Ο Jean-Pierre Grumbach γεννήθηκε το 1917 στο Παρίσι της Γαλλίας, γιος του Berthe και του Jules Grumbach. Η οικογένειά του ήταν Αλσατοί και Εβραίοι .
Μετά την πτώση της Γαλλίας το 1940 κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, ο Grumbach μπήκε στη Γαλλική Αντίσταση για να αντιταχθεί στους Γερμανούς Ναζί που κατέλαβαν τη χώρα. Υιοθέτησε το nom de guerre Melville μετά τον Αμερικανό συγγραφέα Herman Melville, αγαπημένο του.
Όταν επέστρεψε από τον πόλεμο, υπέβαλε αίτηση για άδεια να γίνει βοηθός σκηνοθέτη, αλλά απορρίφθηκε. Χωρίς αυτήν την υποστήριξη, αποφάσισε να σκηνοθετήσει τις ταινίες του με τα δικά του μέσα και συνέχισε να χρησιμοποιεί το Melville ως το καλλιτεχνικό του όνομα. Έγινε ανεξάρτητος δημιουργός ταινιών και κατείχε το δικό του στούντιο, rue Jenner, στο Παρίσι 13ème .
Έγινε γνωστός για τις μινιμαλιστικές του ταινία noir , όπως ο Le Doulos (1962), ο Le Samoura 196 (1967) και ο Le Cercle rouge (1970), με πρωταγωνιστές μεγάλους ηθοποιούς όπως ο Alain Delon (πιθανώς ο οριστικός "Melvillian" ηθοποιός), Jean- Paul Belmondo και Lino Ventura . Επηρεασμένος από τον αμερικανικό κινηματογράφο, ειδικά ταινίες γκανγκστερικές της δεκαετίας του 1930 και του 1940, χρησιμοποίησε αξεσουάρ όπως όπλα, ρούχα (παλτά) και καπέλα fedora, για να διαμορφώσει μια χαρακτηριστική εμφάνιση στις ταινίες του.
Ο Melville τελικά ταυτίστηκε τόσο με το στυλ που ο Anthony Lane του New Yorker έγραψε τα ακόλουθα σχετικά με μια αναδρομική ταινία του 2017 για τις ταινίες του: κάνετε. Ακόμα και τα αγαπημένα σας πρόσωπα - ειδικά τα αγαπημένα σας πρόσωπα - πρέπει να διατηρούνται στο σκοτάδι. Εάν πρόκειται για επιλογή μεταξύ καπνίσματος και ομιλίας, καπνίστε. Φορέστε καλά αλλά χωρίς περιφρόνηση. Φορέστε αδιάβροχο, κουμπωμένο και με ζώνη, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει βροχή. Οποιοδήποτε περίστροφο πρέπει να φυλάσσεται, έως ότου το χρειαστείτε, στην τσέπη του παλτού. Τέλος, πριν φύγετε από το σπίτι, φορέστε το καπέλο σας. Εάν δεν έχετε καπέλο, δεν μπορείτε να πάτε. "
Η ανεξαρτησία του Melville και το "ρεπορτάζ" στυλ δημιουργίας ταινιών (ήταν ένας από τους πρώτους Γάλλους σκηνοθέτες που χρησιμοποιούσαν πραγματικές τοποθεσίες τακτικά) αποτέλεσαν σημαντική επιρροή στο κίνημα του γαλλικού New Wave . Ο Jean-Luc Godard τον χρησιμοποίησε ως δευτερεύοντα χαρακτήρα στην ταινία του New Wave Breathless . Όταν ο Godard αντιμετώπιζε δυσκολία στην επεξεργασία της ταινίας, ο Melville πρότεινε να κόψει απευθείας στα καλύτερα κομμάτια μιας λήψης. Ο Godard εμπνεύστηκε και η καινοτόμος χρήση των jump cuts έχει γίνει μέρος της φήμης της.
Παρόλο που ένας φίλος αριστερών ιδεολόγων, όπως ο Yves Montand , ο Melville αναφέρθηκε στον εαυτό του ως «ακραίος ατομικιστής» και «δεξιός αναρχικός » από την άποψη της πολιτικής.
Το 1963 προσκλήθηκε ως μέλος της κριτικής επιτροπής στο 13ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου .
Ο Μελβίλ πέθανε στις 2 Αυγούστου 1973 από εγκεφαλικό επεισόδιο ενώ γευμάτιζε με τον συγγραφέα Philippe Labro στο εστιατόριο Hôtel PLM Saint-Jacques στο Παρίσι. Ήταν 55 ετών. Ο Melville έγραφε τότε την επόμενη ταινία του, Contre-enquête , ένα κατασκοπευτικό θρίλερ για τον παραγωγό Jacques-Éric Strauss με τον Yves Montand πρωταγωνιστή. Μετά το θάνατο του Melville, ο Labro ανέλαβε το έργο, ελπίζοντας να ολοκληρώσει τη συγγραφή και να το σκηνοθετήσει, αλλά τελικά το έριξε στην ταινία Le hasard et la βία (1974), με πρωταγωνιστή τον Montand και τον παραγωγό Strauss.
