To 1910 γεννιέται στο Τόκιο ο Ακίρα ΚουροσάβαΠηγή: www.lifo.grΑν για κάτι κατηγορήθηκε από τους συμπατριώτες του, ήταν ο δυτικοκεντρισμός του. Τόλμησε και μετέφερε στην οθόνη, εντάσσοντάς τους στην ιαπωνική πραγματικότητα, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Σαίξπηρ. Ο Θρόνος του Αίματος, μεταφορά του Μάκμπεθ, το 1957, έχει καταχωρηθεί ως κορυφαία κινηματογραφική απόδοση, ενώ το επικό Ραν, βασισμένο στον Βασιλιά Ληρ, το 1985, επιβεβαίωσε την ανυπέρβλητη σημασία του ως δημιουργού.
Γεννημένος το 1910 στο Τόκιο, ξεκινά τις σπουδές του ως ζωγράφος, ένθερμος υποστηρικτής του αριστερού εργατικού κινήματος, δουλεύει εικονογράφος σε εφημερίδες, μέχρις ότου μια ανακοίνωση των στούντιο ΤΟΧΟ, που αναζητά νέους για βοηθούς σκηνοθέτη, τον στρέφει προς τα εκεί. Σύντομα εξελίσσεται στον βασικότερο βοηθό του Κατζίρο Γιαμαμότο, δίπλα στον οποίο μαθαίνει όλη τη διαδικασία και τα μυστικά της παραγωγής, ενώ ο ίδιος τον ενθαρρύνει, ως δάσκαλος που διαισθάνεται την αξία του μαθητή του, να μάθει να γράφει σενάρια. Έτσι, στα 33 του κι εν μέσω του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία τζούντο, το Σανσίρο Σουγκάτα, από το οποίο η λογοκρισία αφαιρεί είκοσι λεπτά. Δύο χρόνια αργότερα, κάνει μια προπαγανδιστική ταινία-ανάθεση, στα γυρίσματα της οποίας γνωρίζει και παντρεύεται την ηθοποιό Γιόκο Γιαγκούτσι. Χάρη στην εμπορική επιτυχία της ταινίας αυτής, του ζητούν να γυρίσει κι ένα sequel.
Η Ιαπωνία χάνει τον πόλεμο, της επιβάλλεται μια ταπεινωτική κατοχή και η αμερικανόφιλη πια λογοκρισία αντιμετωπίζει αρνητικά τις ταινίες σαμουράι. Η νέα τάξη δεν θέλει ιστορίες που διαδραματίζονται στη φεουδαρχική περίοδο κι ο Μεθυσμένος Άγγελος του 1948 γράφεται και ξαναγράφεται μέχρι να γυριστεί. Παρ' ολα αυτά, είναι η πρώτη του προσωπική ταινία και η πρώτη του συνεργασία με τον συγκλονιστικό Τοσίρο Μιφούνε. Με αυτόν στον πρωταγωνιστικό ρόλο κάνει δεκαεπτά ταινίες, ανάμεσά τους και το αξεπέραστο Ρασομόν, που αφού πρώτα σπάει τα ταμεία στην Ιαπωνία, το 1951 παίρνει στη Βενετία τον Χρυσό Λέοντα, αφήνοντας άναυδους τους πάντες, τόσο με την εκπληκτική του κινηματογραφική γραφή αλλά, κυρίως, με την ανατρεπτική αντιμετώπιση της αντικειμενικότητας της αλήθειας. Με φόντο τη μεσαιωνική Ιαπωνία, ο βιασμός της γυναίκας ενός ευγενούς από έναν ληστή επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές, καθώς κάθε νέα εκδοχή ενός νέου μάρτυρα ακυρώνει την προηγούμενη. Τέσσερις διαφορετικές «αλήθειες» υπό αμφισβήτηση, από διαφορετικό πρίσμα, κοινωνικό υπόβαθρο και ηθική. Μέχρι σήμερα παραμένει από τα αδιαφιλονίκητα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Ζητήματα ακεραιότητας του ατόμου απέναντι στο κοινωνικό σύνολο διατρέχουν όλο το έργο του, όπως στο υπαρξιακό δράμα Ικίρου (Ο καταδικασμένος) που ακολουθεί, αλλά και στους Επτά Σαμουράι, ταινία δράσης εποχής του 16ου αιώνα, όταν οι Σαμουράι, πολεμιστές με αξίες και αρχές στην ιεραρχία της αριστοκρατικής κοινωνίας, έχαναν την επιρροή τους και την ισχύ τους. Μια ταινία που οι σεκάνς του μακελειού συγκρίνονται με τις σκηνές στα σκαλιά της Οδησσού από το Θωρηκτό Ποτέμκιν. Τη στιγμή που ο ίδιος θεωρούσε τον Αϊζενστάιν πηγή έμπνευσης, μαζί με τον Ινδό Ρέι και τον Αμερικανό Φορντ.
