Ο Τζιμ Τζάρμους (αγγλικά: Jim Jarmusch, 22 Ιανουαρίου 1953) είναι Αμερικανός σκηνοθέτης, γνωστός κυρίως για τις ταινίες Πέρα από τον Παράδεισο (1984), Στην παγίδα του νόμου (1986), Καφές και Τσιγάρα (1993), Ο Νεκρός (1995) και Τσακισμένα λουλούδια (2005). Θεωρείται εκπρόσωπος του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου και μέσα από τις ταινίες του εκφράζονται και ορισμένες από τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις.Γεννήθηκε το 1953 στο Οχάιο. Εγκαταστάθηκε αρχικά στο Σικάγο για σπουδές, στη συνέχεια όμως μετεγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη στο πανεπιστήμιο Κολούμπια για να σπουδάσει αμερικάνικη και αγγλική λογοτεχνία, απ'όπου αποφοίτησε το 1975. Τον τελευταίο χρόνο των σπουδών του ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου επηρεάστηκε από τον γαλλικό κινηματογράφο και τους Ιάπωνες σκηνοθέτες. Με την επιστροφή του στις ΗΠΑ εγγράφηκε στο κινηματογραφικό τμήμα του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, όπου γνώρισε τον Βιμ Βέντερς, από τον οποίο και επηρεάστηκε. Πλέον κατοικεί στη Νέα Υόρκη.
Το 1984 με την ταινία του Πέρα από τον Παράδεισο κέρδισε την Χρυσή Κάμερα πρωτοεμφανιζόμενου δημιουργού στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών, το 1993 τον Χρυσό Φοίνικα μικρού μήκους για το Καφές και Τσιγάρα, ενώ το 2005 στο ίδιο Φεστιβάλ τιμήθηκε με το Μέγα Βραβείο για την ταινία του Τσακισμένα λουλούδια. Το 2013 κυκλοφόρησε η ταινία του Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί, η οποία και παρουσιάστηκε στο 54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια, κυκλοφόρησαν οι ταινίες Paterson (2016) και Οι Νεκροί δεν Πεθαίνουν (2019).
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
«Εξαρτάται από το πώς ορίζει κανείς το ανεξάρτητο Αμερικάνικο σινεμά. Συνήθως πρόκειται για έναν όρο που χρησιμοποιείται - κυρίως στην Αμερική - για θέματα μάρκετινγκ. Η κατάσταση έχει αλλάξει, όπως και η διανομή. Έχουν γίνει ριζικές αλλαγές στη χρηματοδότηση και πραγματικά δεν ξέρω τι θα φέρει το μέλλον. Ίσως αυτό το νέο κύμα κινηματογράφου που υπάρχει στην Ελλάδα, δηλαδή το να κάνουν οι δημιουργοί ταινίες με χαμηλό προϋπολογισμό να είναι πράγματι το μέλλον και η καλύτερη κατεύθυνση. Στην ιστορία κάθε μορφής Τέχνης, και για παράδειγμα στο ροκ εν ρολ, βλέπουμε ότι υπάρχει μια κυκλική πορεία. Όταν ήμουν νεότερος, είχαμε μπουχτίσει το στουντιακό και εμπορικό ρον εν ρολ. Όταν εμφανίστηκαν οι Stooges, oι Sex Pistols και οι Ramones, η ιδέα ήταν πλέον να μη σε νοιάζει το ότι δεν είσαι επαγγελματίας. Με κάποιο τρόπο πιστεύω ότι αυτό είναι το μέλλον και στο σινεμά. Εγώ προτιμώ να δω μια Ελληνική ανεξάρτητη ταινία που έγινε με προϋπολογισμό 200.000 δολάρια παρά τον "Μεγάλο Γκάτσμπι" του Μπαζ Λούρμαν, αλλά αυτό είναι θέμα γούστου.» - Τζιμ Τζάρμους (54ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)
Τζιμ Τζάρμους / Jim Jarmusch
Ο νωχελικός εστέτ του ανεξάρτητου σινεμά68 ετών σήμερα ένας δημιουργός που για μερικούς από εμάς δεν θα είναι ποτέ πάνω από 30. Κι ας είναι αυτό μια προειδοποίηση πως στα ερωτικά γράμματα αντικειμενικότητα δεν οφείλεται.
