες λογοτεχνικούς κανόνες και την αυστηρότητα στη διαγραφή των χαρακτήρων και της πλοκής ενώ έθετε τις βάσεις για μια πιο ελεύθερη αντισυμβατική γραφή. Εκπρόσωποι αυτής της νέας τάσης ήταν ο Γκριγιέ, ο Μπιτόρ, η Σαρότ. To «cinema verite» του ανθρωπολόγου κινηματογραφιστή Jean Rouch υπήρξε επίσης μία από τις βασικές επιρροές της NV και η ελευθερία οτη γραφή που εισήγαγαν οι νέοι σκηνοθέτες, συνδέεται άμεσα με τον «χειροποίητο» κινηματογράφο του Rouch. Το 1959 θεωρείται η χρονιά που ξεκινά η Nouvelle Vague.
Τρεις ταινίες κάνουν την εμφάνιση τους εκείνη τη χρονιά, το «Με κομμένη την ανάσα» (A bout de Souffle) του Γκοντάρ, «Τα τετρακόσια χτυπήματα» (Les Quatre Cents Coups) του Τριφό που πήρε και το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες το 1960, και το «Χιροσίμα, αγάπη μου» (Hiroshima mon amour) του Resnais. Η ταινία «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα γραφής Nouvelle Vague (κάμερα στο χέρι που κινείται αδιάκοπα, μακριά σε διάρκεια πλάνα, jump cuts, freeze frame, γύρισμα σε εξωτερικούς, φυσικούς χώρους, χαμηλός προϋπολογισμός, φυσικοί φωτισμοί αυτοσχεδιασμός στην υπόθεση και στο διάλογο, πειραματισμός στον ήχο).
Το σενάριο βασίστηκε σε μια ιδέα του Τριφό ενώ διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Raoul Coutard, συνεργάτης του Γκοντάρ και σε άλλες ταινίες και ένας από τους πιο ευρηματικούς διευθυντές φωτογραφίας της Nouvelle Vague. Η ιστορία αφορά στην ερωτική, αμήχανη και αμφιθυμική σχέση δύο νέων, μιας αμερικανίδας (Jean Seberg) κι ενός γάλλου (Jean-Paul Belmondo) στο Παρίσι. Αποπνέει πολλές από τις θεωρητικές ανησυχίες αυτής της περιόδου και της συγκεκριμένης γενιάς (πχ υπαρξισμός) αλλά τις χειρίζεται με χιούμορ και παιγνιώδη διάθεση ενώ ταυτόχρονα έχει πολλές αναφορές στον αμερικάνικο κινηματογράφο. Άλλες ταινίες του Γκοντάρ αυτής της περιόδου είναι «Alphaville», «Pierrot le fou», «Weekend», «Deux ou trois choses que je sais d ‘elle» και πάρα πολλές άλλες.
Η ταινία «Τα τετρακόσια χτυπήματα» του Τριφό εκτυλίσσεται επίσης στους δρόμους του Παρισιού. Η ιστορία έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Ένα νεαρό αγόρι μέσα από τις συγκρούσεις με το περιβάλλον του μυείται στον κόσμο των μεγάλων. Ο Τριφό εγκαινιάζει έναν αγαπημένο του ήρωα, τον Antoine Doinel που τον υποδύεται Jean-Pierre Leaud. H κινηματογράφηση θυμίζει το κινηματογραφικό στυλ του Renoir και του Welles με τα μακριά σε διάρκεια πλάνα και με τη μηχανή σε συνεχή κίνηση. Επίσης πολλές είναι οι αναφορές στο Jean Vigo και ιδιαίτερα στο έργο του «Zero de Conduite».
