Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (1893-1930) Vladimir Mayakovsky

Ρώσος ποιητής, με πληθωρική παρουσία τα πρώτα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης. Υπήρξε ο κορυφαίος εκπρόσωπος του ρωσικού φουτουρισμού.

Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (Vladimir Mayakovsky) γεννήθηκε στη Βαγδάτη της Γεωργίας στις 7 Ιουλίου 1893. Ο πατέρας του ήταν ευγενούς καταγωγής (Ρώσος με κοζάκικες ρίζες), δασοφύλακας το επάγγελμα. Η μητέρα του ήταν ουκρανικής καταγωγής. Από τα 14 χρόνια του ασπάσθηκε τις ιδέες του σοσιαλισμού και συμμετείχε ενεργά σε αντιτσαρικές διαδηλώσεις στη γενέτειρά του. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, ο νεαρός Βλαντιμίρ, η μητέρα του και οι δύο αδελφές του, Όλγα και Λουντμίλα, μετακόμισαν στη Μόσχα.

Το 1908 ο Μαγιακόφσκι έγινε μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και φυλακίστηκε επανειλημμένα για την ανατρεπτική δράση του. Στο κελί της απομόνωσης άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Μετά την αποφυλάκισή του φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και προσχώρησε στο κίνημα των ρώσων φουτουριστών, όπου γρήγορα διακρίθηκε κι έγινε ο κύριος εκπρόσωπός τους.
Το 1912, ο κύκλος των ρώσων φουτουριστών εξέδωσε μανιφέστο με τίτλο «Χαστούκι στο γούστο του κοινού». Το κίνημα του φουτουρισμού ανήγαγε σε φετίχ του το μέλλον και ύμνησε την τεχνολογική εξέλιξη. «Ένα βρυχώμενο αυτοκίνητο αγώνων είναι πιο όμορφο από τη Νίκη της Σαμοθράκης» υποστήριζε ο «γκουρού» του φουτουρισμού, ιταλός Τομάσο Μαρινέτι. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι ρώσοι συνοδοιπόροι του: «Το παρελθόν είναι στενάχωρο. Η Ακαδημία, ο Πούσκιν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, είναι πιο ακατανόητοι κι από ιερογλυφικά» γραφόταν στο Μανιφέστο. Οι φουτουριστές συνήθιζαν να διαβάζουν ποιήματά τους καταμεσής του δρόμου, έριχναν τσάι στο ακροατήριό τους και γενικά έκαναν το παν για να ενοχλούν τον καθωσπρεπισμό των αστών.
Από την εποχή αυτή η ποίηση του Μαγιακόφσκι άρχισε να γίνεται επιθετική και προκλητική, με έντονα στοιχεία υπερβολής, υπεροψίας και αυτοαναφοράς. Το 1915 δημοσιεύει το πρώτο μεγάλο του ποίημα με τίτλο: «Σύννεφο με παντελόνια», από το οποίο πήρε και το όνομά του το γνωστό ελληνικό μουσικό σχήμα «Σύννεφα με παντελόνια». Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου γνωρίζει και ερωτεύεται τη Λιλλή Μπρικ, γυναίκα του εκδότη του Οσιπ Μπρικ. Τις αφιερώνει το επόμενο σπουδαίο ποίημά του «Σπονδυλωτό Φλάουτο» (1916). Και τα δύο αυτά έργα του καταγράφουν έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση κι εκφράζουν τη διάσταση του ποιητή με τον κόσμο που ζούσε.
Με την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Μαγιακόφσι υπηρέτησε πολυποίκιλα με την πέννα του το νέο καθεστώς. Έγραφε στρατευμένα ποιήματα («Ωδή στην Επανάσταση», «Αριστερή Πορεία»), άρθρα, βιβλία για μικρά παιδιά και ζωγράφιζε αφίσες και σκίτσα, τα οποία συνόδευε με στίχους και συνθήματα, ενώ παράλληλα περιόδευε τη χώρα, κάνοντας διαλέξεις και απαγγελίες. Το 1924 έγραψε μία ελεγεία από 3.000 στίχους για τον θάνατο του Λένιν.
Μετά το 1925 ταξίδεψε στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Κούβα, το Μεξικό, εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις της ερωμένης του στη διαβόητη μυστική υπηρεσία «Τσε-Κα». Τις εντυπώσεις από το ταξίδι του στο Νέο Κόσμο τις αποτύπωσε στο βιβλίο του «Πώς ανακάλυψα την Αμερική».
Σε μια διάλεξή του στις ΗΠΑ γνωρίζεται με την Έλι Τζόουνς. Καρπός του κεραυνοβόλου και σύντομου έρωτά τους είναι μια κόρη, για την ύπαρξη της οποίας έμαθε το 1929, όταν συναντήθηκε κρυφά με την Τζόουνς στη Γαλλία. Εκείνη την εποχή ο Μαγιακόφσκι ζούσε ένα παθιασμένο έρωτα με την Τατιάνα Γιακόβλεβα, μία συμπατριώτισσά του εμιγκρέ, που ζούσε στο Παρίσι. Επιθυμούσε να την παντρευτεί, αλλά αυτή αρνιόταν πεισματικά.

