Η Μαργαρίτα φον Τρότα (Margarethe von Trotta, 21 Φεβρουαρίου 1942) είναι Γερμανίδα ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος.
Χωρίς να έχει ιθαγένεια η Μαργαρίτα φον Τρότα πέρασε τα παιδικά της χρόνια και τα νιάτα της με τη μητέρα της Ελισάβετ φον Τρότα, απόγονο μιας γερμανο-βαλτικής ευγενούς οικογένειας, στο Ντίσελντορφ. Ο πατέρας της είναι ο ζωγράφος και εικονογράφος Alfred Roloff. Αφού πέρασε από το γυμνάσιο, φοίτησε στην Ανώτατη Εμπορική Σχολή για δύο χρόνια και στη συνέχεια εργάστηκε σε ένα γραφείο. Απέκτησε την πρώτη της κινηματογραφική εμπειρία στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με την ευκαιρία της παραμονής της στο Παρίσι. Ολοκλήρωσε το Abitur της το 1960 στο Γυμναστήριο Theodor-Fliedner στο Ντίσελντορφ-Kaiserswerth και στη συνέχεια άρχισε να σπουδάζει τέχνη στο Ντίσελντορφ. Μετακόμισε στο Μόναχογια να σπουδάσει Γερμανικές και Ρομαντικές Σπουδές. Επίσης, εγκατέλειψε τις σπουδές της για να μπορέσει να κάνει μαθήματα σε σχολή υποκριτικής. Το 1964 έκανε την πρώτη της σημαντική εμφάνιση στο Dinkelsbühl. Έγινε Γερμανός πολίτης το 1964 όταν παντρεύτηκε τον Jürgen Moeller. Από αυτόν τον γάμο προέρχεται ο γιος της Felix Moeller. Χώρισαν το 1969.
Μετά από παραστάσεις στη Στουτγάρδη έπαιξε το 1969/1970 στο Kleiner Theater am Zoo στη Φρανκφούρτη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ανέλαβε επίσης ρόλους σε τέσσερις ταινίες του Rainer Werner Fassbinder. Το 1971 παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Βόλκερ Σλόντορφ (διαζύγιο 1991).
Σκηνοθετεί από το 1977. Μετά τον χωρισμό της από τον Βόλκερ Σλέντορφ, η Μαργαρίτα φον Τρότα έζησε για πρώτη φορά στην Ιταλία και σήμερα στο Παρίσι και το Μόναχο.
Το 1978, μαζί με την Alice Schwarzer, Erika Pluhar, Inge Meysel και τέσσερις άλλες γυναίκες, μήνυσε ανεπιτυχώς ενάντια σε αυτό που θεωρούσε σεξιστικές εικόνες κάλυψης του περιοδικού ταμπλόιντ Stern. Αν και αυτή η διαδικασία έχει χαθεί, θεωρείται μια δημοφιλής αρχή στον αγώνα ενάντια στην πορνογραφία και τη μισογυνία.
Με την ταινία της Die bleierne Zeit, «για πρώτη φορά, η ταινία μιας γυναίκας προσέλκυσε τη διεθνή προσοχή» κερδίζοντας το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 1981.
Von Trotta είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου,της Γερμανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου,[3] της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου, Chevalier des Ordre des Arts et des Lettres, Αξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής.
Κατά το χειμερινό εξάμηνο 2013/14 η Margarethe von Trotta ανέλαβε το Mercatorprofessorsat στο Πανεπιστήμιο του Duisburg-Essen. [4] Τα μέτρα που
Στο Γερμανικό Βραβείο Κινηματογράφου 2019, η σκηνοθέτης έλαβε το τιμητικό βραβείο για τις «εξαιρετικές υπηρεσίες της στη γερμανική ταινία».
Πηγή: Margarethe von Trotta - Wikipedia
Φιλμογραφία
Σκηνοθεσία
| ||||
Ηθοποιός
| ||||
Σεναριογράφος
| ||||
Γράφει η Δώρα Στυλιανίδου
Το 1962 γεννιέται ο Νέος Γερμανικός Κινηματογράφος. Απο τις στάχτες, κυριολεκτικά, του παλιού γερμανικού σινεμά. Πρώτα της μεταπολεμικής δεκαετίας του 1950 της ανοικοδόμησης, όπου τα γερμανικά φιλμ είναι ντοκιμαντερίστικες “ταινίες ερειπίων”(Trummerfilm) ή απλοικές ταινίες της αγάπης για την πατρίδα (Heimatfilm) και πιο πριν, της δεκαετίας του 1940,της ναζιστικής προπαγανδιστικής μεγαλομανούς επικής ταινίας και του ξέφρενου μιούζικαλ με το χολυγουντιανό πρότυπο που γυρίζονταν υπο την εποπτεία του Γκέμπελς με σκοπό να κρατήσουν τον κόσμο μακριά απο την φρίκη του πολέμου, να υπνωτίσουν το κοινό με φαντασιώσεις και μεγαλεπήβολα οράματα και να κοιμίσουν συνειδήσεις.
