Γάλλος κριτικός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου, από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του γαλλικού νέου κύματος.
Με τη βοήθεια του θεωρητικού του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν, άρχισε να γράφει κριτικές στο περιοδικό Cahiers du cinema, με το οποίο, μαζί άλλους συναδέλφους του, άνοιξαν τον δρόμο για το νέο κύμα και το μη εμπορικό κινηματογράφο. Με την μικρού μήκους ταινία του Les Mistons (1958), και θέμα την σεξουαλική αφύπνιση μιας ομάδας νεαρών, έθεσε στην πράξη τις θεωρίες του, τις οποίες συνέχισε στην ημιαυτοβιογραφική, μεγάλου μήκους ταινία του, Τα 400 χτυπήματα (Les Quatres Cents Coups, 1959), μία γεμάτη ειλικρίνεια αλλά και ποίηση ταινία, που κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών, κάτι που τον καθιέρωσε ως τον κατ' εξοχήν ηγέτη του πρωτοεμφανιζόμενου νέου κύματος (nouvelle vague). Συνεχίζει την ιστορία του αγοριού από την πρώτη του ταινία με άλλες ταινίες. Το 1962 ένα μικρό επεισόδιο (Ο Έρωτας στα Είκοσι, 1962). Τότε ο Αντουάν Ντουανέλ (Ζαν-Πιερ Λεό) ερωτεύεται τη Κριστίν (Κλοντ Ζαντ) (Κλεμμένα φιλιά, 1968]. Η Αντουάν και η Κριστίν παντρεύονται (Παράνομο κρεβάτι, 1970). Ο Αντουάν και η Κριστίν διαζευγνύονται (Η αγάπη το βάζει στα πόδια, 1979). Ο κύκλος είναι μοναδικός στην ιστορία του κινηματογράφου. Έτσι, ο Τρυφώ και ο Κλοντ Ζαντ προσλήφθηκαν και μετά την κινηματογράφηση το 1968.
Ακολούθησαν οι ταινίες Πυροβολείτε τον Πιανίστα (Tirez sur le pianiste, 1960), αναφορά αλλά και ανατροπή των γκανγκστερικών ταινιών, Απολαύστε το κορμί μου (Jules et Jim, 1961) γύρω από τις ιδιόμορφες σχέσεις ενός ερωτικού τριγώνου, Φαρενάιτ 451 (Fahrenheit 451, 1966), εξαιρετική μεταφορά στην οθόνη του βιβλίου επιστημονικής φαντασίας του Ρέι Μπράντμπερι, που ο Τρυφώ γύρισε στην Αγγλία, Η νύφη φορούσε μαύρα (La mariée etait en noir, 1967), μία παραλλαγή του αμερικανικού φιλμ νουάρ, ταινίες που επέβαλαν τον Τρυφώ ως έναν ξεχωριστό και εντελώς πρωτότυπο δημιουργό.
Ο Τριφό δεν εξέφραζε ποτέ πολιτικές απόψεις μέσα από τις ταινίες του. Ακόμα και την περίοδο του Μάη του '68 ο Τρυφώ απέρριψε τον στρατευμένο και πολιτικοποιημένο κινηματογράφο και συνέχισε με το ξεκάθαρα δικό του στυλ. Σε μία συνέντευξή του το 1980 στο περιοδικό ''Cahiers du Cinema'' αναφέρει χαρακτηριστικά για τις πεποιθήσεις του τα εξής: "Πολιτικά οι ιδέες μου με οδηγούν προς την αριστερά. Αυτό όμως δεν εκφράζεται στις ταινίες μου, ίσως επειδή μου φαίνεται ότι βάζουν πολύ αίσθημα στην πολιτική, ενώ πιστεύω ότι δεν πρέπει να είναι κανείς στην αριστερά επειδή αυτό είναι συμπαθητικό και της μόδας, αλλά επειδή είναι πιο δίκαιο. Το σλόγκαν <<όλα είναι πολιτική>> δεν μ' αρέσει γιατί, αν όλα είναι πολιτική, τίποτα δεν είναι πολιτική".