Από τον Ηλία ΔημόπουλοΤόσο εμείς εδώ στο cinemagazine όσο και προσωπικά ο υπογράφων, έχουμε ιστορία με τον Τζιμ Τζάρμους. Εντοπίστηκε πολύ νωρίς, πρωτοστατούντος του αείμνηστου (και συχνά για κάτι τέτοιους λόγους) Γιώργου Τζιώτζιου, συνόψισε για εμάς ένας είδος filmmaking που κυλούσε κάτω από την γυαλιστερή παραγωγή του '80, που αναφερόταν μ' έναν αξιαγάπητα ελάσσονα τρόπο στην βασική μας ανθρωπιά, που έλεγες φέρνει ανέμους άλλων εποχών.
Όμως στην πραγματικότητα το σινεμά του Τζάρμους, το σινεμά σου Τζιμ, δεν μοιάζει με κανένα. Είναι ισόποσα χρεωμένο στα monster flicks του '50, τον Όζου, τα γουέστερν του Φούλερ, την ανδρικότητα του Ρέι, τον νεορεαλισμό, τον ελιτισμό φετιχιστών σκηνοθετών, την γραφή του Όστερ, του Μπάροουζ, του Μέιλερ, των beats φυσικά, την μουσική του Έλβις, των βινυλίων, ενός ασημένιου δαχτυλιδιού, μιας Χάρλει που τρέχει όσο πιο αργά μπορεί σε αυτοκινητόδρομους χωρίς τέλος.Ο Τζάρμους είναι πάντα ένας stranger than paradise, ένα μορφωμένο αλητάκι που έγινε ένας καλλιεργημένος ενήλικος (και ξανά αλητήριος), ένας ροκάς που δεν φαντάζεσαι ποτέ να χτυπιέται, ένας αχρονικός jazzman που κάπου στο παντοπωλείο του Χάρβεϊ Καϊτέλ ετοιμάζεται να στρίψει το τελευταίο του λατρεμένο τσιγάρο, που χαλαρώνει στα πούλμαν μιας περιοδείας του Νιλ Γιανγκ, που τον φαντάζεσαι να σκηνοθετεί χαμογελώντας σε βαριεστημένη οξυδέρκεια we all scream for ice cream, που μεγαλώνοντας θέλει να κάνει πράξη εκείνο που παιδάκι αντιγύρισε σε κάποιον που του είπε πως το σενάριό του δεν έχει αρκετή δράση: Το ξανάγραψε βάζοντας ακόμα λιγότερη.Το σινεμά του Τζάρμους είναι ένα φοβερά διαβασμένο σινεμά, που χρειάζεται τον Μπλέικ του όσο τους γιαπωνέζους του, τους μαύρους όσο την μακάρια, απογοητευμένη του λευκή suburbia. Είναι προφανές πως δεν υπάρχει ταινία του Τζάρμους που να μην μας αρέσει πολύ, ωστόσο για να κάνουμε τη ζωή μας δύσκολη ας επιλέξουμε πέντε.
«Στην Παγίδα του Νόμου» (1986)
Το '84 ο Τζάρμους κάνει το «Stranger than Paradise» (και οι Κοέν το «Μόνο Αίμα») και δημιουργούν το ανεξάρτητο που όλοι ψάχνουν σήμερα να ξανασυλλάβουν – ζήτημα δέκα ταινίες αν το έχουν καταφέρει. Όμως το '86 έρχεται αυτό, ο Ρόμπι Μίλερ φτιάχνει ασπρόμαυρα ορισμικά, ο χρόνος γίνεται το θέμα και ο αυτοσκοπός, το χιούμορ μοιάζει να τελειοποιείται, η τριπλέτα Λούρι, Γουέιτς, Μπενίνι είναι πιο αλληλένδετη και πιο αυτάρκης απ' ότι μπορεί να ήλπιζες. Αριστούργημα ατόφιου μινιμαλιστικού σινεμά, ύψιστη καλοπέραση – αν ανήκεις στους θιασώτες του.
