Γεννήθηκε το 1922 στη Βαν (Vannes) της Γαλλίας και ήταν γιος φαρμακοποιού. Το 1940 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου σπούδασε στην κινηματογράφο στο IDHEC. Η πρώτη του σημαντική επιτυχία ήρθε το 1956 με το ντοκιμαντέρ για τα ναζιστικά στρατόπεδα "Νύχτα και ομίχλη". Το 1961 ολοκλήρωσε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο Χιροσίμα, αγάπη μου (1959), με την οποία συστήθηκε στο παγκόσμιο κοινό. Δύο χρόνια αργότερα (1961) κέρδισε το Χρυσό Λέοντα, το ανώτερο βραβείο του Φεστιβάλ της Βενετίας, για την ταινία Πέρυσι στο Μάριενμπαντ, ταινία ιδιόρρυθμη, μη αφηγηματική, που περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες της μνήμης, της σκέψης, του χρόνου, με αφορμή τα ερωτήματα ενός άντρα, τα οποία προκύπτουν από τη συνάντησή του με μία γυναίκα. Οι δύο προηγούμενες ταινίες αποτέλεσαν τριλογία με τελευταία την ταινία "Μύριελ" (1963).
Το 1978 και 1994 τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας για τις ταινίες "Providence" (1997) και "Smoking/No Smoking" (1993) ενώ το 1980 το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών του απένειμε για την ταινία του, "Ο θείος μου από την Αμερική" (Mon oncle d'Amérique, 1980), το Μεγάλο Βραβείο. Το 1998 το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου του απένειμε την Αργυρή Άρκτο για τη συνεισφορά του στην τέχνη του κινηματογράφου.
Ήταν παντρεμένος δύο φορές: σε πρώτο γάμο με την Φλοράνς Μαλρώ, κόρη του Αντρέ Μαλρώ και βοηθός σκηνοθέτη του Ρενέ στις ταινίες της περιόδου 1961 - 1986, και σε δεύτερο με την ηθοποιό Σαμπίν Αζεμά (Sabine Azéma).
Απεβίωσε την 1η Μαρτίου 2014 σε ηλικία 92 ετών.Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. Το στοιχείο που χαρίζει την καλλιτεχνική αθανασία στον Αλέν Ρενέ δεν είναι ο όγκος του έργου του, αλλά η ξεχωριστή και πολλές φορές αιρετική ματιά του, το προσωπικό στυλ και η ενεργός συμμετοχή του σε εξελίξεις οι οποίες καθόρισαν την εικόνα του σύγχρονου κινηματογράφου. Ο Αλέν Ρενέ, που έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο, υπήρξε πρωτοπόρος σκηνοθέτης της «Αριστερής Οχθης» του γαλλικού σινεμά. Ενεργός πρακτικά ώς το τέλος -η τελευταία του ταινία «Aimer, boire et chanter» βραβεύτηκε πρόσφατα στο Βερολίνο- ο Ρενέ άφησε πίσω του πλούσια εργογραφία. Αρκεί να αναφερθεί ότι θεωρείται, μαζί με τον Ζ. Λ. Γκοντάρ και τον Φ. Τριφό μέλος της «αγίας τριάδας» του γαλλικού Νέου Κύματος. Ωστόσο, όπως συνέβη και με τους περισσότερους σκηνοθέτες αυτού του ρεύματος, στη συνέχεια ακολούθησε τη δική του ξεχωριστή πορεία, διατηρώντας πάντα διάθεση για πειραματισμό και φρέσκες προσεγγίσεις.Η μνήμη που επανέρχεται ως πληγή ή παρηγοριά, ο έρωτας, ο χρόνος, τα δεινά του πολέμου είναι μερικά από τα θέματα που εξετάζονται στα έργα του. Σε αντίθεση με τους περισσότερους συγχρόνους του που υιοθέτησαν τον ρόλο του auteur (σκηνοθεσία και σενάριο), ο Ρενέ προτιμούσε να συνεργάζεται με συγγραφείς, οι οποίοι μάλιστα μικρή σχέση είχαν με τον κινηματογράφο. Το αποτέλεσμα ήταν ταινίες με έντονο λογοτεχνικό στοιχείο και περίπλοκη αφήγηση, η οποία, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες σκηνοθετικές τεχνικές του, απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση από την πλευρά του θεατή.