13 Φεβρουαρίου του 1894, οι αδελφοί Λιουμιέρ παίρνουν επισήμως το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την κατασκευή της πρώτης μηχανής λήψης προβολής. Στις 22 Μαρτίου του 1895 προχώρησαν στην πρώτη ιδιωτική προβολή μιας δικής τους μικρού μήκους ταινίας και στις 28 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου έκαναν την πρώτη δημόσια προβολή, με εισιτήριο, στο Grand Café του Παρισιού, τρομοκρατώντας το κοινό με τη θεαματική άφιξη ενός τρένου στο σταθμό. Στην αρχή, φυσικά, τα πάντα ήταν σιωπηλά. Οι ήρωες βουβοί και το παίξιμο αναγκαστικά απόλυτα σωματικό. Κινήσεις και εκφράσεις σε υπερβολή για να γίνεται σαφές το συναίσθημα και η εξέλιξη της ιστορίας.Όταν έσκασε μύτη ο ήχος, το σοκ του θεατή ήταν περίπου το ίδιο με εκείνο που ένιωσε όταν ένα τρένο ερχόταν καταπάνω του μέσα από ένα λευκό πανί στην πρώτη δημόσια κινηματογραφική προβολή. Φανταστείτε αυτό το τρένο να είχε και ήχο.
Οι τρελές δεκαετίες των εφευρέσεων
Φωνόραμα, Γραμμοφωνοκώνος, Χρονόφωνο, Κινετοφωνογράφος. Όσο κι αν σας ακούγονται βγαλμένα από το χώρο της επιστημονικής φαντασίας των αρχών του προηγούμενου αιώνα, αυτά ήταν μερικά από τα ελληνολατινικά ονόματα που στόλιζαν πειραματικές εφευρέσεις της εποχής. Αυτές που προσπαθούσαν να προσφέρουν ήχο στις κινούμενες εικόνες του Nikelodeon. Αγώνας δρόμου για την πρωτιά μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής και στη Γαλλία πατεντάρονται ποικίλες διαδικασίες συγχρονισμού ήχου και εικόνας μεταξύ 1896-1910. Μερικές από αυτές φτάνουν στις παρισινές αίθουσες. Στη Γερμανία, ο Όσκαρ Μέστερ ανταποκρινόμενος στα σημάδια των καιρών παρουσιάζει το πρώτο φιλμάκι όπου πουλάκια κελαηδούν («The Green Forest»). Δυο χρόνια αργότερα, όμως, στην Αμερική η εταιρεία Έντισον κόβει το νήμα με το 15λεπτο «Mother Goose Tales». Η εφεύρεση της χρονιάς ονομάζεται Κινετόφωνο.
Στο μεταξύ το βωβό σινεμά βρίσκεται σε πλήρη άνθιση χωρίς καθόλου να υποψιάζεται τον «εχθρό» που παραμονεύει. Ο ήχος δεν συμμετέχει καθόλου στη διαδικασία των γυρισμάτων και προσφέρεται από ζωντανές ορχήστρες στη διάρκεια των προβολών. Ενίοτε οι ηθοποιοί στέκονται πίσω από την οθόνη απαγγέλλοντας διαλόγους ή συνηθέστερα παίζοντας το ρόλο του αφηγητή.
Έλα όμως που ο μέσος Αμερικάνος ξετρελλαίνεται με το καινούριο παιχνίδι που στολίζει το καθιστικό του. «Πού να τρέχουμε τώρα μεσα στη βροχή και το κρύο γυναίκα. Φτιάξε τσάι, ψήσε κουλουράκια και άνοιξε το ραδιόφωνο». Οι αίθουσες αδειάζουν και είναι ολοφάνερο ότι οι ταινίες αναζητούν διακαώς το χάρισμα του λόγου και την ικανότητα να αναπαράγουν ήχους, φωνές και θορύβους.
Μεταξύ 1913-22, ο Λι Ντε Φόρεστ τελειοποιεί το Φωνοφίλμ, ένα σύστημα εγγραφής του ήχου στην άκρη της λωρίδας του φιλμκαι τον Απρίλη του 1923, η εταιρεία του παράγει 18 ομιλούντες ταινίες μικρού μήκους που κάνουν πρεμιέρα στο Ριβολί της Νέας Υόρκης. Καταϊδρωμένοι οι Γερμανοί ακολουθούν και παρουσιάζουν ένα ανάλογο σύστημα με το όνομα Trirergon.