Φιλμογραφία
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Π |
Πηγή: Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
του Θοδωρή Λέννα
«Είναι το σινεμά πιο σημαντικό από την ίδια την ζωή;» αναρωτιόταν σε μια από τις αποστροφές του λόγου του ο Φρανσουά Τριφό. Και ακολούθως έδινε την δική του απάντηση: «εγώ πάντως ανέκαθεν προτιμούσα την αντανάκλαση της ζωής παρά την ίδια την ζωή». Η φράση αυτή συνοψίζει, μάλλον ιδανικά, το στίγμα του Τριφό στην τέχνη του κινηματογράφου, αλλά και την φύση της δίκης του προσωπικής σχέσης με το σινεμά. Άλλωστε ο Φρανσουά Τριφό δεν υπήρξε απλώς ένας δημιουργός. Υπήρξε πάνω από όλα ένας άνθρωπος ερωτευμένος με την «αντανάκλαση» του σινεμά. Σε έναν έρωτα που ξεκίνησε από τα ατίθασα παιδικά του χρόνια, ωρίμασε στην περίοδο των Cahiers du Cinema και της κινηματογραφικής κριτικής και εξερράγη μαζί με την nouvelle vague, ακολουθώντας κατόπιν τις δικές του οδούς. Αυτό τον «έρωτα» αποπειράται να σκιαγραφήσει το κείμενο που ακολουθεί, ξετυλίγοντας το νήμα της ζωής και του έργου του Φρανσουά Τριφό από την ταραχώδη -πλην ρομαντική- εφηβεία του στα σοκάκια του Παρισιού, μέχρι τα «400 χτυπήματα» και το «νέο κύμα», και από την ρήξη με τον Jean-Luc Goddard μέχρι την καλλιτεχνική καταξίωση και το «πέρασμα» στο πάνθεον των θρύλων του παγκόσμιου σινεμά.
Από την ατίθαση εφηβεία στα «Cahiers du Cinema»Ο Φρανσουά Τριφό (François Truffaut) γεννήθηκε στο Παρίσι το 1932. Δεν γνώρισε τον βιολογικό του πατέρα, ενώ η μητέρα του, τότε, ήταν μόλις 19 ετών. Ο νεαρός Φρανσουά πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας με την γιαγιά του, την οποία και λάτρευε. Ουδέποτε αγάπησε το σχολείο και τους δασκάλους του, αντίθετα συχνά έκανε «σκασιαρχείο» για να απολαμβάνει -ενίοτε λαθραία- τις πρωινές προβολές των κινηματογράφων του Παρισιού. Ο ατίθασος Τριφό, που αδυνατεί να προσαρμοστεί σε νόρμες και συμβάσεις, δεν θα αργήσει να βρεθεί πολύ μικρός στο αναμορφωτήριο, έχοντας πριν κλέψει την γραφομηχανή του θετού του πατέρα. Κάπου εκεί αντιλαμβάνεται ότι έχει έρθει η ώρα να πάρει την ζωή στα χέρια του. Υπόσχεται στον εαυτό του να βλέπει τρεις ταινίες την μέρα και να διαβάζει τρία βιβλία την εβδομάδα. Μπορεί να μην αγάπησε το σχολείο, αγκάλιασε όμως την τέχνη του σινεμά και την διανόηση.
Στα 16 του ήδη κινείται με αυτοπεποίθηση στους παριζιάνικους κινηματογραφικούς «κύκλους». Έχει πάθος με το σινεμά, διοργανώνει προβολές και λέσχες και δεν θα αργήσει να έρθει σε επαφή με μια «παρέα» που λίγα χρόνια αργότερα έμελλε να αλλάξει την ρότα του γαλλικού κινηματογράφου. Η παρέα αυτή αποτελούνταν από τους νεαρούς ακόμη Jacques Rivette, Eric Rohmer, Claude Chabrol και φυσικά τον -μετέπειτα άσπονδο εχθρό του Truffaut- Jean-Luc Goddard. Στα μέσα της δεκαετίας του 50’ ο Τριφό συμμετέχει στην συντακτική ομάδα του εμβληματικού περιοδικού «Cahiers du Cinema». Μέσα από τα εκατοντάδες κείμενα του, ασκεί δριμεία κριτική στο κραταιό, εμπορικό γαλλικό σινεμά κατηγορώντας το ως «αφύσικο», «επιτηδευμένο» και «αναληθές». Το κείμενο του, «A Certain Tendency of the French Cinema» θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος του έργου του ως θεωρητικού του σινεμά, αλλά και ένα είδος «μανιφέστου» για το «νέο κύμα» στο οποίο αργότερα θα υπήρξε ηγετική μορφή.
Η γέννηση της «Nouvelle Vague»Η «μετάβαση» του Τριφό από τον χώρο της κριτικής στον χώρο της δημιουργίας δεν αργεί. Ήδη το 1954 έχει πραγματοποιήσει μια απόπειρα μικρού μήκους (το «Une Visite» το οποίο ουδέποτε θέλησε να κυκλοφορήσει), ενώ το 1957 ολοκληρώνει το «Les Mistons», ένα εικοσάλεπτο φιλμ το οποίο παρότι μικρό σε διάρκεια αναδείκνυε την δεινότητα του Τριφό στην κινηματογράφηση. Φυσικά, η χρονιά ορόσημο, τόσο για την καριέρα του Τριφό, όσο και για την ιστορία του σινεμά είναι το 1959.