Πηγή:Ζαν-Πιέρ Μελβίλ - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
Φιλμογραφία
| ||||
Μικρό σχόλιο για τον Jean-Pierre Melville
του Βασίλη Ραφαηλίδη
Ο Μελβίλ /Jean-Pierre Melville, που μαζί με τον Μπρεσόν και τον Αστρίκ αποτελούν την ιερή τριάδα των προαγγέλων της Νουβέλ Βάγκ είναι ίσως η πιο γραφική προσωπικότητα της ιστορίας του κινηματογράφου. Γεννημένος το 1917, άρχισε να γυρίζει ταινίες σε ηλικία έξη ετών. Όταν μεγάλωσε και παράτησε τα παιχνίδια, σπούδασε, ασχολήθηκε με το λαθρεμπόριο, τον υπόκοσμο και στον πόλεμο πολέμησε γενναία. Το 1945 ίδρυσε δική του κινηματογραφική εταιρεία και την επόμενη χρονιά γυρίζει το πρώτο του ντοκυμανταίρ, 24 ώρες απ’ τη ζωή ενός κλόουν. Το 1948 γυρίζει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, τη Σιωπή της θάλασσας και υποχρεώνει σοβαρούς και σοβαροφανείς κριτικούς να υποκλιθούν μπροστά σ’ αυτόν τον ανεκδιήγητο ιδιοφυή τυχοδιώκτη. Το 1949 ο τρομερός πατέρας της Νουβέλ Βάγκ γυρίζει τα Τρομερά παιδιά, το 1952 το Όταν διαβάσεις αυτό το γράμμα, το 1955 το Μπόμπ, ο εμπρηστής, το 1958 το Δυο άνθρωποι στο Μανχάταν, το 1961 το Παπά Λεόν Μορέν, το 1962 τον Χαφιέ και τον Πρωτότοκο των Φερσώ, το 1965 την Δεύτερη Πνοή, το 1969 τον Σαμουράι. Από επιτυχία σε επιτυχία και από έκπληξη σε έκπληξη δημιουργεί έναν μύθο γύρω απ’ το όνομα του που κάνει, ότι μπορεί για να τον τροφοδοτεί. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είναι ο πρώτος που γύρισε ταινία που κόστιζε όσο ένα πλάνο μιας αμερικάνικης (και έχει δίκιο) ότι είναι ο πρώτος καλλιτέχνης παραγωγός (μοναδική εξαίρεση ο Μελιές και οι πιονιέροι), ο πρώτος που ανακάλυψε την αισθητική αξία των αποχρώσεων του γκρίζου (λέει ψέματα), ο πρώτος που κατέβασε την κάμερα στο δρόμο και τα καταγώγια (υπερβάλλει ελαφρώς), ο πρώτος που ανακάλυψε το άσχετο με την εικόνα σπηκάζ (έχει δίκιο). Και οι άθλοι συνεχίζονται: ανακάλυψε, κοντά στ’ άλλα και δύο ανθρώπους, τον μεγάλο φωτογράφο Ντεκαέ και τον Μπελμοντό. Ωστόσο, όπως λέει πάλι ο ίδιος, δεν κατάφερε προς τον παρόν να γυρίσει καμιά μεγάλη ταινία (παραδόξως, κι εδώ υπερβάλλει) και αυτό το αποδίδει στο ότι δεν έμαθε ακόμα καλά μουσική για να γράφει ο ίδιος την επένδυση των ταινιών του !!! Θεία αφέλεια των απλοϊκών και των ιδιοφυών. (Ο Μελβίλ τάχει και τα δύο). Όπως ακριβώς και οι ήρωες του που το ένα πόδι τόχουν κρεμασμένο πάνω απ’ το λάκκο του ρομαντικού και τ’ άλλο γερά στεριωμένο στη γη, και οι οποίοι όταν είναι ρομαντικοί κινούνται σε ρεαλιστικό ντεκόρ όπως ο Χαφιές κι όταν είναι ρεαλιστικοί σε ρομαντικό. Η “φιλοσοφία” του: Το ψέμα αποτελεί τον λόγο υπάρξεως του ανθρώπου, το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τύποι που όταν δεν μπορούν να αλληλοσπαραχθούν για τα καλά ξεσχίζονται ευγενικά, λέγοντας αλυσιδωτά ψέμματα.
