Ο Λουίς Μπουνιουέλ (Luis Buñuel Portolés, 22 Φεβρουαρίου 1900 – 29 Ιουλίου 1983) ήταν ένας από τους μείζονες σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Συνδέθηκε με το κίνημα του υπερρεαλισμού, ενώ κατόρθωσε με το έργο του να διαμορφώσει ένα προσωπικό κινηματογραφικό ύφος. Πολλές από τις ταινίες του θεωρούνται σήμερα κλασικές. Εκτός από τον " κινηματογραφικό αναρχισμό", ο Μπουνιουέλ είχε επίσης Αναρχικές πεποιθήσεις και στα πολιτικά θέματα, κάτι που μπορεί να αντιληφθεί κάποιος κάλλιστα και από το σύνολο της φιλμογραφίας του.
Ο Μπουνιουέλ γεννήθηκε στην Καλάντα (Calanda) της Ισπανίας, κοντά στην επαρχία της Αραγώνας, το 1900, αν και τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην πόλη της Σαραγόσα. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας και ανατράφηκε ιδιαίτερα αυστηρά. Είχε την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο σε ηλικία οκτώ ετών. Την περίοδο 1917-1924 σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης όπου αρχικά –και κατόπιν προτροπής του πατέρα του– στόχευε στην απόκτηση ενός διπλώματος αγρονόμου μηχανικού. Στην πορεία άλλαξε προσανατολισμό και στράφηκε στη μηχανολογία της βιομηχανίας, ενώ για ένα χρόνο εργάστηκε και στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Μαδρίτης και ειδικότερα στον τομέα της εντομολογίας, όπου ο Μπουνιουέλ είχε μεγάλη κλίση. Η τελευταία του στροφή σημειώθηκε με την απόκτηση διπλώματος φιλοσοφίας με ειδικότητα στην ιστορία. Στη φοιτητική εστία του πανεπιστημίου γνωρίστηκε –μεταξύ άλλων Ισπανών καλλιτεχνών– και με τον ζωγράφο Σαλβαδόρ Νταλί καθώς και με τον ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά.
Μετά τις σπουδές του ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη στο Παρίσι αν και οι γνώσεις του γύρω από τη σκηνοθεσία και τις τεχνικές του κινηματογράφου ήταν ελάχιστες. Η πρώτη του προσωπική κινηματογραφική απόπειρα εκδηλώθηκε με τον Ανδαλουσιανό σκύλο, το 1929, μία ταινία μικρού μήκους, μόλις 17 λεπτών, αμιγώς υπερρεαλιστική. Το σενάριο της ταινίας συνυπογράφει μαζί με τον Μπουνιουέλ και ο Νταλί. Η επόμενη ταινία του Μπουνιουέλ ήταν η Χρυσή Εποχή (1930).
Η περίοδος στην Αμερική
Μετά τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και την περίοδο 1939-1945 ο Μπουνιουέλ βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για ένα διάστημα εργάστηκε στο κινηματογραφικό αρχείο του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη και αργότερα μετακόμισε στο Χόλυγουντ όπου συμμετείχε στην παραγωγή ταινιών, μεταφορών γνωστών εμπορικών επιτυχιών στα ισπανικά. Μεταξύ άλλων μικρής αξίας ταινιών, συμμετείχε στη δημιουργία κινηματογραφικών έργων με θέμα τον Ισπανικό Εμφύλιο. Είναι γεγονός πως στο Χόλυγουντ ο Μπουνιουέλ δεν κατάφερε να οικοδομήσει μία σημαντική καριέρα.
Η περίοδος στο Μεξικό
Την περίοδο 1946-1960, ο Μπουνιουέλ εργάστηκε ως σκηνοθέτης στο Μεξικό. Αρχικά παρακινήθηκε να γυρίσει μία ταινία εκεί από τον παραγωγό Όσκαρ Ντάσινγκερς, υπό τον τίτλο Γκραν Καζινό. Ακολούθησαν άλλες 20 ταινίες, οι οποίες γυρίστηκαν ως επί το πλείστον με περιορισμένα μέσα, χαμηλές αμοιβές, στην ισπανική γλώσσα και σε μικρό χρόνο γυρισμάτων, περίπου είκοσι ημερών. Ο Μπουνιουέλ, ωθούμενος από οικονομική ανάγκη, εργάστηκε συχνά σε θέματα που ο ίδιος δεν είχε επιλέξει, ωστόσο, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, ουδέποτε σκηνοθέτησε μία σκηνή αντίθετη με τις πεποιθήσεις του και την αισθητική του. Η ταινία Ξεχασμένοι από την κοινωνία (Los Olvidados), του 1950, εισέπραξε πολύ θετικές κριτικές στο Φεστιβάλ των Καννών όπου παρουσιάστηκε, ενώ ο Μπουνιουέλ αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς σκηνοθέτες. Πολλές από τις ταινίες που σκηνοθέτησε στο Μεξικό θεωρούνται σήμερα κλασικές, μεταξύ αυτών ο Εξολοθρευτής Άγγελος (1962), ο Σίμων της Ερήμου (1965) καθώς και η Ναζαρέν (1958).
