Γουέστερν: Ανοιχτοί ορίζοντες και μεγάλοι μύθοι image
Γουέστερν: Ανοιχτοί ορίζοντες και μεγάλοι μύθοι
Μια αναδρομή σε ένα σπουδαίο κινηματογραφικό είδος
της Βαρβάρα Κοντονή

Υποτιμημένο και για πολλούς αδιάφορο, το γούεστερν αποτελεί ένα από τα πιο παραγνωρισμένα κινηματογραφικά είδη, παρά το γεγονός ότι βασίζεται εξολοκλήρου σε μια κυρίαρχη μυθολογία πολύ παλαιότερη ακόμα και από την ίδια την «γέννηση» του σινεμά.
Με το θέαμα προοδευτικά να υπερτερεί του ενυπάρχοντος κοινωνικοπολιτικού σχολιασμού που χαρακτήριζε τα έργα μεγάλων δημιουργών, όπως του Sam Peckinpah και του Anthony Mann – δημιουργών που επαναπροσδιόρισαν των κώδικα του είδους ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 – το γουέστερν καθιερώθηκε στην συνείδηση μιας μεγάλης μερίδας κοινού, ως ένα εγωκεντρικό φιλμικό είδος με επαναλλαμβανόμενες θεματικές και μονοδιάστατους χαρακτήρες που όταν δεν θα έτρεπαν σε φυγή τους «κακούς» Ινδιάνους, θα διεκδικούσαν τον θησαυρό – συχνά και το κορίτσι – σε κλασικές last man standing μονομαχίες.
Γουέστερν εξακολουθούν να γυρίζονται και στις μέρες μας, αν και όχι με την ίδια συχνότητα που απαντώνται στις «χρυσές» δεκαετίες του ’40 και του ’50, με αρκετά από αυτά να συνδυάζουν εύστοχα διαφορετικά κινηματογραφικά είδη, πετυχαίνοντας ενδιαφέροντα αποτελέσματα, όπως το πρόσφατο «Slow West» του John Maclean, το «Bone Tomahawk» του S. Craig Zahler με τις απρόσμενα gore στιγμές του, καθώς και η σπλατερική επιστροφή του Quentin Tarantino με το «Hateful Eight».
Στον αντίποδα της σκηνοθετικής αρτιότητας, της ανανεωτικής προσέγγισης του είδους και αντίστοιχα της διαχρονικής απόλαυσης να παρακολουθείς μια ταραντινίστικη ταινία στην μεγάλη οθόνη, οι άτυχες στιγμές τύπου «Jane Got A Gun» – το οποίο μάλλον δεν φάνηκε να πείθει κανέναν – είναι σίγουρα αναπόφευκτες, δεν μοιάζουν όμως να δικαιολογούν την περιορισμένη ανταπόκριση και προτίμηση του κοινού για το γουέστερν. Για παράδειγμα, ενδιαφέρον είναι ότι το Slow West έκοψε στο εγχώριο αμερικάνικο box office, μόλις $229.094, με τα $53.400.918 του Hateful Eight – $131.645.031 στο παγκόσμιο – να αποδίδονται σαφέστατα στο όνομα του Tarantino. Αποτελεί αυτό από μόνο του μια μικρή ένδειξη αναφορικά με την τύχη των ταινιών γουέστερν σήμερα και τι γίνεται με εκείνες τις σύγχρονες παραγωγές που παρά την περιορισμένη επιρροή του είδους, αναγνωρίζονται ως ατόφια κινηματογραφικά δημιουργήματα; Μήπως τελικά το γουέστερν αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους και πιο παρεξηγημένους μύθους της 7ης Τέχνης;

Go West
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και συνάμα λειτουργικά στοιχεία της western κινηματογραφίας, είναι η προϋπάρχουσα μυθολογία της «νέας αρχής», των ανοιχτών οριζόντων και της εκπλήρωσης του αμερικανικού «Go West» ονείρου, μιας συνειδησιακής κατάκτησης ενός ολόκληρου λαού, που μοιάζει να συνάδει απόλυτα με την προ-ιστορική πραγματικότητα των αυτόχθονων και του μετέπειτα απειλητικού ερχομού της εκβιομηχάνισης, κατά ειρωνικό τρόπο και πάλι εκ Δύσεως.
