Ο Λουκίνο Βισκόντι του Μοντρόνε (Luchino Visconti di Modrone, Μιλάνο, 2 Νοεμβρίου 1906 - Ρώμη, 17 Μαρτίου 1976), κόμης του Λονάτε Ποτσόλο, ήταν Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, του θεάτρου και της όπερας. Υπήρξε θεμελιωτής και βασικός εκφραστής του ρεύματος του ιταλικού νεορεαλισμού. Η θεματολογία του έργου είναι επηρεασμένη σημαντικά από προσωπικά βιώματα και επιμέρους πτυχές της προσωπικότητάς του, όπως η αριστοκρατική του καταγωγή, η μαρξιστική ιδεολογία του και οι ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις.
Ο Γατόπαρδος (1963), που βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών, και ο Θάνατος στη Βενετία (1970) είναι ορισμένες από τις ταινίες που σκηνοθέτησε και τον κατέστησαν ευρέως γνωστό. Στα έργα του πρωταγωνίστησαν αρκετοί γνωστοί ηθοποιοί όπως η Άννα Μανιάνι, ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι, ο Αλέν Ντελόν, η Κατίνα Παξινού, ο Μπαρτ Λάνκαστερ, η Κλαούντια Καρντινάλε και ο Χέλμουτ Μπέργκερ.
Ο Βισκόντι ήταν ένα από τα εφτά παιδιά μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες της πόλης του Μιλάνου. Ο πατέρας του, Τζουζέπε Βισκόντι, καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Βισκόντι του Μοντρόνε. Η μητέρα του, Κάρλα Έρμπα, ήταν αστή κόρη αυτοδημιούργητων βιομηχάνων. Ο νεαρός Βισκόντι μεγαλώνει σε καλλιτεχνικό περιβάλλον και από μικρό παιδί παρακολουθεί παραστάσεις λυρικού θεάτρου στην περίφημη Σκάλα του Μιλάνου, ενώ στην οικογενειακή οικία παίζει μαζί με τα αδέλφια του σαιξπηρικά έργα. Ξεχωριστό θαυμασμό εκδηλώνει για το συνθέτη Τζιάκομο Πουτσίνι, το μαέστρο Αρτούρο Τοσκανίνι και το συγγραφέα Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο, με τους οποίους έχει την τύχη να συναναστραφεί, γεγονός που συμβάλλει στην απόφασή του να σπουδάσει μουσική και φιλοσοφία. Το 1926 υπηρετεί στο Ιταλικό Ιππικό και από το 1928 ασχολείται με την οργάνωση ιπποδρομιών.
Το 1933 o Βισκόντι ταξιδεύει στη Γερμανία και ζει από κοντά την άνοδο του ναζισμού. Στη συνέχεια, εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου γνωρίζει και συναναστρέφεται με τον Ζαν Κοκτώ και την Κοκό Σανέλ. Παράλληλα, εργάζεται ως βοηθός του σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ στις ταινίες Toni (1935) και Γεύμα στην Εξοχή (Une Partie de Campagne) (1936). Στο Παρίσι η συναναστροφή του με μαρξιστικούς κύκλους και ο ενθουσιασμός του Λαϊκού Μετώπου τον ωθούν, σε πρώτη φάση, να ασπαστεί τον Μαρξισμό και, ακολούθως, να γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας.
Το 1937 ταξιδεύει στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ όπου επισκέπτεται το Χόλυγουντ.
Νεορεαλισμός
Το 1939, μετά το θάνατο της μητέρας του, ο Βισκόντι μετακομίζει από το Μιλάνο στη Ρώμη. Εκεί γνωρίζει ορισμένους νεαρούς διανοούμενους, μανιώδεις με τον κινηματογράφο και μαρξιστές. Πρόκειται για τον Μάριο Αλικάτα, τον Τζουζέπε Ντε Σάντις, τον Τζιάνι Πουτσίνι και τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, μαζί με τους οποίους γράφει στο περιοδικό "Cinema", που διευθύνει ο Βιτόριο Μουσολίνι, γιος του Μπενίτο Μουσολίνι. Με τα άτομα της ομάδας αυτής ο Βισκόντι θα γυρίσει την πρώτη του ταινία, Διαβολικοί Εραστές (Ossessione) (1943). Βασισμένη πάνω στο μυθιστόρημα του Τζέιμς Μ. Κέιν, Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει πάντα δυο Φορές, αποτελεί τη γενέθλια ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού, ενός όρου που καθιερώθηκε χάρη στον μοντέρ του φιλμ, Μάριο Σεραντρέι. Τα γυρίσματα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου, με αποτέλεσμα οι συντελεστές της ταινίας να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσχέρειες: όλο το υλικό ελέγχεται από τη λογοκρισία του φασιστικού καθεστώτος, ενώ για να καλυφθούν τα έξοδα της ταινίας ο ίδιος ο Βισκόντι αναγκάζεται να διαθέσει ένα μέρος της οικογενειακής του περισουσίας. Το Ossessione ταράζει τα νερά στον ιταλικό κινηματογράφο και γρήγορα απαγορεύεται από τη λογοκρισία.