Η πρώτη ομιλούσα ταινία
Τα μεγάλα στούντιο διστάζουν μπροστά στο τεράστιο κόστος που απαιτεί η μετάβαση στον ομιλούντα κινηματογράφο. Όπως κάθε καινοτομία έτσι κι αυτή αντιμετωπίζεται με καχυποψία και μόνο η μικρή εταιρεία παραγωγής των αδελφών Γουόρνεν τολμά. Χρησιμοποιώντας το πρώτο τελειοποιημένο σύστημα της Αμερικανικής Τηλεγραφικής Εταιρείας παρουσιάζει το Vitaphone στις 6 Αυγούστου του 1926 και τον «Δον Ζουάν», την πρώτη βωβή ταινία με ηχογραφημένη μουσική (η τεχνική αυτή εγκαταλείφθηκε οριστικά το 1931, λόγω των τεχνικών δυσκολιών που παρουσίαζε).
Τον επόμενο χρόνο οι αδελφοί Γουόρνεν αναφωνούν «Αν μπορεί να μιλήσει, μπορεί και να τραγουδήσει» και παρουσιάζουν τον περίφημο «Τραγουδιστή της Τζαζ». Η ταινία αυτή δεν ήταν το πρώτο φιλμ που συγχρόνισε την εικόνα με το τραγούδι και την ομιλία αλλά ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που χρησιμοποίησε τον ήχο στην εξέλιξη μιας ταινία μυθοπλασίας. Η Fox από τη μεριά της χρησιμοποιεί το φωνοφίλμ και στις 30/4/1924 είχε παρουσιάσει τα πρώτα επίκαιρα ήχου με το όνομα «Movietone». Τα πλήθη ενθουσιάζονται παρακολουθώντας την πρώτη πτήση του Τσαρλς Λιντμπεργκ με ολοζώντανο τον ήχο του κινητήρα του αεροπλάνου του να βγαίνει από τα ηχεία.
Παρότι οι μεγάλοι παραγωγοί ισχυρίζονται ακόμη ότι ο βωβός και ο ομιλών κινηματογράφος μπορούν να συνυπάρξουν, το αμερικανικό κοινό δίνει τη χαριστική βολή στον βωβό κατακλύζοντας τις αίθουσες που προβάλλουν τις πρώτες ομιλούσες ταινίες, τις talkies όπως τις ονομάζουν. Οι κινηματογραφικές διαφημίσεις περιορίζονται πια στο να προμοτάρουν τις ταινίες ως «all talking, all singing, all dancing» και η απήχηση της νέας ανακάλυψης είναι τεράστια. Μέσα σε λίγα χρόνια όλα τα στούντιο γυρίζουν πια την πλάτη στις παραγωγές βωβών ταινιών . Είκοσι χιλιάδες αίθουσες εξοπλίζονται με μηχανήματα ήχου, ενώ οι μικροί παραγωγοί εξαφανίζονται ή απορροφούνται από τα μεγάλα στούντιο. Ο Μόργκαν και ο Ρόκφέλερ επενδύουν στη νέα τεχνολογία. Τα στούντιο δανείζονται τεράστια ποσά με αποτέλεσμα οι ταινίες να καταλήγουν θυγατρικές των τραπεζών. Η σχέση ταινίας-χρηματοδότησης οδηγεί στην εξάρτηση της κινηματογραφικής βιομηχανίας απο τη Γουόλ Στριτ. Κατά πολλούς η εξάρτηση αυτή οδήγησε στο συντηρητισμό την κινηματογραφική τέχνη.
Το Σεπτέμβριο του 1928 η Paramount και η MGM προβάλλουν προγενέστερες βωβές ταινίες με ηχογραφημένο ήχο. Η άμεση συνέπεια της επέλασης των talkies είναι ότι μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων μένει άνεργη. Στη μακρινή Ιαπωνία το συνδικάτο των «benshi» (έτσι λέγονταν οι ηθοποιοί που απαγγέλουν πίσω από την οθόνη) αντιδρά έντονα και ξυλοφορτώνει τους υποστηρικτές του ήχου, πράγμα που καθυστερεί περίπου 10 χρόνια τη μετάβαση στον ομιλούντα στη χώρα. Σιγά σιγά οι ορχήστρες απολύθηκαν παρότι τα συνδικάτα των μουσικών εξακολουθούσαν να διαμαρτύρονται αλλά τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τις εξελίξεις. Ο κινηματογράφος είδε 50% αύξηση της εμπορικότητάς του και η κρίση που είχε φανει στα μέσα της δεκαετίας ξεχάστηκε.
