Η ταινία που άλλαξε τον αμερικάνικο κινηματογράφο συμπληρώνει 25 χρόνια

Φέτος συμπληρώνονται 25 χρόνια από την κυκλοφορία της πρώτης σκηνοθετικής δουλειάς του Κουέντιν Ταραντίνο, η οποία εκτόξευσε την καριέρα του σινεφίλ σκηνοθέτη και σήμερα θεωρείται ορόσημο για τη δεκαετία του ’90. Ανατρέχουμε στους λόγους για τους οποίους αυτό το αιματηρό ντεμπούτο δεν έχει χάσει ίχνος από τη φρεσκάδα του.

Το 1991 ο Κουέντιν Ταραντίνο μπαίνει στην αίθουσα προβολής του Ινστιτούτου Σάντανς, όπου διεξάγεται ένα εργαστήριο για νέους σκηνοθέτες. Τρεις φτασμένοι­ κινηματογραφιστές περιμένουν να δουν ένα δοκιμαστικό απόσπασμα της πρώτης του ταινίας με τίτλο «Reservoir Dogs». Η σκηνή που παρακολουθούν είναι απλή: έξι άντρες σε ένα τραπέζι συζητούν το σχέδιο μιας ληστείας. Μόλις ανάβουν τα φώτα, ένας εκ των βετεράνων δημιουργών λέει στον νεαρό Ταραντίνο πως «όχι απλώς η σκηνή είναι χάλια, αλλά το χειρότερο είναι ότι πρόκειται να γίνει ταινία!» Αυτή ήταν η αρχή του ταξιδιού για τον άνθρωπο που ξεκίνησε ως υπάλληλος βίντεο κλαμπ στην Καλιφόρνια κι έφτασε να θεωρείται ένας από τους δημιουργούς που σμίλεψαν το σύγχρονο αμερικανικό σινεμά. Ένα χρόνο αργότερα ο 29χρονος Κουέντιν θα επέστρεφε θριαμβευτής στο Φεστιβάλ Σάντανς, με το «Reservoir Dogs» να κυριαρχεί σε όλες τις συζητήσεις και το σούσουρο να το συνοδεύει μέχρι το Φεστιβάλ Κανών. Η νέα γενιά σκηνοθετών, που έκανε ντεμπούτο με την απονομή του Χρυσού Φοίνικα στο «Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, είχε έρθει η ώρα να κάνει την αντεπίθεσή της.

Ηλεκτροσόκ στο Χόλιγουντ
Όπως κάθε παραγωγή πρωτάρη σκηνοθέτη, έτσι και η προετοιμασία του «Reservoir Dogs» δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Χρειάστηκε η ενθουσιώδης συμμετοχή του Χάρβεϊ Καϊτέλ ως ηθοποιού και παραγωγού για να βρεθεί ο προϋπολογισμός και να ξεκινήσει η ταινία να γίνεται πραγματικότητα. Ο Καϊτέλ έμεινε άφωνος από την πρωτοτυπία με την οποία ο Ταραντίνο άλλαζε τους κανόνες των heist movies. Σύμφωνα με το σενάριο, επτά άντρες οργανώνουν και φέρνουν εις πέρας μια κλοπή διαμαντιών. Όλα εκτυλίσσονται βάσει σχεδίου, μέχρι τη στιγμή που ένας προδότης θα αποκαλυφθεί ανάμεσά τους. Η πλοκή μοιάζει τετριμμένη, θυμίζοντας το «The Killing» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, έως ότου συνειδητοποιείς ότι στην ταινία δεν βλέπεις ποτέ την ίδια την κλοπή. Η μη γραμμική αφήγηση επικεντρώνεται στους χαρακτήρες και στις μεταξύ τους σχέσεις, θίγοντας τις έννοιες της εμπιστοσύνης μεταξύ αντρών και της πίστης σε έναν κοινό στόχο.

Παρά το μεγάλο αριθμό πρωταγωνιστών, ο θεατής ταυτίζεται μαζί τους χάρη στη μοναδική ικανότητα του Ταραντίνο να χρησιμοποιεί τους μακροσκελείς διαλόγους για να δώσει πληροφορίες και να εξαπολύσει τις θανατηφόρες ατάκες του. Σε μια φαινομενικά αδιά­φορη συζήτηση, όπως π.χ. η... φιλοσοφικής φύσεως διαφωνία για την ερμηνεία στίχων της Μαντόνα, οι ήρωες παίρνουν «αληθινή» διάσταση καθώς ο θεατής νιώθει να εμπλέκεται στην κουβέντα, γνωρίζοντας ακριβώς για τι μιλάνε. Ο συνδυασμός ποπ κουλτούρας και arthouse σινεμά μπορεί σήμερα να είναι συνηθισμένος, τότε όμως ήταν κάτι πρωτάκουστο. Πάντως, το «Reservoir Dogs» ξεδιπλώνει πλήρως τη δύναμή του όταν η δράση κορυφώνεται και αυξάνονται οι ποσότητες αίματος που κατακλύζουν την οθόνη.