Με την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Βισκόντι αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην αντίσταση, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τους Ναζί. Τα γεγονότα αυτά αποτυπώνονται στο ντοκιμαντέρ του Μέρες Δόξας (1945). Το 1948 το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας του αναθέτει να γυρίσει μια τριλογία με θέμα τη ζωή των ψαράδων της Σικελίας, των ανθρακωρύχων και των αγροτών. Τελικά, μόνο το πρώτο μέρος της τριλογίας ολοκληρώνεται· πρόκειται για την ταινία Η Γη Τρέμει, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζιοβάνι Βέργκα Οι Μαλαβόλιε. Γυρισμένη στο χωρίο Άτσι Τρέτσα της νότιας Σικελίας με ερασιτέχνες ηθοποιούς, κατοίκους του χωριού, θεωρείται χαρακτηριστικό δείγμα του ιταλικού νεορεαλισμού. Παρά τις αντιδράσεις που προκαλεί, η ταινία βραβεύεται με το Ειδικό βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας 1948. Ακολουθεί το Bellissima (1951) στο οποίο ξεχωρίζει η ερμηνεία της Άννας Μανιάνι.
Απομάκρυνση από το νεορεαλισμό
To Senso (1954) αποτελεί σημείο καμπής στο κινηματογραφικό έργο του Βισκόντι, ο οποίος, για πρώτη φορά, απομακρύνεται από τον νεορεαλισμό και υιοθετεί νέα θεματολογία που θα γίνει σήμα κατατεθέν των ταινιών του. Η ερωτική ιστορία μιας κόμισσας και ενός Αυστριακού αξιωματικού γίνεται η αφορμή για μια βαθιά ανάλυση της ιταλικής Ιστορίας και σημαντικών γεγονότων, όπως η ιταλική ενοποίηση, ο καταστροφικός πόλεμος του 1866 και η επιρροή της παρηκμασμένης αριστοκρατικής τάξης στα γεγονότα αυτά. Το σενάριο βασίζεται στην ομότιτλη νουβέλα του Καμίλο Μπόιτο, ενώ για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Βισκόντι αρχικά ζητά την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και τον Μάρλον Μπράντο, αίτημα που ο παραγωγός αρνείται. Πρόκειται για την πρώτη έγχρωμη ταινία του Βισκόντι, την οποία οι κριτικοί έχουν επαινέσει για την πρωτότυπη φωτογραφία, την πλαστικότητα των εικόνων και την επιβλητική σκηνογραφία.
Το 1956 ο Βισκόντι αντιτίθεται δημόσια στη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία και το 1957 γυρίζει τις Λευκές Νύχτες, που αποτελούν διασκευή διηγήματος του Ντοστογιέφσκι και βραβεύονται με τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 1957. Η ταινία, όμως, που ο Βισκόντι αγαπούσε περισσότερο, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, είναι O Ρόκο και τα αδέρφια του (1960). Με αυτήν επιστρέφει στο νεορεαλισμό και καταπιάνεται, για δεύτερη φορά μετά το έργο Η Γη Τρέμει, με το θέμα του ιταλικού Νότου: Τα μέλη μιας οικογένειας του Νότου μεταναστεύουν στο Μιλάνο, ελπίζοντας να ξεφύγουν από τη μιζέρια και να βρουν ένα καλύτερο μέλλον. Παρά, όμως, τις προσπάθειές τους, η βαθμιαία διάλυση της οικογένειας, η δυστυχία και η ηθική κατάπτωση είναι αναπόφευκτες.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1963, ο Βισκόντι βραβεύεται με το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία Ο Γατόπαρδος, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Ο Ιταλός σκηνοθέτης εστιάζει, για ακόμη μια φορά, σε ένα από τα αγαπημένα του θέματα: την παρακμή της αριστοκρατίας και την άνοδο της μεγαλοαστικής τάξης με φόντο τη Σικελία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας είναι τα εντυπωσιακά σκηνικά, καθώς ακόμη και τα συρτάρια ήταν γεμάτα με αυθεντικά αντικείμενα εποχής. Ξεχωριστή η ερμηνεία του Μπαρτ Λάνκαστερ που ενσαρκώνει τον πρίγκιπα Φαμπρίτσιο Σαλίνα.
