Ο Καζιμίρ Σεβερίνοβιτς Μαλέβιτς γεννήθηκε στο Κίεβο το 1878 και πέθανε στο Λένινγκραντ το 1935. Υπήρξε κορυφαία φυσιογνωμία της ρωσικής πρωτοπορίας, με πλούσια εικαστική παραγωγή και εκτενές θεωρητικό έργο. Παρακολούθησε τα πρώτα του μαθήματα στη Σχολή Σχεδίου του Κιέβου (1895-1896) και το 1904 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, όπου μαθήτευσε στο εργαστήριο του Φιόντορ Ρέρμπεργκ (1906-1910), όπου γνωρίζεται με τον Ιβάν Κλιούν. Από το 1907 παρουσιάζει έργα του σε εκθέσεις της “Ένωσης Καλλιτεχνών της Μόσχας”, ενώ από το 1910 συμμετέχει συστηματικά σε εκθέσεις της πρωτοπορίας, όπως “Βαλές Καρό” (1910), “Ουρά Γαιδάρου” (1912), “Στόχος” (1913). Το 1913 συνεργάστηκε με το Μιχαήλ Ματιούσιν και τον Αλεξέι Κρουτσόνιχ για την παραγωγή της φουτουριστικής όπερας “Νίκη επί του Ήλιου”, για την οποία σχεδίασε τα σκηνικά και κοστούμια. Έπειτα από μια περίοδο πειραματισμών πάνω στις αρχές του Κυβοφουτουρισμού και του Υπέρλογου Ρεαλισμού, καθώς επίσης και με τη δημιουργία μιας μικρής σειράς έργων που χαρακτηρίστηκαν ως αλογιστικά, ο Μαλέβιτς παρουσιάζει για πρώτη φορά σουπρεματιστικά έργα στην “Τελευταία Φουτουριστική Έκθεση Ζωγραφικής: 0,10” (Πετρούπολη, 1915-1916), εισηγούμενος ένα νέο ρεύμα στη ζωγραφική, το οποίο υποστηρίζει θεωρητικά με το δοκίμιό του “Από τον Κυβισμό και τον Φουτουρισμό στον Σουπρεματισμό: Ο Νέος Χρωματικός Ρεαλισμός”. Μαζί με καλλιτέχνες όπως η Λιουμπόβ Ποπόβα, ο Ιβάν Κλιούν, η Ναντιέζντα Ουνταλτσόβα, η Όλγα Ροζανόβα κ.ά. οργάνωσε την ομάδα “Σουπρέμους” (1916-1917) και δημιούργησαν το ομώνυμο περιοδικό, που ωστόσο δεν εκδόθηκε. Το 1918 διορίζεται καθηγητής στα ΣΒΟΜΑΣ και το 1919 ξεκινά να διδάσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Βιτέμπσκ, όπου αντικατέστησε το διευθυντή Μαρκ Σαγκάλ έπειτα από σύγκρουση μεταξύ τους σε φιλοσοφικό επίπεδο. Στο Βιτέμπσκ οργανώνει την ομάδα “Ούνοβις” (Επιβεβαιωτές της Νέας Τέχνης) με σκοπό την προώθηση του Σουπρεματισμού, ενώ σύντομα ιδρύονται παραρτήματα της ομάδας και σε άλλες πόλεις. Το 1922 εγκαθίσταται με την ομάδα του στην Πετρούπολη και διευθύνει το Φορμαλιστικό-Τεχνικό Τμήμα του ΙΝΧΟΥΚ. Στο διάστημα αυτό δημιουργεί και τα σουπρεματιστικά αρχιτεκτονικά μοντέλα του, ενώ συγγράφει και εκδίδει τις θεωρητικές του πραγματείες περί Σουπρεματισμού. Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘20 και τη δεκαετία του ’30 η τεχνοτροπία του είναι μετασουπρεματιστική και ρεαλιστική.