Αν για κάτι κατηγορήθηκε από τους συμπατριώτες του, ήταν ο δυτικοκεντρισμός του. Τόλμησε και μετέφερε στην οθόνη, εντάσσοντάς τους στην ιαπωνική πραγματικότητα, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Σαίξπηρ. Ο Θρόνος του Αίματος, μεταφορά του Μάκμπεθ, το 1957, έχει καταχωρηθεί ως κορυφαία κινηματογραφική απόδοση, ενώ το επικό Ραν, βασισμένο στον Βασιλιά Ληρ, το 1985, επιβεβαίωσε την ανυπέρβλητη σημασία του ως δημιουργού. Είχαν, βέβαια, προηγηθεί το Καγκεμούσα το '80, αλλά και το ρωσικό Ντέρσου Ουζάλα το '75, γυρισμένο στη Σιβηρία, με το οποίο επανήλθε μετά την απόπειρα αυτοκτονίας. Με το Μάντα-ντα-γιό (Όχι ακόμα), μια ελεγεία στη σχέση δασκάλου - μαθητή, έκλεισε τη φιλμογραφία του το 1993. Καθηλωμένος τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε αναπηρική καρέκλα, δεν επέστρεψε ποτέ στα πλατό, όπου ήθελε να αφήσει την τελευταία του πνοή. Έφυγε το 1998 από εγκεφαλικό, σε ηλικία 88 ετών.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ακίρα Κουροσάβα: Ο αυτοκράτορας του ιαπωνικού κινηματογράφουtvxs Ανεξάρτητη ενημέρωσηΟ Ακίρα Κουροσάβα, μπήκε στο χώρο της τέχνης, θέλοντας αρχικά να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Γράφτηκε σε μία σχολή καλών τεχνών στην οποία μελέτησε κυρίως δυτικές τεχνοτροπίες. Σύντομα εντάχθηκε σε μία καλλιτεχνική ομάδα και μελέτησε σε βάθος τη Ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Την αγάπη του για τον κινηματογράφο σημάδεψε η αυτοκτονία ενός από τους έξι αδελφούς του που λάτρευε το σινεμά και δούλευε ως αφηγητής σε βωβές ταινίες. Η σχέση του ίδιου του Κουροσάβα με τον κινηματογράφο ξεκίνησε το 1930 στο πλευρό του σκηνοθέτη, Κατζίρο Γιαμαμότο που υπήρξε μεγάλος δάσκαλος για το νεαρό Ακίρα Κουροσάβα, παρά τη δύσκολη για τον ιαπωνικό κινηματογράφο εποχή. Μία εποχή συντηρητική κατά την οποία ο Γιαμαμότο εκτελούσε, κυρίως, ταινίες – παραγγελίες για το στρατιωτικό καθεστώς.
Ο Κουροσάβα, στο ίδιο κλίμα, θα κάνει την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα το 1943, με την ταινία «Σουγκάτα Σανσίρο» μια ταινία για την ιστορία του τζούντο. Στα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα θα κάνει ταινίες απλές και εμπορικές, όπως η συνέχεια του «Σουγκάτα Σανσίρο» (1945) τις οποίες δημιουργεί υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, κάτω από καθεστώς αυστηρής λογοκρισίας για την πνευματική δημιουργία. Ευνοούνται φυσικά έργα με πατριωτικό περιεχόμενο. Τέτοιο θα είναι και το περιεχόμενο του δεύτερου μέρους του «Σουγκάτα Σανσίρο» του Κουροσάβα, ενός ανθρώπου που, ωστόσο, συμπορευόταν με την αριστερά.
