"Χάρη στον Ριβέτ ξεκίνησε η Nouvelle Vague"
τα λόγια του Φρανσουά Τρυφώ σημειώνουν την βαρύτητα της παρουσίας του Ριβέτ στο γαλλικό σινεμά. Θεωρείται ως ένας απο τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γαλλικής νουβέλ βαγκ: η πρώτη του ταινία το Paris nous appartient υπήρξε ένα απο τα ορόσημα της νουβέλ βαγκ και η παρουσία του στο περιοδικό Cahiers du Cinema υπήρξε άκρως σημαντική για την διαμόρφωση της κριτικής στάσης του περιοδικού απέναντι στο σινεμά της εποχής. Αν και ποτέ δεν γνώρισε την αποδοχή των άλλων συνοδοιπόρων του (Eρίκ Pομέρ, Φρανσουά Τρυφώ, Κλόντ Σαμπρόλ και Zαν-Λικ Γκοντάρ) ο Ριβέτ υπήρξε πάντα ένας σκηνοθέτης που εξερεύνησε τα όρια του σινεμά: μεγάλης χρονικής διάρκειας ταινίες που οικοδομούνται πάνω στην ανυπόκριτη γοητεία της ανθρώπινης παρουσίας (La belle noiseuse), αυτοσχεδιασμός και μη τυπικές αφηγηματικές δομές, το θέατρο ως κέντρο της δραματικής πλοκής, οι σχέσεις μυθοπλασίας -ντοκιμαντέρ, ακριβείς αναγνώσεις του ιστορικού -μυθικού παρελθόντος της Γαλλίας (Jeanne la Pucelle: Les batailles, Jeanne le Pucelle: Les Prisons).Το θέατρο, οι συνωμοσίες, τα μυστικά και ο Μπαλζάκ είναι οι βασικές θεματικές που επανέρχονται στις –συχνά ασυνήθιστα μεγάλες σε διάρκεια– ταινίες του. Ο Jonathan Rosenbaum σημειώνει: «Κάθε ταινία του Rivette εμπεριέχει μια πλευρά από Eisenstein/Lang/Hitchcock, δηλαδή μια τάση για τα ντεκόρ και την πλοκή, την κυριαρχία και τον έλεγχο. Και επιπλέον έχει μια πλευρά από Renoir /Hawks /Rossellini: μια τάση να «αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν», να είμαστε ανοιχτοί στο παιχνίδι και την εξουσία άλλων , και να δούμε τι θα συμβεί».
Ο Jacques Rivette/ Ζακ Ριβέτ γεννήθηκε το 1928 στη Γαλλία. Tο 1950, αρχίζει να συνεργάζεται με τον Eρίκ Pομέρ και τον Zαν-Λικ Γκοντάρ στην «Gazette du Cinema» και, το 1952, στα «Cahiers du Cinema», των οποίων υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1963 έως το 1965. Ως κριτικός εξέφρασε την εκτίμησή του για το έργο των σκηνοθετών του κλασικού Χόλιγουντ John Ford, Alfred Hitchcock και Nicholas Ray.Παρόλο που ο Φρανσουά Τριφό έχει γράψει ότι η nouvelle vague ξεκίνησε "χάρη στον Ριβέτ", οι ταινίες του Γάλλου σκηνοθέτη δεν είναι ιδιαίτερα γνωστές. Ο Ριβέτ, όπως και οι συνάδερφοί του στο "Cahiers du Cinema" Φρανσουά Τριφό, Ζαν Λικ Γκοντάρ, Κλοντ Σαμπρόλ και Ερίκ Ρομέρ, πέρασε στη σκηνοθεσία, όμως, όπως και ο Ρομέρ, άργησε να αναγνωριστεί ως σκηνοθέτης.Γύρισε 2 ταινίες μικρού μήκους το 1949 και το 1950. Στα μέσα της δεκαετίας του '50 δούλεψε ως βοηθός πλάι στους Ζαν Ρενουάρ και Ζακ Μπέκερ.