-------------------------------------------------------------------------
Ο Καζιμίρ Μαλέβιτς είναι ένας από τους πλέον πολυδιάστατους και ριζοσπαστικούς καλλιτέχνες της πρωτοπορίας που στη δημιουργική του πορεία πέρασε από τον ιμπρεσιονισμό και τον συμβολισμό των αρχών του 20ου αιώνα για να συνδεθεί στη συνέχεια με τον κυβοφουτουρισμό και να επηρεαστεί από την «υπέρλογη γλώσσα» των Ρώσων φουτουριστών, την γλώσσα που έχει αποκτήσει δικό της πρωτογενές νόημα με βάση όχι τη γνώση αλλά την αίσθηση και την εμπειρία, για να αναπτύξει τη δική του θεωρία περί μη-αντικειμενικής ζωγραφικής που της έδωσε το όνομα «σουπρεματισμός». Ο «σουπρεματισμός» πρωτοπαρουσιάστηκε στην έκθεση «Τελευταία φουτουριστική έκθεση 0,10» στην Πετρούπολη το 1915. Τα σουπρεματιστικά έργα του Μαλέβιτς ήταν απαλλαγμένα από κάθε είδους αντικείμενο και παρουσίαζαν συνθέσεις γεωμετρικών σχημάτων και χρωμάτων που στόχο είχαν να δηλώσουν τον πρωτεύοντα ρόλο της φόρμας έναντι του περιεχομένου και να δηλώσουν ότι η φόρμα είναι αυτή που προσδίδει το περιεχόμενο και όχι το αντίθετο, όπως συνέβαινε έως τότε. Η λέξη «σουπρεματισμός» προέρχεται από τη λατινική ρίζα «suprem» (υπεροχή, κυριαρχία) και δηλώνει, σύμφωνα με τον Μαλέβιτς, την υπεροχή του χρώματος πάνω σε όλα τα άλλα τεχνικά μέρη του πίνακα. Ο Μαλέβιτς θεωρούσε τον εαυτό του ιδιότυπο ρεαλιστή, μόνο που έβλεπε τον ρεαλισμό σε μια φανταστική πραγματικότητα «στην οποία για να φτάσεις πρέπει να απομακρυνθείς από την ορατή πλευρά της ζωής». Ο Μαλέβιτς ίδρυσε την ομάδα «Supremus» στην οποία προσχώρησαν πολλοί καλλιτέχνες του κυβοφουτουρισμού όπως ο Ιβάν Κλιούν, η Λιουμπόβ Ποπόβα, η Ναντιέζντα Ουνταλτσόβα, η Όλγα Ρόζανοβα κ.α. ενώ στην πόλη Βιτέμπσκ διηύθυνε την σχολή καλών τεχνών «Ούνοβις» (Επιβεβαιωτές της Νέας Τέχνης) που στόχο είχε να αλλάξει μέσα από την τέχνη την αισθητική αντίληψη των ανθρώπων. Έμβλημα του σουπρεματισμού έγινε το «Μαύρο Τετράγωνο» (1915) το οποίο εξέφραζε το τέλος της παλιάς τέχνης και ταυτόχρονα την αρχή της καινούργιας.
------------------------------------------------------------------------
Καζιμίρ Μάλεβιτς: Ο μη αντικειμενικός κόσμος (1928)
Για την πλειοψηφία των ανθρώπων, μορφωμένων και μη, καθώς και των κριτικών, η νέα τέχνη μοιάζει αρρωστημένη. Η νέα φουρνιά καλλιτεχνών, όμως, θεωρεί ότι η γνώμη αυτή είναι εσφαλμένη.
Η αιτία αυτού του φαινομένου βρίσκεται στον ανταγωνισμό μεταξύ δύο καλλιτεχνικών (εικαστικών) κανόνων που υπάρχουν ταυτόχρονα. Ο παλιός γνωστός κανόνας αποκλείει οτιδήποτε άλλο εκτός από συγκεκριμένες αναπαραστάσεις και ρεαλιστικές αναλογίες, ενώ ο νέος κανόνας δέχεται μόνο τον νόμο των εικαστικών αξιών. Οι αναλογίες στην φύση (δηλαδή η σχέση μορφής και μεγέθους στα ανθρώπινα όργανα, για παράδειγμα) βασίζονται στον νόμο της τεχνικής χρησιμότητας, και με αυτή την χρησιμοθηρική έννοια είναι φυσικές. Ο νόμος των εικαστικών αξιών, αντιθέτως, αγνοεί τις νατουραλιστικές αναλογίες, οι οποίες, αν ιδωθούν με καθαρά εικαστική ματιά, είναι βέβαιο ότι θα φανούν ανώμαλες (ο κανόνας του Κυβισμού).