Το «Χιροσίμα, αγάπη μου» του Resnais, σε σενάριο Marguerite Duras, μέσα από μια ερωτική ιστορία διαπραγματεύεται το θέμα της ιστορικής μνήμης και την επιρροή που έχει στην διαμόρφωση της ατομικής ταυτότητας και της ανθρώπινης επικοινωνίας, ζήτημα που είχε ήδη θίξει και στο ντοκιμαντέρ «Νύχτα και Καταχνιά» (Nuit et Bruillard, 1955). Ο Resnais, παρότι συνδέεται ηλικιακά με τους σκηνοθέτες του «κινηματογράφου ποιότητας» προς τον οποίο επιτέθηκαν οι συνεργάτες του Cahiers, και παρότι βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε σενάρια που είναι έργα γνωστών συγγραφέων της εποχής, έρχεται σε ρήξη με το «cinema du papa» αφού χρησιμοποιεί μια πολύ προσωπική, αιρετική κινηματογραφική φόρμα. Κυριαρχεί η αντίληψη ότι υπάρχουν δύο σημαντικές περίοδοι στη Nouvelle Vague. Η πρώτη (1958-62) είναι η εποχή των μεγάλων πειραματισμών όσον αφορά στην κινηματογραφική φόρμα ενώ η δεύτερη (1966-1968) θεωρείται η πιο πολιτικά προσανατολισμένη περίοδος με σημαντική την παρουσία του Godard («Deux ou trois chosesque je sais d‘elle» 1966, «Weekend» 1967, «La Chinoise» 1967).
Εκτός από τους σκηνοθέτες τη ΝV που αναφέρθηκαν υπήρχαν και άλλοι όπως ο Chris Marker (La Jetee), η Agnes Varda (που κατά πολλούς θεωρείται η μητέρα της NV εξαιτίας της ταινίας της «La Pointe Courte», 1955. Αυτοί μαζί με τον Resnais αποτελούσαν την αριστερή όχθη του κινήματος και εξέφραζαν μια έντονη αριστερή πολιτική στάση. Υπήρχαν επίσης και ιδιαίτερες περιπτώσεις κινηματογραφιστών όπως ο Jacques Demy που δεν ανήκαν στην ομάδα των Cahiers αλλά επηρέασαν με την παρουσία τους τη NV. Η ταινία του Demy «Lola» (1961) έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό από τους πρωτοπόρους της NV ενώ η πρωταγωνίστρια της ταινίας Anouk Aimee υπήρξε μαζί με τον Belmondo και τον Leaud από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς του κινήματος.
Σε μια προσπάθεια καθορισμού του κινηματογραφικού ύφους που υιοθέτησαν, λίγο έως πολύ, οι σκηνοθέτες της NV παρατηρούμε τα εξής βασικά στοιχεία:
• εναντίωση στη λουστραρισμένη, ψεύτικη εικόνα της γαλλικής κινηματογραφικής παραγωγής με την υιοθέτηση ενός οπτικού στυλ που στηρίζεται στη φυσικότητα και στην τραχύτητα στην κινηματογράφηση.
Αυτό συνεπάγεται γυρίσματα σε φυσικούς χώρους, πολύ συχνά στους δρόμους της πόλης και χρήση φυσικών φωτισμών. Ο τρόπος αυτός, κινηματογράφησης θυμίζει την αισθητική των ταινιών του ιταλικού ρεαλισμού με τη διαφορά ότι οι σκηνοθέτες της Nouvelle Vague είναι πολύ πιο ακραίοι και τολμηροί στη χρήση της κάμερας (π.χ. panoramic που φτάνουν σε 360 μοίρες στο «Jules et Jim» του Τριφό). Αυτή η καινούργια τάση συνδέεται με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, συγκεκριμένα με τη δημιουργία της ελαφριάς φορητής κάμερας Eclair που λύνει τα χέρια των οπερατέρ αφού αποδεσμεύονται από το τρίποδο και έχουν μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης.
• Σενάρια που δεν είναι μεταφορές λογοτεχνικών έργων αλλά κείμενα που αναφέρονται στην σύγχρονη πραγματικότητα με χαλαρή αφηγηματική δομή και ρευστότητα στη διαγραφή των χαρακτήρων. Οι ήρωες είναι συχνά αντιφατικοί, διφορούμενοι εκφράζοντας έτσι το δισυπόστατο της ανθρώπινης φύσης.
• Υιοθέτηση ενός νατουραλιστικού ύφους στον τρόπο που παίζουν οι ηθοποιοί με παράλληλη ενθάρρυνση της πρακτικής του αυτοσχεδιασμού.
