ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΚΙ ΚΑΟΥΡΙΣΜΑΚΙ image
https://tvxs.gr/news/sinema/afieroma-ston-aki-kaoyrismaki-eimai-skinothetis-oxi-dimioyrgos-pixel
Ο Άκι Καουρισμάκι είναι μέσα από τις ταινίες του, επίκαιρος όσο ποτέ, δίνοντας φωνή στους φτωχούς και αδύναμους αυτού του κόσμου, οι οποίοι παρά τις κακοτυχίες τους δεν εγκαταλείπουν την ελπίδα. Βαθιά ουμανιστικό, ανεπιτήδευτο και γενναιόδωρο στον θεατή, το Σινεμά του Φινλανδού δημιουργού υμνεί με μινιμαλισμό, χιούμορ και νοσταλγία τις ανθρώπινες αξίες, ισορροπώντας εύστροφα ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία.
«Καλή τύχη σε αυτούς που ασχολούνται με τον ψηφιακό κινηματογράφο, αλλά εγώ το βλέπω σαν να κάνεις βουτιά φορώντας μπότες. Ο κινηματογράφος βασίζεται στο φως, στον ηλεκτρισμό. Για μένα ο κινηματογράφος είναι φως. Είμαι πια μεγάλος για να βουτάω φορώντας μπότες. Οι νέοι είναι νέοι και έχουν την ενέργεια για να το κάνουν.» - Είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο Άκι Καουρισμάκι, στο 53ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, ενώ σε πρόσφατη συνέντευξή του, αναφέρει σχετικά:
«Θα πεθάνω χωρίς να αλλάξω άποψη. Δεν πρόκειται να φτιάξω ποτέ μια ψηφιακή ταινία σε αυτή τη ζωή. Το σινεμά είναι φτιαγμένο από φως. Είμαι σκηνοθέτης, όχι δημιουργός pixel [...] Φυσικά, καταλαβαίνω ότι για τα popcorn ακροατήρια, η εργατική τάξη δεν αποτελεί ένα αισθησιακό ή εμπορικό θέμα. Δεν θα μπορούσα όμως να γράψω διαλόγους για την μεγαλοαστική τάξη καθώς δεν θα ήξερα τι να πω. Δεν ξέρω για τι πράγματα μιλάνε. Δεν ξέρω αν μιλάνε καν. Ίσως απλά ψωνίζουν. Ψωνίζουν και αγοράζουν μετοχές. Μετοχές και κάλτσες. Βρίσκω ιδιαίτερα βαρετούς τους πλούσιους ανθρώπους.»
Στην Ελλάδα οι "νεοφιλελεύθεροι" χρηματοδοτούνται από το κράτος. Εμείς... από εσάς! Στήριξε την ανεξαρτησία του tvxs.gr, κάνοντας κλικ εδώ.
Χαρακτηριστική είναι η τριλογία του προλεταριάτου από τον Άκι Καουρισμάκι - με τις ταινίες «Shadows in Paradise» (1986), «Ariel» (1988) και «The Match Factory Girl» (1990) - όπου ο Φινλανδός σκηνοθέτης, εξερευνά με κωμικοτραγική διάθεση τη φινλανδική εργατική τάξη. Καταδικασμένους αντιήρωες, σε αδιέξοδες δοκιμασίες, έρωτες μετ' εμποδίων, αλλά και με όνειρα για ένα καλύτερο αύριο.

Παρομοίως, στην τριλογία των χαμένων - «Drifting Clouds» (1996), «The Man Without a Past» (2002), «Lights in the Dusk» (2006) - ο δημιουργός φέρνει στο προσκήνιο τον άνθρωπο του περιθωρίου ο οποίος παρά τις κακοτυχίες του, διαθέτει απρόσμενα αποθέματα θάρρους και αλληλεγγύης.
Παρά την ειρωνική, κυνική όψη του, το σύμπαν του Καουρισμάκι είναι διαποτισμένο από ανθρωπιά και ρομαντισμό. Με καμβά του τον κοινωνικό ρεαλισμό, αφηγείται ιστορίες με χρώματα τολμηρά, ρετρό αναφορές που «σφραγίζουν» τα στυλιζαρισμένα πλάνα του και υπόγεια αίσθηση του χιούμορ.
Έτσι, με φόντο την υποβαθμισμένη πλευρά του Ελσίνκι, στο «Crime and Punishment» (1983) ο δημιουργός φιλτράρει με τη δική του οπτική το ομώνυμο έργο του Ντοστογιέφσκι, ενώ στο «La Vie De Boheme» (1992) διασκευάζει τη νουβέλα «Scenes de la vie de boheme» που ενέπνευσε την όπερα του Πουτσίνι.