Εκείνη την χρονιά κυκλοφορεί το «Με Κομμένη την Ανάσα» του Γκοντάρ, το «Παρίσι μας ανήκει» του Ριβέτ και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Φρανσουά Τριφό: τα «400 Χτυπήματα» («Les Quatre Cents Coups»). Κάπως έτσι γεννιέται η περίφημη «Nouvelle Vague», το «νέο κύμα» του γαλλικού σινεμά.
Επί της ουσίας επρόκειτο για μια κίνηση που ήδη κυοφορούνταν από τις κριτικές των νέων αυτών σινεφίλ στο περιοδικό «Cahiers du Cinema». Δεν αρκέστηκαν, παρόλα αυτά, στα συγγραφικά «κατηγορώ» τους και προχώρησαν στην δημιουργία ενός καλλιτεχνικού αντιπαραδείγματος. Το επαναστατικό γνώρισμα των ταινιών της Nouvelle Vague ήταν η έλλειψη επιτήδευσης. Θαυμαστές των νεορεαλιστών δημιουργών (ιδιαιτέρως του Ροσελίνι), αλλά ταυτόχρονα λάτρεις και ορισμένων Αμερικάνων, όπως ο Χοκς, ο Γουέλες και ο Χιτσκοκ, οι σκηνοθέτες του «νέου κύματος» εισήγαγαν μια γραφή απαλλαγμένη από την τάση «ωραιοποίησης» των πάντων που μάστιζε μέχρι τότε το γαλλικό σινεμά.
Γυρίζουν σε φυσικούς χώρους, αξιοποιούν τον φυσικό φωτισμό, υιοθετούν τα πανοραμίκ, τα τράβελινγκ, μια κάμερα, δηλαδή, που είναι σε διαρκή κίνηση, ενώ τα έργα τους έχουν έντονο υπαρξιακό και πιο έμμεσα πολιτικό φορτίο. Οι ήρωες της nouvelle vague περιπλανούνται, ανακαλύπτουν την ζωή και τον έρωτα, μπλέκονται με την ποίηση, την αμφιβολία και την πρόκληση, καταλήγουν σε αβέβαιες καταστάσεις και σε αμφιλεγόμενα συμπεράσματα. Παρά τις διαφοροποιήσεις από δημιουργό σε δημιουργό, το τέλος της «ενιαίας» nouvelle vague χρονολογείται από τους ιστορικούς του σινεμά στο 1966.
Το στίγμα του Φρανσουά Τριφό στο «νέο κύμα» του γαλλικού σινεμάΤα «400 χτυπήματα» του Τριφό θεωρούνται η αφετηρία της Nouvelle Vague. Στο φιλμ αυτό ο Τριφό μας συστήνει για πρώτη φορά το κινηματογραφικό του alter ego, τον Αντουάν Ντουανέλ (τον οποίο ερμηνεύει ο Ζαν-Πιερ Λεό), έναν δεκατριάχρονο ονειροπόλο που περιφέρεται στο Παρίσι, σκαρώνοντας ατίθασα τερτίπια, βιώνοντας μια επίπονη οικογενειακή ζωή και καταλήγοντας ως γνήσιος ασυμβίβαστος και ρομαντικός στο αναμορφωτήριο. Ο «αυτοβιογραφικός» Τριφό των «400 χτυπημάτων» είναι ευαίσθητος και ρομαντικός. Απλός και ανεπιτήδευτος. Αποτίνει συγκινητικό φόρο τιμής στην «παιδική ματιά» που σφύζει από αθωότητα και αγωνία. Την ματιά αυτή, άλλωστε, δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Πέραν των όποιων αναφορών στις τεχνικές καινοτομίες, τις πανοραμικές λήψεις, τα ευρήματα και τις αναφορές του Τριφό αυτό που μένει περισσότερο από το εν λόγω φιλμ είναι η τρυφερότητα που αποπνέει. Η ζωογόνος αυτή τρυφερότητα που κάνει μια σκληρή προ-εφηβική περιπέτεια να μοιάζει με ένα παραμυθένιο ταξίδι γνωριμίας με την ίδια την ζωή. Το φινάλε το οποίο βρίσκει τον Αντουάν Ντουανέλ ελεύθερο σε μια παραλία να κοιτάει την κάμερα θεωρείται από τις πιο αριστουργηματικές σεκάνς του «τριφοικού» σινεμά.