«Ο Νεκρός» (1995)
Διχαστικό αλλά όσοι το λατρεύουν δεν το ξέχασαν ποτέ, αυτό είναι κάτι που ένας english major δεν το είχε μπορετό, μια ανάλογη του ποιητή του (Γουίλιαμ Μπλέικ) ναρκωτική και ναρκωμένη διάθεση, ένα οπιούχο έργο γεμάτο δαιμόνια, ρευστότητες και δισυπόστατα, μια τέλεια ταινία διάθεσης, ταξιδιάρα στην ψυχή της (προς τα μέσα και προς τα έξω), βίαιο, απολογητικό, ξανά σουρεαλιστικά φωτογραφημένο από τον Ρόμπι Μίλερ, μελωδημένο αυτοσχέδια από τον Γιανγκ κι εκτελεσμένο με νωχελική ακρίβεια από τους συντελεστές του. Τόση εκλέπτυνση από τόσο χαλαρωμένους αρμούς κατασκευής, υπό άλλον σκηνοθέτη, μπορεί και αδύνατη.
«Ghost Dog: Ο Τρόπος του Σάμουράϊ» (1999)
Ο Τζάρμους συναντά τον Μελβίλ του, αποφλοιώνει το σινεμά του από κάθε περιττολογία αλλά και κάθε ακκισμό, ηθικολογεί για μια φορά πιο ανοιχτά και φτιάχνει μια εκ βαθέων ταινία μεγάλης αλλοκοτιάς που ενσωματώνει τρυφερά και την σινεφιλία της (το «Branded to Kill» του Σουζούκι και το «Samurai» του Μελβίλ που βγήκαν την ίδια χρονιά και μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους) και την περηφανευόμενη sui generis στο αμερικάνικο σινεμά των '90ς φύση της.
«Καφές και Τσιγάρα» (2003)
Το σερί του Τζάρμους τότε καίει – αν ποτέ δεν έκαιγε αλλά τέλος πάντων – και διαδοχικά στα προηγούμενα φτιάχνει τα μικρού μήκους του «Καφές και Τσιγάρα» σε φορμά μεγάλου μήκους. Πολλοί θα διαφωνήσουν υποθέτω, όμως ο χειρισμός του βωβού χρόνου σε ιστορίες που ως επί το πλείστον δεν έχουν καν κεντρική ιδέα είναι ακριβώς το κάτι που μας κάνει να χαζεύουμε το σινεμά του.
«Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί» (2013)
Σε μια καριέρα που οι πιο ακαδημαϊκοί κριτικοί καταδικάζουν στην απουσία της από μείζονες βραβεύσεις ή στηλιτεύουν για την ακραιφνή της φεστιβαλικότητα (οι Κάννες ας πούμε λατρεύουν τον Τζάρμους, πέντε βραβεία έχει εκεί και σχεδόν όλες του οι ταινίες πέρασαν από κάποιο διαγωνιστικό), ο σκηνοθέτης απαντά με κάτι έργα σαν αυτό, «ωριμότητας» τζαρμουσικά εννοούμενης που ευτυχώς έζησε να διαπράξει. Ο αιχμάλωτος των ηδονών του άνθρωπος, ο φετιχιστής, ο έμπρακτα ερωτευμένος, μια φυλή παράξενη ολότελα αποτραβηγμένη, νυχτερινή, βαμπιρική. Ένα μόνο ξέρεις γι' αυτήν, πως γνωρίζει την παρακμή, την ιδιότυπή αιμομικτικότητά της, πως κάθε της κίνηση προφητεύει το τέλος της. Αυτή είναι μια όψη μεγαλοαστικού σινεμά, μιας ανυπότακτης αριστοκρατικότητας που δεν έχει τίποτα να κρατηθεί παρά τον εστετισμό της και τίποτα να ελπίσει παρά τον παρατεινόμενο, μα πεπερασμένο όπως και να 'χει, χρόνο της.