Σε αντίθεση με άλλα φιλμικά είδη που προοδευτικά βρέθηκαν στο απυρόβλητο είτε επειδή εξέφραζαν μια βαθύτερη κινηματογραφική καλλιτεχνικότητα, είτε επειδή αποτελούσαν δείγματα της φιλμογραφίας κάποιου ευφϋούς και εξέχοντος δημιουργού, το γουέστερν αντιμετωπίστηκε από νωρίς ως υπόθεση ανδρική, ένα είδος διασκέδασης και εξώφθαλμης προπαγάνδας, που ήθελε τους «κακούς» ερυθρόδερμους να καταληστεύουν το βιός των «καλών» λευκών Αμερικανών, σκοτώνοντας, λεηλατώντας και καταπατώντας την, με μόχθο, κερδισμένη τους γη.

Αυτή η ολότελα διαστρεβλωμένη εικόνα περί της, βολικά ξεχασμένης, πραγματικότητας από την μεριά των ηθικών καβαλάρηδων και των σκονισμένων, μοναχικών cowboy, αποτυπωνόταν ιδιαιτέρως γλαφυρά κατά τις πρώτες δεκαετίες των γουέστερν (1920-1930), με τα συμβατικά story, τα απλοϊκά σενάρια και τους σχηματικούς πρωταγωνιστές ενός b είδους, που παρουσίασε τα πρώτα ουσιαστικά σημάδια διαφοροποίησης λίγο πριν το ’40, με το επικό Stagecoach (1939) του John Ford.
To Stagecoach αποτέλεσε τομή στην ιστορία του γουέστερν, ανανεώνοντας το είδος και καταφέρνοντας να το απομακρύνει από την επικρατούσα άποψη ενός «δεύτερου» σινεματικού σύμπαντος.  Οι εντυπωσιακές σκηνές δράσης, οι έξυπνοι διάλογοι, η ανάδειξη των άγριων τοπίων και η επικέντρωση στους χαρακτήρες, ήταν μερικές μόνο από τις καινοτομίες που εισήγαγε ο Ford, δίνοντας νέα πνοή σε έναν κινηματογράφο που τα επόμενα χρόνια έμελλε να γνωρίσει την «χρυσή του εποχή».
Παρά το γεγονός ότι ο John Ford υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες μορφές του παγκόσμιου κινηματογράφου, εντούτοις η απώθηση της ιστορικής μνήμης υπήρξε χαρακτηριστικό γνώρισμα των ταινιών του.  Οι αιμοδιψείς Ινδιάνοι και η αγία Αμερικανική οικογένεια αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι των ιστοριών του, με τον ίδιο να κρατά ξεκάθαρη στάση απέναντι στα κακώς κείμενα των λευκών Ευρωπαίων και την κατάκτηση των εδαφών από τους «άγριους» αυτόχθονες: τα κακώς κείμενα απλώς δεν υφίστανται.
Ακόμα και έτσι, η αντίληψη περί καλού και κακού, ηθικού και ανήθικου, σωστού και λάθους, βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο προσκήνιο του western μύθου, αναγάγοντας έτσι το είδος σε έναν από τους βασικότερους εκπροσώπους μιας κινηματογραφικής συνθήκης, που απαντάται ήδη χρόνια πριν σε άλλες μορφές έκφρασης, όπως η λογοτεχνία, η μουσική και η ζωγραφική.  Σταδιακά το western αρχίζει να απομακρύνεται από την σχηματική απεικόνιση μιας προ-κινηματογραφικής αγριότητας, ταυτίζοντας τις θεματικές του με τα αιώνια διλλήματα του ανθρώπου περί της ίδιας του της θνητότητας και της αναπόφευκτης έλευσης του άγνωστου «αύριο».