Ο Τριφό ποτέ δεν ξέχασε τον αγαπημένο του Αντουάν Ντουανέλ, όμως μέχρι την επόμενη κινηματογραφική του ιστορία, ακολούθησαν εξίσου σημαντικές στιγμές. Αμέσως μετά τα «400 Χτυπήματα», ο Τριφό γυρίζει το «Πυροβολήστε τον Πιανίστα» («Tirez sur le pianist», 1960), την πιο «Nouvelle Vague» ταινία του με πρωταγωνιστή τον Charles Aznavour. Το μοντάζ ασυνέχειας, οι αφηρημένες τροπές της πλοκής (βλ. τον διάσημο διάλογο περί σεξ εν μέσω μιας απαγωγής) και η διάθεση απομυθοποίησης και συνάμα ανασύνθεσης του αμερικάνικου film noir και εν γένει της αστικής αντίληψης για το σινεμά χαρακτηρίζουν αυτό το φιλμ, το οποίο κατά πολλούς αποτελεί το μοναδικό σημείο που η καλλιτεχνική ματιά του Τριφό προσέγγισε τόσο πολύ αυτή του Γκοντάρ.
Το 1962 ο Τριφό συναντάται καλλιτεχνικά για πρώτη φορά με την Jeanne Moreau, την οποία τοποθετεί ως την μοιραία γυναίκα που αναστατώνει τις ζωές των δύο αχώριστων φίλων Ζιλ και Τζιμ στην ομώνυμη ταινία. Στο «Ζιλ και Τζιμ» ο Τριφό πιάνει το νήμα των στοχασμών του περί της ματαιότητας του έρωτα και της τραγικής σύζευξης πάθους-θανάτου, οι οποίοι θα του χτυπάνε επίμονα την πόρτα καθ’ όλη την διάρκεια της φιλμογραφίας του. Ο ανάλαφρος και στακάτος αφηγηματικός ρυθμός με τον οποίο ξεκινά η ταινία, δεν αργεί να λάβει διαστάσεις σπαρακτικού, υπαρξιακού θρίλερ. Η ερωτική απελπισία και η απόγνωση «μπλέκουν» με την αγωνία της φθοράς, τις ανασφάλειες και τις φοβίες των ηρώων, αλλά και τις επώδυνες σχέσεις αλληλοεξάρτησης που γεννά αυτό το ερωτικό τρίγωνο. Αντίστοιχες θεματικές διερευνά και το «The Two English Girls» μια δεκαετία μετά.
«Έρωτας» και … τιμωρίαΤο 1965 ο Τριφό μοιάζει να αφήνει οριστικά πίσω του την nouvelle vague αισθητική. Με το υπέροχο «La Peau Douce» («Απαλό Δέρμα») παραδίδει μια διατριβή πάνω στο χιτσκοκικό σινεμά και συμπυκνώνει με άψογη δραματουργική λιτότητα και μαεστρική σκηνοθετική δεινότητα έναν καμβά αντίρροπων και πολυδαίδαλων θεμάτων με επίκεντρο και πάλι τον έρωτα ως ένα ανηλεές υπαρξιακό παιχνίδι, με την τύχη και την δύναμη του μοιραίου να «παρακολουθούν» ως αφανείς ήρωες τις μεταπτώσεις, τις διαψεύσεις και τις επιλογές των πρωταγωνιστών.
Συνολικά το σινεμά του Φρανσουά Τριφό αποτελεί μια μελέτη στα μυστηριώδη και αχαρτογράφητα άδυτα του ερωτικού ενστίκτου. Το alter-ego του Τριφό, ο Αντουάν Ντουανέλ (Ζαν-Πιερ Λεό) στο ξεκαρδιστικό και υπερ-χαριτωμένο «Κλεμμένα Φιλιά» («Baisers Voles», 1968) φαντασιώνεται το απόλυτο ερωτικό ιδανικό, αλλά όταν του δίνεται η ευκαιρία να το απολαύσει γήινα και σαρκικά, μπλοκάρει και πελαγοδρομεί. Στο «Παράνομο Κρεβάτι» («Domicile Conjugal», 1970) ο Ντουανέλ μοιάζει συμβιβασμένος και ηττημένος μέσα στις νόρμες ενός αστικού γάμου. Ενώ στον συγκινητικό επίλογο των περιπετειών του Ντουανέλ («Η Αγάπη το βάζει στα πόδια», 1978) ο ήρωας αναπλάθει και ανασυνθέτει το ερωτικό του φαντασιακό μέσα από την σκισμένη φωτογραφία μιας γυναίκας.