Το καλλιτεχνικό ρεύμα του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου θα κάνει ακριβώς το αντίθετο. Κατά πρώτον θα αφυπνίσει τις κοιμισμένες συνειδήσεις, και θα αποκαλύψει στους γερμανούς/γερμανίδες το σκοτεινό τους παρελθόν που αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν και την περίπλοκη νοσηρότητα της σύγχρονης κοινωνίας που πάλευε με κάθε κόστος να σταθεί στα πόδια της.Το τρομερό αυτό θέμα του οποιαδήποτε κόστους θα γίνει τόσο κεντρικό στις ταινίες που θα σοκάρει τους/τις θεατές και φαίνεται ξεκάθαρα στις ταινίες του Φασμπίντερ “Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν”, “Λόλα”, “Λιλή Μαρλέν”.
Το δεύτερο θέμα η καταστροφική μεγαλομανία θα αναδειχθεί ανατριχιαστικά στις ταινίες του Χέρτζοκ “Φιτσκαράλντο”, “Αγκίρε, η οργή του Θεού” και σε άλλες. Ο Νέος Γερμανικός Κινηματογράφος θα γράψει ιστορία με αριστουργήματα όπως “Το Ταμπούρλο” ταινία που διαπραγματεύεται την πολιτική αδράνεια και θα διεκδικήσει μια θέση στον ευρωπαικό καλλιτεχνικό κινηματογράφο που ήδη ανθούσε, με πολλά άλλα θέματα που απασχολούσαν την μεταπολεμική δυτική γερμανία. Στο Μανιφέστο τους του Ομπερχάουζεν του 1962 αυτά τα “τρομερά παιδιά” θα δηλώσουν ότι ο παλιός κινηματογράφος πέθανε-Papa’s kino ist tot- και απο τις στάχτες του ξεπήδησε ο καινούργιος.
Οι κυριότεροι αξιόλογοι νέοι γερμανοί σκηνοθέτες ήταν μεταξύ άλλων ο Βέρνερ Χέρτζοκ, ο Αλεξάντερ Κλούγκε, ο Βιμ Βέντερς , ο Ράινερ Φασμπίντερ, ο Βέρνερ Σρέτερ, ο Ετγκαρ Ράιτς και ο Φόλκερ Σλέντορφ. Οι γυναίκες σκηνοθέτηδες που ήταν μόνο τρεις και των οποίων το έργο δεν αναγνωρίσθηκε εύκολα, ήταν η Χέλμα Σάντερς-Μπραμς, η Χέλκε Σάντερ και η Μαργκαρέτε φον Τρότα. Η τελευταία που θα εξελιχθεί στην πιο σημαντική γερμανίδα σκηνοθέτρια, θα παντρευθεί με τον Φόλκερ Σλέντορφ, θα παραμείνει μαζί του απο το 1971 μέχρι το 1991 και θα συνεργαστεί μαζί του σε κάποιες ταινίες.
Ανάμεσα σε τόσους εκπληκτικούς άντρες σκηνοθέτες η Μαργκαρέτε φον Τρότα ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτρια θα νιώσει έντονα τον δημιουργικό παροξυσμό και το πάθος της ανταγωνιστηκότητας για να κερδίσει την δική της θέση, κυρίως σαν γυναίκα σκηνοθέτις. Παρόλη την συντροφικότητα και την αλληλεγγύη των νέων καλλιτεχνών του του καλλιτεχνικού αυτού ρεύματος, η Τρότα θα δυσκολευτεί να αποδείξει τον εαυτό της και τις ικανότητες της. Θα πρέπει να μάθει πολλά για την υποκριτική, το σενάριο, τη σκηνοθεσία.
Θεματικά η φον Τρότα που θαύμαζε τους άντρες συναδέλφους της και ήταν περήφανη να ανήκει σε αυτό το καλλιτεχνικό ρεύμα θα έπρεπε να κάνει κάτι διαφορετικό που θα την ξεχώριζε απο εκείνους με την δική της ταυτότητα και αυτό στο οποίο κεντράρισε, ήταν η ζωή των γυναικών. Ωστόσο η ίδια δεν ήθελε να θεωρείται μόνο μια σκηνοθέτις ταινιών για τις γυναίκες.