Έχει ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνονται κινηματογραφικά οι δυο αυτοί, διαφορετικοί κόσμοι σε ταινίες όπως το αριστουργηματικό The Searchers (1956), εκεί όπου ο John Wayne αποτελεί την επιτομή της ανδρικής δικαιοσύνης, επωμισμένος με την αποστολή να εντοπίσει και να επιστρέψει την, απαχθείσα από τους Ινδιάνους, ανηψιά του στην οικογένειά της.  Στην προκειμένη περίπτωση μπορεί ο διχοτομισμός της ανθρώπινης ύπαρξης να γίνεται και πάλι εμφανής με τον διαχωρισμό αυτόχθονων και Αμερικανών, εντούτοις ο Ford διαβλέπει και ένα δεύτερο, πιο προσωπικό επίπεδο, αυτό του μοναχικού «ήρωα» που ανήκει παντού και πουθενά.  O Wayne σωματοποιεί έτσι την ίδια την μυθολογία των ανοιχτών οριζόντων, ως ένας άνδρας που αφού ολοκληρώσει την αποστολή του, αδυνατεί να επιστρέψει στην οικογενειακή εστία, με τον Ford να σκηνοθετεί εξόχως κινηματογραφικά την ανάγκη του ήρωα για την go west αναζήτηση, κρατώντας τον έξω από την πόρτα του σπιτιού, «καρφωμένο» σε ένα παραλληλόγραμο πλαίσιο με φόντο τον αχανή ορίζοντα.
Απομυθοποίηση τώρα: Anthony Mann και Sam Peckinpah
Η προβληματική του μοναχικού ήρωα, η αέναη αναζήτηση της, πέρα των συνόρων, εικόνας και η αναπαράσταση της δικαιοκρατικής καθημερινότητας ήταν θέματα που απαντώνταν συχνά στις ταινίες της δεκαετίες του ’40 και του ’50, της περιόδου δηλαδή της μεγάλης τους άνθησης, με το γουέστερν να εδραιώνεται πλέον ως ένα από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά είδη.

Παρόλα αυτά, δεν ήταν παρά την δεκαετία του ’60, όταν η δημοφιλία του γουέστερν δοκιμάστηκε, με το είδος να διανύει την «σκοτεινότερη» περίοδό του, αντικατοπτρίζοντας στα έργα του την ταραχώδη κοινωνικοπολιτική περίοδο της εποχής, εκφράζοντας αφενός το ξέσπασμα του πολέμου στο Βιετνάμ και αφετέρου, την οριστική απομάκρυνση της θεματικής, από την ουτοπική, δυτικίζουσα «πέρα από τον ορίζοντα» αναζήτηση ενός άλλου κόσμου.
Οι γενναίοι άνδρες μεταμορφώθηκαν σε σκιές των ένδοξων εαυτών τους, η βία και η δίψα για εκδίκηση παγιώθηκαν ως το νέο περιεχόμενο και οι πάλαι ποτέ νέοι και ρωμαλαίοι έδωσαν την σκυτάλη σε ξεπεσμένους σερίφηδες και σε «good guys turned bad».
Η επανεγγραφή του κώδικα του είδους οδήγησε σε οριστική ρήξη με τις σεναριακές νόρμες του παρελθόντος, αναζωογονώντας το είδος μέσω της δημιουργίας περίπλοκων χαρακτήρων που πλέον κυριαρχούσαν, πασχίζοντας να συμβιβαστούν με μια νέα πραγματικότητα που ήθελε τον κόσμο να έχει προχωρήσει παραπέρα.