Πηγή: Τζιμ Τζάρμους: Ο νωχελικός εστέτ του ανεξάρτητου σινεμά ? αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 05 JAN 2017 / Γιώργος ΚρασσακόπουλοςΠερισσότερο από σκηνοθέτης, ο Τζιμ Τζάρμους μοιάζει να είναι ένας Αμερικάνος φίλος, ένας άνθρωπος που έχει ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθεί, εντός κι εκτός της οθόνης. Με αφορμή το «Paterson» μοιράζεται μαζί μας μερικές από αυτές.
Μιλήστε μας λίγο για το πως προέκυψε το «Paterson», μια ταινία που μοιάζει ιδιαίτερα χαμηλότονη και ήσυχη, ακόμη και στο δικό σας, κινηματογραφικό σύμπαν.
Ήθελα να κάνω ένα φιλμ σαν αντίδοτο στο δράμα, στην δράση, στις συγκρούσεις, τις μυστηριώδεις γυναίκες. Δεν είμαι σίγουρος. Ποτέ δεν είμαι. Είμαι πολύ κακός να μιλάω γι αυτά τα πράγματα κυρίως γιατί δεν μου αρέσει να τα αναλύω. Ούτε όσο τα κάνω ούτε αφού τα έχω κάνει. Οπότε πιθανότατα όλες μου οι απαντήσεις θα είναι «δεν ξέρω. Τι νομίζεις εσύ;». Αλλά ξέρω ότι θέλαμε να κάνουμε μια ήσυχη ταινία, ηθελημένα μικρή. Και δεν χρησιμοποιώ την λέξη μικρή με την αρνητική της έκφραση, αλλά χαμηλότονη, σαν μια ταινία του Οζου, όχι ότι θέλαμε να μιμηθούμε κάποιον σκηνοθέτη συγκεκριμένα, αλλά να, είναι μια ταινία και για την ποίηση και με κάποιο τρόπο, το να είσαι ποιητής σημαίνει να παρατηρείς.
Και η πόλη του Πάτερσον; Γιατί τοποθετήσατε την δράση εκεί;
Ενδιαφέρθηκα για το Πάτερσον, όταν πήγα μια εκδρομή εκεί, 25 χρόνια πριν. Απέχει μόλις 20 χιλιόμετρα από τη Νέα Υόρκη αλλά είναι ένα μάλλον ξεχασμένο μέρος. Εχει αυτούς τους υπέροχους καταρράκτες που έδωσαν στον Αλεξάντερ Χάμιλτον την ιδέα να δημιουργήσει εκεί την πρώτη βιομηχανική πόλη στην Αμερική, που έγινε όντως. Ηταν μια πόλη γεμάτη μηχανικά κλωστήρια, κυρίως μεταξιού που κινούνταν από τον καταρράκτη. Εχει μια μεγάλη κι ενδιαφέρουσα ιστορία, πολλές απεργίες, το 1838 νομίζω έλαβε χώρα εκεί μια μαζική απεργία δύο χιλιάδων εργατών οι μισοί από τους οποίους ήταν παιδιά Ιρλανδικής καταγωγής, οι οποίοι απεργούσαν γιατί δούλευαν 13 ώρες την ημέρα, έξι μέρες την εβδομάδα. Η απεργία απέτυχε, αλλά οι ώρες εργασίας τους μειώθηκαν σε 11,5 την ημέρα και 9 ώρες το Σάββατο. Υπήρχε πολύ σκληρότητα εκεί κι ως εκ τούτου πολλοί αναρχικοί τους οποίους αναφέρουμε κάποια στιγμή στο φιλμ. Τώρα η πόλη έχει έναν εξαιρετικά ποικιλόμορφο πληθυσμό, πολλές εθνικότητές που ζουν εκεί. Έχει τον μεγαλύτερο αραβικό πληθυσμό από κάθε πόλη της Αμερικής μετά από το Ντίαρμπορν του Μίσιγκαν, πολλούς Αφροαμερικάνους, λατινοαμερικάνους, και φυσικά Ιρλανδούς και Ιταλούς. Ειναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πολύ, αλλά ξεχασμένη και φτωχή. Το Πάτερσον είναι μια σκληρή και δύσκολη πόλη, συχνά βίαιή, αλλά έχει και ανθρώπους που απλά ζουν την ζωή τους και την καθημερινότητά τους. Η ταινία μας είναι γι αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι ένα κοινωνικοπολιτικό ντοκιμαντέρ, αλλά είναι παράδοξο γιατί όπου κι αν κοιτάξεις βλέπεις την αντίθεση ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία. Θα δεις ας πούμε ένα σπίτι να διαλύεται και να σαπίζει και στο διπλανό σπίτι, τους ανθρώπους να βάφουν την πόρτα τους. Οπού κι αν κοιτάξεις υπάρχουν αυτά τα δύο στοιχεία μαζί. Αλλά στην ταινία μας υπάρχει πολύ λιγότερη απελπισία απ΄ότι στο αληθινό Πάτερσον. Αλλά είναι μια ταινία για έναν ποιητή... Το Πάτερσον όμως έχει μια λαμπρή ιστορία ποιητών και ποίησης. Ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς ήταν γιατρός εκεί, ο Αλεν Γκίνσμπεργκ μεγάλωσε εκεί, υπάρχουν ακόμη ποιητές κι εκεί και αυτό μου φαίνεται παράδοξο κι ενδιαφέρον.Οι ποιητές ήταν ανέκαθεν οι ήρωές μου, γιατί δεν υπάρχει κανείς που να έγινε ποιητής για τα χρήματα.
Προφανώς έχετε μια ιδιαίτερη σχέση με την ποίηση.
Κατάγομαι από το Ακρον του Οχάιο μια πρώην βιομηχανική πόλη κι όταν έφυγα από εκεί στο τέλος της εφηβείας μου ο στόχος μου ήταν να γίνω ποιητής. Οι ποιητές ήταν ανέκαθεν οι ήρωές μου, γιατί δεν υπάρχει κανείς που να έγινε ποιητής για τα χρήματα. Το κάνουν από καθαρή αγάπη στην φόρμα, μια τόσο όμορφη φόρμα. Υπάρχουν τόσοι υπέροχοι ποιητές... Οταν ήμουν έφηβος ξεκίνησα να διαβάζω κυρίως γάλλους ποιητές σε μετάφραση και μέσα από αυτούς ανακάλυψα τους Αμερικάνους ποιητές, τον Γουόλτ Γουίτμαν, τον Χαρτ κρέιν και φυσικά Γουάλας Στίβενς, τον Γουίλιαμ κάρλος Γουίλιαμς. Κι όταν τελικά μετακόμισα στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσω, βρέθηκα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια με τον Κένεθ Κούκ και τον Ντέιβιντ Σαπίρο ανάμεσα στους καθηγητές μου, δυο σπουδαίους ποιητές της σχολής της Νέας Υόρκης. Το 1970 ο Ντέιβιντ Σαπίρο και ο Ρον Πάτζετ που έγραψε τα ποιήματα της ταινίας μας, εξέδωσαν το Anthology of New York Poets το οποίο όρισε την ιδέα αυτού που τώρα ονομάζουμε Σχολή της Νέας Υόρκης. Ποιητές που έχουν χιούμορ, διάθεση για ζωή, δεν είναι πάντα τόσο σοβαροί μια ιδέα βασισμένοι σε ένα μανιφέστο του Φρανκ Ο’Χαρα, ενός σπουδαίου ποιητή της Σχολής της Νέας Υόρκης, ο οποίος δούλευε ως curator του μουσείου Μοντέρνας Τέχνης, κι έγραφε ποιήματα στα διαλλείματά του για φαγητό. Ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς ήταν γιατρός, ο Γουάλας Στίβενς ήταν επικεφαλής μιας ασφαλιστικής εταιρίας. Για κανέναν οι ποίηση δεν ήταν η δουλειά από την οποία ζούσε. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει άνετα από την ποίησή του. Ολοι οι ποιητές που ξέρω είχαν πάντα μια άλλη δουλειά για τον βιοπορισμό τους. Ο Ο’Χαρα είχε γράψει στο μανιφέστο του ότι ένας ποιητής οφείλει να γράφει τα ποιήματά του, όχι για τον κόσμο, αλλά για ένα άλλο πρόσωπο. Σαν ένα μικρό σημείωμα. Κι ένα από τα πιο διακριτά παραδείγματα ενός τέτοιου ποιήματος ήταν αυτό του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς το οποίο ονομάζεται «this is just to say», το οποίο διαβάζουμε και στην ταινία και δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σημείωμα αφημένο σε ένα τραπέζι. Η σχολή της Νέας Υόρκης γράφει ποιήματα για έναν άλλο άνθρωπο. Στο μυαλό τους, το να γράψεις για ολόκληρο τον κόσμο θα ήταν απλώς γελοίο.