• ελλειπτικό μοντάζ που καταλύει την ψευδαίσθηση της γραμμικής συνέχειας στην αφήγηση, παραβίαση των ρακόρ και συχνή χρήση του Jump cut, τεχνικής που καταστρέφει τη χωρική και χρονική ενότητα της οπτικής εμπειρίας. Συγχρόνως υπενθυμίζει στο θεατή ότι αυτό που βλέπει δεν είναι παρά μια κατασκευή και όχι μια «φέτα ζωής».
• Πλάνα μεγάλης διάρκειας ακολουθώντας την παράδοση σκηνοθετών που θαυμάζουν (Minnelli, Premminger, Mizoguchi).
• Αναφορές, άλλοτε πιο σαφείς και άλλοτε υπονοούμενες, στον κινηματογράφο και στις ταινίες που τους αρέσουν μέσα στην ίδια την ταινία, αυτό που σήμερα ονομάζουμε διακειμενικότητα.
• Χαλαρή αφηγηματική δομή όπου δεν κυριαρχεί η σχέση αίτιου-αιτιατού αλλά -ρευστότητα της πραγματικότητας.
• Ξαφνικές ανατροπές στην αφήγηση αλλά και στη φύση των ηρώων.
• Αμφίσημο τέλος («Τετρακόσια χτυπήματα», «Με κομμένη την ανάσα»)
• Παιγνιώδης διάθεση, ελαφρότητα και χιούμορ στην αφήγηση που δεν αναιρεί την τραγικότητα των καταστάσεων αλλά την επιτείνει.
• Χαμηλός προϋπολογισμός, πράγμα που προσδιόρισε και την αισθητική των ταινιών (γυρίσματα όχι σε στούντιο, μικρότερη χρήση σκηνικών).
• Συλλογικότητα στην παραγωγή ταινιών, δηλαδή συχνή συνεργασία μεταξύ των σκηνοθετών, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια, σε διαφορετικούς κάθε φορά ρόλους και ειδικότητες.
Η σημασία που έχει η NV στην ιστορία του κινηματογράφου και η επιρροή που είχε στις νεώτερες γενιές κινηματογραφιστών είναι τεράστια. Παρότι το κίνημα αυτό δημιουργήθηκε πριν από 40 περίπου χρόνια οι αναζητήσεις όσον άφορά στην κινηματογραφική φόρμα, η ρευστότητα της διήγησης, η τραχύτητα της κινηματογράφησης, η εναντίωση στην καλλιέπεια άρα και στο θάνατο της εικόνας, κάνουν αυτές τις ταινίες να φαίνονται πρωτοποριακές έως και σήμερα. Στις μέρες μας, σε μία περίοδο γενικότερου συντηρητισμού και κυριαρχίας του ορθού λόγου, η NV μας επαναφέρει στην ουσία του κινηματογραφικού μέσου, υπενθυμίζοντας μας ότι ο κινηματογράφος είναι ζωντανός και παλλόμενος μόνο όταν θέτει σε αμφισβήτηση τις κινηματογραφικές συμβάσεις και τους κανόνες, και αναζητά συνεχώς νέους τρόπους γραφής.
Η
Εύα Στεφανή είναι Σκηνοθέτης και διδάσκει στο τμήμα θεατρικών σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (είναι γραμμένο μια δεκαετία πριν και δημοσιεύτηκε αρχικά στο έντυπο Camera Stylo και μετά στην ηλεκτρονική έκδοσή του.
Το κίνημα της Nouvelle Vague (Νουβέλ Βαγκ) της Εύας Στεφανή – CAMERA STYLO ONLINE (wordpress.com) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ•Cook, David (1990), A HISTORY
OF NARRATIVE FILM,
New York: W.W. Norton & Company,
•Cook, Pam & Bernink Mieke (eds) (1999)
THE CINEMA BOOK,
London: The British Film Institute,
•Marie, Michel (1997) LA NOUVELLE
VAGUE, Paris: Editions Nathan,
•Ρίντερ, Κίθ (200) ΙΣΤΟΡΙΑ TOY
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
(1895-1975), Αθήνα: Αιγόκερως,
•Sklar, Robert (1993) FILM,
AN INTERNATIONAL HISTORY OF THE
MEDIUM, London: Thames & Hudson,
•Truffaut, Francois (1954) “Un Certain Tendance
du cinema francais”, “Cahiers du cinema” 31