(...)Ο απ’ τον Αύγουστο του 1973 πρόωρα μακαρίτης (στα πενηνταέξι του χρόνια) Ζάν-Πιέρ Μελβίλ/ Jean-Pierre Melville, ο παππούς της νουβέλ βάγκ, από το 1947 που πρωτοεμφανίστηκε σαν σκηνοθέτης με τη Σιωπή της θάλασσας/ Le Silence de la mer του Βερκόρ μέχρι το κύκνειο άσμα του (1972) Ένας μπασκίνας (έτσι περίπου θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε απ’ τη γαλλική αργκό την ηχοποίητη λέξη fllic, πρώτο μέρος του «φλίκ –φλάκ» που δείχνει τον ήχο που κάνει το σκαμπίλι ή το γκλόπ, και όχι Ο αστυνόμος όπως θέλει ο Έλληνας εισαγωγέας για λόγους ευνόητους) ήταν ένα πρόβλημα και ένα αίνιγμα. Πρόβλημα γιατί δύσκολα απορρίπτει κανείς έναν κινηματογραφιστή που κουβαλούσε ολόκληρο το σινεμά στο μικρό του τσεπάκι και αίνιγμα διότι ήταν αδύνατον να βρεις στέρεες λαβές στο έργο του: Τα πάντα έχουν ταυτόχρονα δύο και τρεις όψεις, τα πάντα είναι αόριστα και διφορούμενα, τα πάντα κινούνται στην ομίχλη της μεταφυσικής και του ιδεαλισμού. Ο κόσμος του Μελβίλ είναι ένας κόσμος σκιών και φαντασμάτων.Ο ίδιος δήλωσε κάποτε: «Είμαι δεξιός γιατί είναι ατομιστής μέχρι το κόκαλο. Όμως ξέρω πως μόνο οι κομμουνιστές μπορούν να μας σώσουν». Έκφραση καίρια του ιδιόμορφου μανιχαϊσμού του, της σύγχυσης αλλά και της ειλικρίνειας του.Για τον Μελβίλ δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί». Υπάρχουν μόνο κατάγυμνοι, άνθρωποι, «πέραν του καλού και του κακού» που διασχίζουν τις ταινίες του χωρίς να υποστούν την παραμικρή ηθική ή ψυχολογική διαφοροποίηση στη διάρκεια των τεκταινομένων. Το μόνο που καταφέρνουν να προκαλέσουν είναι μια διαταραχή της ισορροπίας του γύρω κόσμου, που ωστόσο αποκαθίσταται με το θάνατο τους: Το απαθές Σύμπαν αδιαφορεί για τα μικρόβια που το μολύνουν πάντα πρόσκαιρα και πότε ανεπανόρθωτα.le-deuxieme-souffle.jpgΈτσι, ο Μελβίλ, χωρίς να το καταλάβει καλά καλά, καταργεί τον ψυχολογισμό -κατάργηση που θα γίνει μόνιμο αίτημα του μοντέρνου σινεμά. Όμως, στη θέση του δεν βάζει καμιά ιδέα, καμιά προσωπική άποψη: Τα πάντα για τον Μελβίλ είναι ένας συμπαγής, απροσπέλαστος και μυστηριώδης όγκος.Σίγουρα ο Μελβίλ έχει μια θέση δίπλα στον Μπέκετ- κι ας είναι πριμιτίφ. Ο φίλος του ο Γκοντάρ πρέπει να το γνώριζε καλά όταν στο Με κομμένη την ανάσα (όπου κρατάει το μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο ενός συγγραφέα) τον βάζει ν’ απαντάει στην ερώτηση «ποία είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία σας»: Να γίνω αθάνατος κι ύστερα να πεθάνω! Η αξία του Μελβίλ βρίσκεται σ’ αυτήν ακριβώς την πλήρη και παράλογη συνεχή αντιστροφή, όπου δεν υπάρχει δεξιό και αριστερό, πάνω και κάτω, μέσα και έξω. Δηλαδή, χάος απόλυτο. Ο Μελβίλ το περιγράφει με σπάνια χαοτική «ακρίβεια» και γι’ αυτό ακριβώς αδυνατεί να το ερμηνεύσει. Είναι, οπωσδήποτε, ένας άνθρωπος του καιρού μας, που η μόνη τάξη που γνωρίζει είναι η αισθητική: Αρπάζεται απ’ τη φόρμα όπως ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του. (Επιτέλους, η φόρμα είναι ο μόνος τρόπος να επιβάλει κανείς, ολομόναχος, τάξη στο άτακτο Σύμπαν).(…) Μια σημείωση: Σε πείσμα της μεταφυσικής και του ιδεαλισμού του, αγαπούμε τούτον τον μεγάλο κινηματογραφιστή. Γιατί υπήρξε μάστορας αφοσιωμένος στη δουλειά του μέχρι θανάτου (πέθανε γράφοντας το σενάριο της 14ης ταινίας του) και διότι ας διατελούσε «εν πλήρει συγχύσει αθώος». Κι ακόμα γιατί ήταν ένας άνθρωπος σπαραχτικά τίμιος και ειλικρινής, που δεν δίστασε να πει σε μια απ’ τις συχνές εκρήξεις του παθολογικού του εγωισμού. «Ο γαλλικός κινηματογράφος είμαι εγώ»! Θα έλεγε αλήθεια αν δεν ξεχνούσε (σκόπιμα) να βάλει ένα «και» ανάμεσα στο «είμαι» και στο «εγώ».
Πηγή: Σινεφίλια [Cinephilia.Gr] - Μικρό σχόλιο για τον Jean-Pierre Melville