Ο Αλέν Ρενέ γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου 1922 στη Βρετάνη. Η οικογένειά του ήταν αρκετά εύπορη, γεγονός που επέτρεψε στον νεαρό να ασχοληθεί από την ηλικία των δεκατεσσάρων με το πάθος του για τις ταινίες και τη σκηνοθεσία. Ετσι ήρθαν τα πρώτα φιλμ μικρού μήκους και οι σπουδές κινηματογράφου στο Παρίσι, οι οποίες όμως διακόπηκαν λόγω στράτευσης. Οι περισσότερο ώριμες δουλειές του εμφανίζονται τη δεκαετία του ’50 με τρία σύντομα φιλμ αφιερωμένα στον Βαν Γκογκ, τον Γκογκέν και στη «Γκερνίκα» του Πικάσο, αντίστοιχα. Θα γίνει δε διεθνώς γνωστός το 1955 με το συγκλονιστικό «Νύχτα και καταχνιά», ένα φιλμ μικρού μήκους που ασχολείται με τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1959, τη μεγάλη χρονιά του γαλλικού κινηματογράφου, ο Ρενέ θα προσθέσει το «Χιροσίμα αγάπη μου» δίπλα στο «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ και στα «400 χτυπήματα» του Τριφό, σχηματίζοντας έτσι το τρίπτυχο των ταινιών που σηματοδοτούν την άφιξη του Νέου Κύματος. Ο αντιπολεμικός χαρακτήρας της ταινίας σχετίζεται τόσο με την πυρηνική απειλή όσο και με τον πόλεμο της Αλγερίας στον οποίο η Γαλλία είχε εμπλακεί. Παράλληλα η αφήγηση εκτυλίσσεται με ευρηματικότατο τρόπο χάρη στο μοντάζ, συνδυάζοντας γεγονότα διαφορετικών εποχών, ενώ ενσωματώνει ακόμα και σκηνές επικαίρων. Οι τεχνικές αυτές ωστόσο θα αγγίξουν την τελειότητα με την επόμενη ταινία του. Το «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ», γυρισμένο σε ένα μπαρόκ ανάκτορο, αφηγείται τη συνάντηση δύο εραστών στο ίδιο μέρος που είχαν πρωτοβρεθεί ένα χρόνο πριν. Ενα διαρκές παιχνίδι με τον χρόνο, άνιση ροή από λήψη σε λήψη, άλματα και φλάσμπακ, σα μια υποβλητική ψυχαναλυτική διαδικασία, που τάραξε τα νερά του ευρωπαϊκού σινεμά.Η ταινία προκάλεσε πολλές και ποικίλες αντιδράσεις. Οι νεωτερισμοί της αποθεώθηκαν από τους κριτικούς ενώ κέρδισε και τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενετίας. Από άλλους πάλι κατηγορήθηκε ως επιτηδευμένα ακατανόητη και ως προϊόν μιας ελιτίστικης αντίληψης για το σινεμά. Σε κάθε περίπτωση, όπως και με το «Χιροσίμα αγάπη μου», πρόκειται για μια ταινία- σταθμό τόσο για την καριέρα του Ρενέ όσο και για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο εν γένει.Τα δύο αυτά κλασικά αριστουργήματα, ακολούθησαν πολλές ταινίες, ανάμεσά τους και κάποιες πιο αδύναμες, όμως πάντα σύμφωνες με το ιδιαίτερο στυλ του δημιουργού τους. Ανάμεσα στις καλύτερες μπορούν να αναφερθούν τα «Ο πόλεμος τελείωσε», «Σταβίσκι» και το «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ».Συνολικά μέσα από το έργο του Ρενέ αναδεικνύεται ένας μέγας εξερευνητής της ανθρώπινης νόησης και ψυχής. Εργαλεία του οι ονειρικές εικόνες, η ακούραστη τριβή με το θέμα του χρόνου και η αστείρευτη πηγή των αναμνήσεων. Και μπορεί στην πρόσφατη απονομή των Οσκαρ να παρέλειψαν την αναφορά του ονόματός του κατά το ειδικό αφιέρωμα «in memoriam», ωστόσο είναι σίγουρο ότι ο Αλέν Ρενέ δεν θα ξεχαστεί ποτέ από τους απανταχού φίλους του καλού σινεμά.Αλέν Ρενέ: Ο σκηνοθέτης της μνήμης και του χρόνου | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr)
Φιλμογραφία
Short films etc
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||