Στην ταινία «Leningrad Cowboys Go America» (1989) χτίζει ένα φαρσικό, σουρεαλιστικό road movie με πρωταγωνιστές τα μέλη της πιο ανορθόδοξης μπάντας του κόσμου, ενώ στο χωρίς διάλογους ασπρόμαυρο «Juha» (1999) επιστρέφει στην αθωότητα μιας από τις μεγαλύτερες εμμονές του, το βωβό σινεμά.
Η ταινία του «Le Havre» (2011), μια λυτρωτική ιστορία διάσωσης ενός παράνομου έφηβου Αφρικανού μετανάστη, είναι ίσως η πιο αισιόδοξη στιγμή της καριέρας του δημιουργού. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά και ο ίδιος, μιλώντας εξ ονόματος των ηρώων του: «Όταν πλέον δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει και λόγος για να είμαστε απαισιόδοξοι».
«Μετά τη λάντζα, μπήκα στη δημοσιογραφία. Θαύμαζα τους δημοσιογράφους γιατί νόμιζα ότι κάποιος θα μπορεί να αλλάξει τον κόσμο λέγοντας την αλήθεια. Δυστυχώς, μετά δούλεψα στο χειρότερο περιοδικό που υπήρχε και έχασα κάθε τέτοια ψευδαίσθηση. Αργότερα έμαθα ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη δημοσιογράφων, τα οποία δεν πρέπει να συγχέονται, ωστόσο ήδη μέχρι τότε είχα πλέον κάνει μια χειρότερη επιλογή επαγγέλματος, αυτή του κινηματογραφιστή.»
Γιώργος Ρούσσος

Ο Άκι Καουρισμάκι είναι ξεμέθυστος και δίνει τη συνέντευξη της χρονιάς
Από Χρήστο Μήτση Χρήστο Μήτση - 12/10/2017
Απόλυτα cool, με ένα γεμάτο ποτήρι κρασί στο χέρι και αργό, ήρεμο λόγο, ο διασημότερος Φινλανδός σκηνοθέτης μοιάζει με τους πρωταγωνιστές των ταινιών του. Με το ίδιο offbeat χιούμορ, μας μίλησε για την ευρωπαϊκή πολιτική, το Χόλιγουντ, την παγωμένη χώρα του και την ολόθερμη, αισιόδοξη «Άλλη Όψη της Ελπίδας», η οποία απέσπασε την Αργυρή Άρκτο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου.

Έχετε πει ότι το σινεμά πέθανε το 1962. Το υποστηρίζεται ακόμη;
Λέγοντάς το, εννοούσα ότι το Χόλιγουντ πέθανε τότε. Οι καλές ιδέες στέρεψαν, το σύστημα παραγωγής άλλαξε και τα ηνία ανέλαβε η τηλεόραση. Νομίζω ότι τώρα φαίνεται ξεκάθαρα­. Από εκεί και πέρα, καλές αμερικανικές ταινίες γίνονται μόνο από τους ανεξάρτητους κινηματογραφιστές.

Ποια ήταν η τελευταία καλή ­χολιγουντιανή ταινία για σας;
Το «My Darling Clementine» του Τζον Φορντ. Ή μάλλον όχι, το «High Sierra» του Ραούλ Γουόλς.

Διατηρείτε ακόμη τον κινηματογράφο και την εταιρεία διανομής στο Ελσίνκι;
Έχω το σινεμά, αλλά μόνο για φεστιβαλική χρήση πλέον. Με τη δια­νομή σταμάτησα να ασχολούμαι εδώ και μία δεκαετία. Δεν έβγαινε πια, διότι οι ταινίες πουλιούνται πακέτο, συνήθως για όλες τις σκανδιναβικές χώρες, κάτι που δεν μπορούσα να αντέξω οικονομικά.

