«FREE CINEMA»: ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΑΙ ΩΡΑΙΟH σπουδαιότερη συνεισφορά της Γηραιάς Αλβιώνας στην 7η Τέχνη
του Βασίλη Γουδέλη
Η αγγλική κινηματογραφία μετά την έκρηξη της «Σχολής του Brighton» οργανώθηκε, μιμούμενη τις άλλες αναπτυγμένες κινηματογραφίες της Ευρώπης και της Αμερικής. Τρεις μεγάλες εταιρείες από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα κυριάρχησαν: η Associated British Picture Corporation, η Odeon και η Gaumont British. Η τελευταία απορροφήθηκε από την Odeon της Rank στις αρχές του ’40 δημιουργώντας το διπλό πόλο που εξακολουθεί να ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τις βρετανικές παραγωγές μέχρι σήμερα. Έτσι, δημιουργήθηκαν τα μεγάλα στούντιο (Ealing, Twickenham, Hammer κ.ά.), τα οποία καλλιέργησαν διάφορα είδη κινηματογράφου (π.χ., στα Ealing γυρίζονταν brief_encounterκωμωδίες).
Η Gainsborough Pictures στη δεκαετία του ’20 φιλοξένησε τον νεαρό τότε Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος ξεκινούσε την καριέρα του. Στις αρχές του ’30 κυριάρχησε η φυσιογνωμία του σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κόρντα καθώς και του παραγωγού Τζ. Άρθουρ Ρανκ. Στη δεκαετία του ’40 εμφανίστηκαν τα πρώτα σημαντικά ονόματα του αγγλικού fallen_idol_lgσινεμά: ο Ντέιβιντ Λιν, ο Κάρολ Ριντ και ο Άντονι Άσκουιθ. Ο πρώτος —με ταινίες όπως το ερωτικό/ψυχολογικό «Brief Encounter» (1946), το αντιπολεμικό «Τhe Bridge on the River Kwai» (1957), αλλά κυρίως με το επικό αριστούργημα «Lawrence of Arabia» (1962)— πλούτισε την παγκόσμια κινηματογραφία με έργα που προσέγγιζαν με ψυχολογική και εκφραστική δύναμη τον Άνθρωπο και την Ιστορία. Ο Κάρολ Ριντ, επίσης, με ταινίες όπως το κατασκοπευτικό «Τhe Third Man» (1949) (την οποία λέγεται ότι συσκηνοθέτησε αφανώς ο Όρσον Γουέλς) και το ψυχολογικό «The Fallen Idol» (1948) έβαλε την ποιοτική του σφραγίδα σε έργα HALFSHEET102-2σύνθετα και απαιτητικά. Ο Άσκουιθ ήταν λιγότερο καινοτόμος από τους άλλους δύο, πρότεινε, όμως, φιλμ που τα χαρακτήριζε άψογη επαγγελματικότητα.
Παράλληλα με τις μυθοπλαστικές ταινίες, σε σημαντικό βαθμό αναπτύχθηκε το ντοκιμαντέρ βοηθώντας τη ρεαλιστική προσέγγιση της ματιάς των περισσότερων δημιουργών στην αγγλική πραγματικότητα. Επιπλέον, η εταιρία Hammer, με σκηνοθέτες όπως ο Τέρενς Φίσερ ή ο Φρέντι Φράνσις, παρήγαγε στις δεκαετίες του’50 και του ’60 φτηνές αλλά αποτελεσματικές ταινίες τρόμου 137και του «φανταστικού» είδους. Τέλος, ο αμερικανός σκηνοθέτης Τζότζεφ Λόουζι, που αναγκάστηκε να εκπατριστεί και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αγγλία εξαιτίας των διώξεων της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών του γερουσιαστή ΜακΚάρθι, η οποία τον κατηγόρησε ως κομμουνιστή, πρόσφερε μερικά εξαιρετικά φιλμ στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όπως το αντιπολεμικό «King & Country» (1964) και τα ψυχολογικά φιλμ των μεγάλων εσωτερικών αποχρώσεων, «The Servant» (1963) και «Accident» (1967) σε σενάριο και τα δυο του Χάρολντ Πίντερ.