Το 1965 ο Βισκόντι βραβεύεται εκ νέου στο Φεστιβάλ Βενετίας, κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα αυτήν τη φορά με την ταινία Μακρινά Αστέρια της Άρκτου. Ακολούθως, ο Βισκόντι αποφασίζει να μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ Ο Ξένος (1967), αλλά το αρχικό σενάριο συναντά την αντίδραση της χήρας του συγγραφέα, Φρανσίν Καμύ, που απαιτεί να τηρηθεί πιστά η πλοκή του μυθιστορήματος του συζύγου της. Τελικά, ο Βισκόντι αναγκάζεται να δεχθεί αλλαγές στο σενάριό του και να μην απομακρυνθεί από την αφηγηματική γραμμή του μυθιστορήματος.
Τα τελευταία έργα του Λουκίνο Βισκόντι διακρίνονται από έντονη εσωτερικότητα και αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η παρακμή, η αποσύνθεση και τα ομοφυλοφιλικά ένστικτα χαρακτηρίζουν όλες τις δημιουργίες της τελευταίας περιόδου του σκηνοθέτη. Με την ταινία Οι Καταραμένοι (1969), που προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου, κατακρίνει τα εγκλήματα του ναζισμού μέσα από την αποσύνθεση μιας ισχυρής οικογένειας Γερμανών βιομηχάνων τη δεκαετία του 1930. Η αίσθηση παρακμής, η οποία αναδεικνύεται και χάρη στη φωτογραφία της ταινίας, καθιστά το εν λόγω έργο χαρακτηριστικό δείγμα της κινηματογραφικής αισθητικής του Βισκόντι. Ο Θάνατος στη Βενετία (1971), που απέσπασε το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο Εικοσιπενταετίας του Φεστιβάλ των Καννών, αποτελεί μεταφορά της ομότιτλης νουβέλας του Τόμας Μαν και μια από τις πιο διάσημες ταινίες του, ενώ η "γερμανική τριλογία" ολοκληρώνεται με Το Λυκόφως των Θεών (Ludwig) (1972).
Το 1974 ο Βισκόντι, παρά την ήδη κλονισμένη υγεία του ολοκληρώνει μια ακόμα ταινία, τη Γοητεία της Αμαρτίας, που αποτελεί ίσως την πιο αυτοβιογραφική δημιουργία του. Οι παραγωγοί είχαν ορίσει ως "εφεδρικό" σκηνοθέτη τον πρωταγωνιστή Μπαρτ Λάνκαστερ, σε περίπτωση που η υγεία του Βισκόντι δεν του επέτρεπε να συνεχίσει τα γυρίσματα. Η πλοκή του έργου περιστρέφεται γύρω από έναν ηλικιωμένο και μοναχικό καθηγητή, ο οποίος αναστατώνεται όταν μια οικογένεια νεόπλουτων αστών και ένας διεφθαρμένος αλλά γοητευτικός νέος εισβάλλουν στη μονότονη ζωή του. Πρόκειται για μια σκληρή κριτική της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης της μεταπολεμικής Ιταλίας, ενώ σε δεύτερο επίπεδο η ταινία πραγματεύεται τον κρυφό ομοφυλοφιλικό ερωτισμό μεταξύ του καθηγητή και του νεαρού Κόνραντ.
Η τελευταία ταινία του Βισκόντι είναι Ο Αθώος (1976), που γυρίζεται ενώ ο σκηνοθέτης είναι πλέον σχεδόν παράλυτος. Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο αποτελεί μια σκληρή κριτική της αριστοκρατίας και της αλαζονείας της εξουσίας. Οι δύο κεντρικοί ήρωες της ταινίας (Τούλιο και Τζουλιάνα) δεν αναπαριστούν απλώς την παρακμή της οικογένειας, αλλά όπως ο ίδιος ο Βισκόντι δήλωσε: "αναπαριστούν μια συγκεκριμένη κοινωνία και μια συγκεκριμένη Ιταλία που ανήκει στη μεγαλοαστική τάξη η οποία είναι υπεύθυνη για την έλευση του Φασισμού".
