Ο πειραματικός κινηματογράφος (άρθρο της Βάλλυ Κωνσταντοπούλου) image
Ο πειραματικός κινηματογράφος
της Βάλλυ Κωνσταντοπούλου

Ο πειραματικός κινηματογράφος είναι ο απόλυτα προσωπικός κινηματογράφος, και γίνεται με σκοπό το ψάξιμο του ίδιου του μέσου και την ατομική έκφραση των σκηνοθετών και όχι την εμπορική εκμετάλλευση. Κοινό στοιχείο των ταινιών του είδους είναι η μερική ή και η πλήρης έλλειψη της κλασικής αφήγησης. Εκτός από τον όρο πειραματικός, χρησιμοποιήθηκε και ο όρος ατομικός όπως και κινηματογράφος underground, γιατί κάποιες απ’ αυτές τις ταινίες πραγματεύονταν θέματα από τον κόσμο του περιθωρίου. Πολλές έχουν γίνει με μηδαμινά μέσα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται μια κάμερα που τη χειρίζεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο οποίος κάνει και το μοντάζ.
Στην Αμερική εκπρόσωποι του πειραματικού κινηματογράφου είναι οι Μάγια Ντερέν (1917-1961), Σίρλεϊ Κλαρκ (1919-1997), Σταν Μπράκχετζ (1933-2003), Κένεθ Άνγκερ (γενν. 1927), Γιόνας Μέκας (γενν. 1922), Μάικλ Σνόου (γενν. 1928), Άντι Γουόρχολ (1928-1987) και ο ελληνικής καταγωγής Γκρέγκορι Μαρκόπουλος (1928-1992). Την περίοδο του νέου γερμανικού κινηματογράφου, πειραματικό κινηματογράφο ή μετακινηματογράφο έκανε ο Βέρνερ Νέκες (γενν. 1944), ο οποίος έψαχνε τις δομές.
Καθαρά πειραματικό κινηματογράφο, χωρίς κανένα αφηγηματικό στοιχείο, δημιουργούν η Ντερέν, ο Μέκας και ο Μαρκόπουλος. Μια ταινία που πειραματίστηκε στη φόρμα, είναι η ταινία του μοναδικού ντοκιμαντερίστα και ποιητή του κινηματογράφου Κρις Μαρκέρ (1921-2012) Sans soleil, a film essay (1982), η οποία αποτελείται από μία σειρά σκηνών σε πολλαπλό κάδρο, κυρίως σκηνών από την καθημερινή ζωή στην Ιαπωνία, σε σύνθεση με σκηνές από την Αφρική και την Ισλανδία και ένα μέρος του κάδρου που αναλύει την ταινία Vertigo του Χίτσκοκ, μέσα από στατικές φωτογραφίες των χώρων γυρίσματος της ταινίας στο Σαν Φραντσίσκο. Στην ηχητική μπάντα ο Μαρκέρ χρησιμοποιεί μουσική, ηλεκτρονικούς ήχους και τη φωνή μιας γυναίκας που διαβάζει «γράμματα από έναν φωτογράφο», όπως μας ανακοινώνει. Ο Μαρκέρ είπε πως προσπαθούσε να κάνει μια ταινία που αφήνει χώρο να διαλογιστεί ο θεατής, κεντρίζοντάς του τη μνήμη για διάφορα θέματα με διαφορετικές εικόνες.

Ενδιαφέρουσα πειραματική ταινία που έχει απασχολήσει και το κοινό, είναι Το χρονικό της Άννας Μαγδαληνής Μπαχ (1968) του Ζαν Μαρί Στρομπ (γενν. 1933) και της Ντανιέλ Ουιγιέ (1936-2006), όπου παρουσιάζεται η ζωή του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ μέσα απ’ τη συνείδηση της γυναίκας του Άννας Μαγδαληνής. Σ’ αυτή την ταινία γίνεται για πρώτη φορά χρήση της λήψης με play back.