Mε εξαίρεση τον αειθαλή και παραγωγικότατο Κεν Λόουτς, δεν υπάρχει πια εν ζωή κανείς σημαντικός σκηνοθέτης εκείνης της «οργισμένη» Σχολής του αγγλικού σινεμά που ονομάστηκε «Ελεύθερος Κινηματογράφος» (Free Cinema), άνθισε στη δεκαετία του ’50 και εξέπνευσε σε νεαρή ηλικία, κάποια στιγμή πριν από το τέλος της les-cahiers-du-cinema_0122επόμενης. Το πνεύμα όμως του Free Cinema ζει και βασιλεύει και το βρίσκουμε σε πολλές σημερινές εκφάνσεις του ρεαλισμού καθώς και των ταινιών με κοινωνικό περιεχόμενο.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και ας γυρίσουμε για λίγο στις αρχές της δεκαετίας του ’50, σε μια εποχή όπου ο ιταλικός νεορεαλισμός είχε αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του στην παγκόσμια κινηματογραφία που δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο και το αγγλικό σινεμά. Τα κοινωνικά και αισθητικά του μηνύματα πέρασαν στις συνειδήσεις ειδικά των νέων δημιουργών, οι οποίοι θέλησαν να σκύψουν με περισσότερη ένταση στα προβλήματα της χώρας τους και παράλληλα να ασκηθούν στους κινηματογραφικούς τρόπους της ιταλικής 46145409cf7f546a9c9653a67b072d93Σχολής. Η γαλλική Nouvelle Vague (Nέο Κύμα) επιπλέον είχε μεταγγίσει τις αισθητικές ελευθερίες και τη διανοητικότητά της στην απέναντι όχθη της Μάγχης. Έτσι, νεαροί συγγραφείς, «οργισμένοι», όπως ονομάστηκαν (Τζον Όσμπορν, Τζο Όρτον κ.ά.), καθώς και σκηνοθέτες όπως ο Τόνι Ρίτσαρντσον, ο Λίντσεϊ Άντερσον, ο Τσέχος Κάρελ Ράις και ο Τζον Σλέσινγκερ ακολούθησαν έναν δρόμο ανεξάρτητο από τη θεσμική κουλτούρα, αναζητώντας καινούργιες λύσεις στη μορφή και στις ιδέες. Το κινηματογραφικό, θεωρητικό περιοδικό Sight & Sound, στο οποίο συνεργάζονταν οι περισσότεροι μετέπειτα «πρωταγωνιστές» του «αγγλικού Νέου Κύματος», ακολουθώντας τα χνάρια των γαλλικών Cahiers du Cinema, έβαλαν τις βάσεις για την πρακτική που θα ακολουθούσαν οι σινεφίλ συντάκτες του και οι άλλοι νέοι κινηματογραφιστές.
Αξιοποιώντας, λοιπόν, τις ιδέες του νεορεαλισμού και του γαλλικού «Νέου Κύματος», οι κριτικοί αυτοί πέρασαν στη σκηνοθεσία ονομάζοντας το κίνημά τους «Ελεύθερο Kινηματογράφο». Θα μπορούσαμε το «συνασπισμό» των συγκεκριμένων κινηματογραφιστών να τον ονομάσουμε και Σχολή, δεδομένου ότι τους ένωναν κοινές αισθητικές απόψεις και ιδέες, οι οποίες θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν εν συντομία στα εξής σημεία:
-Κοινωνικός προβληματισμός
-Έξοδος από τα στούντιο και κινηματογράφηση σε εξωτερικούς χώρους, ούτως ώστε ο φακός να συλλαμβάνει το θέμα «εξ επαφής», με ντοκιμαντερίστικο στυλ χωρίς εξιδανικεύσεις.
-Εμβάθυνση στην ατομική ψυχολογία των ηρώων.
Τους σκηνοθέτες της Σχολής απασχόλησε κυρίως η έκφραση των αισθημάτων οργής και αμφισβήτησης απέναντι στις κατεστημένες ιδέες της εποχής και όχι τόσο η στυλιστική ανανέωση. Οι ταινίες που παράγονται έχουν συγκροτημένα σενάρια τα οποία επικεντρώνονται στην καταγγελία και στη λοιδορία του συστήματος.