Στα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του εξέδωσε δύο θεατρικά έργα («Κοριός» και «Λουτρό»), με κριτική διάθεση απέναντι στη σοβιετική γραφειοκρατία. Η αποτυχία της παράστασης του «Λουτρού» στο Λένινγκραντ το 1930, οι ερωτικές του απογοητεύσεις, οι διαδοχικές παρεξηγήσεις και συγκρούσεις με τον Ρωσικό Σύνδεσμο Προλεταρίων Συγγραφέων, οδήγησαν τον Μαγιακόφσκι στην απελπισία. Απογοητευμένος και από τη σοβιετική πραγματικότητα, μετά την άρνηση των αρχών να του δώσουν άδεια να ταξιδέψει στο εξωτερικό, έβαλε τέλος στη ζωή του στις 14 Απριλίου του 1930.
Το σημείωμα που βρέθηκε στον τόπο της αυτοκτονίας του έγραφε:

Σε όλους.

Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατο μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά.Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο. Λιλλή αγάπα με. Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλλή Μπρικ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια. Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ' ευχαριστώ. Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν.Όπως λένε "Το επεισόδιο έληξε".Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοιπόν, η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών; Να 'στε ευτυχισμένοι.

Μετά την αυτοκτονία του, ο σοβιετικός τύπος επιτέθηκε στον ποιητή, χαρακτηρίζοντάς τον «φορμαλιστή» και «συνοδοιπόρο» και όχι «Καλλιτέχνη του Λαού», όπως συνηθιζόταν για τους στρατευμένους καλλιτέχνες. Η Λιλλή Μπρικ έγραψε, τότε, ένα γράμμα στο Στάλιν και του ζητούσε την αποκατάσταση του ονόματος του Μαγιακόφσκι. Ο Στάλιν ανταποκρίθηκε και τον χαρακτήρισε «Καλύτερο και πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής μας εποχής».
Αυτός ήταν και ο «δεύτερος θάνατος του Μαγιακόφσκι», σύμφωνα με τον φίλο του συγγραφέα Μπόρις Πάστερνακ («Δρ Ζιβάγκο»), αφού μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (1991) χαρακτηρίστηκε «ένας από τους εκπροσώπους του ολοκληρωτισμού», ενώ μια μερίδα της κριτικής θεωρεί σήμερα το έργο του ξεπερασμένο. Ο Μαγιακόφσκι, με τον λυρισμό και τις τεχνικές καινοτομίες, βρήκε αξιόλογους συνεχιστές στην πατρίδα του (Οστρόφσκι, Έρενμπουργκ, Γεφτουσένκο) και στο εξωτερικό (Ελιάρ, Αραγκόν, Νερούντα, Ρίτσος, Πατρίκιος).
Μετά το θάνατο του Στάλιν κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Μαγιακόφσκι δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε κατ' εντολή του. Τη δεκαετία του '90, όταν άνοιξαν τα αρχεία της KGB, δεν βρέθηκε κάτι σχετικό κι έτσι οι φήμες παρέμειναν αναπόδεικτες.
Πηγή: Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι - Βιογραφία - Σαν Σήμερα .gr (sansimera.gr) 