Η ταινία της γεννημένης στη Ρωσία και μεγαλωμένης στην Αμερική Μάγια Ντερέν (1917-1961), Meshes of the afternoon (1943), θεωρήθηκε μία από τις πιο διάσημες ταινίες στην ιστορία του πειραματικού κινηματογράφου. Έχει ονομαστεί ταινία-ποίημα, ταινία-όνειρο ή και ταινία σε τρανς. Μια γυναίκα μπαίνει σ’ ένα διαμέρισμα, κάθεται σε μια πολυθρόνα και την παίρνει ο ύπνος. Αυτό που ακολουθεί είναι οι εφιάλτες της, τους οποίους βλέπουμε σε slow motion γύρω από την ίδια, γυρισμένους από ανορθόδοξες γωνίες λήψης. Στο φινάλε οι εφιάλτες γίνονται πραγματικότητα. Η αισθητική της Ντερέν συνδέει την πρώτη γαλλική avant garde με τη σύγχρονη άρθρωση.Η Μάγια Ντερέν με αυτή την ταινία συλλαμβάνει την αλήθεια πως ό,τι προβάλουμε με τη σκέψη μας, τελικά το βιώνουμε στη ζωή μας. Εάν προβάλουμε τους φόβους μας, αυτοί είναι που θα βιώσουμε και στην πραγματικότητα.

Ο Μάικλ Σνόου (γενν. 1928) με την ταινία του Wavelength (Μήκος κύματος, 1967), με σταθερή την κάμερά του για σαράντα λεπτά σ’ έναν εσωτερικό χώρο τελικά εστιάζει σε έναν πίνακα και καταλήγει σε κοντινό των κυμάτων της θάλασσας που απεικονίζει. Το ενδιαφέρον πειραματικό στοιχείο είναι η ανάπτυξη off που υπάρχει καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Ακούμε αποσπάσματα από διαλόγους ανθρώπων που στέκονται εκεί κοντά και μετά φεύγουν, για να έρθουν αργότερα κάποιοι άλλοι. Είναι ο καθαρός πειραματισμός της ανάπτυξης off στην εικόνα και στον ήχο. Ο θεατής έχει «ταξιδέψει» μέσα από την ρυθμική και αργή κίνηση προς το «κύμα».

Ο Σταν Μπράκχετζ (1933-2003) χρησιμοποίησε πολλές τεχνικές και πειραματίστηκε με διαφορετικά φορμά. Ένας πειραματισμός του υπήρξε η δημιουργία φιλμ από λήψεις με την οικογένειά του και τους φίλους του, παράγοντας έξυπνες ταινίες-ημερολόγια. Στην ταινία Σκηνές από την παιδική ηλικία (1967) χρησιμοποιεί την υπερέκθεση και άλλες τεχνικές, δίνοντας την εικόνα του κόσμου μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.

Ο Γκρέγκορι Μαρκόπουλος (1928-1992) γύρισε μεταξύ άλλων το Galaxy (1966) και το Ιλιακό πάθος (1964-66), που ο ίδιος περιγράφει ως την ταινία που «εμπεριέχει το σύνολο των ανθρώπινων λαθών».

Ο Άντι Γουόρχολ (1928-1987), γνωστός ανατρεπτικός εικαστικός καλλιτέχνης της δεκαετίας του ’60 στη Νέα Υόρκη, γύρισε, το 1962, το Sleep όπου απλά κινηματογράφησε έναν άντρα να κοιμάται για έξι ώρες και το 1962, το Empire που είναι μονοπλάνο του Empire State Building.

Ο Πολ Μόρισεϊ (γενν. 1938) δημιουργεί κινηματογράφο με ερασιτέχνες ηθοποιούς, προβάλλοντας ακραία τολμηρά θέματα, με τον πιο φυσικό τρόπο, στις ταινίες Flesh (Σάρκα, 1968) και Σκουπίδια (1970).