Στην αρχή, με ταινίες που συνδύαζαν τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ (όπως τα «Ο Dreamland» (1953) του Άντερσον και «Momma Don’t Allow» (1955) των Ράις και Ρίτσαρντσον), οι νέοι τότε σκηνοθέτες, που ζητούσαν να απελευθερωθούν από τον ακαδημαϊσμό του Άντονι Άσκουιθ ή του Ντέιβιντ Λιν, έθεσαν τη ματιά τους στην υπηρεσία της σύλληψης της πραγματικότητας «εν τω γίγνεσθαι». Ο ρεαλισμός τους περιγράφει τη ζωή δίχως την ανάγκη σχολίων και επεξηγήσεων. Με την τακτική τους αυτή θυμίζουν τις απαρχές του ντοκιμαντέρ και τις μεγάλες Σχολές που το καλλιέργησαν. Η προσκόλλησή τους στην πραγματικότητα, δεν ξεχνά τον δημιουργό-σκηνοθέτη, ο οποίος έχει να αναδείξει ιστορίες «χαμένων», καθημερινών υπάρξεων, σε περιπέτειες «χαμηλών πτήσεων». Η γεύση της αποτυχίας περισσεύει στα θέματα με τα οποία καταπιάνονται, ενώ παράλληλα οι αιτίες της καταβαράθρωσης των ηρώων δείχνονται καθαρά και αφορούν στο κοινωνικό κατεστημένο.
Αν και, ιστορικά, η πρώτη αμιγώς μυθοπλαστική ταινία του κινήματος θεωρείται το «Room at the Top» του Τζακ Κλέιτον το 1959, την αρχή επισήμως θα κάνει την ίδια χρονιά ο Τόνι Ρίτσαρντσον με το «Look Back in Anger», που ήταν βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Τζον Όσμπορν. Με ρεαλιστική δύναμη, αξιοποιώντας κινηματογραφικά τη γερή θεατρική παιδεία των ηθοποιών του (Ρίτσαρντ Μπέρτον, Κλερ Μπλουμ κ.ά.), απέδωσε δημιουργικά το ήθος των χαρακτήρων, οι οποίοι ζητούν ψυχική και συναισθηματική διέξοδο μες στο ασφυκτικό κοινωνικό τους περιβάλλον. Ο Ρίτσαρντσον θα συνεχίσει με ταινίες όπως τις «Α Τaste of Honey» (1961) και «The Loneliness of the Long Distance Runner» (1962· όπου δανείζεται και στυλιστικές λύσεις της Nouvelle Vague) με ανάλογο περιεχόμενο, ενώ με την έξοχη σατιρική περιπέτεια εποχής «Tom Jones» που θα γυρίσει αμέσως μετά (1963) θα κερδίσει, μεταξύ άλλων, και τα βραβεία Όσκαρ σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας εκείνης της χρονιάς, κάνοντας έτσι παγκοσμίως γνωστή την αγγλική Σχολή και τους ριζοσπάστες σκηνοθέτες της. Ο Ρίτσαρντσον θα γυρίσει πολλές ταινίες στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, με διακυμάνσεις ως προς την ποιότητα των ταινιών που παρέδιδε. Από την κοινωνική θεματική, σταδιακά πέρασε στην ψυχογραφική, μέσω διαφόρων ειδών: σάτιρα, πολεμική περιπέτεια, ηθογραφία κ.λπ. Αν και η «αμερικανική» του περίοδος είναι σαφώς πολύ κατώτερη από την αγγλική, παρέμεινε ωστόσο ένας σκηνοθέτης με προσωπική ματιά.
Ο Κάρελ Ράις με ταινίες όπως τις «Saturday Night and Sunday Morning» (1960) και «Morgan!» (1966) αξιοποίησε στο έπακρο τις θεωρητικές ιδέες της Σχολής. Με ύφος ξεχωριστό, που το χαρακτηρίζει σε πολλές περιπτώσεις το σουρεαλιστικό χιούμορ και η έντονη ψυχολογική εμβάθυνση, προσέφερε ικανοποιητικές υπηρεσίες και στον αμερικανικό κινηματογράφο τον οποίο υπηρέτησε μετά το 1970.