Έχετε δηλώσει πως γυρίσατε τις μισές ταινίες σας μεθυσμένος και τις άλλες μισές νηφάλιος. Αυτή σε ποια κατηγορία ανήκει;
Αυτήν την ταινία τη γύρισα ξεμέθυστος... Ήθελα να είμαι ακριβής. Όταν γράφεις, δεν μπορείς να είσαι μεθυσμένος. Εκτός αν είσαι ο Γουίλιαμ Φόκνερ. Το ίδιο και όταν μοντάρεις, διότι είναι τεχνική δουλειά. Αλλά όταν σκηνοθετείς, μπορείς να είσαι και νηφάλιος, και μεθυσμένος. Αλλά όταν λέμε μεθυσμένος, εννοούμε εντελώς μεθυσμένος. Όχι μισομεθυσμένος. Έτσι διατηρείς ένα ενιαίο ύφος, που στη δική μου περίπτωση είναι ήρεμο και μετρημένο. Αντίθετα, τις πιο τρελές ταινίες μου τις γύρισα νηφάλιος.

Αυτή είναι μια τρελή ταινία ­λοιπόν;
Ήθελα να πετύχω μια ισορροπία ανάμεσα στην ακρίβεια, σε μια ελεγχόμενη αφήγηση και σε πράγματα τολμηρά, καινούργια για μένα. Ήθελα να γίνει σαφές ότι η δημιουργία στερεοτύπων απέναντι στο διαφορετικό –το έχουμε δει αυτό επανειλημμένα στην ευρωπαϊκή Ιστορία– δημιουργεί μια κακόηχη, απειλητική ηχώ.

Είστε αισιόδοξος για το κατά πόσον αυτό το μήνυμα μπορεί να ακουστεί;
Όχι ιδιαίτερα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να προσπαθήσουμε. Εδώ κάνουμε σινεμά φυσικά και όχι πολιτική, αλλά και το σινεμά δεν είναι σκέτη διασκέδαση. Υπάρχει ένα όριο σε αυτό... Καθημερινά, πάντως, υπάρχουν πράγματα που με κάνουν απαισιόδοξο και άλλα που μου δίνουν ελπίδα. Το κλείσιμο των συνόρων από την Ουγγαρία για παράδειγμα. Αυτό είναι κάτι ντροπιαστικό... Από την άλλη οι Φινλανδοί, με πολύ πιο ελεγχόμενη ροή προσφύγων βέβαια, αντιμετώπισαν τους «ξένους» πολύ φιλικά. Το φινλανδικό κράτος, πάλι, όχι.

Το φινλανδικό κράτος θα στείλει την «Άλλη Όψη της Ελπίδας» στα Όσκαρ;
Δεν θα το επιτρέψω. Τα Όσκαρ είναι ένας θεσμός ο οποίος δεν με αφορά, καθώς δεν καταλαβαίνω το όλο σκεπτικό τους και προφανώς ούτε οι άνθρωποί του καταλαβαίνουν το δικό μου. Κανένας μας δεν έχει ανάγκη τον άλλον.
Μια οσκαρική υποψηφιότητα όμως, όπως και κάθε βραβείο, θα κάνει πολύ πιο γνωστή την ταινία σας και θα της φέρει περισσότερους θεατές. Μόνο ένας θεατής ο οποίος καταλαβαίνει την ταινία είναι πολύ προτιμότερος από χιλιάδες άλλους που δεν θα την καταλάβουν. Βέβαια, είμαι παραγωγός της ταινίας­ μου και θα ήθελα να τη δουν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Αλλά­ όσα τέτοια χρήματα περίσσευαν, θα τα χάριζα κάπου. Θα τα έδινα­ στη Human Aid... Μπορεί να ακούγεται πομπώδες κάτι τέτοιο, αλλά, πιστέψτε με, το έχω κάνει.

