Γερμανικός Εξπρεσιονισμός Εισαγωγή
Ο όρος «Εξπρεσιονισμός» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Χέρβαλντ Βάλντεν στο πολεμικό περιοδικό του Der Sturm το 1912. Σήμερα ο όρος «Γερμανικός Εξπρεσιονισμός» αναφέρεται στο σύνολο τον καλλιτεχνικών κινημάτων, στην μουσική, την αρχιτεκτονική, τις εικαστικές τέχνες, το θέατρο και αργότερα και τον κινηματογράφο που εμφανίζονται στις αρχές του 20ου αιώνα στην Γερμανία. Η ετερογένεια των καλλιτεχνικών μέσων του, οι ποικίλες πνευματικές πηγές και η κοινωνικοπολιτική του ατζέντα, καθιστούν δύσκολο τον προσδιορισμό του. Το κίνημα αναδύεται σε μια χώρα που βρίσκεται σε ερείπια. Τα χρόνια που ακολούθησαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανική οικονομία χαρακτηρίζεται από αστάθεια. Η χώρα κηρύττει πτώχευση το ’22, αλλά ανακάμπτει με Αμερικανικά δάνεια μέχρι το κραχ του ’29, οπότε υφίσταται ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα. Μετά την εκλογή του Εθνικο-Σοσιαλιστικού Εργατικού κόμματος το 1932 η κυβέρνηση του Χίτλερ απαγόρευσε, όλα τα καλλιτεχνικά ρεύματα που θεωρούσε ότι δεν εξυπηρετούσαν το σκοπό της χαρακτηρίζονταν έκφυλά. Σε αυτήν την κατηγορία, έκφυλης τέχνης συμπεριλήφθηκε και ο Εξπρεσιονισμός. Με κάποια χρονική καθυστέρηση ο εξπρεσιονισμός εμφανίζεται και στον κινηματογράφο. Ο Γερμανικός εξπρεσιονισμός στον κινηματογράφο ήταν ένα καλλιτεχνικό κίνημα της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, που εστίαζε στην έκφραση των σκέψεων και των συναισθημάτων μέσα από την χρήση των στιλιστικών στοιχείων. Αυτό το κινηματογραφικό κίνημα, έχοντας γεννηθεί μέσα από την απελπισία και την καταστροφή που έφερε η Γερμανική ήττα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν μια εκφραστική μορφή που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τη νοοτροπία ενός έθνους χτυπημένου από την φτώχεια και την οργή. Οι ταινίες του Γερμανικού εξπρεσιονισμού είναι ως εκ τούτου αξιοσημείωτες για σκοτεινά θέματα παραφροσύνης, φρίκης και θανάτου. Χρησιμοποιεί τις αρχές του ρεαλισμού και την ακραία παραμόρφωση ως μέσο για την μετάδοση της εσωτερική συναισθηματικής πραγματικότητας. Παλαιότερες τεχνικές απεικόνισης και η συμβατική φωτογραφική αναπαράσταση της πραγματικότητας απορρίπτονται καθώς τα μηνύματα μεταφέρονται με μια έντονη συμβολική παραμόρφωση του πραγματικού κόσμου. Η ιστορία λαμβάνει χώρα σε μια κατασκευασμένη πραγματικότητα στην οποία οι χαρακτήρες ζουν σε έναν παραμορφωμένο κόσμο. Έτσι, αφαιρώντας τις ρεαλιστικές λεπτομέρειες, αναδεικνύεται η ουσία του θέματος. Χαρακτηριστικές ταινίες σε αυτό το πνεύμα είναι: 1) Το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι του Ρόμπερτ Βίνε και το 2) Νοσφεράτου του F.M Μούρναου. Η Αρχιτεκτονική Τα στοιχεία που κάνουν αναγνωρίσιμη την γλώσσα του εξπρεσιονισμού είναι όπως φαίνεται στην (Εικόνα 2.1) και στην (Εικόνα 2.2), το Εργαστήριο του Δρ Καλιγκάρι τοποθετείται στην παράξενη πόλη της Hostenwall, που μοιάζει να είναι βγαλμένη από εφιάλτη, όπου τα κτίρια έχουν μυτερές στέγες και παράθυρα και στραβές πόρτες. Στο Nosferatu (Εικόνα 2.3), παρά το γεγονός ότι γυρίστηκε σε υπαρκτή πόλη, διαθέτει κτίρια με διαφορετικό μεταξύ τους ύψος και περίεργα σχέδια, όπως δυσανάλογα παράθυρα. Η έλλειψη συμμετρίας στην αρχιτεκτονική δημιουργεί υποσυνείδητα συναισθήματα ανασφάλειας στον θεατή. Μυτερά, ακανόνιστα και γωνιώδη σχήματα στο σύνολο αναστατώνουν την αίσθηση της ισορροπίας και προκαλούν την αίσθηση του φόβου. Η επιστολή από τον Κόμη Orlok (Σχήμα 2.4) έρχεται