Στο πρώιμο Winchester ’73 (1950) του Anthony Mann, μια καραμπίνα Winchester γίνεται το πολυπόθητο απόκτημα για αδίστακτους εγκληματίες, δολοφόνους και πανούργους λαθρέμπορους, ανάμεσά τους και για τον δίκαιο cowboy Lin McAdam (James Stewart), τον νόμιμο νικητή του σπουδαίου επάθλου, έναν άνδρα με αινιγματικό παρελθόν και ανοιχτούς λογαριασμούς.  Δέκα χρόνια μετά ο Mann ξεμπροστιάζει στο Cimarron την απατεώνικη κανονικότητα των καλών λευκών, με τον Glenn Ford στον ρόλο ενός ιδεαλιστή που απαρνείται την ευκαιρία να γίνει κυβερνήτης, όταν συνειδητοποιεί πως αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εξαπατήσει τους Ινδιάνους για να τους κλέψει την γη.
Μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ανανέωσης του είδους, η σημαντικότερη ταινία έρχεται το 1969 δια χειρός Sam Peckinpah.  Μια ομάδα ηλικιωμένων κακοποιών ποντάρουν σε ένα τελευταίο, μεγάλο κόλπο, την στιγμή που η παλιά Άγρια Δύση όπως την γνώριζαν έχει πλέον χαθεί.
Το The Wild Bunch αποτελεί και επίσημα πλέον την «ταφόπλακα» του κλασικού γουέστερν, ερχόμενο σε μια εποχή που ο πόλεμος του Βιετνάμ βρισκόταν στο αποκορύφωμά του.  Με τον εκπολιτισμό της Δύσης να έχει ήδη συντελεστεί και τους παλιούς ήρωες να έχουν μετατραπεί σε τραπεζίτες, το παρακμιακό παρόν έρχεται να κλονίσει τους καταρακωμένους ήρωες, φιγούρες ενός ένδοξου παρελθόντος που δεν υπάρχει πια, προεξοφλώντας ένα τέλος που ήταν από καιρό προδιαγεγραμμένο.
Η διαφοροποίηση του νέου western δεν συντελέστηκε βέβαια μόνο στο αμερικάνικο έδαφος, με τα «spaghetti western» του Sergio Leone να υπακούν στην ίδια λογική της ψυχογραφικής μεταστροφής του πρωταγωνιστή. Ο mucho ήρωας του Clint Eastwood είναι ένα ακόμη σύμβολο της εποχής του, ένα σύμβολο ξεπεσμένων ιδανικών, έγχρωμης βίας και άκρατης ανάγκης για εκδίκηση και θάνατο.

Παρά το γεγονός πως από τις αρχές του ’70 το western άρχισε να φθίνει εκ νέου με το θέαμα να κυριαρχεί, η αναβίωση που παρατηρήθηκε στις αρχές του ’90 με τα βραβευμένα με Oscar, Dances with Wolves (1990) και Unforgiven (1992), επανέφεραν στον κινηματογραφικό χάρτη ένα είδος που εξακολουθεί να εμπνέει σύγχρονα αριστουργήματα, άλλοτε αφιερωμένα εξολοκλήρου στην cowboy-κη μυθολογία (True Grit, 3:10 to Yuma, The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford) και άλλοτε μπολιασμένα με διαφορετικά κινηματογραφικά genres (There Will Be Blood, No Country for Old Men, Django Unchained).
Αντλώντας έμπνευση από την προαιώνια επιθυμία του ανθρώπου για την υπόταξη του περιβάλλοντος χώρου του και την σταδιακή κατάκτηση νέων εδαφών, το είδος του γουέστερν αποτέλεσε έναν από τους «μεγάλους» μύθους της κινηματογραφικής ιστορίας, καίριο στον εκάστοτε κοινωνικοπολιτικό του σχολιασμό και συχνά στοχαστικό πάνω στην ίδια την θνητότητα της ανθρώπινης υπόστασης. Με το βασικό του μοτίβο και τις θεματικές να προσαρμόζονται αναλόγως στις απαιτήσεις και τα δεδομένα της κάθε εποχής, το γουέστερν παραμένει ένα από τα πιο κινηματογραφικά είδη, ικανό να προσφέρει ακόμη μερικές από τις καλύτερες σινεματικές συγκινήσεις.
Πηγή: Γουέστερν: Ανοιχτοί ορίζοντες και μεγάλοι μύθοι | reel.gr