Η Μαργκαρέτε φον Τρότα γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1942 στο Βερολίνο και μετά τον πόλεμο, έχοντας χάσει τον πατέρα της, πήγε με την μητέρα της στο Ντύσελντορφ. Η σχέση της με την μητέρα της ήταν πολύ στενή και έμαθε απο αυτήν την εμπιστοσύνη και την αλληλεγγύη μεταξύ των γυναικών.
Επαιξε σε ταινίες του Φασμπίντερ και του Σλέντορφ, εκπαιδεύοντας τον εαυτό της για να γίνει σκηνοθέτης. “Το 1962 μια γυναίκα δεν γίνοταν εύκολα σκηνοθέτης έτσι μπήκα στη σκηνοθεσία μέσω της ηθοποίας” έχει πει χαρακτηριστικά.
Οι ταινίες της έχουν μια στράτευση και μια πολιτική διάσταση. Κεντρικό θέμα οι γυναίκες, η ζωή τους, οι σχέσεις τους με άλλες γυναίκες αδελφές, φίλες αλλά και με τους άντρες. Οι δύο κορυφαίες ταινίες της “Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλούμ” του 1975 που σκηνοθέτησε μαζί με τον Φόλκερ Σλέντορφ δείχνει την ασφυκτική ζωή των γυναικών που υπόκεινται σε πολλές μορφές καταπίεσης και “Το δεύτερο ξύπνημα της Κρίστα Κλάγκελ”του 1978 που είναι δική της εξ’ολοκλήρου σκηνοθεσία, έχει να κάνει με την ριζοσπαστικοποίηση μιάς νέας γυναίκας.
Το 1986 γύρισε την “Ρόζα Λούξεμπουργκ” μια σημαντική ταινία για την μεγάλη αγωνίστρια και το 2012 την “Χάνα Αρεντ” για τα ηθικά διλήματα που βασάνισαν την σπουδαία γερμανίδα φιλόσοφο σχετικά με την απαγωγή του Άιχμαν απο την Αργεντινή απο την Μοσάντ, την δίκη του και την εκτέλεσή του στο Ισραήλ.
Το 1979 γύρισε τις Αδελφές ,το 1981 το Μαριάνε και Τζουλιάνε, και το 1988 τις Τρεις αδελφές. Οι τρεις αυτές ταινίες συνιστούν ασυναίσθητα μια τριλογία και αναφέρονται στις δεκαετίες 1940 και 1950 που ενώ οι γυναίκες αυτές ζούν σε συντηρητικές κοινωνίες, απορίπτουν τους παραδοσιακούς ρόλους τους.
Επειδή ένιωθε ότι επισκιαζόταν απο το έργο του άντρα της του σημαντικού σκηνοθέτη Φόλκερ Σλέντορφ, ακολούθησε δική της πορεία και έκανε καριέρα μόνη της γυρίζοντας 14 περίπου ταινίες, κάνοντας τηλεοπτική δουλειά και παίζοντας σαν ηθοποιός σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες.
Η φον Τρότα θεωρήται η πιο σημαντική φεμινίστρια σκηνοθέτης παγκοσμίως και οι ταινίες της άγγιξαν γυναικεία ζητήματα όπως την έκτρωση, την αντισύλληψη, την θέση των γυναικών στην δουλειά , την κακοποίηση απο τους άντρες και την μονολιθική φύση των παραδοσιακών γυναικείων ρόλων.
Το σλόγκαν “το προσωπικό είναι πολιτικό” που καθόρησε την δεκαετία του 1960 διακατέχει το έργο της φον Τρότα. Τα τελευταία χρόνια ζει στο Παρίσι όπου διδάσκει κινηματογράφο στο European Graduate School. Η μεγάλη προσφορά της στον ευρωπαικό και παγκόσμιο κινηματογράφο είναι αδιαμφησβήτητη και παραμένει μέχρι και σήμερα η σκηνοθέτιδα της ζωής των γυναικών.
Όμως η φον Τρότα δεν είναι μόνο αυτό αλλά πολλά άλλα. Αμφισβητεί και ανατρέπει δεδομένα και στερεότυπα αναδεικνύοντας την περιπλοκότητα και την αυθεντικότητα ή την μη-αυθεντικότητα της ζωής των γυναικών. Πάνω απο όλα ήταν το θηλυκό “τρομερό” παιδί του ηλικιωμένου πια Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου, ενός απο τα πιο σημαντικά καλλιτεχνικά κινήματα παγκοσμίως.
Πηγή: Μαργκαρέτε φον Τρότα: η γερμανίδα σκηνοθέτις της ζωής των γυναικών - Το Μωβ (tomov.gr)
Margarethe von Trotta und Jane Campion