-------------------------------------------------------------------------------

Ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημόσιου γούστου
Το 1912 η φουτουριστική έκδοση, Ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημοσίου (ή κοινού) γούστου περιελάμβανε τα πρώτα δημοσιευμένα ποιήματα του Μαγιακόφσκι: Νύχτα ,και και Πρωί. Λόγω όμως των πολιτικών τους δραστηριοτήτων, ο Μπουρλιούκ και ο Μαγιακόφσκι αποβλήθηκαν από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας το 1914.
Σε αυτό το σημείο έχει ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε το σχετικό μανιφέστο που συνυπογράφουν επίσης οι ποιητές και πρωτοπόροι του Φουτουρισμού στη Ρωσία, Αλεξάντερ Κρουτσόνιχ και Βίκτορ Χλέμπνικωφ:

Προς τους αναγνώστες του Νέου μας Πρώτου Απροσδόκητου.
Εμείς μόνοι είμαστε το πρόσωπο της Εποχής μας. Μέσα από μας το σάλπισμα του χρόνου φυσά στην τέχνη της λέξης.
Το παρελθόν είναι πάρα πολύ περιοριστικό. Η Ακαδημία και ο Πούσκιν είναι λιγότερο κατανοητοί και από ιερογλυφικά.
Πετάξτε στη θάλασσα από το Πλοίο της Μοντερνικότητας τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι κλπ., κλπ.
Αυτός που δεν ξεχνά την πρώτη του αγάπη, δε θα γνωρίσει την τελευταία του.
Ποιος, μ’ εμπιστοσύνη, θα έστρεφε την τελευταία του αγάπη προς την αρωματισμένη λαγνεία του Μπάλμοντ; Είναι αυτή η αντανάκλαση της σημερινής ανδρικής ψυχής;
Ποιος, λιγόψυχα, θα φοβόταν να σκίσει από το μαύρο σμόκιν του πολεμιστή Μπριουσόφ τη χάρτινη πανοπλία; Ή μήπως λάμπει απ’ αυτό η αυγή άγνωστων ομορφιών;
Πλύντε τα χέρια Σας που άγγιξαν τη βρώμικη λάσπη των βιβλίων που έγραψαν όλοι αυτοί οι αναρίθμητοι Λεονίντ Αντρέγιεφ.

Όλοι αυτοί οι Μαξίμ Γκόρκυ, Κουπρίν, Μπλοκ, Σολογκούμπ, Ρέμιζοβ, Αβερτσένκο, Τσέρνι, Κουζμίν, Μπούνιν κλπ., χρειάζονται μόνο μια ντάτσα στο ποτάμι. Τέτοια είναι η ανταμοιβή που δίνει η μοίρα στους ράφτες.
Από τα ύψη των ουρανοξυστών ατενίζουμε την ασημαντότητά τους!…
Διατάσσουμε να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα των ποιητών:
Να διευρύνουν τον ορίζοντα του ποιητικού λεξιλογίου με αυθαίρετες και παράγωγες λέξεις (καινοφανής-Λέξη)
Να νιώθουν ένα ανυπέρβλητο μίσος για τη γλώσσα που υπήρχε πριν την εποχή τους.
Να διώξουν με φρίκη από το περήφανο μέτωπό τους το Στεφάνι της φτηνής δόξας που Έχετε φτιάξει από σκουπότριχες.
Να σταθούν στο βράχο της λέξης «εμείς» στο μέσο μιας θάλασσας σφυριγμάτων και προσβολής.
Και αν αυτή τη στιγμή τα βρώμικα στίγματα Σας της “Κοινής Αίσθησης” και του “καλού γούστου” υπάρχουν ακόμα στις γραμμές μας, οι ίδιες αυτές γραμμές για πρώτη φορά ήδη λάμπουν αμυδρά με το Καλοκαιρινό Φως της Νέας Ομορφιάς που Έρχεται από την Αυτάρκη (αυτό-κεντρη) Λέξη.