Ενώ τα γυρίσματα για το Ο Αθώος έχουν ολοκληρωθεί και η ταινία βρίσκεται στη φάση του μοντάζ, ο Λουκίνο Βισκόντι πεθαίνει στις 17 Μαρτίου του 1976 στη Ρώμη. Στο πλευρό του βρίσκεται η αδελφή του Ουμπέρτα, η οποία διηγήθηκε αργότερα τις τελευταίες στιγμές του: άκουσε τη Δεύτερη Συμφωνία του Μπράμς, μετά γύρισε προς το μέρος της και και είπε "Αρκετά. Είμαι κουρασμένος".
Η τελευταία ταινία του ολοκληρώνεται από τους συνεργάτες του, με βάση τις δικές του υποδείξεις, και προβάλλεται στο Φεστιβάλ των Καννών της ίδιας χρονιάς ως φόρος τιμής στο σκηνοθέτη.
Θέατρο
Εκτός από τον κινηματογράφο, σημαντική είναι η προσφορά του Βισκόντι και στο θέατρο. Η πρώτη θεατρική παράσταση που ανέβασε ως σκηνοθέτης είναι το έργο Τρομεροί Γονείς του Ζαν Κοκτώ, που ανεβαίνει στο θέατρο Ελιζέο της Ρώμης τον Ιανουάριο του 1945. Η επαναστατική σκηνοθεσία του έργου, βασισμένη στο μοντέλο του νεορεαλισμού του Ossessione, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ακολούθως, και ιδίως στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, ο Βισκόντι σκηνοθετεί αρκετές θεατρικές παραστάσεις, κυρίως έργα των Τσέχωφ, Σαίξπηρ, Τενεσί Ουίλιαμς και Άρθουρ Μίλερ, ενώ το 1953 ανεβάζει τη Μήδεια του Ευριπίδη. Συνεργάζεται επίσης με το θίασο της Ρίνα Μορέλι και του Πάολο Στόππα αλλά και με τον διάσημο ηθοποιό Βιτόριο Γκάσμαν.
Η αγάπη του Βισκόντι για την όπερα είναι εμφανής από την ταινία του 1954 Senso, η οποία ξεκινά με την τέταρτη πράξη του Τροβατόρε, γυρισμένη στο Θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας. Η πρώτη όπερα που σκηνοθέτησε ήταν η Βεστάλε του Gaspare Spontini που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου τον Δεκέμβριο του 1954.Ακολούθησαν δύο όπερες που άφησαν εποχή στη Σκάλα του Μιλάνου. Η Τραβιάτα το 1955 και η Άννα Μπολένα το 1957, με πρωταγωνίστρια και στις δύο τη Μαρία Κάλλας. Ο Βισκόντι, άλλωστε, επηρέασε βαθύτατα την καριέρα της μεγάλης ντίβας, αφού μέσα από τη συνεργασία τους τη βοήθησε να τελειοποιήσει το υποκριτικό της ταλέντο. Μετά την Ελβίρα ντε Χιντάλγκο, πρώτη δασκάλα της Κάλλας στο Ωδείο Αθηνών, και τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν, κανένας άλλος δεν επηρέασε τόσο την καλλιτεχνική εξέλιξη της Κάλλας όσο ο Βισκόντι.
Το 1958 ακολούθησαν ο Ντον Κάρλος του Βέρντι από τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, ο Μάκβεθ του Βέρντι στο Σπολέτο και ο Τροβατόρε στο Κόβεντ Γκάρντεν το 1964. Το 1966 ο Φάλσταφ του Βέρντι στην Κρατική όπερα της Βιέννης απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από τους κριτικούς, ενώ αντίθετα η όπερα του Βέρντι Σιμόν Μποκανέγκρα το 1969 με τους ηθοποιούς ντυμένους με γεωμετρικού τύπου κοστούμια προκάλεσε έντονες συζητήσεις.
