Γαλλικός ιμπρεσιονισμός και υπερρεαλισμός: ειδικό αφιέρωμα στον Λ.Μπουνιουέλ Δύο κινηματογραφικά ρεύματα που συνυπάρχουν και αναδεικνύουν μοναδικούς κινηματογραφιστές: Γαλλικός ιμπρεσιονισμός και υπερρεαλισμός
Το Παρίσι τη δεκαετία του 1920 ήταν αναμφίβολα το κέντρο της διεθνούς καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Καλλιτέχνες απ΄όλο τον κόσμο συγκεντρωνόντουσαν εκεί μετατρέποντας το Παρίσι από ένα απλό τόπο συνάντησης σε κέντρο ζύμωσης καλλιτεχνικών ιδεών και πρωτοπορίας. Εκείνη, λοιπόν, την εποχή, όσον αφορά τον κινηματογράφο, επικράτησαν δύο ρεύματα ο ιμπρεσιονισμός και ο υπερρεαλισμός. Τα δύο αυτά κινήματα αν και διαφορετικά μεταξύ τους είναι εντυπωσιακό πως μπόρεσαν να συνυπάρξουν. Επειδή δε θέλω να σας κουράσω με λεπτομέρειες θα δώσω αρχικά τον ορισμό και τα βασικά χαρακτηριστικά των δύο αυτών κινημάτων και θα καταλήξω σ’ένα αφιέρωμα στον μοναδικό Λουις Μπουνιουέλ. Ιμπρεσιονισμός Αναπτύχθηκε μέσα στη κινηματογραφική βιομηχανία. Επρόκειτο αρχικά για μια προσπάθεια να κρατηθεί το ενδιαφέρον του γαλλικού κοινού σε εγχώριες παραγωγές. Γι΄αυτό και οι εταιρείες στήριξαν τους νέους Γάλλους σκηνοθέτες: τους Αμπέλ Γκανς, Λουί Ντελλύκ, Μαρσέλ Λ΄Ερμπιέ, Ζαν Επστάιν και την Ζερμαίν Ντυλάκ. Για όλους αυτούς ο κινηματογράφος δεν ήταν εμπορική χειροτεχνία αλλά μια τέχνη ισάξια των άλλων. Πρέπει να εκφράζει συναισθήματα, να έχει την αυτονομία του και να μη δανείζεται από τις άλλες τέχνες. Γενικά, ο ιμπρεσιονισμός εμφαίνει στις προσωπικές ψυχικές καταστάσεις και προσδίδει στις αφηγήσεις των ταινιών έναν έντονο ψυχολογικό πυρήνα. Παραμορφωμένα ή φιλτραρισμένα πλάνα και υποκειμενικό μοντάζ χρησιμοποιούνται πολύ ώστε να παρουσιαστούν οι οπτικές εντυπώσεις των ηρώων. Το 1929 θεωρείται καταληκτική ημερομηνία του κινήματος, αν και οι επιδράσεις της ιμπρεσιονιστικής μορφής (το ψυχολογικό αφήγημα, το υποκειμενικό μοντάζ κλπ) είχαν μεγαλύτερη διάρκεια και διαφαίνονται σε ταινίες τρόμου και νουάρ, σε ταινίες του Χίτσκοκ και της Μάγια Ντέρεν. Εκπρόσωπος µαζί µε τον Ζαν Επστάιν της πρώιµης γαλλικής κινηµατογραφικής πρωτοπορίας του 1920, η Ζερµέν Ντιλάκ (1882-1942), είναι από τις πρώτες γυναίκες πίσω από την κάµερα και θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του κινηματογράφου τόσο ως εικαστική τέχνη όσο και ως κοινωνική πρακτική. Ο κινηµατογράφος, όπως τον αντιλαµβανόµαστε σήµερα, δεν είναι παρά ο καθρέφτης των άλλων τεχνών. Λοιπόν, παραείναι σπουδαίος για να παραµείνει απλώς ένας καθρέφτης, πρέπει να απελευθερωθεί από τις αλυσίδες του και να του δοθεί η αληθινή του προσωπικότητα. Germaine Dulac Σημαντικότερες ταινίες το “Ελτοράντο” του Μαρσέλ Λ’Ερμπιέ, “Η ρόδα” του Αμπέλ Γκανς και η “Πιστή καρδιά” του Ζαν Επστάιν. Υπερρεαλισμός Αναπτύχθηκε έξω από τη