Το ότι έχετε κόψει το κάπνισμα, σας έχει επηρεάσει καθόλου ως σκηνοθέτη;
Δεν έχω καταλάβει κάτι δραστικό, αλλά ήμουν υποχρεωμένος να το κόψω γιατί δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. 40 χρόνια με τρία πακέτα τσιγάρα την ημέρα είναι πολύ. Να πω πως νιώθω καλύτερα λοιπόν; Μάλλον… Οπότε μετά από αυτό θα έλεγα σε κάποιον νέο να μην κάνει το ίδιο λάθος. Αλλά, από την άλλη, αν καπνίζεις 40 χρόνια τρία πακέτα την ημέρα προφανώς δεν πέθανες νέος…

Πηγαίνετε σινεμά ως απλός θεατής;
Έχω να πάω σε κινηματογραφική αίθουσα από τον Μάρτιο του 1996.

Θυμάστε τι είδατε;
Την «Γυναίκα του Αεροπόρου» του Ρομέρ. Αλλά βλέπω σταθερά στο σπίτι τέσσερις ταινίες τη μέρα. Κάθε μέρα.

Έχετε συγκεκριμένο πρόγραμμα δηλαδή;
Απολύτως. Με τετράδιο που σημειώνω τι θέλω να δω, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, με τα πάντα… Αν κάτι συμβεί και μπορεί να χαλάσει το πρόγραμμα, αγχώνομαι. Μια φορά θυμάμαι, είχα πάει σε μια εκδήλωση, η οποία άργησε να τελειώσει. Ήταν μακριά από το σπίτι, οπότε όταν μπόρεσα να φύγω, μπήκα στο αμάξι, ήταν ένα σπορ αμάξι, και οδήγησα πίσω σαν τρελός για να προλάβω. Κόντεψα να σκοτωθώ… Κι αν η γυναίκα μου καμιά φορά μου λέει «μήπως να δούμε την τάδε ταινία;», της λέω πάντα «όχι, τώρα πρέπει να δούμε αυτήν και μετά εκείνη».

Τι είδους ταινίες επιλέγετε;
Νομίζω πως ακόμα μαθαίνω σινεμά, οπότε οι παλιές ταινίες έχουν πολλά πράγματα να μου πουν. Όταν βλέπω Ρενουάρ, χαίρομαι σαν το παιδί. Ή το «Σαμποτάζ» του Χίτσκοκ. Σιγά σιγά πηγαίνω προς τα πίσω. Το βωβό σινεμά κρύβει πολλά αριστουργήματα και η ιστορία του κινηματογράφου με συναρπάζει. Μαθαίνω συνέχεια πράγματα απ’ αυτήν.

Από τους σύγχρονους σκηνοθέτες ποιοί σας αρέσουν;
Παρακολουθώ καινούριες ταινίες, αλλά πιο χαλαρά. Χωρίς κάποια ατζέντα. Εκτιμώ πολύ τον Μουντζίου, τους αδελφούς Νταρντέν και φυσικά τον Τζάρμους. Μ’ αρέσει πολύ κι ο Αλεξάντερ Πέιν…

Ζείτε πλέον σχεδόν μόνιμα στην Πορτογαλία. Τι σας έκανε να εγκαταλείψετε τη χώρα σας;
Δεν μπορείς να αλλάξεις τα μυαλά σου, αλλά κάποια στιγμή στη ζωή σου μπορείς να αλλάξεις περιβάλλον. Βαθιά μέσα μου είμαι Εσκιμώος και άνθρωπος του κρύου. Κρύα είναι και η Πορτογαλία, καθώς δεν είναι χώρα της Μεσογείου μα του ωκεανού, αλλά η Φινλανδία παραείναι σκοτεινή, κάτι που φτάνει μέχρι την καρδιά και τη συμπεριφορά των κατοίκων της. Τόσα χρόνια κλεισμένος στην αίθουσα του μοντάζ και στα σινεμά, ένιωσα κάποια στιγμή ότι ήθελα περισσότερο φως – εσωτερικό κι εξωτερικό. Στη Φινλανδία λες «καλημέρα» και πρέπει να είσαι σοβαρός. Ακόμη και αστείο να λες, πρέπει να είσαι σοβαρός.

Υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στη Φινλανδία με τη δική σας αίσθηση του χιούμορ;
Γιατί, υπάρχουν άνθρωποι στη Φινλανδία;

Από τον Χρήστο Μήτση 12/10/2017