Η περίοδος στη ΓαλλίαΟ Μπουνιουέλ σκηνοθέτησε αρκετές γαλλόφωνες ταινίες στη Γαλλία αμέσως μετά την επιτυχημένη κινηματογραφική παραγωγή του στο Μεξικό. Σε αυτό το διάστημα, δημιούργησε μερικές από τις πιο δημοφιλείς ταινίες του, μεταξύ των οποίων Η ωραία της ημέρας, Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου καθώς και Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας. Λιγότερο γνωστές, αλλά εξίσου σημαντικές, ταινίες της ίδιας περιόδου είναι ο Γαλαξίας και το Φάντασμα της ελευθερίας.
Ο Μπουνιουέλ αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο το 1977 και στα επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε την αυτοβιογραφία του. Πέθανε το 1983 στο Μεξικό από κίρρωση του ήπατος.
Φιλμογραφία
Πηγή: Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
---------------------------------------------------------------------
"Ο σουρεαλισμός βρίσκεται στην υπηρεσία της επανάστασης..." Λουίς Μπουνιουέλ
από τον Ηλία Δημόπουλο
«Δόξα τω Θεώ, είμαι άθεος»
Ω είναι μια καταπληκτική, αξεπέραστη στη μοναδικότητά της, περίπτωση δημιουργού ο Λουίς Μπουνιουέλ. Η σημερινή γενιά, που κάνει παντιέρα την άγνοιά της αντιμετωπίζοντας το καλλιτεχνικό παρελθόν σαν κάτι άσχετο με την εξέλιξη της σκέψης/τέχνης και δημιουργίας γενικότερα, έχει συμβάλλει κεντρικά στην αποσιώπηση μεγεθών όπως ο Μπουνιουέλ, τακτοποιώντας τους μουσειακά σε ράφια δήθεν υψηλής εκτίμησης, που στην πράξη κανείς δεν επισκέπτεται, κανείς δεν ανατρέχει.
Η αλήθεια είναι διαφορετική. Ο Μπουνιουέλ ανήκει με ηγετική άνεση στην ελίτ της ιστορίας του κινηματογράφου, με έναν συνεκτικό κορμό 50χρονου έργου που περιφρονεί κανόνες και θεματικά δέοντα, μετακινούμενο από την (αθέλητη) αβάν γκαρντ και τον σουρεαλισμό στην υψηλή σάτιρα και το πάντοτε χιουμοριστικό «δράμα», που βέβαια στο σινεμά του Μπουνιουέλ δεν ποτέ ακριβώς δράμα αλλά μια σχεδόν εντομολογική («είμαι εντομολόγος», έλεγε) μελέτη της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας και συμπεριφοράς.
«Αν οφείλω σε κάτι τα νεανικά μου χρόνια είναι σε μια εξιδανικευμένη μορφή βαθύτατου ερωτισμού που πήρε τη μορφή της θρησκευτικής μου πίστης και σε μια διαρκή υπόμνηση θανάτου.»
Σ’ αυτήν τη δήλωση μπορείς να βρει μια σύντομη «εξήγηση», έναν ροδανθό ας πούμε, ενός καλλιτεχνικού έργου. Μόνο που από ένα σημείο και μετά η θρησκευτική πίστη αποκαθηλώθηκε εντελώς για να πάρουν τη θέση της μια αναρχική θεώρηση των πραγμάτων (που οικειοποιήθηκε και η Αριστερά, ως ένα βαθμό με την συγκατάνευσή του, υπήρξε δηλωμένος Κομμουνιστής για ένα διάστημα), μια στέρεη κριτική απόσταση κι ένα διαρκές δάνειο από έναν ποιητικό σουρεαλισμό που από την αρχή αιμοδοτούσε το έργο του.