Το 1958, μαζί με τον Σαμπρόλ, ξεκίνησαν γυρίσματα για ταινία μεγάλου μήκους. Δίχως την οικονομική υποστήριξη ενός παραγωγού, ο Ριβέτ πήρε τους δρόμους με τους φίλους του και μια κάμερα 16mm. Ώσπου τελικά το 1960, μετά την εμπορική επιτυχία των φιλμ "Τα 400 Χτυπήματα" του Τριφό, "Χιροσίμα, Αγάπη μου" του Αλέν Ρενέ και "Με Κομμένη την Ανάσα" του Γκοντάρ, η ταινία του Ριβέτ "Paris nous appartient" βγήκε στους κινηματογράφους. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ριβέτ άνοιξε το μονοπάτι για τις ταινίες του που ακολούθησαν. Η πρώτη του ταινία ήταν ένα μνημειώδες εγχείρημα για τον Ριβέτ, με καστ που αποτελείτο από 30 περίπου ηθοποιούς (μεταξύ των οποίων και οι Κλοντ Σαμπρόλ, Ζαν Λικ Γκοντάρ και Ζακ Ντεμί).Η επόμενη ταινία του, "Ο Έρωτας μιας Μοναχής" (1966), ήταν κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ντιντερό, που ο Ριβέτ είχε μεταφέρει και στο θέατρο το 1963. Το αληθινό ταλέντο του Ριβέτ έγινε εμφανές την περίοδο μεταξύ 1968- 1974. Εκείνη την περίοδο σκηνοθέτησε το 4ωρο "L' Amour fou", το 13 ωρών (!) "Out 1: Noli me tangere" (για τη γαλλική τηλεόραση, που τελικά δεν προβλήθηκε ποτέ, αλλά προστέθηκε σε ένα 4ωρο πρόγραμμα και μετονομάστηκε σε "Out 1: Spectre") και το 3ωρο "Celine et Julie vont en bateau", που ήταν η πιο διασκεδαστική ταινία του.Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, οι ταινίες "Ο Έρωτας καταγής", "Η Ωραία Καυγατζού", "Ποιος να Ξέρει...", "Η Ιστορία της Μαρί και του Ζιλιέν".Το 1989, έλαβε το βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Βερολίνου για τη Συμμορία των τεσσάρων και, το 1991, το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών για την Ωραία καβγατζού.Ο Rivette πέθανε στις 29 του Γενάρη 2016 από επιπλοκές της νόσου του Alzheimer στην ηλικία των 87.
Φιλμογραφία
| ||||
Πηγή: Σινεφίλια [Cinephilia.Gr] - Jacques Rivette: ένα βιογραφικό σημείωμα
Στα τέλη της δεκαετίας του '50 μία νέα τάση κάνει την εμφάνιση της στον ευρωπαικό κινηματογράφο και συγκεκριμένα στη Γαλλία. Το νέο αυτό ρεύμα κινηματογράφησης στρέφεται ενάντια στον μέχρι τότε παραδοσιακό αφηγηματικό κινηματογράφο της προηγούμενης γενιάς, ενώ παράλληλα αναζητά τρόπους έκφρασης μιας νέας δημιουργικής γλώσσας.
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 όταν κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του περιοδικού Cahiers du Cinéma (τα τετράδια του κινηματογράφου) στις στήλες του οποίου αρθρογραφούν κινηματογραφόφιλοι αλλά και επίδοξοι σκηνοθέτες, όπως ο Jean Luc Godard, ο Jacques Rivette, ο Francois Truffaut, ο Eric Rohmer και ο Claude Chabrol.
Μία δημιουργική παρέα, οι οποίοι πιστεύουν ότι μια ταινία είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται, ως μορφή τέχνης. Ο σκηνοθέτης - δημιουργός (auteur) είναι εκείνος που βάζει τη δική του προσωπική σφραγίδα σε κάθε του έργο αναπτύσσοντας την αντίστοιχη αισθητική και ιδεολογία του.