Μεταξύ 1913-22, ο Λι Ντε Φόρεστ τελειοποιεί το Φωνοφίλμ, ένα σύστημα εγγραφής του ήχου στην άκρη της λωρίδας του φιλμκαι τον Απρίλη του 1923, η εταιρεία του παράγει 18 ομιλούντες ταινίες μικρού μήκους που κάνουν πρεμιέρα στο Ριβολί της Νέας Υόρκης. Καταϊδρωμένοι οι Γερμανοί ακολουθούν και παρουσιάζουν ένα ανάλογο σύστημα με το όνομα Trirergon.
Η πρώτη ομιλούσα ταινία
Τα μεγάλα στούντιο διστάζουν μπροστά στο τεράστιο κόστος που απαιτεί η μετάβαση στον ομιλούντα κινηματογράφο. Όπως κάθε καινοτομία έτσι κι αυτή αντιμετωπίζεται με καχυποψία και μόνο η μικρή εταιρεία παραγωγής των αδελφών Γουόρνεν τολμά. Χρησιμοποιώντας το πρώτο τελειοποιημένο σύστημα της Αμερικανικής Τηλεγραφικής Εταιρείας παρουσιάζει το Vitaphone στις 6 Αυγούστου του 1926 και τον «Δον Ζουάν», την πρώτη βωβή ταινία με ηχογραφημένη μουσική (η τεχνική αυτή εγκαταλείφθηκε οριστικά το 1931, λόγω των τεχνικών δυσκολιών που παρουσίαζε).
Τον επόμενο χρόνο οι αδελφοί Γουόρνεν αναφωνούν «Αν μπορεί να μιλήσει, μπορεί και να τραγουδήσει» και παρουσιάζουν τον περίφημο «Τραγουδιστή της Τζαζ». Η ταινία αυτή δεν ήταν το πρώτο φιλμ που συγχρόνισε την εικόνα με το τραγούδι και την ομιλία αλλά ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που χρησιμοποίησε τον ήχο στην εξέλιξη μιας ταινία μυθοπλασίας. Η Fox από τη μεριά της χρησιμοποιεί το φωνοφίλμ και στις 30/4/1924 είχε παρουσιάσει τα πρώτα επίκαιρα ήχου με το όνομα «Movietone». Τα πλήθη ενθουσιάζονται παρακολουθώντας την πρώτη πτήση του Τσαρλς Λιντμπεργκ με ολοζώντανο τον ήχο του κινητήρα του αεροπλάνου του να βγαίνει από τα ηχεία.
Παρότι οι μεγάλοι παραγωγοί ισχυρίζονται ακόμη ότι ο βωβός και ο ομιλών κινηματογράφος μπορούν να συνυπάρξουν, το αμερικανικό κοινό δίνει τη χαριστική βολή στον βωβό κατακλύζοντας τις αίθουσες που προβάλλουν τις πρώτες ομιλούσες ταινίες, τις talkies όπως τις ονομάζουν. Οι κινηματογραφικές διαφημίσεις περιορίζονται πια στο να προμοτάρουν τις ταινίες ως «all talking, all singing, all dancing» και η απήχηση της νέας ανακάλυψης είναι τεράστια. Μέσα σε λίγα χρόνια όλα τα στούντιο γυρίζουν πια την πλάτη στις παραγωγές βωβών ταινιών . Είκοσι χιλιάδες αίθουσες εξοπλίζονται με μηχανήματα ήχου, ενώ οι μικροί παραγωγοί εξαφανίζονται ή απορροφούνται από τα μεγάλα στούντιο. Ο Μόργκαν και ο Ρόκφέλερ επενδύουν στη νέα τεχνολογία. Τα στούντιο δανείζονται τεράστια ποσά με αποτέλεσμα οι ταινίες να καταλήγουν θυγατρικές των τραπεζών. Η σχέση ταινίας-χρηματοδότησης οδηγεί στην εξάρτηση της κινηματογραφικής βιομηχανίας απο τη Γουόλ Στριτ. Κατά πολλούς η εξάρτηση αυτή οδήγησε στο συντηρητισμό την κινηματογραφική τέχνη.
