Ο ηθοποιός στον κινηματογράφο

Στον κινηματογράφο, ο ηθοποιός αποτελεί το κεντρικό εκφραστικό μέσο του σκηνοθέτη. Η ενσάρκωση ενός ρόλου έχει επιτυχία κατ’ αρχήν όταν το ίδιο το physique (φιζίκ), δηλαδή η εξωτερική εμφάνιση του ηθοποιού και η αίσθηση που αποπνέει πριν καν μιλήσει, εκπέμπει το χαρακτήρα που ενσαρκώνει.

Οι ακραίες κινήσεις και εκφράσεις στην υποκριτική του βωβού κινηματογράφου και το θεατράλ (θεατρικό) παίξιμο του εξπρεσσιονισμού μετατράπηκαν σε ό,τι πιο φυσικό υπάρχει, στο νατουραλιστικό παίξιμο. Μετά τη σχολή και το σύστημα του Κονσταντίν Στανισλάφσκι (1863-1968), που υπηρέτησε ουσιαστικά την τέχνη της υποκριτικής το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ήρθε η σχολή Actors’ Studio, που ίδρυσε ο Λι Στράσμπεργκ (1901-1982) με τον Ελία Καζάν (1909-2003), στη Νέα Υόρκη, να εξελίξει το σύστημά του και να ιδρύσει ένα νέο τρόπο της υποκριτικής τέχνης, τη λεγόμενη «μέθοδο».

Εκεί γίνεται σε βάθος μελέτη του χαρακτήρα, επιστημονική προσέγγιση του ρόλου και παρατήρηση πραγματικών ανθρώπων που αντιστοιχούν στον εκάστοτε ρόλο. Με αυτό το σύστημα και όχι μόνο, δουλεύει και η σχολή Royal Academy of Dramatic Art (RADA) στο Λονδίνο.
Η Μέριλ Στριπ, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο, ο Ντάστιν Χόφμαν, ο Αλ Πατσίνο και άλλοι ηθοποιοί που εκπαιδεύτηκαν στο Actors’ Studio, αποτέλεσαν τα φωτεινά παραδείγματα των σημερινών νέων ηθοποιών. Έχουμε δει την ευφυή ηθοποιό Μέριλ Στριπ να αλλάζει εντελώς ύφος και να γίνεται μια αιθέρια ύπαρξη στο Σπίτι των πνευμάτων (1993) του Μπιλ Όγκαστ (γενν. 1948), να αλλάζει προφορά και εθνικότητα στην Εκλογή της Σόφι (1982), του Άλαν Πάκουλα (1928-1998) ή στην ταινία Πέρα από την Αφρική (Out of Africa) (1985), του Σίντνεϊ  Πόλλακ (γενν. 1934) με τον επίσης εξαιρετικό ηθοποιό Ρόμπερτ Ρέντφορντ.

Παράδειγμα σύγχρονου ευρωπαίου ηθοποιού αποτελεί ο βρετανός Σερ Μπεν Κίνγκσλεϊ, αγγλικής και ινδικής καταγωγής, στον οποίο έχει απονεμηθεί ο τίτλος του σερ από τη Βασίλισσα της Αγγλίας. Αφήνει εποχή με την ερμηνεία του μεγάλου ηγέτη Μαχάτμα Γκάντι στην ταινία Γκάντι (1982) του βρετανού  Ρίτσαρντ Ατένμπορο (γενν. 1923). Δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας στο Σπίτι από άμμο και ομίχλη (2003) του Βαντίμ Πέρελμαν (γενν. 1962). Μετατρέπεται σε εγωιστή μεσήλικα καθηγητή Πανεπιστημίου στην Ελεγεία (2008) της Ιζαμπέλ Κοϊξέτ (γενν. 1960), με την επίσης εξαιρετική ισπανίδα Πενέλοπε Κρουθ.