Είναι εφικτό, όμως, να προσεγγίσει κανείς τον απόλυτο έρωτα χωρίς πόνο, θλίψη και φθορά; Ο ήρωας του Ζαν-Πιερ Λεό στο οσκαρικό «Η Αμερικάνικη Νύχτα» («La Nuit Americaine», 1974) αποκαλεί τις γυναίκες μαγικές. Ο Τριφό, άλλωστε, στην πραγματική του ζωή υπήρξε λάτρης του γυναικείου φύλλου και ορκισμένος καρδιοκατακτητής. Στα φιλμ του, όμως, το παράφορο πάθος, η απαγορευμένη έλξη, η παθολογική εξάρτηση, συχνά πρωταγωνιστούν και ορίζουν τραγικά τις ζωές των ηρώων. Στην «Σειρήνα του Μισσισιπή» («La Sirene du Mississippi», 1969) ο Τριφό εισαγάγει την πρώτη του femme fatale ηρωίδα στο πρόσωπο της εκθαμβωτικής Catherine Deneuve, ρόλος καθοριστικός και βαθύτατα δραματικός. Στο «Ζιλ και Τζιμ» η Jeanne Moreau «αρρωσταίνει» από την μάταιη αλλαγή ερωτικών συντρόφων και βρίσκει την λύτρωση στον θάνατο και στην ψευδαίσθηση της εκδίκησης. Η κορύφωση της «διατριβής» του Τριφό πάνω στον έρωτα θα έρθει, φυσικά, στο αξεπέραστο «Η Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας» («La Femme d’ a Cote», 1981»), εκεί όπου το «καταραμένο» ζευγάρι Φανί Αρντάν και Ζεραρ Ντεπαρντιέ συμπυκνώνει σπαρακτικά το ρητό «ούτε μαζί ούτε χώρια».
Η αγάπη για τον Χίτσκοκ, η ρήξη με τον Γκοντάρ και … ο Στίβεν ΣπίλμπεργκΟ Φρανσουά Τριφό, υπερβαίνοντας τον απλό τίτλο του «σκηνοθέτη», ήταν πάνω από όλα ένας άνθρωπος που αγαπούσε το σινεμά και μέσα από το έργο του του απέδιδε την αιώνια σχεδόν θρησκευτική του λατρεία (η «ομολογία της πίστης» του έρχεται μέσα από το ξεχωριστό «Πράσινο Δωμάτιο»). Μην ξεχνάμε ότι πέραν της φιλμογραφίας του, ο Τριφό αναμόρφωσε και εξέλιξε την οπτική μας πάνω στην κινηματογραφική κριτική και την θεωρία του σινεμά.
Ένα ξεχωριστό κομμάτι της μελέτης του πάνω στην 7η Τέχνη, καθώς και ένα προσωπικό καλλιτεχνικό του κεφάλαιο, υπήρξε η σχέση με τις ταινίες, αλλά και με τον ίδιο τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Το 1962 ο Τριφό ταξιδεύει στις ΗΠΑ και πραγματοποιεί έναν κύκλο συζητήσεων με τον Χίτσκοκ στο γραφείο του στα στούντιο της Universal. Αργότερα θα εξυμνούσε το σινεμά του Χίτσκοκ για την δυναμική του να συνδυάζει το χιούμορ με το σασπένς, στοιχεία τα οποία αξιοποίησε και υιοθέτησε και ο ίδιος ο Τριφο με αποκορύφωμα το χαριτωμένο -αν και μάλλον σεναριακά αφελές- κύκνειο άσμα του «Vivement Dimanche» (1983).
Ψήγματα «χιτσκοκικού» σινεμά, ιδιαιτέρως στον αινιγματικό τρόπο ανάπτυξης του ερωτικού ειδυλλίου των πρωταγωνιστών, υπάρχουν και στο αλληγορικό «Fahrenheit 451» (1966), ένα φοτουριστικό φιλμ που περιγράφει μια δυστοπική κοινωνία στην οποία τo κράτος κατάσχει από τους πολίτες τα βιβλία τους, μέσω ειδικών ομάδων κρούσης. Το εν λόγω φιλμ στάθηκε ως ένα καίριο και επίκαιρο πολιτικό σχόλιο, αλλά και ως ακόμη μια εξομολόγηση αγάπης και αφοσίωσης του Τριφό στην τέχνη που υπηρετούσε. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Στίβεν Σπίλγκεργκ τιμά τον Τριφό και την συνεισφορά του με το «Fahrenheit 451» στο είδος της επιστημονικής φαντασίας δίνοντας του έναν μικρό, αλλά καθοριστικό ρόλο στην ταινία του «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου».