Η κριτική αυτή των συντακτών των Cahiers έχει κυρίως στόχο σκηνοθέτες του μεταπολεμικού κινηματογράφου όπως οι René Clair,Henri George Clouzot, René Clément, André Cayatte και Marc Allegret. Κατηγορώντας τους για το επονομαζόμενο «σινεμά του μπαμπά» (cinéma du papa), αλλά και για την κακή μεταφορά εξίσου μέτριων λογοτεχνικών έργων, όπου ο σκηνοθέτης απλώς «προσθέτει» εικόνες, χωρίς να «παίζει» ο ίδιος τον ρόλο του δημιουργού.
Ο Γκοντάρ γράφει χαρακτηριστικά: «Οι κινήσεις της μηχανής σας είναι άσχημες, γιατί οι διάλογοί σας είναι άθλιοι. Με λίγα λόγια δεν ξέρετε να κάνετε κινηματογράφο, γιατί δεν ξέρετε καν τι είναι».
Ο Ζακ Ριβέτ, όπως και οι συνάδελφοί του στο "Cahiers du Cinéma" Φρανσουά Τρυφώ, Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Κλοντ Σαμπρόλ και Ερίκ Ρομέρ, πήρε πτυχίο στην κινηματογραφία, όμως, όπως και ο Ρομέρ, άργησε να αναγνωριστεί ως σκηνοθέτης. Γύρισε δύο ταινίες μικρού μήκους το 1949 και το 1950.
Στα μέσα της δεκαετίας του '50 δούλεψε ως βοηθός πλάι στους Ζαν Ρενουάρ και Ζακ Μπέκερ. Το 1958, μαζί με τον Σαμπρόλ, ξεκίνησαν γυρίσματα για ταινία μεγάλου μήκους. Δίχως την οικονομική υποστήριξη ενός παραγωγού, ο Ριβέτ πήρε τους δρόμους με τους φίλους του και μια κάμερα 16mm.
Ώσπου τελικά το 1960, μετά την εμπορική επιτυχία των φιλμ "Τα 400 Χτυπήματα" του Τρυφώ, "Χιροσίμα, Αγάπη μου" του Αλέν Ρενέ και "Με Κομμένη την Ανάσα" του Γκοντάρ, η ταινία του Ριβέτ "Paris nous appartient", κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ριβέτ άνοιξε το μονοπάτι για τις ταινίες του που ακολούθησαν.
Η πρώτη του ταινία ήταν ένα μνημειώδες εγχείρημα για τον Ριβέτ, με καστ που αποτελείτο από τριάντα περίπου ηθοποιούς - μεταξύ των οποίων και οι Κλοντ Σαμπρόλ, Ζαν Λικ Γκοντάρ και Ζακ Ντεμί. Η επόμενη ταινία του, "Ο Έρωτας μιας Μοναχής" (1966), αποτέλεσε κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ντιντερό, που ο Ριβέτ είχε μεταφέρει και στο θέατρο το 1963.
Το αληθινό ταλέντο του Ριβέτ έγινε εμφανές την περίοδο μεταξύ 1968 - 1974. Εκείνη την περίοδο σκηνοθέτησε το 4ωρο "L' Amour fou", το 13 ωρών (!) "Out 1: Noli me tangere" (για τη γαλλική τηλεόραση, που τελικά δεν προβλήθηκε ποτέ, αλλά προστέθηκε σε ένα 4ωρο πρόγραμμα και μετονομάστηκε σε "Out 1: Spectre") και το 3ωρο "Céline et Julie vont en bateau", που ήταν η πιο διασκεδαστική ταινία του.
Στην πλούσια φιλμογραφία του, ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, οι ταινίες "Ο Έρωτας καταγής", "Η Ωραία Καυγατζού", "Ποιος να Ξέρει...", "Η Ιστορία της Μαρί και του Ζιλιέν" κ.α.
Το 2007 κυκλοφόρησε την ταινία του "H Δούκισσα του Λανζέ" (The Duchess of Langeais), ενώ το 2009 προβλήθηκε στις Κινηματογραφικές Αίθουσες η τελευταία ταινία του Ζακ Ριβέτ: "36 Όψεις του Pic Saint Loup" (36 Views of Saint-loup Peak / Around a Small Mountain).