Νιώθετε ότι κάνετε ταινίες με τον ίδιο τρόπο;
Θα ήμουν πολύ βαθιά τιμημένος αν κάποιος, κάποτε έλεγε ότι ήμουν το κινηματογραφικό αντίστοιχο των ποιητών της Σχολής της Νέας Υόρκης, γιατί ήταν κυριολεκτικά οι δάσκαλοί μου, αλλά ήταν και οι δάσκαλοί μου στην ευφορία, στην θετική διάθεση. Για παράδειγμα χρησιμοποιούν πολλά θαυμαστικά, κάτι που είναι παράδοξο στην ποίηση. Η πρώτη αράδα ενός ποιήματος του Φραν Ο’Χάρα είναι «Νέα Υόρκη, πόσο όμορφη είσαι σήμερα, σαν την Τζιντζερ Ρότζερς στο swing Time», θαυμαστικό. Να ένα παράδειγμα της «μη σοβαρότητάς τους». Ή ένα άλλο ποίημα του Κένεθ Κουκ με τον τίτλο Sleeping with Women, στο οποίο κάθε στίχος έχει την φράση «κοιμάμαι με γυναίκες». Κάθε γραμμή. «Είμαι στο Παρίσι και κοιμάμαι με γυναίκες». «Είμαι μόνος, αλλά κοιμάμαι με γυναίκες». «Ενώ κοιμάμαι, ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι με γυναίκες». Και συνεχίζει έτσι. Οταν σπούδαζα με τον Κένεθ Κόουλ, θυμάμαι ότι μου είχε δώσει ένα ποίημα του Ρίλκε και μου είπε «Τζιμ, θέλω σε δυο μέρες να μου έχεις φέρει μια μετάφρασή του». Και του είπα, μα Κένεθ, δεν μιλάω ούτε λέξη γερμανικά. Στο οποίο μου απάντησε «ακριβώς». Αυτό ήταν το στιλ τους. Θα σε έβαζε να κάνεις μια μετάφραση ενός ποιήματος από τα γερμανικά δίχως να μιλάς την γλώσσα. Και το έκανα, έγραψα ένα ποίημα που είχε να κάνει με τους ήχους και την αίσθηση που πήρα από εκείνο το ποίημα που δεν καταλάβαινα. Οταν κάνεις σινεμά, το κοινό ολοκληρώνει ένα κύκλωμα. Δεν μπορείς να ανάψεις μια λάμπα δίχως να την βάλεις στην πρίζα. Κάπως έτσι οι θεατές μου ολοκληρώνουν αυτό το κύκλωμα. Αλλά αν κι όπως είπα δεν αναλύω την δουλειά μου, νιώθω λίγο ότι οι τελευταίες μου ταινίες είναι με κάποιο τρόπο σαν μικρά ερωτικά σημειώματα σε πράγματα που αγαπώ στον κόσμο. Οπότε ίσως έχουν κάποια σχέση με αυτό τον κόσμο.Οταν κάνεις σινεμά, το κοινό ολοκληρώνει ένα κύκλωμα. Δεν μπορείς να ανάψεις μια λάμπα δίχως να την βάλεις στην πρίζα. Κάπως έτσι οι θεατές μου ολοκληρώνουν αυτό το κύκλωμα.