Ο Λουκίνο Βισκόντι δεν έκρυψε ποτέ πως είναι ομοφυλόφιλος. Η ομοφυλοφιλία του εκφράζεται ανοιχτά για πρώτη φορά την περίοδο που ζει στο Παρίσι, ενώ σύντροφοι του υπήρξαν ο σκηνοθέτης και συνεργάτης του Φράνκο Τζεφιρέλι και ο Αυστριακός ηθοποιός Χέλμουτ Μπέργκερ που πρωταγωνιστεί στις ταινίες Οι Καταραμένοι, Το Λυκόφως των Θεών και Η Γοητεία της Αμαρτίας. Η ομοφυλοφιλία είναι ένα θέμα που απαντά σε αρκετές ταινίες του Βισκόντι, κυρίως σε αυτές της τελευταίας περιόδου. Πάντως, σε κανένα έργο του δεν πρωταγωνιστεί κάποιος ανοιχτά ομοφυλόφιλος χαρακτήρας, αλλά συχνά παρατηρείται ένας υφέρπων ομοφυλοφιλικός ερωτισμός και ανεκδήλωτα ομοφυλοφιλικά ένστικτα μεταξύ των ηρώων.
Από την οικογένεια του, ιδιαίτερη αδυναμία είχε στη μητέρα του, Κάρλα, αλλά και στην αδελφή του Ουμπέρτα. Η βίλα του στη νήσο Ίσκια λειτουργεί πλέον ως πολιτιστικό ίδρυμα και μουσείο αφιερωμένο σε αυτόν.
Φιλμογραφία
Ταινίες μεγάλου μήκους
Άλλες ταινίες
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πηγή: Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
----------------------------------------------------------------------------------
«Ήρθα στον κόσμο την ημέρα των νεκρών και αυτή η ημερομηνία με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή σαν κακός οιωνός» έγραφε ο Λουκίνο Βισκόντι, κόμης του Μοντρόνε, τελευταίος επίγονος μιας γενιάς αριστοκρατών που κινούσε τα νήματα στη Λομβαρδία για 200 χρόνια.
Γεννημένος στις 2 Νοεμβρίου 1906, ο Λουκίνο Βισκόντι μεγάλωσε με τους τρεις αδελφούς και τις τρεις αδελφές του και πέρασε τα νεανικά του χρόνια νωχελικός δανδής ανάμεσα στο θεωρείο του στη Σκάλα, ένα κάστρο κοντά στην Πιατσέντζα, διακοπές στο Λιντό της Βενετίας και αδιάφορες περιπλανήσεις στο οικογενειακό παλάτσο στο Μιλάνο, το βαρυφορτωμένο με αμέτρητους καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Ο πατέρας του Τζουζέπε τον βοήθησε να ανακαλύψει το έργο του Προυστ. Η μητέρα του Κάρλα που γνώριζε τον Βέρντι και ήταν φίλη του Πουτσίνι και του Τοσκανίνι, τον έκανε να αγαπήσει τη μουσική. «Σαν σκηνικό στη ζωή μου υπήρχε πάντα όλη αυτή η κουλτούρα που δεν με άφηνε ποτέ σε ησυχία» έλεγε ο ίδιος. Αλλά μέσα σε αυτή τη χλιδή, ο νεαρός Λουκίνο παρακολουθεί ανήμπορος το δράμα που τσακίζει τις ζωές των γονιών του. Η μητέρα του ταπεινωμένη από τους ομοφυλοφιλικούς δεσμούς του συζύγου της, τον αφήνει. Ο Βισκόντι αποκηρύσσει τον πατέρα του και αφιερώνεται ολόψυχα στη μητέρα του για την οποία αργότερα θα πει ότι «έμοιαζε με όραμα μαγικό που το περιτριγύριζαν μέτρα ολόκληρα από τούλι σαν σύννεφα».
Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν ότι μέχρι τα 35 του χρόνια αυτός ο άνθρωπος που ανακάλυψε τη δική του ομοφυλοφιλία με ένα μίγμα φρίκης και ευτυχίας, περιφέρει άσκοπα την ανία του κομψού και διαβασμένου αριστοκράτη. Η αγάπη του για τους άντρες μετατρέπεται σε απαγορευμένο θέμα ακόμα και για τους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Μετά τη στρατιωτική του θητεία όπου τρομοκρατεί το τάγμα του, ξεκινάει ένα ιπποφορβείο με άλογα κούρσας. Ακολουθούν τα τρελά χρόνια του Μεσοπολέμου όπου συχνάζει στα πιο φημισμένα σαλόνια του Παρισιού και συνεχίζει ατάραχος τις κομψές περιπλανήσεις του στο ναζιστικοποιημένο Βερολίνο και τη φασίζουσα Ιταλία. Μοιάζει να διατρέχει την εποχή του χωρίς να κατατρέχεται ο ίδιος από αυτήν. Θα είναι ο πρώτος του εραστής, ο γερμανός φωτογράφος και εχθρός του φασισμού Χορστ Π. Χορστ που θα σκαλίσει για πρώτη φορά τη θράκα της πολιτικής του συνείδησης. Χάρη στην Κοκό Σανέλ γνωρίζει τον Ζαν Ρενουάρ και το 1936 σχεδιάζει τα κοστούμια για την ταινία του Εκδρομή στην Εξοχή. Αυτή η εμπειρία θα καθορίσει το πεπρωμένο του. Τότε ανακαλύπτει τον κινηματογράφο, το Λαϊκό Μέτωπο και τον κομμουνισμό. Κάτι που, μετά την επιστροφή του στην Ιταλία κατά τις παραμονές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, θα του στοιχίσει ένα διάστημα στη φυλακή και μπλεξίματα με τη Γκεστάπο.
