Ο Σαγκάλ γεννήθηκε στο Βιτέμπσκ της σημερινής Λευκορωσίας, πρωτότοκος γιος εβραϊκής οικογένειας με εννέα παιδιά. Φοίτησε στο εβραϊκό δημοτικό σχολείο και αργότερα συνέχισε τις σπουδές του σε δημόσιο γυμνάσιο, παρά το γεγονός πως οι Εβραίοι γίνονταν πολύ δύσκολα δεκτοί. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσική μαθαίνοντας βιολί, καθώς και με το σχέδιο. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και φοίτησε στη σχολή ζωγραφικής του Γεχούντα Πεν, στο Βιτέμπσκ, με στόχο να ολοκληρώσει αργότερα τις σπουδές του στην πρωτεύουσα της Ρωσίας. Το χειμώνα του 1906, εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει την ειδική άδεια που έπρεπε να κατέχει κάθε Εβραίος, την εποχή εκείνη, προκειμένου να κατοικήσει μόνιμα στην πρωτεύουσα.
Στην Αγία Πετρούπολη κατάφερε να κερδίσει υποτροφία για σπουδές στη γνωστή σχολή Svanseva, όπου δίδασκε ο Λέον Μπακστ, σχεδιαστής σκηνικών για το ρωσικό θέατρο και εκπρόσωπος του συμβολισμού. Τα πρώτα έργα του Σαγκάλ χαρακτηρίζονταν από θέματα που επανήλθαν και σε μεταγενέστερους πίνακές του, όπως αγροτικές σκηνές ή θέματα εμπνευσμένα από τη ζωή στην ύπαιθρο και την επαρχία. Το φθινόπωρο του 1909 γνώρισε την Μπέλα Ρόζενφελντ, κόρη Εβραίου κοσμηματοπώλη από την πόλη του Βίτεμπσκ, την οποία παντρεύτηκε τελικά το 1915 και στην οποία είναι αφιερωμένοι αρκετοί από τους πίνακές του.
Το 1910, με τη βοήθεια του προστάτη του, Max Winawer, ταξίδεψε στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με το έργο πρωτοπόρων καλλιτεχνών της εποχής, όπως των ιμπρεσιονιστών, του Πωλ Γκωγκέν, του Βίνσεντ βαν Γκογκ ή του Ανρί Ματίς. Εξίσου επιδραστική υπήρξε και η επίσκεψή του στο Λούβρο, η οποία όπως ο ίδιος σημειώνει στα απομνημονεύματά του, τον «σημάδεψε». Στο Παρίσι ο Σαγκάλ συνδέθηκε επίσης με τον Γάλλο ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ, ο οποίος προσπαθούσε να του εξασφαλίζει ευκαιρίες να εκθέτει τα έργα του. Εκείνος του αφιέρωσε με τη σειρά του τον πίνακα Φόρος τιμής στον Απολιναίρ (1911). Σε ορισμένους από τους πίνακες του Σαγκάλ εκείνης της περιόδου, όπως στο Αδάμ και Εύα (1912) διαφαίνεται η σχέση του με το κίνημα του κυβισμού, αν και θεωρείται πως επηρεάστηκε λιγότερο από τους θεμελιωτές του, δηλαδή τον Πάμπλο Πικάσσο και τον Ζωρζ Μπρακ, και περισσότερο από το έργο του Ρομπέρ Ντελωναί. Την Άνοιξη του 1914, μετά από πρόταση του Απολιναίρ, ο εκδότης του περιοδικού Der Sturm (Η Θύελλα) Χέρβαρτ Βάλντεν, ανέλαβε την οργάνωση της πρώτης ατομικής έκθεσης του Σαγκάλ στο Βερολίνο.
Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, επισκέφτηκε το Βιτέμπσκ. Η έναρξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου και το κλείσιμο των συνόρων παρέτειναν τελικά την παραμονή του στη Ρωσία. Παρά την επιθυμία του να αποφύγει τη στράτευση, τελικά τοποθετήθηκε σε μία νευραλγική οικονομική υπηρεσία στην Αγία Πετρούπολη, όπου η θητεία του αντιστοιχούσε σε υπηρεσία στο μέτωπο. Μετά τα γεγονότα της ρωσικής επανάστασης, ο Λένιν διόρισε ως υπεύθυνο για θέματα πολιτισμού τον Ανατόλι Λουνατσάρσκι, ο οποίος ήταν γνωστός του Σαγκάλ από την περίοδο που ζούσε στο Παρίσι. Χάρη στη γνωριμία τους, το Σεπτέμβριο του 1918, διορίστηκε επίτροπος Καλών Τεχνών στο Βιτέμπσκ. Στα πλαίσια των νέων καθηκόντων του, οργάνωσε εκθέσεις και επαναλειτούργησε τη Σχολή Καλών Τεχνών της πόλης, όπου κατόρθωσε να συγκεντρώσει σημαντικούς δασκάλους όπως ο Ελ Λισίτσκι και ο Καζιμίρ Μαλέβιτς. Έχοντας επιφυλάξεις για την επανάσταση και ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε τις ιδέες της για την τέχνη, ο Σαγκάλ παραιτήθηκε το Μάιο του 1920 και μετακόμισε στη Μόσχα, όπου ανέλαβε τη διακόσμηση του Εβραϊκού Θεάτρου της πόλης. Την περίοδο εκείνη, η οικονομική βοήθεια των σοβιετικών καλλιτεχνών ήταν ανάλογη της «χρησιμότητας» του έργου τους ενώ και οι επιχορηγήσεις που αποσπούσε ο Σαγκάλ ήταν πενιχρές, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα, γεγονός που συνέβαλε στην απόφασή του να εγκατασταθεί στο Βερολίνο, όπου παλαιότερα ο Βάλντεν είχε πουλήσει πίνακές του. Τα χρήματα που είχε κερδίσει ο Σαγκάλ από τις πωλήσεις αυτές είχαν ωστόσο χάσει την αξία τους.
Το Σεπτέμβριο του 1923 εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Παρίσι και τον επόμενο χρόνο παρουσιάστηκε η πρώτη αναδρομική έκθεση έργων του και ακολούθησε η πρώτη του ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Σαγκάλ στα απομνημονεύματά του, η δεκαετία 1923-1933 υπήρξε η πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Την περίοδο αυτή υπέγραψε συμβόλαιο με τον έμπορο τέχνης Bernheim, με αποτέλεσμα να απαλλαχθεί από οικονομικές έγνοιες αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστός σε διεθνές επίπεδο.
Όταν η γαλλική κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία συνθηκολόγησης με τη ναζιστική Γερμανία, ο Σαγκάλ δεν μπορούσε να παραμείνει ασφαλής στη Γαλλία. Συνελήφθη στη Μασσαλία και επρόκειτο να παραδοθεί στους Γερμανούς, ωστόσο τελικά σώθηκε από αμερικανική παρέμβαση. Χάρη στη φήμη του, ο ίδιος κατόρθωσε να ξεφύγει από την προοπτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης και στις 7 Μαΐου 1941 επιβιβάστηκε με την οικογένειά του σε πλοίο που τους μετέφερε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να εγκατασταθούν τελικά στην πόλη της Νέας Υόρκης. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 πέθανε η σύζυγός του Μπέλα Ρόζενφελντ και δύο χρόνια αργότερα ο Σαγκάλ επέστρεψε στην Ευρώπη.
Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία η φήμη του άρχισε να αυξάνεται σταθερά. Το 1959 έγινε επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων και στα επόμενα χρόνια διοργανώθηκαν αναδρομικές ή ατομικές εκθέσεις του σε διάφορες πόλεις, ενώ το 1973 εγκαινιάστηκε το Εθνικό Μουσείο Σαγκάλ στη γαλλική Νίκαια. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε εκτεταμένα με τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και υαλογραφήματα, με σημαντικότερες δημιουργίες το εσωτερικό της εκκλησίας στο Plateau d' Assy της Σαβοΐας (1957), τα βιτρώ του καθεδρικού ναού της πόλης Μετς και της συναγωγής της Πανεπιστημιακής Κλινικής της Ιερουσαλήμ (1962), τα παράθυρα του κτιρίου των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη και την οροφή της όπερας του Παρισιού (1964) καθώς και οι τοιχογραφίες για το κτίριο του κοινοβουλίου στην Ιερουσαλήμ (1966).
Πέθανε στις 28 Μαρτίου 1985 σε ηλικία 97 ετών, στην κοινότητα του Αγίου Παύλου, στη νοτιοανατολική Γαλλία. Το 1997 ιδρύθηκε το Μουσείο Σαγκάλ στη γενέτειρά του, το οποίο περιλαμβάνει αντίγραφα των έργων του.
Τα έργα του Σαγκάλ χαρακτηρίζονται έντονα από προσωπικά στοιχεία καθώς και από την «απλοϊκή» ιδιομορφία τους. Η θεματολογία του, κατά βάση ποιητική και φανταστική, είναι βασισμένη κυρίως σε προσωπικά βιώματα, άρρηκτα συνδεδεμένη επίσης με την εβραϊκή του καταγωγή, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως σπανίζουν οι προσωπογραφίες. Κινήθηκε συστηματικά γύρω από τον άξονα της εβραϊκής παράδοσης και του ρωσικού φολκλόρ, αν και στο ύστερο έργο του απομακρύνθηκε ελαφρά, χρησιμοποιώντας θέματα από την αρχαία Ελλάδα, όπως στους πίνακες Πτώση του Ίκαρου (1975) ή Ο μύθος του Ορφέα (1977), καθώς και απλές καθημερινές σκηνές.