κινηματογραφική βιομηχανία. Οι κινηματογραφιστές βασίζονταν σε δικές τους οικονομικές δυνατότητες και χορηγίες και πρόβαλλαν το έργο τους σε μικρές καλλιτεχνικές συγκεντρώσεις, προκαλώντας συχνά σοκ στο κοινό. Ο υπερρεαλισμός είχε άμεση σχέση με τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι η πίστη στο όνειρο, το ασυνείδητο, η αδιαφορία για την αισθητική και την ηθική. Χαρακτηριστική είναι η εμπλοκή του Μπρετόν και η άμεση επίδραση του Φρόυντ. Οι υπερρεαλιστές είναι εραστές της αδάμαστης επιθυμίας του φανταστικού και του θαυμαστού. Η θεματολογία περιστρέφεται γύρω από το βλάσφημο, το προκλητικό, το βίαιο, την σεξουαλική επιθυμία και το παράξενο χιούμορ. Σύμφωνα με τους υπερρεαλιστές, η ελεύθερη μορφή της ταινίας θα ξεπηδούσε τις βαθύτερες παρορμήσεις του θεατή. Κύριος εκφραστής αυτού του κινήματος είναι ο Λουις Μπουνιουέλ. Έτσι φτάνω εκεί που θα επικεντρώσω το αφιέρωμα μου σε αυτόν τον ιδιαίτερο σκηνοθέτη. «’Όλη μου τη ζωή κακοποιήθηκα από ανθρώπους που ήθελαν απαντήσεις: “Γιατί είναι κάτι έτσι και όχι αλλιώς;” “Ποια είναι η ερμηνεία σου για αυτό;” Αυτή η οργή του να καταλάβεις, να γεμίσεις τα κενά, το μόνο που κάνει είναι τη ζωή αφόρητα μπανάλ. Αν μπορούσαμε να αφήσουμε τη ζωή μας στα χέρια της μοίρας, να δεχθούμε το θεμελιώδες μυστήριο της ύπαρξής μας, τότε μπορεί να βρισκόμασταν πιο κοντά σε αυτό το είδος της ευτυχίας που έρχεται με την αθωότητα.» Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο Λουίς Μπουνιουέλ αντιμετώπιζε τη ζωή, τη μοίρα, το θάνατο και την Τέχνη, οφείλει κανείς να βλέπει και τη φιλμογραφία του σαν ένα μωσαϊκό από μυστήρια και αναπάντητες ερωτήσεις που δεν έχει καμία σημασία να αποκρυπτογραφήσεις, παρά μόνο να ζήσεις. Από την πρώτη σουρεαλιστική του περίοδο στην Ευρώπη, μέχρι την παραγωγική αυτοεξορία του στο Μεξικό, την επιστροφή του στην Ισπανία και από εκεί στο τελευταίο κομμάτι της γαλλικής του περιόδου, οι ταινίες του Λουίς Μπουνιουέλ φέρουν τη σφραγίδα ενός βαθιά αντισυμβατικού δημιουργού που χρησιμοποίησε το σινεμά ακριβώς για να αναδείξει το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης σε όλο του το μεγαλείο. Οι άνθρωποι προκαλούν το Κακό ενώ θέλουν το Καλό, ο απόλυτος αθεϊσμός και η λατρεία του τυπικού των καθολικών τελετών συνυπάρχουν, το όνειρα συνδυάζεται αποτελεσματικά με την πραγματικότητα. Από την άλλη, ενώ στις ταινίες του ευαγγελίζεται τη βία, προτρέπει στη σεξουαλική απόλαυση και ξαφνιάζει με τις πιο σουρεαλιστικές πράξεις, στη ζωή του είναι ήπιος και τρυφερός. «Όταν κλείνω τα μάτια μου είμαι ένας μηδενιστής αναρχικός, μέχρι να τα ξανανοίξω». Οι απαρχές της κοσμοαντίληψής του, όπως παρατηρεί ο Μ. Δημόπουλος, είναι η ψυχανάλυση και ο μαρξισμός. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση του ονείρου στον Μπουνιουέλ είναι η συνάντηση του Φρόυντ με τον Μαρξ, δηλαδή η σύνδεση του ασυνείδητου και σκοτεινού τόπου της ανθρώπινης υπόστασης με την υλική και κοινωνικοπολιτική ανάγκη του ανθρώπου. Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του δέχτηκε αμέτρητες επιθέσεις από την Εκκλησία, της αστυνομία και τις νοικοκυρές που τον κατηγορούσαν ότι εκθείαζε το Κακό και υπονόμευε την ηθική. Ο ίδιος ωστόσο μας έδειχνε απλώς ότι ούτε το Καλό βρίσκεται εκεί όπου μας το παρουσιάζει η κοινωνία, ούτε το Κακό εκεί όπου το καταγγέλλει. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Carlos Fuentes, το ερώτημα που θέτει ο Μπουνιουέλ με μια μελαγχολική αυστηρότητα, είναι: «Εσείς, που θεωρείτε τον φετιχιστή, το νεκρόφιλο, τον εξεγερμένο, τον εραστή, τον ονειροπόλο, ένα παρά φύσιν τέρας, μήπως κρύβετε απλώς τα δικά σας απωθημένα, προσπαθώντας να αρνηθείτε –να εξοντώσετε- το βίωμα του άλλου;». Στην φοιτητική εστία του πανεπιστημίου γνωρίστηκε με τον ζωγράφο Σαλβαδόρ Νταλί καθώς και με τον ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά. Η πρώτη του προσωπική κινηματογραφική απόπειρα εκδηλώθηκε με τον Ανδαλουσιανό σκύλο, το 1929, μία ταινία μικρού μήκους, μόλις 17 λεπτών. Το σενάριο της ταινίας συνυπογράφει μαζί με τον Μπουνιουέλ και ο Νταλί. Αμέσως μπήκε στην ιστορία του κινηματογράφου με τις τολμηρές εικόνες του – το τεμαχισμένο μάτι στην αρχή της ταινίας σοκάρει ακόμα και σήμερα. Το φιλμ ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, κάτι που ικανοποιούσε τους δύο αναρχικούς καλλιτέχνες, ενώ οι σουρεαλιστές το λάτρεψαν και τους αγκάλιασαν με ενθουσιασμό. Ο Μπουνιουέλ ενοχλούνταν όταν ευχαριστούσε το κοινό και ευχαριστιόταν όταν το ενοχλούσε. «Ο σουρεαλισμός βρίσκεται στην υπηρεσία της επανάστασης…» συνήθιζε να λέει. Μερικές φορές, όταν οι ταινίες του γίνονταν αποδεκτές από τον κόσμο, θύμωνε. “Έκανα κάτι λάθος” έλεγε». Η επόμενη ταινία του Μπουνιουέλ ήταν η Χρυσή Εποχή (1930). Η ταινία έχει κοινά στοιχεία με τον «Ανδαλουσιανό Σκύλο» και διακρίνεται από αμιγώς υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά, δίχως να ακολουθεί μία συμβατική, λογική ακολουθία γεγονότων, αν και κεντρικό και σταθερό ρόλο στην υπόθεση διαδραματίζει ο έρωτας ενός ζευγαριού. Όταν προβλήθηκε δημόσια, για πρώτη φορά στο Παρίσι προκαλώντας αρκετές αντιδράσεις, οι οποίες οδήγησαν τελικά στην απαγόρευσή της (πάνω από 30 χρόνια σε πολλές χώρες). Είναι αναμφίβολα η περισσότερο σκανδαλώδης ταινία του. Υπερρεαλιστική, ονειρική και ηθελημένα πορνογραφικά βλάσφημη. Μέσα από μία αλληλουχία εικόνων και σκηνών, οι Μπουνιουέλ και Νταλί εκφράζονται, μεταξύ άλλων, γύρω από την αστική τάξη, το φετιχισμό ή τους θεσμούς της οικογένειας και της εκκλησίας, συχνά με διάθεση παρωδίας και πρόκλησης. “Στα 