Ο βρετανός Ντέιβιντ Τιούλις δίνει επίσης ρεσιτάλ ερμηνείας ενσαρκώνοντας έναν άγγλο κόγκνεϊ στην αριστουργηματική ταινία Γυμνός  (1993) του Μάικ Λι (γενν. 1943).
Στο θέατρο, ο ηθοποιός ορίζει το έργο. Όταν τελειώσουν οι πρόβες και φύγει το έργο από τα χέρια του σκηνοθέτη, αφήνεται απόλυτα στον ηθοποιό που έχει τον αποκλειστικό έλεγχο. Ο κινηματογράφος κατασκευαστικά ανήκει στους σκηνοθέτες.
Η υποκριτική στην κωμωδία έχει τους δικούς της κανόνες. Από τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Μπάστερ Κίτον, στον Τζέρι Λιούις, τον Λουί ντε Φινές, τους Μόντι Πάιθονς, τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, τον Ρόουαν Άτκινσον, η γκάμα της υποκριτικής είναι τόσο μεγάλη που για άλλη μια φορά η φαντασία δημιουργεί νέους κινηματογραφικούς κόσμους, προσπαθώντας να σαρκάσει, να σχολιάσει, να μας διασκεδάσει, ξυπνώντας το πνεύμα μας.
Συνήθως ταλαντούχοι ηθοποιοί δημιουργούν έναν κεντρικό ήρωα, τον οποίον υποδύονται, σκηνοθετώντας οι ίδιοι τις ταινίες τους. Στις εξαιρετικές κωμωδίες του, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ζακ Τατί χρησιμοποιεί τον εαυτό του και τους ηθοποιούς σαν μαριονέτες με αποτέλεσμα το σαρκαστικό σχολιασμό των ανθρώπων της σύγχρονης κοινωνίας.

Η υποκριτική του Άντονι Χόπκινς και της Έμα Τόμσον στην ταινία Τ’απομεινάρια μιας μέρας (The remains of the day) (1993) του Τζέιμς Άιβορι (γενν. 1928), αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εσωτερικού παιξίματος, όπου οι ηθοποιοί με μεγάλη οικονομία κινήσεων και εσωτερική φόρτιση περνούν στο θεατή τα βαθύτερα συναισθήματα των χαρακτήρων που ενσαρκώνουν.

Το ίδιο εσωτερικό παίξιμο συναντάμε στην ταινία Το τέλος μιας σχέσης (The end of the affair) (1999), του Νιλ Τζόρνταν, (γενν. 1950), από την Τζουλιάν Μουρ, τον Ρέιφ Φάινς και τον Στίβεν Ρία.

Αλλά όπως σε κάθε τέχνη έτσι και στην κινηματογραφική υποκριτική δεν υπάρχει κάτι στεγανό. Ο Τζων Κασσαβέτης (1929-1989) κλεινόταν για ολόκληρες εβδομάδες με τους ηθοποιούς του κι έκανε συνεχείς πρόβες-αυτοσχεδιασμούς μέχρι να φτάσει στην αλήθεια αυτού που ήθελε να πει. Η γυναίκα του, η ηθοποιός Τζίνα Ρόουλαντς, είναι μοναδική στην ταινία Γκλόρια (1980) και στο Ημερολόγιο (The Notebook) (2004), του γιού τους Νικ Κασσαβέτη (γενν. 1958).
Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε πάντοτε για τον κινηματογράφο, είναι ότι ένα κοντινό πλάνο μεγεθύνει ένα πρόσωπο 170 φορές. Είναι φυσικό να δημιουργούνται σταρ, ο θεατής να ταυτίζεται με το πρόσωπο του ήρωα, να συμπάσχει. Η επιτυχημένη επιλογή του ηθοποιού για κάθε ρόλο, συμπεριλαμβανομένου και του δεύτερου και του τρίτου, γίνεται σύμφωνα με αυτό που εκπέμπει ο άνθρωπος-ηθοποιός. Οι ηθοποιοί που έχουν πλάσει ξακουστούς ρόλους είναι εκείνοι που διαθέτουν οι ίδιοι έντονη προσωπικότητα, φωτογένεια και μαγνητίζουν το φακό δίχως να κάνουν κάτι ιδιαίτερο.
Το παράδοξο του ηθοποιού του Ντενίς Ντιντερό έχει κατά κάποιο τρόπο καταργηθεί από το οπτικοακουστικό μέσο. Εκτός από το πλάσιμο του ρόλου, το να μπαίνει δηλαδή ο ηθοποιός μέσα στο χαρακτήρα ενός άλλου ανθρώπου, είναι απαραίτητο να κρατάει συγχρόνως την ιδιαιτερότητα της δικής του προσωπικότητας. Αυτό είναι άλλωστε που μας γοητεύει όταν βλέπουμε τον Μάρλον Μπράντο, τον Κίνγκσλεϊ, τον ντε Νίρο ή τον Μάικλ Κέιν, που μας παρακινεί να βλέπουμε την Ρενέ Ζελβέγκερ, ή την Τζόντι Φόστερ.




Ο Μπέργκμαν στην Περσόνα (1966), καθοδηγεί την Λιβ Ούλμαν να παίξει σε ένακοντινό πλάνο με ένα μικρό σημείο του προσώπου της, που βρίσκεται αριστεράτης μύτης της κι εκείνη παίζει με εκείνο ακριβώς το σημείο. Η εσωτερικότητα στην κινηματογραφική υποκριτική στο απόγειό της.