Με αυτό τον τρόπο προκαλείται σύγχυση στο μυαλό των μορφωμένων ανθρώπων. Για τον ζωγράφο, μία εικόνα αποτελείται από εικαστικές αξίες. Για τον απλό άνθρωπο (το κοινό), μία εικόνα αποτελείται από “πράγματα” που έχουν νατουραλιστικές αναλογίες (μάτια, μύτες κλπ).
Ο απλός άνθρωπος (το κοινό) έχει την αίσθηση ότι πρέπει να αντιμετωπίζει τον Κυβισμό και τους Κυβιστές σαν κάτι το αρρωστημένο, διότι οι αναπαραστάσεις των “πραγμάτων” (μάτια, μύτες κλπ) στις ζωγραφιές των Κυβιστών δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, και διαπιστώνει ότι η αναπαράσταση είναι “αδύνατη” συγκρίνοντάς την με το πραγματικό αντικείμενο — δηλαδή με αυτό καθεαυτό το αντικείμενο, το οποίο δεν έχει καμμία σχέση με εικαστικές αξίες. Το “πράγμα” (η μύτη, το αυτί κλπ) γίνεται έτσι το κριτήριο με το οποίο κρίνεται μία καλλιτεχνική (εικαστική) αναπαράσταση, και με αυτόν τον τρόπο διατυπώνεται ξεκάθαρα η γνώμη του κοινού ότι η τέχνη δεν είναι δημιουργική αλλά μιμητική.
Φαίνεται λοιπόν ότι θα περάσει καιρός μέχρι να μπορέσει το κοινό να κατανοήσει το γεγονός ότι η δημιουργική τέχνη είναι δημιουργική και όχι μιμητική (δηλαδή αντιγραφική). Για τον λόγο αυτό, η ουσία της τέχνης (της ζωγραφικής) παραμένει δυσπρόσιτη για το κοινό.
Καζιμίρ Μάλεβιτς, Ο μη αντικειμενικός κόσμος, 1928 (μτφρ. Γ. Κοκκώνης)
--------------------------------------------------
Σουπρεματισμός / Suprematism: Ένα κίνημα γεμάτο αινίγματα..!
Ο Σουπρεματισμός είναι ένα κίνημα ζωγραφικής, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στη Ρωσία, λίγο μετά τον Ιταλικό Φουτουρισμό και ενώ παράλληλα ο Κονστρουκτιβισμός κέρδιζε δικαίως τη θέση του στη μοντέρνα τέχνη. Ο όρος (αγγλ. suprematism) προήλθε από την προσπάθεια απόδοσης της ανωτερότητας (supremαcy) του άδολου αισθήματος στη δημιουργική τέχνη. Βασικός εμπνευστής του, ο Kazimir Malevich (Καζιμίρ Μάλεβιτς) ο οποίος επινοεί τον Σουπρεματισμό ως καθαρότερη μορφή κυβισμού.
Ο Kazimir Malevich (1879-1935) θεωρούσε τις μορφικές απεικονίσεις των αντικειμένων ως ένα εμπόδιο στην καλλιτεχνική δημιουργία, Όλα τα οπτικά φαινόμενα του κόσμου, τα αντικείμενα, είναι χωρίς σημασία. Αξίζει μονάχα το αίσθημα, αποκομμένο από το περιβάλλον. Οποιαδήποτε αντικειμενικότητα είναι αντίθετη με την τέχνη. Θεώρησε λοιπόν αναγκαίο να εξαλείψει κάθε αναφορά στα αντικείμενα και κάθε αναγωγή σε θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές έννοιες. Η ελευθερία στην ποιότητα της γραμμής ήταν αυτό που τον ενδιέφερε. Το μανιφέστο του κινήματος, στη σύνταξη του οποίου συμμετείχε και ο ποιητής Vladimir Vladimirovich Mayakovsky (Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι), δημοσιεύτηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1915 και ονομάστηκε 'From Cubism to Suprematism' (Από τον κυβισμό στο Σουπρεματισμό) (2η έκδοση στην Αγ. Πετρούπολη και στη Μόσχα, 1916). Με ευκαιρία τη δεύτερη έκθεση με αφηρημένα έργα των αφηρημένων ζωγράφων, μεταξύ των οποίων ήταν και το κατευθυντήριο έργο του, Μαύρο τετράγωνο σε άσπρο βάθος του Malevich..Στο σουπρεματισμό, ο καλλιτέχνης καταλήγει σε μια έρημο όπου τίποτα δεν είναι αναγνωρίσιμο εκτός από την αίσθηση. Πετάει λοιπόν μακριά όλα όσα καθόριζαν την αντικειμενική-ιδανική δομή της ζωής και της «τέχνης»: πέταξε μακριά τις ιδέες, τις έννοιες και τις απεικονίσεις, για να δώσει θέση μόνο στην καθαρή αίσθηση.