Φυσικά, ένα ζήτημα το οποίο απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί τους μελετητές του σινεμά αποτελεί η σχέση του Τριφό με τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Από φίλοι, ενίοτε ερωτικοί αντίζηλοι και συνοδοιπόροι στα πρώτα βήματα της Nouvelle Vague οι δύο θρύλοι του σινεμά δεν άργησαν να βρεθούν απέναντι, σε μια οριστική ρήξη που δεν επουλώθηκε ποτέ. Μέσα από μια σειρά επιστολών, ο Γκοντάρ κατηγόρησε τον Τριφό ότι υιοθέτησε στις ταινίες του όλα όσα καυτηρίαζε ως κριτικός σινεμά, θεωρώντας τον τυποποιημένο. Ο Γκοντάρ παρακολουθεί την «Αμερικάνικη Νύχτα» και αποκαλεί τον Τριφό «ψεύτη». Ακολούθως, ο Τριφό απαντά λέγοντας ότι «όταν η Τέχνη γίνεται στρατευμένη καταντά προπαγάνδα» και προσέθετε: «Η Τέχνη για την Τέχνη; Όχι. Η Τέχνη για την ομορφιά, η τέχνη για τους άλλους, η τέχνη που παρηγορεί». Το μυαλό (Γκοντάρ) και η καρδιά (Τριφό) της γαλλικής Nouvelle Vague δεν ξαναμίλησαν ποτέ…
Σινεμά, μια πράξη αγάπης
Το 1983 ο Τριφο διαγιγνώσκεται με καρκίνο στον εγκέφαλο. Λίγους μήνες αργότερα αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 52 ετών. Σκηνοθέτησε συνολικά 25 ταινίες, δηλαδή πέντε λιγότερες από τον στόχο που είχε θέσει όταν έκανε τα πρώτα του βήματα. Το σινεμά ήταν αυτό που έσωσε τον Τριφό στα δύσκολα νεανικά του χρόνια και εκείνος φρόντισε να του το ανταποδώσει αφήνοντας πίσω μια ιστορική καλλιτεχνική και θεωρητική παρακαταθήκη. Υποστήριζε ότι «το σινεμά του μέλλοντος θα αποτελεί μια πράξη αγάπης». Δεν ξέρουμε αν τελικά είχε δίκιο. Το σίγουρο είναι ότι ο ίδιος αγάπησε το σινεμά όσο ελάχιστοι δημιουργοί και μας έκανε να το αγαπήσουμε κι εμείς ακόμη περισσότερο.
Βιβλιογραφία:
Πηγή: Φρανσουά Τριφό: Ο άνθρωπος που αγαπούσε το σινεμά (artic.gr)
Φρανσουά Τριφό. Νόθος, λιποτάκτης, εραστής ιερόδουλων και διάσημων ηθοποιών, κλέφτης και κυρίως αφοσιωμένος κινηματογραφιστής. Η ζωή του ήταν ένα εκπληκτικό σενάριο...
Μπορεί να μην υπήρξε το πιο λαμπρό αστέρι της μεγάλης οθόνης, όμως κανείς μεγάλος σκηνοθέτης δεν αγαπούσε τον κινηματογράφο και δεν εκτιμούσε την πλούσια ιστορία του, όσο ο Φρανσουά Τριφό. Δεκαετίες προτού ο Κουέντιν Ταραντίνο ξαναφέρει στη μόδα τους σινεφίλ σκηνοθέτες, ο Τριφό εξελίχθηκε από φτωχόπαιδο που είχε μανία για τον Χίτσκοκ, σε διεθνούς φήμης δημιουργό. Το κοινό εξάλλου θα τον θυμάται ως τον Γάλλο επιστήμονα στις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου»....