Αν και έζησε παράλληλα με την εξέλιξη πολλών κινημάτων της μοντέρνας τέχνης, το έργο του δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο από αυτά.
Πηγή: Μαρκ Σαγκάλ - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
--------------------------------------------------------------------------------------
( Απόσπασμα)
.....Το έργο του χαρακτηρίζεται από μια κυριαρχία του φανταστικού στοιχείου, από την παρουσία ρευστών και αβέβαιης ταυτότητας αντικειμένων και από την ποιοτητα των θεμάτων του που συχνά παραπέμπουν στη ζωή του ρωσικού χωριού. Δεν άφησε τη γνωριμία του με τα μοντέρνα πειράματα να σβήσει τις μνήμες της παιδικής του ηλικίας. Τα έργα του με θέμα σκηνές από το χωριό και τους ανθρώπους του, όπως ο μουσικός του που έχει γίνει ένα με το όργανο του, διατηρούν κάτι από την παιδική έκσταση της γνήσιας λαϊκής τέχνης.
Η ζωγραφική του Σαγκάλ είναι παραμύθι, αλλά το παραμύθι αποτελεί πρόβλημα σε μια κοινωνία που ύστερα από μια τεχνολογική και ιδεολογική επανάσταση θεωρεί ότι επιτέλους ενηλικιώθηκε. Το παραμύθι του όμως είναι η ζωντανή έκφραση της λαϊκής δημιουργικότητας. Με το να είναι η λαϊκή δύναμη, μπορεί να είναι επαναστατική δύναμη. Ο Σαγκάλ δεν ασχολείται με την τεχνολογική επανάσταση. Στη σοσιαλιστική όμως συμμετέχει με ενθουσιασμό. Στην πρώτη επέτειο της επανάστασης στολίζει το Βιτέμπσκ με 15.000μ. κόκκινο ύφασμα. Αν κάτι στην τέχνη μπορεί να δώσει την ιδέα του πνεύματος με τον οποίο ο ρωσικός λαός ζούσε τα ηρωικά χρόνια της επανάστασης, είναι η τέχνη του Σαγκάλ κι όχι η θεωρητική και αυστηρή τέχνη του Μάλεβιτς. Για το Σαγκάλ μιλιά και παραμύθι είναι το ίδιο πράγμα.
Ο Σαγκάλ ενδιαφέρεται για το ρωσικό και εβραϊκό φολκλόρ, τους θρύλους και τα λαϊκά μοιρολόγια. Όπως όλοι οι προχωρημένοι ρώσοι καλλιτέχνες, έτσι κι ο Σαγκάλ ξεκινά από το λαϊκισμό. Αλλά λαϊκιστής και παραμένει. Το ιδανικό του είναι να διοχετεύσει εκείνη τη ροή αναμνήσεων και συναισθημάτων, σκοτεινών, αλλά έντονων και ζωτικών στη σάρκα της ευρωπαϊκής κουλτούρας, να διευκρινίσει τα μυστήρια της «ρωσικής ψυχής» του στο αστραφτερό φώς της γαλλικής ζωγραφικής από τους ιμπρεσιονιστές ως τους φοβ, να επαναβιώσει τη φλέγουσα περιπέτεια του καλλιτέχνη που πάνω από όλους θαυμάζει, τον Βαν Γκογκ. Συνειδητοποιεί στο Παρίσι ότι η αληθινή «επανάσταση του ματιού» είναι αυτή του Κυβισμού. Όμως παραείναι αναλυτικός, λογικός, αστικός, ρεαλιστικός. Τάσσεται με το μέρος των διαφωνούντων κυβιστών: τον Ντελονέ, των φουτουριστών. (όπως και οι Γερμανοί Κλεέ και Μάρκ). Η αποκάλυψη της εσωτερικής ψυχικής πραγματικότητας είναι η κατεύθυνση που παίρνουν Κλεέ και Σαγκάλ ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, μετά την αφαίρεση του αναλυτικού «ρασιοναλισμού» από τον Κυβισμό.
Ο Σαγκάλ παραμένει πλησιέστερα στο επίπεδο της αισθητήριας εμπειρίας που για αυτόν βρίσκεται αμέσως δίπλα σε εκείνο της ψυχής. Δεν έχει καμία αναστολή στο να καθιστά φανερές τις φανταστικές του εικόνες, μπορεί μάλιστα να ειπωθεί ότι τις «αναπαριστάνει» με τη θεατρική έννοια του όρου, κινώντας τις πάνω σε μια φανταστική σκηνή, όπως ένας σκηνοθέτης θα κινούσε τους ηθοποιούς του. Το ότι ο ίδιος υπήρξε ιδιοφυής σκηνοθέτης και θεατρικός διακοσμητής η μπαρόκ πλευρά του τον κάνει να είναι ο αντίποδας του Μάλεβιτς.