Το Σεπτέμβριο του 1928 η Paramount και η MGM προβάλλουν προγενέστερες βωβές ταινίες με ηχογραφημένο ήχο. Η άμεση συνέπεια της επέλασης των talkies είναι ότι μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων μένει άνεργη. Στη μακρινή Ιαπωνία το συνδικάτο των «benshi» (έτσι λέγονταν οι ηθοποιοί που απαγγέλουν πίσω από την οθόνη) αντιδρά έντονα και ξυλοφορτώνει τους υποστηρικτές του ήχου, πράγμα που καθυστερεί περίπου 10 χρόνια τη μετάβαση στον ομιλούντα στη χώρα. Σιγά σιγά οι ορχήστρες απολύθηκαν παρότι τα συνδικάτα των μουσικών εξακολουθούσαν να διαμαρτύρονται αλλά τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τις εξελίξεις. Ο κινηματογράφος είδε 50% αύξηση της εμπορικότητάς του και η κρίση που είχε φανει στα μέσα της δεκαετίας ξεχάστηκε.
Επιχείρηση «Κρύψτε το μικρόφωνο»
Ο ομιλών κινηματογράφος προσπάθησε να λύσει τα προβλήματά του ακολουθώντας το ευκολότερο μονοπάτι, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του κοινού να ακούει και να βλέπει συγχρόνως, οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό που τελικά έβλεπε και άκουγε. Πυροβολισμοί, κελαηδίσματα πουλιών, κουδουνίσματα τηλεφώνων, πόρτες που βροντάνε και μουσικά νούμερα είναι οι ατραξιόν των talkies. Οι διάλογοι ακούγονται αλλά είναι τόσο κακοί που ίσως να ήταν καλύτερα να έλειπαν τελείως. Από την άλλη μεριά οι κάμερες, λόγω της ευαισθησίας των συστημάτων ήχου, προφυλάσσονται αναγκαστικά σε δυσκίνητα ηχομονωτικά κουτιά. Ως αποτέλεσμα η κάμερα, όπου υπάρχει ήχος, πρέπει να παραμένει ακίνητη. Οι ηθοποιοί συνωστίζονται γύρω από το μοναδικό μικρόφωνο και το κινηματογραφικό αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό και γελοίο σε σχέση με τις αριστουργηματικές βωβές εποποιίες τις οποίες είχε παραδώσει ο κινηματογράφος λίγο πριν ξεψυχήσει. Το σκηνικό πλέον μοιάζει άσχετο με την εξέλιξη του μύθου, καθώς «ξεκάρφωτα» τραπέζια και καρέκλες χρησιμοποιούνται σαν καμουφλάζ του μικροφώνου, ενώ οι μπουτονιέρες δείχνουν να γίνονται δημοφιλής μόδα στους ήρωες των ταινιών. Συγγραφείς και σεναριογράφοι παίρνουν μεταγραφές από το χώρο του θεατρού μήπως και σώσουν την κατάσταση και οι στατικές σκηνές στα πλατό πολλαπλασιάζονται. Η Μαίρη Πίκφορντ, ο Χάρολντ Λόιντ, ο Χάρι Λάνγκτον και ο Μπάστερ Κίτον αδυνατούν να προσαρμοστούν στα καινούρια δεδομένα και το άστρο τους σβήνει. Οι πρώτς ομιλούσες ταινίες μοιάζουν ν΄αποτελούν το ντεκόρ σε μια ατέλειωτη παρέλαση φωνών, ήχων και τραγουδιών. Οι εικόνες σέρνονται ασθενικές και νωθρές και οι κινηματογραφιστές αναπολούν την «ελευθερία» της βωβής κινηματογράφησης. Ο Λούις Μάιλστοουν «τρέχει» με την κάμερα στο «Ουδέν νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο» (1930) γυρίζοντας βωβές τις σκηνές στα πεδία των μαχών και προσθέτει τον ήχο αργότερα. Είναι η μόνη λύση για να γυριστούν σκηνές εκτός δωματίου. Μετά ήρθε το boom (μικρόφωνο με βραχίονα) δημιουργώντας και μια νέα θέση εργασίας, τον μπούμαν, και οι ηθοποιοί επιτέλους ξεκολλούν από το κέντρο του πλάνου. Το πρόβλημα ωστόσο μετακινείται στους τεχνικούς φωτισμού που πλέον προσπαθούν να εξαφανίσουν τη σκιά του boom από τους τοίχους του σκηνικού κι αυτό είναι άλλη μια πονεμένη ιστορία. Ο Λούμπιτς παίζει με το αγαπημένο του τρικ. Μια σκηνή μέσα σε ένα δωμάτιο μπορεί να είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική αν η κάμερα μείνει έξω από το δωμάτιο (κανένα πρόβλημα με τη σκιά του boom). Καθώς όμως τα συστήματα ήχου εξελίσσονται ο κινηματογράφος βρίσκει το δρόμο του.