Η εργασία του συνεχίστηκε, υπό την μανιέρα του Φουτουρισμού, έως το 1914. Η καλλιτεχνική του ανάπτυξη τότε άλλαξε ριζικά προς την κατεύθυνση της αφήγησης και ήταν αυτή του η εργασία του, που δημοσιεύτηκε αμέσως την περίοδο που προηγήθηκε της Οκτωβριανής Επανάστασης η οποία επρόκειτο, όχι χωρίς αναταράξεις, να καθιερώσει τη φήμη του ως ποιητή της Επανάστασης στη Ρωσία και στο εξωτερικό, εκεί που απλώθηκε το σοσιαλιστικό κίνημα κάτω από την γόνιμη επίδραση των μπολσεβίκων αλλά και στις χώρες της Δύσης.
To Σύννεφο με παντελόνια (1915), ήταν το πρώτο μεγάλο ποίημα του Μαγιακόφσκι , από αυτά που χαρακτηριστικά ονομάζονται προγραμματικά, το οποίο και περιέγραφε τα κρίσιμα θέματα του έρωτα, της επανάστασης, της θρησκείας, και της τέχνης γραμμένο υπό το πρίσμα του πληγωμένου εραστή, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον ποιητή. Η γλώσσα του έργου ήταν η γλώσσα των δρόμων, των λαικών συνοικιών και της ζωής των εργατών και ο ποιητής κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες για να απομυθοποιήσει τις ιδεαλιστικές και ρομαντικές έννοιες της ποίησης και των ποιητών.
Γράφει χαρακτηριστικά στο Σύννεφο με παντελόνια (μετάφραση: Γιώργος Μολέσκηςστο βιβλίο “Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι, Σύννεφο με παντελόνια – τετράπτυχο”εκδόσεις “τα τραμάκια” Θεσσαλονίκη 1995):
II
[…] Εκεί όπου το ανθρώπινο μάτι τσακίζεται ανήμπορο,

αρχηγός πεινασμένων ορδών,

με το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης

φτάνει το χίλια εννιακόσια δεκάξι. […]
III
[…] Τα χέρια βγάλτε απ’ τις τσέπες-

πάρτε πέτρα, μαχαίρι είτε βόμβα

κι όποιος δεν έχει χέρια-

ας έρθει με το μέτωπο να πολεμήσει!

Ελάτε, πεινασμένοι,

ιδρωμένοι,

υποταγμένοι,

που στων κοριών ξινίσατε τη βρώμα!

Ελάτε!

Δευτέρες και Τρίτες

γιορτές με το αίμα να σας βάψουμε!

Κάτω απ’ τα μαχαίρια θα κάνουμε τη γη να θυμηθεί

ποιους ήθελε να εξευτελήσει!

Η γη αυτή,που χόντρυνε σαν ερωμένη,αυτή που την πήδηξε ο Ρότσιλντ! […]

IV
[…] Αφήστε με να περάσω!

Δεν μπορείτε να με σταματήσετε.

Μπορεί να λέω ψέματα.

Μπορεί και να ‘χω δίκιο,

μα δεν μπορώ να ‘μαι πιο ήρεμος.
Κοιτάξτε-

και πάλι αποκεφάλισαν τ’ αστέρια

και με σφαγή τον ουρανό αιματοκύλησαν!


Έι, εσείς!

Ουρανέ!

Βγάλτε το καπέλο σας!

Περνάω εγώ!

Ησυχία.

Κοιμάται η οικουμένη

ακουμπώντας σε ποδάρι

από τα τσιμπούρια των άστρων το τεράστιο αυτί της.