Στην Ευρώπη ο πειραματικός κινηματογράφος εκπροσωπήθηκε από τους Γάλλους Ζαν-Μαρί Στρομπ (γενν. 1933) με την σύζυγό του Ντανιέλ Ουιγιέ (1936-2006), που γύρισαν ταινίες στη Γερμανία, όπως την ταινία που προαναφέραμε, την Βελγίδα Σαντάλ Άκερμαν (1950-2015), τους Άγγλους συνεργάτες Λόρα Μάλβεϊ (γενν. 1941) και Πίτερ Γουόλεν (γενν. 1938), την αγγλίδα Σάλι Πότερ (γενν. 1949), που προσχώρησε αργότερα στο Χολιγουντιανό mainstream και την αυστριακή Βάλι Έξπορτ (γενν. 1940). Τη δεκαετία του ’80, πειραματικές ταινίες γύρισαν οι Αμερικανίδες Υβόν Ράϊνερ (γενν. 1934) και Λίζι Μπόρντεν (1958) και ο Χιλιανός εξόριστος στην Αμερική Ραούλ Ρουίζ (1941-2011).

Η Άμπιγκεϊλ Τσάιλντ είναι η σύγχρονη Αμερικανίδα σκηνοθέτις-ποιήτρια, παραγωγός, φωτογράφος και μοντέζ του πειραματικού κινηματογράφου που από τη δεκαετία του ’70 αναδεικνύει με το έργο της τους δεσμούς ανάμεσα στη μνήμη, στη θηλυκότητα και την οικογένεια. Η ίδια μιλώντας για το έργο της αναφέρει: «…Ως γυναίκα προσπαθώ να ακυρώσω κάποιες από αυτές τις “διαπαιδαγωγήσεις”, να συμβάλω στη δημιουργία ενός πιο ελεύθερου και πιο υπεύθυνου κόσμου. Πώς γίνεται αυτό; Εδώ παρεμβαίνει το μοντάζ με την καθαρότητα και τη συνθετότητά του. Το μοντάζ προσφέρει έναν τρόπο να ανατρέψουμε τα αναμενόμενα, να διαστρεβλώσουμε ή να αναδιοργανώσουμε τη μνήμη και τη γνώση, να ξαναφτιάξουμε και να δημιουργήσουμε νέες ιδέες και αντιλήψεις. Η κατάρρευση, η παύση, η μουσική, η αποτυχία, η διάρρηξη της συνέχειας, η παραμόρφωση της εικόνας, είναι όλοι τρόποι για να επιτρέψουμε στο κοινό να ακούσει και να δει “αλλιώς” τα πράγματα. Πιστεύω αμετακίνητα στην “πολιτική της ποιητικής φόρμας”.»

Στην Ελλάδα, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες, ο πειραματικός κινηματογράφος εκπροσωπήθηκε από τον Σταύρο Τορνέ (Μπαλαμός (1982), Καρκαλού (1984), Ένας ερωδιός για τη Γερμανία (1988) συνέχισε με τον Κώστα Σφήκα (Θηραϊκός όρθρος (1968) και τη νεότερη Αντουανέτα Αγγελίδη (Τόπος (1985), Ώρες ( 1996). Επίσης ταινίες όπως τα Ημερολόγια Αμνησίας (2012), της Στέλλας Θεοδωράκη και Το χρήμα, μια μυθολογία του σκότους (1998), του Βασίλη Μαζωμένου, συγκαταλέγονται στον πειραματικό κινηματογράφο.

Το μικρό μήκος που σημαίνει και μικρό προϋπολογισμό, πάντοτε προσφερόταν για πειραματικό κινηματογράφο. Η εξέλιξη του μέσου με τον ψηφιακό κινηματογράφο προσφέρει ακόμη μεγαλύτερες ευκαιρίες για πειραματικές ταινίες.

Πηγή: Ο πειραματικός κινηματογράφος / film aesthetics 51 | vally's diary 


Μάγια Ντερέν Σταν Μπράκχετζ


Κρις Μαρκέρ


Άντι Γουόρχολ Γιόνας Μέκας   Πολ Μόρισεϊ Σαντάλ Άκερμαν Άμπιγκεϊλ Τσάιλντ




Μάικλ Σνόου Γκρέγκορι Μαρκόπουλος