Ο Ταραντίνο χρησιμοποιεί ένα είδος βίας που δεν... βιάζεται, κοντοστέκεται κι εκμεταλλεύεται τον αφηγηματικό χρόνο για να γίνει ακόμη πιο ανατριχιαστική. Όπως στην κλασική σκηνή του βασανισμού, που ο Mr. Blonde (Μάικλ Μάντσεν) ακρωτηριάζει το αφτί ενός αστυνομικού δεμένου πισθάγκωνα, χορεύοντας αργόσυρτα στο ρυθμό του κλασικού hit «Stuck in the middle with you» των Stealer’s Wheel. Ένας ακρωτηριασμός που υπονοείται, καθώς την κρίσιμη στιγμή η κάμερα πανέξυπνα απομακρύνεται και καδράρει μια σήμανση στον τοίχο που γράφει «προστατεύστε το κεφάλι σας», μία από τις δεκάδες πινελιές μαύρου χιού­μορ που μπολιάζουν το σενάριο.

Η αντιπαράθεση αποστροφής και απόλαυσης σε συνδυασμό με τις στοχευμένες ανατροπές εκτοξεύουν το σασπένς και κρατούν τον θεατή στην άκρη του καθίσματος. Προσθέστε στο μείγμα την τρομερή σπιρτάδα και ζωντάνια κάθε πλάνου (όπως η κάμερα στο πορτμπαγκάζ), τις ακομπλεξάριστες ερμηνείες των ηθοποιών, το άμεσο μοντάζ κι ένα φοβερό σάουντρακ γεμάτο ’70s garage rock διαμάντια κι έχετε στα χέρια σας ένα μεταμοντέρνο νουάρ αριστούργημα.

Η χρυσή κληρονομιά
Όλα τα στοιχεία που έμελλε να ταυτιστούν με το σινεμά του Ταραντίνο τελειοποιήθηκαν στο «Pulp Fiction» (1994), το οποίο χάρη στον Χρυσό Φοίνικα και το Όσκαρ σεναρίου που κέρδισε άνοιξε διάπλατα την πόρτα στους σκηνοθέτες που διαμόρφωσαν το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά όπως το ξέρουμε σήμερα. Μαζί με τον Ταραντίνο, οι αδερφοί Κοέν και ο «συνοδοιπόρος» του Στίβεν Σόντερμπεργκ διεύρυναν το κοινό τους, ενώ χωρίς αυτούς πιθανότατα δεν θα έφταναν στη μεγάλη οθόνη cult ταινίες όπως οι «Υπάλληλοι» του Κέβιν Σμιθ ή το τολμηρό «Kids» του Λάρι Κλαρκ. Αν σκεφτούμε επίσης ότι τότε ξεκίνησαν την καριέρα τους, μεταξύ άλλων, οι Γουές Άντερσον, Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ και Πολ Τόμας Άντερσον, μπορούμε να μιλάμε για μια ιδιότυπη αναβίωση του αντίστοιχου σερί σπουδαίων ταινιών που παρήγαγαν στα ’70s τα στούντιο (όπως ο «Νονός»), με τη διαφορά πως αυτήν τη φορά οι νέοι auteurs δούλευαν «ανεξάρτητα».

Ο αντίκτυπος της επιτυχίας τους είναι αισθητός μέχρι σήμερα, καθώς «μικρές» παραγωγές όπως το «Moonlight» όχι μόνο διεκδικούν, αλλά κερδίζουν και Όσκαρ. Παράλληλα η καλλιτεχνική επιρροή του Ταραντίνο παραμένει διαχρονική, με σκηνοθέτες όπως ο Μπεν Γουάιτλι («Free Fire») ή ο Έντγκαρ Ράιτ («Baby Driver») να πίνουν νερό στο όνομά του. Ως γνήσιος film buff ο ίδιος, δεν επαναπαύεται κι ετοιμάζει την ένατη ταινία του, η οποία λαμβάνει χώρα το καλοκαίρι του 1969. Το ακόμη ατιτλοφόρητο σενάριο έχει ήρωα έναν επιτυχημένο τηλεοπτικό ηθοποιό που προσπαθεί να κάνει πέρασμα στο σινεμά, με φόντο το θάνατο της επίσης ηθοποιού Σάρον Τέιτ από τον κατά συρροή δολοφόνο Τσαρλς Μάνσον.

του Γιάννη Καντέα Παπαδόπουλου (01/12/2017)
Πηγή: Tribute - Σινεμά - αθηνόραμα (athinorama.gr)