Αυτός ο σουρεαλισμός, πηγή ανεξάντλητης γοητείας εδώ που τα λέμε και μιας αναντικατάστατης αίσθησης (του φαντάσματος της) ελευθερίας στο έργο του, όρισε τα σπάργανα της εποχής του Μπουνιουέλ. Σε μια μεσοπολεμική Ισπανία ηφαιστειώδη, ο Μπουνιουέλ, ο Νταλί και ο Λόρκα (ο Μπουνιουέλ όλη του τη ζωή θρήνησε την δολοφονία του) ήταν νεαροί φίλοι που με τα ελάχιστα όρισαν την ισπανική πλευρά του σουρεαλισμού. Η σχέση του Μπουνιουέλ με τον Λόρκα ήταν σχέση πνευματικά ερωτική, με τον Νταλί το πράγμα ήταν μια ρήξη που περίμενε να εκδηλωθεί.
«Ο Ανδαλουσιανός Σκύλος» (1929) έπεσε σαν επιθετικός κεραυνός εν αιθρία σε μια εποχή βαυκαλιζόμενη με την εγκεφαλικότητα της αβάν γκαρντ της. Παρά το γεγονός του ότι σήμερα και αυτός μοιάζει προϊόν της, στην πραγματικότητα ο άκρατος φροϋδισμός, το σοκ και η ονειρική συνοχή του, απελευθέρωνε από τις συμβάσεις μιας νοοτροπίας που ήθελε να εξηγεί αιτιοκρατικά τον κόσμο, να «βγάζει νόημα και μήνυμα» από το καθετί. Παρίσι και Μαδρίτη παραμιλούσαν, ο Μπουνιουέλ, μετά από μια θητεία δίπλα στον Ζαν Επστάιν, όντας ο μόνος άλλωστε κινηματογραφιστής του κινήματος, εισερχόταν στην ομάδα του Αντρέ Μπρετόν, του σουρεαλιστή των σουρεαλιστών της μεγάλης σχολής του ’30 που απλώνονταν σ’ όλη την προπολεμική Ευρώπη.
Στη Μαδρίτη, οι Ντε Νοάιγ, μαικήνες του σουρεαλιστικού κινήματος, πλήρωσαν την δεύτερη ταινία του Μπουνιουέλ, την θρυλική «Εποχή του Χρυσού» ένα καταπληκτικό έργο πάνω στο σεξ και τον θάνατο (και το πρώτο έργο με μουσική Μότσαρτ!), προκλητικό, πειραματικό, σοκαριστικό. Τόσο που για να παιχτεί στην Αμερική χρειάστηκαν 49 ακριβώς χρόνια. Μιλώντας για το να είσαι μπροστά από την εποχή σου…
Στην «Εποχή του Χρυσού», οι σχέσεις Μπουνιουέλ –Νταλί έχουν φτάσει σε ρήξη. Οι πολιτικές τους διαφωνίες και το ότι σε κάποια φάση ο Μπουνιουέλ χύμηξε να πνίξει την Γκαλά (περίφημη σύντροφο του ζωγράφου) δεν βοήθησαν την κατάσταση και, σύμφωνα με τις φήμες, ο Νταλί εξεδιώχθη από τα γύρισμα με τον Μπουνιουέλ να τον κυνηγά μ’ ένα σφυρί.
Η σχέση του σκηνοθέτη με το Χόλιγουντ ήταν μια σχέση χρείας-αδιαφορίας. Βρέθηκε εκεί στην δεκαετία του ’30, αρχικά για να μάθει πράγματα πάνω στην τεχνική της δουλειάς και στην συνέχεια, στα τέλη του ’30 σαν ένας παρίας χωρίς αντικείμενο που συνέχιζε να κάνει παρέα με διάφορους μετανάστες δημιουργούς, τον Στέρνμπεργκ, τον Αϊζενστάιν, τον Μπρεχτ, τον Τσάπλιν (που άτυπα βοήθησε σε κάποια γκανγκς του «Μεγάλου Δικτάτορα»).
Στις αρχές της δεκαετίας του ’40 η ανθοφορούσα συνεργασία του με το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, διακόπηκε από την αυτοβιογραφία του Νταλί που τον ανέφερε σαν «άθεο κομμουνιστή». Τρόμος κατέλαβε τους πάντες και ο Μπουνιουέλ εξεδιώχθη ουσιαστικά πίσω στο Χόλιγουντ για τρίτη φορά, όχι προτού περάσει μία από το ξενοδοχείο που διέμενε ο Νταλί με σκοπό να τον πυροβολήσει στο πόδι. Δεν το έκανε.