Όταν το 1913, στην πορεία των απεγνωσμένων προσπαθειών του Malevich να απελευθερώσει την τέχνη από την αντικειμενικότητα, κατέφυγε στη φόρμα του τετραγώνου μαύρου πίνακα. Εξέθεσε λοιπόν, ένα ζωγραφικό πίνακα που δεν παρίστανε τίποτα άλλο από ένα μαύρο τετράγωνο σ' ένα φόντο άσπρο, γεγονός που προκάλεσε σοκ στους κριτικούς και το κοινό. Έλεγαν: «Χάθηκε ό,τι αγαπήσαμε. Είμαστε σε μια έρημο. Έχουμε μπροστά μας μόνο ένα μαύρο τετράγωνο σε άσπρο φόντο!». Το συγκεκριμένο έργο κρίθηκε ως ακατανόητο και επικίνδυνο.
Ο σουπρεματισμός συμβολίζει την έννοια της καθαρής τέχνης, η οποία ξαναβρέθηκε. Είναι εκείνη η τέχνη που με το πέρασμα των χρόνων έγινε αόρατη, κρυμμένη από το πύκνωμα των «αντικειμένων». Η τέχνη δεν έχει πλέον την ανάγκη για αναπαράσταση της ιστορίας και ούτε να μένει στην υπηρεσία της Θρησκείας και του Κράτους. Η τέχνη προσδιορίζεται χωρίς την αναγκαιότητα του «αντικείμενου». Παρόλα αυτά η ουσία και το νόημα παραμένουν τα βασικά στοιχεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μια ουσία εσωτερική, που πηγάζει μέσα από τα κρυφά μονοπάτια που μας οδηγεί ο καλλιτέχνης. Το μαύρο τετράγωνο στο άσπρο φόντο υπήρξε η πρώτη μορφή της έκφρασης της μη-αντικειμενικής αίσθησης: τετράγωνο = αίσθηση, άσπρο φόντο = το «Τίποτα», αυτό που είναι έξω από την αίσθηση.
Κι όμως η πλειοψηφία του κοινού νόμισε ότι η απουσία αντικειμένου είναι το τέλος της τέχνης και δεν αναγνώρισε το άμεσο γεγονός της αίσθησης που έγινε φόρμα.Το τετράγωνο των σουπρεματιστών και τα σχήματα που προήλθαν από αυτό μπορούν να συγκριθούν με τα «σημεία» του πρωτόγονου ανθρώπου. Αυτά στο σύνολο τους δεν ήθελαν να εικονογραφήσουν άλλα να παρουσιάσουν την αίσθηση του «ρυθμού».
Ο σουπρεματισμός δεν δημιούργησε έναν καινούριο κόσμο αίσθησης, άλλα, γενικότερα μια νέα άμεση παρουσίαση του κόσμου της αίσθησης μια διαφορετική διάσταση θα λέγαμε. Επομένως συνειδητοποιούμε πώς προέκυψαν οι νέες δυνατότητες για την τέχνη ύστερα από την εγκατάλειψη της αντικειμενικής απεικόνισης. Προκύπτει λοιπόν μια δυνατή μεταφορά στον χώρο μιας πλαστικής αντίληψης αναπαραγόμενης σε ζωγραφικό επίπεδο. Ο καλλιτέχνης, δηλαδή ο ζωγράφος, δεν είναι πια δεμένος με τον καμβά ή τον πίνακα γενικότερα, άλλα είναι σε θέση να μεταφέρει τις συνθέσεις του από το τελάρο στον χώρο.