Το καλοκαίρι του 1915, ο Μαγιακόφσκι ερωτεύτηκε μια παντρεμένη γυναίκα, τη Λίλυα Μπρικ, και είναι σε εκείνη που αφιέρωσε το ποίημα Το σπονδυλωτό φλάουτο (1916), ακόμα ένα από τα προγραμματικά, και ιδιαίτερα ποιητικά έργα του. Δυστυχώς για τον Μαγιακόφσκι, αυτή ήταν η γυναίκα του εκδότη του, Όσιπ Μπρικ. Η ερωτική σχέση, αλλά και οι εντυπώσεις του από τον πόλεμο και την επανάσταση, επηρέασαν καθοριστικά τα έργα του αυτών των χρόνων. Το ποίημα Ο πόλεμος και ο κόσμος (1916) αναφέρεται στη φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και Ο Άνθρωπος (1917) είναι ένα ποίημα που ασχολείται με τη δυστυχία (ή την αποτυχία, αν θέλετε) του έρωτα.

Το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης
Η επιθυμία του, στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να καταταγεί ως εθελοντής απορρίφθηκε. Ανάμεσα στα έτη 1915-1917 εργάστηκε στην Αγία Πετρούπολη, στη Στρατιωτική Σχολή Αυτοκινήτου, ως επίσημος γραφέας. Κατά το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης, ο Μαγιακόφσκι βρίσκονταν στο Σμόλνι, στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί έζησε το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ξεκίνησε να απαγγέλλει ποιήματα όπως το Αριστερό Εμβατήριο! Για τους Κόκκινους Ναυτικούς: 1918 σε ναυτικά θέατρα, με ναύτες κι εργάτες να χειροκροτούν με θέρμη το έργο του.
Όταν επέστρεψε στη Μόσχα, ο Μαγιακόφσκι εργάστηκε στο Ρωσικό πρακτορείο τηλεγραφίας, δημιουργώντας —τόσο σε γραφικά όσο και σε κείμενο — σατυρικές αφίσες (αγκιτπρόπ) ενώ το 1919 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συλλογή Έργων 1909-1919.
Το ποίημα του Λένιν, είναι χαρακτηριστικό της κατεύθυνσης που χάραξε ο Μαγιακόφσκι εκείνα τα χρόνια (απόσπασμα από το μνημειώδες ποίημα του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι «Β. Ι. Λένιν», σε μετάφραση Δημήτρη Πάνου, που εκδόθηκε από τη Σύγχρονη Εποχή το 1982):

(…)Ξέρω έναν εργάτηπου γράμματα δε νογάει.

Δεν γεύτηκε

μήτε τ’ αλφάβητου τ’ αλάτι.

όμως άκουσε κάποτε,

τον Λένιν να μιλάει,

κι όλα τα κατάλαβε

το μυαλό του εργάτη.

Άκουσα

κάποιου χωριάτη απ’ τη Σιβηρία

την ιστορία.

Σηκώθηκαν, με τα ντουφέκια

πήραν τη γη,

την καρπίσαν.

Για τον Λένιν

δεν είχαν ούτε διαβάσει, ούτε ακούσει,

μα λενινιστές

κιόλας όλοι τους ήσαν.

Είδα βουνά,

που βλαστάρι δε βγαίνει.

Μονάχα το σύννεφο

στα βράχια σκοντάφτει.

Κι εκατό βέρστια πιο πέρα

κάποιος ερημίτης να μένει,

που στα κουρέλια του,

το σήμα του Λένιν

αστράφτει.

Θα μου πούνε ―

πως μιλώ για κονκάρδες

που τα κορίτσια τις καρφώνουν

στο ρούχο τους κοκέτικα

παραξενιές της ζωής.

Μα όχι ―

δεν είναι κονκάρδες

είναι η καρδιά η ίδια

που ανάβει το ρούχο,

και λάμπει γεμάτη

αγάπη για τον Ιλίτς.

Αυτόδεν εξηγείται

με της εκκλησίας τα τεφτέρια,

κι ούτε κάνας θεός τον πρόσταξε:

Γίνου ο εκλεκτός!