Στα μέσα του ’40, ο Μπουνιουέλ εισέρχεται στην μεξικανική του περίοδο και την ουσιαστική έναρξη της μιας σκηνοθετικής καριέρας που είχε διακοπεί από τον Ισπανικό Εμφύλιο. Εκεί, μεταξύ άλλων, θα έρθει το «Los Olvidados» (1950), με τον 50χρονο (!) Μπουνιουέλ να ξεσηκώνει θύελλα επευφημιών στις Κάννες, να κερδίζει το βραβείο σκηνοθεσίας και να κάνει τον Αντρέ Μπαζέν να παραληρεί ξαναβρίσκοντας τον σκηνοθέτη της «Χρυσής Εποχής» και (ιδίως) του «Γη Χωρίς Ψωμί», ανυποχώρητο, ασυμβίβαστο, μπροστάρη σ’ένα σινεμά νεορεαλιστικής φλέβας ανθρωπισμού και κοινωνικής ευαισθησίας.
Ο Μπουνιουέλ δεν έφυγε ποτέ από το Μεξικό, όμως η διαδοχή σκηνοθεσιών του στη χώρα (τα περισσότερα αξιοπρόσεκτες ταινίες είδους, μελοδράματα ως επί το πλείστον) του άνοιξε τον δρόμο για την επιστροφή στο ευρωπαϊκό στερέωμα στο οποίο και θα έβρισκε την δόξα του. Το 1960 ξεκινά με το «Young One», στα αγγλικά γυρισμένο, που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων για την φυλετική τόλμη του και αδίκως δεν μνημονεύεται στην ίδια πρόταση με γνωστότερες ταινίες όπως το (κατώτερο) «Baby Doll» (1956) του Καζάν. Από εκεί και μετά, έστω κι εγκυκλοπαιδικά η διάσημη εργογραφία ξεκινά. «Βιριδιάνα», «Εξολοθρευτής Άγγελος», «Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας», «Ωραία της Ημέρας», «Ο Γαλαξίας», «Τριστάνα» ακριβώς το 1970, ένα πραγματικά αδιανόητο σερί με οποιαδήποτε κριτήρια.
Στο διάστημα αυτό ο Μπουνιουέλ έχει βρει και το συνσεναριακό alter ego του, το Ζαν-Κλωντ Καριέρ (που συναντήσαμε φέτος στο σενάριο της «Πύλης της Αιωνιότητας» του Σνάμπελ), έναν άνθρωπο που κατάλαβε όσο κανείς τον τρόπο της δημιουργίας του Μπουνιουέλ. Η δεκαετία του ’70, αντί της ηλικιακής δύσεως, πρότεινε τρία αριστουργήματα, διάσημα επίσης και πολυβραβευμένα. Την «Διακριτική Γοητεία της Μπουρζουαζίας», το «Φάντασμα της Ελευθερίας» και το κύκνειο άσμα του «Σκοτεινού Αντικείμενου του Πόθου».
Όμως, ας μου επιτραπεί. Οπωσδήποτε κάθε σινεφίλ οφείλει στο γούστο και τον χαρακτήρα του καθένα από τα αριστουργήματα της όψιμης περιόδου του σκηνοθέτη. Εκείνα που ο λάτρης χρειάζεται κι ας μην το ξέρει, είναι τα αποστάγματα της μεξικανικής περιόδου του δημιουργού, ασυνήθιστες σε σχέση με το μετέπειτα έργο του ταινίες, που ισορρόπησαν το είδος, το θέαμα (ακόμα κι ένας «Ροβινσώνας Κρούσος» του 1954 – η πρώτη έγχρωμη, και τι χρώμα!, ταινία του – το «Ναζαρέν» φυσικά, το «El», τον «Θάνατο στον Κήπο» (ε.τ. «Οι Πέντε Φυγάδες»), στα γαλλικά αυτό, με Σιμόν Σινιορέ, Σαρλ Βανέλ και Μισέλ Πικολί ή την τελευταία ταινία του Ζεράρ Φιλίπ, που πέθανε στα γυρίσματα, που στην Ελλάδα είχε τον γραφικό τίτλο («Στον Πυρετό της Ηδονής», «La fièvre monte à El Pao» στη γλώσσα του).