Νόθος γιος κάποιου άσωτου Παριζιάνου, ο Τριφό ουδέποτε γνώρισε τον πραγματικό του πατέρα. Η μητέρα του και ο θετός του πατέρας, ο σχεδιαστής αρχιτεκτονικού σχεδίου Ρολάν Τριφό, τον άφησαν στη γιαγιά του να τον μεγαλώσει μέχρι τα δέκα του χρόνια. Όταν τον ανέλαβαν πάλι, το Παρίσι βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή. Οι Τριφό ζούσαν φτωχικά στην κακόφημη περιοχή Πιγκάλ. Εκεί ήταν που ο μικρός Φρανσουά ανέπτυξε την ισόβια προσήλωσή του στις πόρνες, που είχαν καθοριστικό ρόλο σε πολλές ταινίες του. Η ζωή στο σπίτι ήταν κάθε άλλο παρά χαρούμενη. Δεν μοιραζόταν τον ενθουσιασμό των γονιών του για την ορειβασία και συχνά τον άφηναν να μείνει με συγγενείς όταν έκαναν τις ορεινές εκδρομές τους. “Τους θυμάμαι ακόμη να επιστρέφουν, με κοντά παντελόνια και σακίδια στους ώμους”, έλεγε ο Τριφό μετά από χρόνια. Μολονότι οι γείτονες θεωρούσαν τους Τριφό άκακους και ιδιόρρυθμους, ο Φρανσουά ήταν λιγότερο επιεικής. “Οι γονείς μου δεν είναι για μένα τίποτε περισσότερο από ανθρώπινα όντα”, έγραφε. “Από καθαρή τύχη είναι ο πατέρας μου κι η μητέρα μου, γι’ αυτό και δεν σημαίνουν για μένα τίποτε περισσότερο απ’ ότι αν ήταν ξένοι”! Διαρκώς μόνος, ψάχνοντας απελπισμένα για διέξοδο, τη βρήκε στους συνοικιακούς κινηματογράφους. Γλιστρούσε μέσα χωρίς να πληρώσει και καθόταν στην πρώτη σειρά για να βυθιστεί στην κινηματογραφική εμπειρία. Καθισμένος τόσο κοντά στην οθόνη, συχνά πάθαινε ναυτία, όμως αυτό δεν τον πτοούσε. Είχε βάλει σκοπό να βλέπει τρεις ταινίες την ημέρα. Στα δεκαεννέα του είχε δει πάνω από 4.000 ταινίες. Κρατούσε ημερολόγιο για όλες τις ταινίες που έβλεπε και σημειώσεις για τους αγαπημένους του σκηνοθέτες. Οι αμερικανικές ταινίες τον μάγευαν κι έγινε περιπαθής θαυμαστής του Άλφρεντ Χίτσκοκ, του Χάουαρντ Χοκς και άλλων πρωτοπόρων της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ. Οι ώρες της μοναχικής σπουδής έδωσαν τη θέση τους στην επιθυμία για δράση. Όταν ο Τριφό ήταν έφηβος, έκλεψε τη γραφομηχανή του θετού του πατέρα, την πούλησε και με τα λεφτά χρηματοδότησε την κινηματογραφική του λέσχη, με σκοπό να οργανώνει προβολές για φίλους μανιακούς του κινηματογράφου. Έξαλλος ο Ρολάν Τριφό έστειλε το παιδί σε αναμορφωτήριο. Έγκλειστος για έξι μήνες, ο Τριφό προσπάθησε να συνεχίσει εκεί τη μελέτη του κινηματογράφου. Ζήτησε από τους γονείς του να του φέρουν βάζα με μαρμελάδα και τα αρχεία του για τους Τσάρλι Τσάπλιν και Όρσον Γουέλς. Οι υπεύθυνοι στο αναμορφωτήριο δεν ήξεραν τι να κάνουν με τον σινεφίλ έφηβο. Αρχικά διέγνωσαν “ψυχοκινητική αστάθεια με τάσεις απείθειας”. Αργότερα κατέληξαν ότι η αστάθεια του οφειλόταν στο προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον. Ένας ευμενής σύμβουλος κατάφερε να συστήσει τον Τριφό στον εξέχοντα κινηματογραφικό κριτικό Αντρέ Μπαζέν, μια σχέση που θα αποδεικνυόταν καθοριστική. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας «400 Χτυπήματα» έκλεψε μία γραφομηχανή, όπως και ο Τριφό Πρώτα όμως ο Τριφό έπρεπε να νικήσει τους δαίμονές του. “Δεν κοιτάζω για πολλή ώρα τον ουρανό γιατί, όταν ξανακοιτάζω κάτω, ο κόσμος μου φαίνεται φριχτός”, εξομολογήθηκε εκείνη την εποχή. Το 1950, στα 18 του, αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει με 23 ξυραφιές στο χέρι του. Λίγο αργότερα, κατατάχτηκε στο στρατό και τον έστειλαν στην Σαϊγκόν. Ήταν όμως τραγικά ακατάλληλος για τη ζωή του στρατιώτη. Κατάλαβε το λάθος του κι αποπειράθηκε να λιποτακτήσει, αλλά τον έπιασαν και τον έβαλαν σε στρατιωτική φυλακή. Αποστρατεύτηκε λόγω “ασταθούς χαρακτήρα”, επέστρεψε στο Πάρισι κι αποπειράθηκε πάλι να αυτοκτονήσει. ...
Μόνο μια δουλειά σχετικά με τον κινηματογράφο θα τον έσωζε. Ο Τριφό χρησιμοποίησε τη γνωριμία του με τον Μπαζέν για να γίνει κριτικός στο σημαντικό κινηματογραφικό περιοδικό «Cahiers du Cinema». Σύντομα επηρέαζε όλον τον κινηματογραφικό κόσμο της Γαλλίας, με τις εμβριθείς και καυστικές κριτικές του. Θα μπορούσε να έχει μακρά και επιτυχημένη καριέρα σε αυτόν τον κλάδο, αλλά ήθελε να γυρίσει ταινίες. Το 1959 τα κατάφερε, διοχετεύοντας όλη τη μοναξιά κι απελπισία των παρισινών παιδικών του χρόνων στο ημι-αυτοβιογραφικό του αριστούργημα “Τα 400 Χτυπήματα”. Η ταινία του εξασφάλισε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στις Κάννες και βοήθησε στην καθιέρωση του κινήματος που έγινε γνωστό ως “nouvelle vague”, δηλαδή “νέο κύμα”.