Ο Τζον Σλέσινγκερ, αρχικά βρέθηκε στις γραμμές της Σχολής και έκανε υποδειγματικές ταινίες μέσα στο πνεύμα της. Τα πιο αντιπροσωπευτικά του φιλμ, «Billy Liar» (1963) και «Darling» (1965) είναι δύο έργα που αναδεικνύουν με συνέπεια τις αισθητικές αρχές της. Οι ήρωές του είναι νέοι της αγγλικής εργατικής τάξης, οι οποίοι προσπαθούν με τις προσωπικές τους εξεγέρσεις, κι ενώ παράλληλα θέτουν σε λειτουργία και το φαντασιακό τους, να επιβιώσουν και να επικοινωνήσουν με τον κόσμο. Αργότερα, μετά το ’70, ο Σλέσινγκερ απορροφήθηκε από το Χόλιγουντ στο οποίο προσέφερε μερικές εξαιρετικές ταινίες όπως το «Midnight Cowboy» (1969) και το «Μarathon Man» (1976) — προτού ξεπέσει εντελώς προς το τέλος της καριέρας του.
Ο πιο «θεωρητικός» της Σχολής, Λίντσει Άντερσον, το 1963 γύρισε την καλύτερή του ταινία το «This Sporting Life» γύρω από την άνοδο και την πτώση ενός φιλόδοξου εργάτη, ταλέντου του ράγκμπι. Με έξοχες κοινωνικές πινελιές και βαθιά αίσθηση του ψυχολογικού υπόβαθρου, απέδωσε θαυμάσια το πορτραίτο του εξεγερμένου ήρωά του. Με το στυλιστικό «If…» (1968) περνάει στο χώρο της αστικής τάξης και περιγράφει με σκληρά χρώματα την καταπίεση που υφίστανται νεαροί αριστοκράτες στο αυστηρό κολέγιό τους από τους καθηγητές τους και το σύστημα. Σε μια εποχή όπου τα επαναστατικά συνθήματα του γαλλικού Μάη του ’68 είχαν επηρεάσει και τους πολιτικοποιημένους σκηνοθέτες παγκοσμίως, ο Άντερσον συνεισέφερε στις σχετικές ιδέες με ένα φιλμ απερίφραστο: στο τέλος, οι μαθητές, μέσω μιας σουρεαλιστικής εξέγερσης, σκοτώνουν με τα όπλα τους καταπιεστές τους…
Το κοινό δεν συμμερίστηκε τις απόψεις των «αμφισβητιών» σκηνοθετών της Σχολής, διαβρωμένο από την αμερικανική αντίληψη περί κινηματογράφου, δηλαδή τη «διασκεδαστική» πλευρά του. Το 1964, το Free Cinema αργοπέθαινε καθώς οι άσχημες οικονομικές συνθήκες που είχε δημιουργήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Γηραιά Αλβιώνα άρχισαν ν’ αλλάζουν προς το καλύτερο λειτουργώντας ανακουφιστικά και για τα κατώτερα, μη προνομιούχα, στρώματα του πληθυσμού. Μια εποχή έδινε τη σκυτάλη στην επόμενη. Οι οργισμένοι νέοι της εργατικής τάξης αντικαθίστανται ταχέως από το Swinging London των Beatles, του ελεύθερου έρωτα, των έντονων χρωμάτων — και σκηνοθέτες όπως ο Ρίτσαρντ Λέστερ ήταν από τα νέα hot ονόματα στο αγγλικό σινεμά. Παρ’ όλ’ αυτά, οι προτάσεις των σκηνοθετών του Free Cinema έχουν εγγραφεί στην οπτική νεότερων σκηνοθετών, όπως του Μάικλ Γουιντερμπότομ, του Στίβεν Φρίαρς και του Μάικλ Λι, με αποτέλεσμα να βλέπουμε το έργο τους ενσωματωμένο σε σύγχρονα φιλμ, με κοινωνικό προβληματισμό και οξύ ψυχολογικό υπόβαθρο.
Πηγή:
dimart (dimartblog.com)