Αυτά και πολλά άλλα που δεν μπορούν να μνημονευθούν σ’ ένα υποτιθέμενα συνοπτικό κείμενο. Κι όλα τους μ’ εκείνη την αφάνταστη σκηνοθετική οικονομία του Μπουνιουέλ (συνηθέστερα 90λεπτη, πολλές φορές και αρκετά λιγότερο!), την βασισμένη στο κινηματογραφικά γραμμένο σενάριο που στις σκηνές του περιέχεται το ντεκουπάζ. Όπως ο Τζον Φορντ, ο Μπουνιουέλ γυρνούσε αστραπιαία τα έργα του, ξέροντας ακριβώς το πλάνο, σαν τον Χίτσκοκ γνωρίζοντας ακριβώς τι είναι αυτό που θέλει στο κάδρο του, πρακτικά μη επιτρέποντας δεύτερο τρόπο να μονταριστεί η ταινία στη μουβιόλα. Κι όλα τους τονισμένα μ΄ έναν χρήσιμο, ωφέλιμο, φοβερά διασκεδαστικό, ανήσυχο σουρεαλισμό, μιαν ονειρικά ελεύθερη απάντηση στον λογικισμό. Κι όλα τους με χρήσιμες, ωφέλιμες, φοβερά διασκεδαστικές νύξεις κριτικής, στην θρησκεία, αλλά και την αθεΐα, την εκκλησία, του θεσμούς, τα πάθη, τα λάθη και τις κρυμμένες μας εμμονές.
Είναι σπουδαίος ο Λουίς Μπουνιουέλ, αξίζει την προσοχή κάθε φίλου του κινηματογράφου που σέβεται τον εαυτό του.
Πηγή: Λουίς Μπουνιουέλ: Η σουρεαλιστική διαύγεια ? αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
----------------------------------------------------------------------------
Λουίς Μπουνιουέλ: 10 φράσεις με αξία
1. Πρέπει να αρχίσεις να χάνεις τη μνήμη σου, ακόμα και μικρά της κομματάκια, για να συνειδητοποιήσεις πως η μνήμη είναι το βασικό συστατικό της ζωής μας. Η ζωή δίχως μνήμη δεν θα ήταν διόλου ζωή, όπως και η ευφυΐα, δίχως τη δυνατότητα έκφρασης, δεν θα ήταν ευφυΐα. Η μνήμη είναι η συνοχή μας, η λογική μας, η δράση και το συναίσθημά μας. Χωρίς αυτή δεν είμαστε τίποτα…
2. Οι συμπτώσεις είναι ο μεγάλος κυρίαρχος των πραγμάτων.
3. Δεν είμαι άθεος, δόξα τω Θεώ!
4. Η Επιστήμη είναι εχθρός του ανθρώπου. Κολακεύει μέσα μας το ένστικτο της παντοδυναμίας, που μας οδηγεί στην καταστροφή.
5. Ένας παρανοϊκός, όπως ακριβώς και ένας ποιητής, γεννιέται, δεν γίνεται.
6. Δεν πιστεύω πια στην πολιτική. Πριν από μερικά χρόνια μου έκανε εντύπωση ένα σύνθημα που φώναζαν στους δρόμους της Μαδρίτης διαδηλωτές της Αριστέρας. “Όταν πολεμούσαμε ενάντια στον Φράνκο ήμασταν καλύτεροι”.
7. Η τόσο διαδεδομένη αγάπη για τον τουρισμό μού είναι άγνωστη. Δεν αισθάνομαι καμία περιέργεια για τους τόπους που δεν γνωρίζω και δεν θα γνωρίσω ποτέ. Αντιθέτως, μου αρέσει να γυρίζω ξανά και ξανά στα ίδια μέρη που έχω ζήσει και μαζί τους με συνδέουν αναμνήσεις.
8. Πέρασα στα μπαρ υπέροχες στιγμές. Το μπαρ είναι για μένα ένας χώρος στοχασμού και περισυλλογής, χωρίς την οποία η ζωή θα ’ταν αδιανόητη.
9. Πάντα ήμουν με το μέρος αυτών που ψάχνουν την αλήθεια, αλλά τους αφήνω αμέσως μόλις νομίσουν ότι την έχουν βρει. Πολύ συχνά γίνονται είτε φανατικοί, πράγμα που περιφρονώ, είτε ιδεολόγοι: δεν είμαι διανοούμενος, κι ο λόγος τους με κάνει να τρέπομαι σε φυγή –όπως όλοι οι λόγοι.
10. Ευχαρίστως θα θυσίαζα την ελευθερία μου για την αγάπη.
Πηγή: Λουίς Μπουνιουέλ: 10 φράσεις με αξία - Thessaloniki Arts and Culture
Μπουνιουέλ στο κέντρο, δεξιά του ο Λόρκα, άκρη αριστερά ο Νταλί