Ο Τριφό σκηνοθέτησε 25 ταινίες, πέντε λιγότερες από τον στόχο που είχε θέσει στην αρχή της καριέρας του. Το “Ζιλ και Τζιμ” και η τιμημένη με Όσκαρ, “Αμερικάνικη Νύχτα”, κέρδισαν τη μεγαλύτερη διεθνή αναγνώριση, ενώ ο μεταδοτικός ενθουσιασμός του για τον κινηματογράφο και η έμφαση που έδινε στον “κινηματογράφο του δημιουργού”, ενέπνευσε μια γενιά σκηνοθετών. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, που του έδωσε τον πιο διάσημο ρόλο του, όταν τον έβαλε να υποδυθεί τον Γάλλο ουφολόγο Κλοντ Λα Κομπ στις “Στενές Επαφές Τρίτου Τυπού”. Το 1983, λίγο αφότου ολοκλήρωσε την τελευταία ταινία του, του διέγνωσαν καρκίνο στον εγκέφαλο. Πέθανε στις 21 Οκτωβρίου 1984....
Μικρός στο μάτι
Ο Τριφό ήταν παθολογικός γυναικάς, με ιδιαίτερη αδυναμία στις πρωταγωνίστριές του. Η Ζαν Μορό, η Τζούλι Κρίστι, η Φανί Αρντάν και η Ζακλίν Μπισέ ήταν μερικές μόνο από τις ωραίες ηθοποιούς που πέρασαν από το μπουντουάρ του. Για τον Τριφό το παιχνίδι αυτό δεν είχε κανόνες: κοιμόταν με λαμπερές σταρ αλλά και με φθηνές πόρνες. Είχε σχέση ταυτόχρονα με την Κατρίν Ντενέβ και τη μεγαλύτερη αδελφή της, τη Φρανσουάζ Ντορλεά. Ούτε η ηλικία αποτελούσε εμπόδιο. Πήγε με τη 19χρονη Κλοντ Ζαντ που έπαιζε στα “Κλεμμένα Φιλιά”, καθώς και με τη 17χρονη Μαρί-Φρανς Πιζιέ, πρωταγωνίστρια στο “Ο Έρωτας στα Είκοσι”. Αυτές οι γυναικοδουλειές γίνονταν κάτω απ’ τη μύτη της γυναίκας του, Μαντλέν Μόργκενστερν, που τελικά τον χώρισε το 1965, μετά από έξι χρόνια γάμου. Το ωραίο, “γαλλικό” παρουσιαστικό του Τριφό και η φήμη του ως ιδιοφυΐας δεν εξηγούν πλήρως την επιτυχία του. Ο μικρόσωμος Καζανόβας ήταν εξαιρετικά ντροπαλός και δάγκωνε τα νύχια του όταν βρισκόταν με γυναίκες, κάτι που προφανώς εκείνες έβρισκαν ακαταμάχητα γοητευτικό. Βοηθούσε και το ότι ο Τριφό απεχθανόταν τη συντροφιά των ανδρών. “Δεν θα μπορούσα να δειπνήσω με έναν άνδρα”, είπε κάποτε, “Έχω αυτό το κοινό με τον Χίτλερ και τον Σαρτρ. Δεν αντέχω την ανδρική συντροφιά το βράδυ. Για μένα, το βράδυ σημαίνει ιδιωτική ζωή σε ιδιωτικό χώρο”. Καλέ μου μπαμπά Εφάμιλλη των προσφιλών του φιλμ νουάρ ήταν η έμπνευση του Τριφό να προσλάβει ιδιωτικό ντετέκτιβ για να βρει τον πραγματικό του πατέρα, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τη μητέρα του λίγο πριν από τη γέννησή του το 1932. Ανακάλυψε ότι ήταν ένας παντρεμένος Εβραίος οδοντίατρος από μία κωμόπολη της ανατολικής Γαλλίας. Ο Τριφό παρακολούθησε για λίγο τον χαμένο μπαμπά του, αλλά ποτέ δεν του μίλησε, από σέβασμο προς τον θετό του πατέρα, όπως είπε αργότερα η γυναίκα του....
Ο Τριφό με τον “μέντορα” Χίτσκοκ