Πρόκειται για μία βιογραφική ταινία που βασίζεται στη ζωή του συγγραφέα Raymond Roussel. Πρωταγωνιστούν η Τζέιν Μπίρκιν και ο Σέρτζιο Καστελίτο. Το φιλμ ήταν υποψήφιο για Χρυσό Λέοντα, καθώς προβλήθηκε το 2009, στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του 66ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φιλμ της Βενετίας.
Η ταινία του Ζακ Ριβέτ, "H Δούκισσα του Λανζέ" (The Duchess of Langeais - 2007), είναι βασισμένη στο ομώνυμο αριστούργημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ και αποτελεί μία ιστορία πάθους, στα ταραγμένα χρόνια της Μεταρρύθμισης. Πρωταγωνιστούν η Ζαν Μπαλιμπάρ, και ο Γκυγιόμ Ντεπαρντιέ.
Ο Γάλλος στρατηγός Αρμάν ντε Μοντριβό συμμετέχει στην εκστρατεία για την εγκαθίδρυση του Φερδινάνδου του 7ου, μονάρχη της Ισπανίας. Το ταξίδι όμως έχει και προσωπικό σκοπό. Ο στρατηγός ψάχνει απεγνωσμένα τη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος και που έχει χάσει εδώ και χρόνια τα ίχνη της. Τελικά θα τη βρει στο μικρό αυτό νησάκι. Η Αντουανέτα, δούκισσα του Λανζέ, είναι η γυναίκα που ψάχνει... Ο σκηνοθέτης Ζακ Ριβέτ είχε δηλώσει χαρακτηριστικά:
«Αρχική μας απόφαση ήταν να παραμείνουμε πιστοί όχι μόνο στο πνεύμα αλλά και στο κείμενο του βιβλίου του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στη Δούκισσα και τον στρατηγό Αρμάν ντε Μοντριβό δείχνει εμφανώς τα λάθη στους χειρισμούς μιας μικρής οικογένειας από μια γειτονιά του Παρισιού σε μια ιδιαίτερη περίοδο, στα χρόνια της Μεταρρύθμισης. Από πολύ νωρίς, αποφασίσαμε να παραμείνουμε όσο το δυνατόν πιο κοντά στο περιβάλλον της ιστορίας.»
«Από την αρχή, ο στόχος μας ήταν, όσο κι αν φανεί πομπώδης, να μεταφέρουμε τον τρόπο γραφής του Μπαλζάκ στην ταινία μας. Η γραφή του είναι γεμάτη από "ήρεμες εκρήξεις". Μεγάλες προτάσεις διάσπαρτες με παρενθέσεις, εκπληκτικές αλλαγές ταχύτητας, καθώς και ένας τρόπος εξιστόρησης γεγονότων που σχεδόν παραλείπει τα πιο σημαντικά πράγματα. Να γιατί ο Μπαλζάκ πρέπει να διαβάζεται λέξη λέξη. Η γραφή του είναι τριών διαστάσεων.»
«Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι ο Μπαλζάκ είναι ένας συγγραφέας που είχα μεγάλη δυσκολία να τον διαβάσω. Προσπαθούσα για περισσότερο από 30 χρόνια χωρίς επιτυχία! Στις αρχές του '50, ο Ρομέρ μου είχε πει "Αν θες να κάνεις ταινίες, υπάρχουν δύο συγγραφείς που πρέπει να διαβάσεις - ο Μπαλζάκ και ο Ντοστογιέφσκι". Έμαθα τον Ντοστογιέφσκι πολύ αργά. Όσο για τον Μπαλζάκ, τον "ανακάλυψα" μια νύχτα που ξαγρύπνησα διαβάζοντας το "Une Ténébreuse Affaire". Αυτό το μυθιστόρημα με άλλαξε και μου άνοιξε τον δρόμο για τα επόμενα βιβλία του.»
Άρθρο του Γιώργου Ρούσσου, Ζακ Ριβέτ, Νουβέλ Βαγκ, σινεμά
Πηγή: Αφιέρωμα στον Ζακ Ριβέτ: Ο πατέρας της Νουβέλ Βαγκ (tvxs.gr)
Jacques Rivette & Jane Birkin