«Επτά σαμουράι», «Ο θρόνος του αίματος», «Καγκεμούσα», «Ραν», «Όνειρα», «Γιοζίμπο». Λίγες, ελάχιστες μόνο από τις μεγάλες ταινίες που χάρισε το κινηματογραφόφιλο κοινό, ο «αυτοκράτορας του ιαπωνικού κινηματογράφου», Ακίρα Κουροσάβα.
Ο προσανατολισμός του θα αλλάξει αμέσως μετά τον πόλεμο. Η πρώτη του ταινία, «Οι νέοι δεν χρειάζονται λύπηση» (1946), διαπραγματευόταν την ιστορία της Ιαπωνίας από την δεκαετία του '30 ως το 1946. Η ταινία βασιζόταν στην «πτώση του Τακικάβα», το 1933 όταν ένας καθηγητής αναγκάσθηκε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί εξ αιτίας των πολιτικών απόψεών του, επειδή υποστήριζε την αριστερά και τα φοιτητικά κινήματα. Δύο χρόνια αργότερα ο Κουροσάβα, γύρισε το αριστούργημα «Ο μεθυσμένος άγγελος» (1948).
Από κει και πέρα, οι ταινίες διαδέχονται η μία την άλλη και πρόκειται πάντα για εξαιρετικές παραγωγές που θα αποδώσουν στον Ακίρα Κουροσάβα τον τίτλο που του αξίζει («ο αυτοκράτορας του ιαπωνικού κινηματογράφου») και μία θέση στο Πάνθεον των σύγχρονων κινηματογραφιστών. Το 1950 θα κυκλοφορήσει το «Ρασομόν» η ταινία που του επέφερε τη διεθνή του φήμη και τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη χαρίζοντάς του, το «Χρυσό Λέοντα». Θα ακολουθήσουν οι «Επτά Σαμουράι», «Όνειρα», «Γιοτζίμπο», «Ραψωδία τον Αύγουστο», «Καγκεμούσα».
Ο Κουροσάβα μελέτησε σε βάθος στοιχεία του δυτικού πολιτισμού, τα ενσωμάτωσε στην ιαπωνική κουλτούρα, το έκανε όμως με τρόπο αριστοτεχνικό, καταφέρνοντας να δημιουργήσει το δικό του μοναδικό στιλ κινηματογράφησης και στη συνέχεια να επηρεάσει ο ίδιος τον δυτικό κινηματογράφο.
Ο ίδιος δεν δίστασε να αξιοποιήσει έργα των μεγάλων δυτικών κλασικών Γουίλιαμ Σαίξπηρ, Μαξίμ Γκόρκι και Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι μεταφέροντάς τα στη φεουδαρχική Ιαπωνία, ενώ και οι δημιουργοί της Δύσης δεν δίστασαν να «πατήσουν» στις δικές του ταινίες προκειμένου να δημιουργήσουν μεγάλες ταινίες. Τρανταχτά παραδείγματα, το «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» του Τζον Στέρτζες, ένα ριμέικ των «Επτά σαμουράι» και το «Μια χούφτα δολάρια» του Σέρτζιο Λεόνε, ένα ριμέικ του «Γιοζίμπο». Επιπλέον, ο Τζορτζ Λούκας, ποτέ δεν έκρυψε ότι εμπνεύστηκε τον «Πόλεμο των άστρων» από το «Κρυμμένο κάστρο» (1958) του Ακίρα Κουροσάβα.
Ο θάνατός του από εγκεφαλικό, στις 6 Σεπτεμβρίου, του 1998 σήμανε μια μεγάλη απώλεια για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, παρ' ότι ο Κουροσάβα είχε αποσυρθεί από το 1993, έχοντας παραδώσει στους φίλους του κινηματογράφου τον «Δάσκαλο», το κύκνειο άσμα του.