Εξακολουθείτε να ζείτε στην Νέα Υόρκη, πως είναι η πόλη τώρα σε σχέση με αυτή όταν ξεκινήσατε να κάνετε σινεμά;
Η αλήθεια είναι ότι έχω αρχίσει να κουράζομαι από την ζωή στη Νέα Υόρκη. Εξακολουθώ να ζω εκεί, αλλά μοιράζω τον χρόνο μου σε ένα μικρό σπίτι που περιτριγυρίζεται από φύση στα Κατσκιλς. Αυτή την στιγμή ζω περίπου τρεις εβδομάδες του μηνά στην πόλη και μία στην εξοχή, αλλά προσπαθώ να αντιστρέψω αυτή την ισορροπία. Το όνειρό μου στους επόμενους έξη μήνες ή τον επόμενο χρόνο θα είναι να ζω τρεις εβδομάδες τον μήνα εκεί. Η πόλη είναι πια τόσο πολύβουη και τόσο «πουλημένη», όλα εκεί έχουν να κάνουν με το χρήμα, το χρήμα, το χρήμα. Υπάρχουν τρεις φορές περισσότεροι άνθρωποι στην πόλη απ όταν μετακόμισα εκεί στην δεκαετία του 70, έχει αλλάξει τόσο πολύ. Κι ακόμη και η κουλτούρα της υποφέρει, αφού ένα underground κίνημα χρειάζεται μια νεανική ενέργεια για να αναπτυχθεί, αλλά σε μια πόλη όπου οι νέοι δεν μπορούν να ζήσουν γιατί είναι τόσο ακριβή, αυτή ενέργεια απομακρύνεται κι ανοίγει. Το νέο αίμα δεν είναι οι άνθρωποι της Wall Street, είναι καλλιτέχνες και δεν μπορούν να ζήσουν στο Μανχάταν.
Μοιάζει λίγο θλιβερό δεδομένης της ιστορίας της πόλης και της σχέσης της με την τέχνη.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να είσαι σε ένα αστικό περιβάλλον, ή σε μια πόλη σαν την Νέα Υόρκη για να μπορείς να είσαι καλλιτέχνης. Στην πραγματικότητα αγόρασα το σπίτι μου στα Κατσκιλς πριν από είκοσι χρόνια για έχω ένα μέρος όπου να μπορώ να γράφω. Ηταν πολύτιμο να μπορώ να φεύγω από την πόλη. Συμβαίνουν τόσα πολλά πράγματα που σε αποσπούν εκεί κι επίσης έχω φίλους απ’ όλο τον κόσμο κι αν ζεις στην Νέα Υόρκη κάποιος θα είναι εκεί κάθε εβδομάδα. Τους αγαπώ, αλλά μερικές φορές χρειάζεσαι ένα διάλλειμα. Και το να είσαι στο δάσος είναι μια πολύ καλή δικαιολογία για να μην πας στο άνοιγμα μιας έκθεσης για παράδειγμα...
Πόσο συνδεδεμένος είστε εκεί;
Υπάρχει wifi στο σπίτι, αλλά δεν έχω σήμα για το κινητό μου τηλέφωνο οπότε πρέπει να κατέβω στην πόλη όταν θέλω να το χρησιμοποιήσω.
Εχετε κινητό τηλέφωνο πλέον;
Ναι έχω κινητό. Εχω κι ipad. Αλλά ακόμη δεν έχω κομπιούτερ. Είμαι σαν εκατομμύρια κινέζους που δεν έχουν υπολογιστή, αλλά έχουν tablet. Οταν βλέπω ανθρώπους να δουλεύουν σε υπολογιστή, πάντα με παραξενεύει ότι δεν μπορούν αν κινήσουν κάτι κατ’ ευθείαν με το δάχτυλό τους στην οθόνη; Ποντίκι, τι εννοείς ποντίκι; Γελά. Εχω δάχτυλα. Να κοίτα έχω κι ένα iphone. [το βγάζει από την τσέπη του]. Περπατούσα σε έναν δρόμο στην νέα Υόρκη κι είδα ένα μικρό μαγαζί που έκλεινε και πουλούσε όλες τις θήκες για τηλέφωνα για ένα δολάριο κι αγόρασα αυτή την θήκη με το σήμα των Motorhead. Ηταν δυο μέρες πριν πεθάνει ο Λέμι. Δυο μέρες μετά ο Λέμι ήταν νεκρός. Ελπίζω να μην φταίω σε κάτι...Η Νέα Υόρκη είναι πια τόσο πολύβουη και τόσο «πουλημένη», όλα εκεί έχουν να κάνουν με το χρήμα, το χρήμα, το χρήμα.