Ήχοι στ΄αυτιά μου
Από μικρό παιδί στο σινεμά, εκείνο που με καθήλωνε ήταν η εικόνα. Πρόσωπα, κινήσεις και πλάνα, φωτογραφικά αποθηκευμένα στη μνημη μου ξεπηδάνε ανέγγιχτα οποτε το απαιτεί ο συνειρμός της στιγμής. Ο ήχος, για μένα, αποτελούσε τη δεδομένη παρουσία, την αυτονόητη συνοδεία στην εξέλιξη του μύθου. Τα κύματα της θάλασσας, οι κεραυνοί, οι ψίθυροι του ανέμου, η βροχή πάνω στις στέγες, τρένα, αεροπλάνα και φουγάρα πλοίων, οι κλακέτες του Φρεντ Αστέρ και του Τζιν Κέλι, οι πυροβολισμοί στις ταινίες του Πέκινπα., γέλια και σφυρίγματα (σαν αυτό του Πίτερ Λόρι στο «Μ» του Φριτς Λανγκ, το 1931), φτερουγίσματα και κρωξίματα στα «Πουλιά» του Χίτσκοκ, η κραυγή του Ταρζάν, το λιοντάρι της MGM που βρυχάται από το 1928, ο ήχος της σιωπής, ανάσες, κραυγές και ψίθυροι και χιλιάδες φωνές παίρνουν τη θέση που τους αξίζει και ολοκληρώνουν το πλάνο. Ο Γουολτ Ντίσνεϊ χαρισε τη φωνή του στον Μίκυ, πρώτη φορά στο «Ατμόπλοιο Γουίλι» του 1928. Το Ροδόλφο Βαλεντίνο δεν προλάβαμε ποτέ να τον ακούσουμε αφού πέθανε νωρίς, η μαγική φωνή της Γκάρμπο που ακούστηκε στο «Άννα Κρίστι» του 1930 έγινε πρωτοσέλιδο με τον τίτλο «Η Γκάρμπο μιλάει». Σταρ χάθηκαν όταν δεν μπόρεσαν να αρθρώσουν λόγο και άλλοι έλαμψαν μόλις ακούστηκε η φωνή τους. Ο Τσάρλι Τσάπλιν έλεγε στα 1931: «Δίνω στον ομιλούντα έξι μήνες ζωή… το πολύ σε ένα χρόνο θα είναι τελειωμένη υπόθεση». Έκανε λάθος και με τους «Μοντέρνους Καιρούς», την τελευταία ουσιαστικά βωβή ταινία, σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής και την αλλαγή των καιρών. Είναι αλήθεια ότι ο ήχος «φρέναρε» την εξέλιξη της κινηματογραφικής τέχνης, πράγμα που φαίνεται καθαρά αν συγκρίνεις την αρτιότητα των τελευταίων βωβών ταινιών με την προχειρότητα των πρώτων ομιλούντων. Αλλά ήταν μόνο για μερικά χρόνια. Σήμερα δικαιωματικά απολαμβάνει το χειροκρότημά μας με τη μαγική του παρουσία εδώ και 84 χρόνια γιορτάζοντας τα γενέθλια του πάντα παρέα με την Απονομή των Όσκαρ.
Πηγή: - Parallaxi Magazine