Ο λαϊκισμός του συγκεκριμενοποιείται στην προσπάθεια να κάνει στ' αλήθεια λαϊκή τέχνη: και για το λαό η θέαση του κόσμου δεν εξαρτάται από αφηρημένα διανοητικά σχήματα που είναι πάλι κανόνες ή εργαλεία εξουσίας. Ο λαός βλέπει όπως μιλά, βλέπει αυτό που λέει.
Στο έργο A la Russie, aux ?nes et aux autres ο Σαγκάλ οδεύει προς εκείνο που θα μπορούσε να ονομασθεί οροσιακή μυθοπλασία.
Αποσυνθέτοντας φιγούρες, σπίτια, ουρανό κατά γεωμετρικά επίπεδα δημιουργεί ένα είδος αυθαίρετης προοπτικής, ένα μη πιθανό χώρο, στον οποίο γίνεται φυσιολογικό το παράλογο της αγελάδας στη στέγη, της γυναίκας που περπατά στον αέρα. Η γεωμετρία δεν είναι λογική είναι «καβάλα» (Ιερή παράδοση για Εβραίους). Με ανάκατη την κανονική ορθολογική διαδοχή των επιπέδων δεν εκπλήσσει το ότι όλα εκτυλίσσονται αντί-λογικά, όπως στα όνειρα. Το φόντο είναι ένας νυχτερινός ουρανός στον οποίο συμβαίνουν περίεργα φωτεινά φαινόμενα, αστρικές οπτασίες, απόκρυφα ζωδιακά σύμβολα. Η κόκκινη αγελάδα είναι καθαρός αρεαλισμός: συμβάλλει στο να δημιουργηθεί η διάσταση, το κλίμα του παραμυθιού, έτσι όπως στα παραμύθια είναι σημαντικό ο πρίγκιπας να είναι γαλάζιος, η νεράιδα λευκή, ο νάνος πράσινος, ο διάβολος κόκκινος. Υπάρχει μια συμβολογία χρωμάτων. Το σύμβολο είναι το λεξιλόγιο του ασυνείδητου. Δεν το γνωρίζουμε απαραίτητα και γι' αυτό μπορεί να έχει πολλές ερμηνείες. Όσο για το αποκομμένο κεφάλι της γυναίκας από το σώμα της που συνεχίζει να περπατά στον αέρα σαν να μην συνέβη τίποτα, σημαίνει αυτό που στην καθημερινή γλώσσα λέμε «κάποιος έχασε το νου του». Βλέποντας την εικόνα «δεν πιστεύουμε στα μάτια μας». Αυτό ήθελε να προξενήσει ο Σαγκάλ: αυτό που απαιτείται απ' το παραμύθι είναι να μην είναι πιστευτό. Το κείμενο που υποκρύπτεται πίσω από τις εικόνες του Σαγκάλ δεν είναι ξεκάθαρο. Το γνωρίζει μόνο αυτός, αλλά και ο λαός που έχει το κλειδί, τον κώδικα του μηνύματος, γιατί η συγκρότηση του λόγου είναι εκείνη του λαϊκού λόγου.
Κι αυτό είναι το όριο της θέσης του Σαγκάλ, απέναντι στην καλλιτεχνική ανανέωση που επιχειρήθηκε απ' τη σοβιετική καλλιτεχνική πρωτοπορία: φαντάζεται ότι η επανάσταση συνιστάται μονάχα στην αντιστροφή της κατάστασης, στο να αντικατασταθεί από την κουλτούρα του λαού εκείνη των αφεντικών, από τη μαγεία η επιστήμη, από την «καβάλα» η γεωμετρία.
Η συμβολή του μεγάλου του ταλέντου στην ιστορία της μοντέρνας ζωγραφικής δεν περιορίζεται στην ανακάλυψη ότι η πηγή του λεξιλογίου, καθώς και του οπτικού λεξιλογίου είναι η φαντασία και όχι η λογική, αλλά και στο ότι η φαντασία, όχι λιγότερο απ' τη λογική, έχει τη δική της δομή και ανταποκρίνεται σε μια «εποικοδομητική λειτουργία».
Αν και έζησε παράλληλα με την εξέλιξη πολλών κινημάτων της μοντέρνας τέχνης, το έργο του Μαρκ Σαγκάλ δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο από αυτά.
Πηγή: ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ: Ο ζωγράφος Marc Chagall, (1887-1985) (peritexnisologos.blogspot.com)