Πόσος από τον εαυτό σας θα λέγατε ότι υπάρχει στο «Paterson»;
Αποφεύγω να σκέφτομαι αν οι χαρακτήρες μου έχουν κάτι από μένα, αλλά ξέρεις, ότι βγαίνει από σένα, έχει να κάνει με όλα τα πράγματα που έχεις προσλάβει, που έχεις χωνέψει. Αν κάτι σε συγκινεί το κάνεις δικό σου, σου ανήκει γιατί σημαίνει κάτι για σένα. Ενα βιβλίο, μια ταινία, ένα τραγούδι. Οπότε δεν ξέρω τι απ’ όσα κάνω, πόσο κομμάτι των χαρακτήρων ή των ταινιών μου έχει στοιχεία του εαυτού μου. Αλλά πάντα γράφω μόνος μου δεν δουλεύω με συνεργάτες ότι κι αν σημαίνει αυτό.
Και ο Ανταμ Ντράιβερ πως βρέθηκε στο σύμπαν της ταινίας σας;
Αυτή ήταν μια από τις πρώτες φορές που οι ήρωες μου δεν είχαν ήδη βρει τους ερμηνευτές τους στο κεφάλι μου από την στιγμή που έγραφα το σενάριο. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα δει τον Ανταμ Ντράιβερ σε πολλά πράγματα πριν το φιλμ, το είχα δει μόνο στο «Frances Ha», στο «Girls», αλλά διάβασα μια συνέντευξή του και σκέφτηκα ότι θα ήθελα να τον συναντήσω. Έβρισκα το πρόσωπό του ενδιαφέρον, τον τρόπο που κινείται, το πως παίζει, όχι σαν ένας συνηθισμένος ηθοποιός που υποδύεται έναν ρόλο, μα αντιδρώντας στους άλλους, στα ερεθίσματα που του δίνεις. Αυτού του είδους οι ηθοποιοί μου αρέσουν. Και μετά τον συνάντησα και είδα ότι ήταν τόσο κουλ και ενδιαφέροντας που μου άρεσε πολύ η ιδέα ότι θα είναι στην ταινία μου. Κι όλα αυτά πριν μάθουμε ότι θα παίξει στο «Star wars».
Είδατε την ταινία;
Οχι δεν έχω δει καμμιά από τις ταινίες του «Πολέμου των Αστρων» κι ο λόγος είναι ότι ξέρω τα πάντα, γι αυτές για τους χαρακτήρες, τη πλοκή, το ύφος την δράση, όλες τις πληροφορίες. Και πως τα ξέρω; Με το ζόρι αφού μας τα προσφέρουν σχεδόν με την βία σε έναν καταιγισμό πληροφορίας και διαφήμισης. Δεν θέλω να τις δω αυτές τις ταινίες, ονειρεύομαι ήδη τον R2D2 ακόμη κι αν δεν τον έχω δει ποτέ στην οθόνη. Είναι παντού
Και τώρα ο Καιλο Ρεν παίζει στo «Paterson».
Yeah man, δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα από τον «Πόλεμο των Αστρων». [Γελά] είναι σαν να με βασανίζουν. Είναι ένα σχέδιο της NSAΠηγή: Μιλώντας για ποίηση με τον Τζιμ Τζάρμους (flix.gr)
Εργογραφία
Ηθοποιός
| ||||
Παραγωγός
| ||||
Editor
| ||||
Πηγή: Jim Jarmusch - IMDb
Jim Jarmusch, Jack Lang, Spike Lee, Emir Kusturica
Iggy Pop and Jim Jarmusch