28 μου ήμουν αναρχικός, και η ανακάλυψη του Sade υπήρξε κάτι το εκπληκτικό. Δεν έχει καθόλου να κάνει με τον ερωτισμό, αλλά με την αθεϊστική φιλοσοφία. Εν ολίγοις, μέχρι εκείνη τη στιγμή μου είχαν κρύψει την ελευθερία, με είχαν τελείως ξεγελάσει ως προς το τι είναι η θρησκεία και, κυρίως, η ηθική. Ήμουν άθεος, είχα χάσει την πίστη μου, αλλά την είχα αντικαταστήσει με την ιδέα της ελευθερίας, με τον αναρχισμό, με το συναίσθημα της φυσικής καλοσύνης του ανθρώπου. Πίστευα ότι κατά βάθος ο άνθρωπος τείνει προς το Καλό αλλά έχει διαστραφεί από την κοινωνική οργάνωση, από το κεφάλαιο. Και ξαφνικά ανακάλυψα ότι όλα αυτά ήταν ένα τίποτα, ότι μπορούσε να υπάρχουν αυτά τα πράγματα και μαζί κάτι άλλο. Όμως τίποτα, απολύτως τίποτα δεν είχε σημασία πέρα από την πλήρη ελευθερία του ανθρώπου να συμπεριφερθεί όπως επιθυμεί. Όπως επίσης ανακάλυψα ότι δεν υπάρχει ούτε Καλό ούτε Κακό». “Πάντα ήμουν με το μέρος αυτών που ψάχνουν την αλήθεια, αλλά τους αφήνω αμέσως μόλις νομίσουν ότι την έχουν βρει. Πολύ συχνά γίνονται είτε φανατικοί, πράγμα που περιφρονώ, είτε ιδεολόγοι: δεν είμαι διανοούμενος, κι ο λόγος τους με κάνει να τρέπομαι σε φυγή –όπως όλοι οι λόγοι. Για μένα, ο καλύτερος ομιλητής είναι αυτός που, ήδη από την πρώτη φράση, βγάζει από τις τσέπες του δύο πιστόλια και πυροβολεί το κοινό» «Είμαι ο πιο πολυσυζητημένος άθεος. Μιας και δεν μπορούν να πουν ότι κοιμάμαι με την Greta Garbo ή ότι διασκεδάζω μαστιγώνοντας καλόγριες, μιλούν συνέχεια για τον αθεϊσμό μου, λες και αποτελεί ένα ζωτικό θέμα για τον κόσμο» Ο Μπουνιουέλ σκηνοθέτησε αρκετές γαλλόφωνες ταινίες στη Γαλλία αμέσως μετά την επιτυχημένη κινηματογραφική παραγωγή του στο Μεξικό. Σε αυτό το διάστημα, δημιούργησε μερικές από τις πιο δημοφιλείς ταινίες του, μεταξύ των οποίων η Ωραία της ημέρας, Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου καθώς και Η Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας. Λιγότερο γνωστές αλλά εξίσου σημαντικές ταινίες της ίδιας περιόδου, είναι ο Γαλαξίας και το Φάντασμα της Ελευθερίας.Αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο το 1977 και στα επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε την αυτοβιογραφία του, στην οποία λέει πως θα μπορούσε να κάψει όλες τις κόπιες των ταινιών του! Πέθανε το 1983 στο Μεξικό από κίρρωση του ήπατος. Είχε πει για τον θάνατο: “Το να πεθάνω και να εξαφανισθώ μου φαίνεται τέλειο· αντίθετα, η πιθανότητα να παραμείνω αιώνιος μου προκαλεί τρόμο”. και “Ειλικρινά, παρά τον τρόμο που μου προκαλεί ο τύπος, θα μου άρεσε μετά το θάνατο μου να σηκώνομαι κάθε δέκα χρόνια από το τάφο μου και να αγοράζω μερικές εφημερίδες”
Εβίτα Γοργορίνη 02/01/2014
Γαλλικός ιμπρεσιονισμός και υπερρεαλισμός: ειδικό αφιέρωμα στον Λ.Μπουνιουέλ - Frapress