Με ανθρώπινο βήμα,

με εργάτη χέρια,

με το δικό του μυαλόπήρε το δρόμοαυτός.(…)

Στο πολιτιστικό κλίμα της πρώιμης Σοβιετικής Ένωσης, με τις πολλαπλές αναζητήσεις τόσο στον στίχο, όσο και στην φόρμα αλλά και στα νοήματα, η δημοτικότητά του αυξήθηκε πολύ γρήγορα. Στη διάρκεια των χρόνων 1922-1928, ο Μαγιακόφσκι ήταν σημαντικό μέλος. Μαζί με τον Σεργκέι Τρετιακόφ και τον Όσιπ Μπρικ εξέδωσαν το περιοδικό «ΛΕΦ», που σημαίνει αριστερό μέτωπο, και που διεκδικούσε να εκπροσωπήσει στον χώρο της τέχνης την γνήσια έκφραση της σοσιαλιστικής Επανάστασης. Αυτή όμως δεν ήταν μία εύκολη σχέση, που πρέπει να δούμε την εξέλιξη της μέσα από το πρίσμα της εποχής. Ως ένας από τους ελάχιστους σοβιετικούς συγγραφείς που του επετράπη να ταξιδεύει ελεύθερα, τα ταξίδια του στην Λετονία, Βρετανία, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Μεξικό και Κούβα επηρέασαν έργα του όπως Η δική μου ανακάλυψη της Αμερικής 1925), ένα οξυδερκέστατο χρονικό την αστικής ζωής στις ΗΠΑ, των ηθών και των εθίμων της χώρας αυτής. Ταξίδεψε επίσης, από τη μια έως την άλλη άκρη, σε όλη τη Σοβιετική Ένωση.
Σε μια περιοδεία του για διαλέξεις στις ΗΠΑ, ο Μαγιακόφσκι γνώρισε την Έλι Τζονς, η οποία γέννησε αργότερα την κόρη του, ένα γεγονός που ο ίδιος πληροφορήθηκε μόλις το 1929, όταν το ζευγάρι συναντήθηκε μυστικά στη νότιο Γαλλία, καθώς η σχέση τους είχε κρατηθεί κρυφή. Στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι ερωτεύθηκε την Τατιάνα Γιάκοβλεβα και σε αυτήν αφιέρωσε το ποίημα Γράμμα στην Τατιάνα Γιάκοβλεβα το 1928
Η σημασία της επίδρασης του Μαγιακόφσκι δεν περιορίζεται στη ρωσική ποίηση των χρόνων της Επανάστασης αλλά επεκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα τεχνών και αντιλήψεων. Θεωρείται και μάλλον είναι, ο κορυφαίος Σοβιετικός ποιητής εκείνης της περιόδου ενώ έχει αλλάξει επίσης τις παραδοχές για την ποίηση στην ευρύτερη κουλτούρα του 20ου αιώνα. Η πολιτική του δράση ως καθοδηγητή (κι εμπνευστή, θα λέγαμε) προπαγάνδας σπάνια κατανοήθηκε και συχνά επικρίθηκε από τους συγχρόνους του (ιδιαίτερα από τους υπερασπιστές της αστικής δημοκρατίας και του… τέλους της Ιστορίας) ακόμα και από στενούς του φίλους όπως ο Μπόρις Πάστερνακ. Κοντά στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι, επιχειρώντας μια στροφή στο έργο του – όχι συντηρητική αλλά με μεγάλο πάθος και αγωνία για την πορεία της Επανάστασης και του νεαρού εργατικού κράτους, επανεκτίμησε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Γιόζεφ Στάλιν: τα σατιρικά του έργα Ο κοριός (1929) και Το μπάνιο (1930), τα οποία πραγματεύονται τη σοβιετική απέχθεια και διαστρέβλωση, όπως την αντιλαμβανόταν ο ποιητής, για τις εξελίξεις στην Τέχνη και στην Πολιτική (που ήταν μία ιδιαίτερη περίοδος διαπάλης).

Πηγή: Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι (1893 – 1930) - Ατέχνως (atexnos.gr) 


Lilya Brik and Vladimir Mayakovsky