με μια αινιγματική γραφή που αντιπροσωπεύει το κακό, δημιουργώντας αμηχανία στο κοινό παρουσιάζοντας παραμορφωμένες λέξεις σε ένα ακατανόητο κείμενο. Ο Φωτισμός Η φωτοσκίαση Chiaroscuro (δηλ. έντονες αντιθέσεις) χρησιμοποιείται για τη δημιουργία δραματικής αντίθεσης ανάμεσα στο φως και τη σκιά που υποδηλώνουν την παρουσία των σκοτεινών πτυχών της ανθρώπινης ύπαρξης και της φύσης. Η χρήση χαμηλού φωτισμού έχει ως στόχο την κατασκευή μιας σκοτεινής ιστορίας. Οι επιμήκεις σκιές που εμφανίζονται ως το σκοτάδι που περιβάλλει και κατατρύχει τους χαρακτήρες προκαλούν φόβο στο ακροατήριο, εντάσσοντας την πλειονότητα των ταινιών του Γερμανικού εξπρεσιονισμού στην κατηγορία των ταινιών τρόμου/θρίλερ. Επίσης, οι δραματικές σκιές είναι ένα στοιχείο της ιστορίας που στοχεύει στην προσθήκη μιας δυσοίωνης αίσθησης. Διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, όπου παίζουν τον ρόλο του αφηγητή, αντικατοπτρίζοντας τις ενέργειες των χαρακτήρων. Η χρήση της σκιάς για την αποκάλυψη των προθέσεων του χαρακτήρα παίζει με την αγωνία και την ψυχολογία του κοινού. Αυτό με τη σειρά του ανεβάζει την ανατριχιαστική διάθεση και προϊδεάζει τον θεατή σχετικά με τις σκοτεινές προθέσεις των ανταγωνιστών. Από την άλλη πλευρά, το gothic μακιγιάζ και τα ρούχα μαζί με τις υπερβολικές κινήσεις των ηθοποιών είναι επίσης εκφράσεις της διαστρεβλωμένης πραγματικότητας, στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, που υπονοεί περαιτέρω ψυχολογικά “άρρωστες” καταστάσεις. Οι Χαρακτήρες Ο Cesare (Σχήμα 2.11), ο υπνοβάτης είναι ψηλός, λεπτός, με γωνιώδες πρόσωπο και τρομακτικά διευρυμένα μάτια θα τον δούμε να κινείται με κάπως σπασμωδικό τρόπο. Ο κόμης Orlok (Σχήμα 2.12) διαθέτει μια αφύσικα μακρόστενη φιγούρα με αποσκελετωμένα δάχτυλα σαν νύχια αρπακτικού, μακριά αυτιά, καμπούρα και κοντό λαιμό. Οι κινήσεις του είναι αργές και ρομποτικές. Κάθε φαινομενικά αφύσικη κίνηση είναι στην πραγματικότητα προσεκτικά χορογραφημένη και έχει στόχο να δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο σχήμα στο πλαίσιο ή να ρίξει μια συγκεκριμένη σκιά. Η ενσωμάτωση αυτών των στοιχείων σε συνδυασμό με τα σκηνικά δημιουργεί την αίσθηση της ζωγραφικής σύνθεσης. Επίσης, οι εκφράσεις και οι κινήσεις των χαρακτήρων δένουν αρμονικά με το φόντο μετατρέποντας τις ταινίες σε έργα εικαστικών τεχνών. Η χορευτική στάση του Cesare (Εικόνα 2.13) είναι κατά βάθος εικαστική καθώς το σώμα του παραπέμπει σε κεκλιμένο κορμό δέντρου, και τα χέρια του θυμίζουν κλαδιά. Είναι φανερό πως οι χαρακτήρες κινούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνονται μέρος των σκηνικών (Σχήμα 2.15 και Σχήμα 2.16). Οι παύσεις και οι σπασμωδικές κινήσεις των ηθοποιών τους επιτρέπουν να ευθυγραμμίζονται με τις γραμμές και τα σχήματα του φόντου δημιουργώντας έτσι εντυπωσιακές συνθέσεις και την χαρακτηριστική μυστηριώδη ατμόσφαιρα. Παθιασμένοι Αντιήρωες Οι Εξπρεσιονιστικές ταινίες χρησιμοποιούν συχνά επίπεδο φωτισμό τονίζοντας τη σύνδεση μεταξύ του χαρακτήρα και της διακόσμησης. Όπως υπονοούν η αντίθεση και η ανισορροπία στα οπτικά στοιχεία, οι χαρακτήρες είναι παγιδευμένοι και κυβερνώνται από την τρέλα τους. Στο “Εργαστήριο του Δρ Καλιγκάρι” παρουσιάζεται μια αντί-ηρωική προσέγγιση στην οποία o αρχικός πρωταγωνιστής αποκαλύπτεται στο τέλος πως είναι ένας τρελός. Έτσι η ιστορία του Φράνσις γίνεται η ιστορία ενός τρελού, κατασκευασμένη στη σφαίρα της διεστραμμένης φαντασίας του. Στο Nosferatu, το βασικό στοιχείο παραφροσύνης είναι ο Κόμης Orlok, το αήττητο βαμπίρ ή Nosferatu με την δίψα του για αίμα, που αποτελεί ασταμάτητη απειλή. Η ανεξέλεγκτη επιθυμία του για το αίμα και την ομορφιά της Ellen τον οδηγεί να ταξιδέψει με το φέρετρο του γεμάτο χώμα από την Τρανσυλβανία έως Wisborg στην Αγγλία, μετατρέποντας τους κατοίκους της πόλης σε πιθανά θύματα του. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας ( ο Hutter), ωστόσο, είναι αδύναμος και ανήμπορος να αντιμετωπίσει το κακό. Ήταν τελικά η Ellen, που παρά τους φόβους της βρίσκει τελικά το θάρρος της να σκοτώσει τον βρικόλακα, πλοκή που έρχεται σε αντίθεση με τα σεξιστικά στερεότυπα της εποχής. Νεότερος και Σύγχρονος Κινηματογράφος Τα θέματα και το οπτικό στυλ του Γερμανικού εξπρεσιονισμού χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ευρέως στις ιστορίες τρόμου και φαντασίας, θρίλερ, εγκλήματος, σε μελοδράματα, κοινωνικά δράματα και ιστορικά έπη για να δημιουργηθεί ζοφερό κλίμα. Οι ταινίες του φιλμ νουάρ, που επικεντρώνονται στον διεφθαρμένο υπόκοσμο του εγκλήματος, τέθηκαν πρώτες υπό την άμεση επιρροή του Γερμανικού εξπρεσιονισμού. Όταν οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία στις αρχές 1933, το ρεύμα του Εξπρεσιονισμού απαγορευτικέ ως έκφυλο και η γερμανική βιομηχανία ταινιών επικεντρώθηκε στην παραγωγή προπαγανδιστικών ντοκιμαντέρ για τον Χίτλερ. Εξπρεσιονιστές σκηνοθέτες (Ερνστ Λιούμπιτς, Φριτς Λανγκ, Φ.Β. Μούρναου), ηθοποιοί (Βάιντ, Γιάνινγκς) και τεχνικοί κατέφυγαν στο Χόλυγουντ για να αναβιώσουν την καριέρα τους. Η εμπειρία τους στο Γερμανικό εξπρεσιονισμό είχε εμφανή επίδραση στα στιλιστικά στοιχεία των αμερικανικών ταινιών, στην παραγωγή των οποίων συμμετείχαν. Το Φιλμ Νουάρ (Film Noir) στη συνέχεια έγινε το πρώτο είδος άμεσα επηρεασμένο από το Γερμανικό εξπρεσιονισμό. Το κλασικό φιλμ νουάρ αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου, εκμεταλλευόμενο την μεταπολεμική ατμόσφαιρα του άγχους, της απαισιοδοξίας και της καχυποψίας (ψυχρός πόλεμος). Βλέπουμε εδώ μια παρόμοια τάση: Εξπρεσιονισμός μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Φιλμ Νουάρ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν ένα ύφος των ασπρόμαυρων Αμερικανικών ταινιών, που πρωτοαναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1940, έγινε το κυρίαρχο ύφος στην μεταπολεμική εποχή, και παρέμεινε ως κλασικό της "Χρυσής Εποχής" μέχρι το 1960 περίπου, κατά την οποία χαρακτηριστικότερη υπήρξε η τελευταία ταινία του κλασικού φιλμ νουάρ, το Touch of Evil (1958) του Όρσον Γουέλς. Για να είμαστε ακριβείς, το φιλμ νουάρ δεν είναι είδος αλλά η αίσθηση, η οπτική γωνία ή ο τόνος της ταινίας. Γενικότερα, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ταινιών του Γερμανικού εξπρεσιονισμού χρησιμοποιήθηκαν στις επόμενες δεκαετίες για την παραγωγή ταινιών τρόμου ή αστυνομικών θρίλερ. Πολλοί σκηνοθέτες του νεότερου και του σύγχρονου κινηματογράφου είναι φανερά επηρεασμένοι από τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό, όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ (The Lodger, I Confess, The Wrong Man, Psycho), o Ρίντλεϊ Σκότ (Bladerunner) αλλά και ο γνωστός σε όλους ο Τιμ Μπάρτον (Beetlejuice, Batman Returns, Nightmare Before Christmas, Edward Scissorhands). Σε όλους αυτούς τουw σκηνοθέτες βλέπουμε να επαναλαμβάνονται τα στοιχεία που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η ασύμμετρη αρχιτεκτονική, ο φωτισμός, οι παραμορφωμένοι χαρακτήρες, οι παθιασμένοι αντιήρωες.
german-expressionism.pdf (wordpress.com)