Σχεδόν κατά τύχη γυρίζει το 1943 την πρώτη του ταινία Ossessione (Διαβολικοί Εραστές), κινηματογραφική μεταφορά του ωμού μυθιστορήματος του αμερικάνου Τζέημς Κέιν Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει Πάντα Δυο Φορές. Ταινία που σκόπευε να γυρίσει ο Ρενουάρ αν ο πόλεμος δεν τον εμπόδιζε. Ο Βισκόντι αναλαμβάνει αυτό το ατίθασο σχέδιο και δημιουργεί ένα έργο σκοτεινού ερωτισμού δυνατό και ακανθώδες. Η ταινία εγκαινιάζει τον ιταλικό νεορεαλισμό στο σινεμα. Εν μέσω του παρακμιακού και παρακμάζοντος φασισμού μετατρέπεται σε αρχάγγελο του λαϊκισμού -κάτι που θα του επιτρέψει να γλιτώσει παρά τρίχα το εκτελεστικό απόσπασμα-, ένα άροτρο που σκαλίζει συνειδήσεις με ταινίες όπως το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ Η Γη που Τρέμει και η Bellissima με την Άννα Μανιάνι.
Στροφή στο έργο του θα είναι το Senso το 1954. Εμπνευσμένη από τη νουβέλα του Καμίλο Μπόιτο, αυτή η ερωτική τραγωδία στην Ιταλία της περιόδου του Ρισορτζιμέντο διασταυρώνει την επίσημη Ιστορία με το ανεκδοτολογικό στοιχείο. Ο νεορεαλισμός σε αυτή την ταινία αντικαθίσταται από αυτό που ο Βισκόντι αποκαλεί «ρομαντικό ρεαλισμό», ένας ορισμός παράδοξος και προβληματικός που θα χαρακτηρίσει στη συνέχεια την πλειοψηφία των έργων του. «Τα ανθρώπινα πάθη είναι η κινητήριος δύναμη της Ιστορίας» είναι η εξήγηση που δίνει ο ίδιος. Με αυτή την υπερπαραγωγή (1392 ηθοποιοί, 2100 ιππείς, 8000 κομπάρσοι!) αποκαλύπτεται η προτίμησή του στο επικό στοιχείο και ο έρωτάς του για τη λεπτομέρεια, στοιχεία που θα τρομοκρατούν τους παραγωγούς του για πολύ καιρό!
Μετά την κινηματογραφική αναγνώριση στρέφεται στο θέατρο και αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία παραστάσεων όπερας χάρη στη Μαρία Κάλλας που θα ανοίξει ξανά τις πόρτες της Σκάλας σε αυτόν που η κοινωνική του τάξη αποκαλεί ο Κόκκινος Κόμης. Ο ίδιος επαναλαμβάνει τη βεβαιότητά του ότι μόνο ο μαρξισμός-λενινισμός μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα, αλλά συχνά κρύβει τη Ρολς Ρόις που τον μεταφέρει στα γυρίσματα πίσω από τα τεράστια πανό των σκηνικών. Ελάχιστα εγκλιματισμένος στην οικογένεια του ιταλικού σινεμά, φτάνει σε σημείο να δηλώσει ότι «όλοι οι σκηνοθέτες που το όνομά τους τελειώνει σε –ίνι είναι ατάλαντοι». Όταν το πληροφορείται, ο Φελίνι απαντάει: «Ποιος το είπε αυτό; Ο Βισκοντίνι;» Τα λεπτοκαμωμένα χείλη του μπορούν να προφέρουν, ανάλογα με τη μέρα, σοφά αποφθέγματα ή αυταρχικές διαταγές: «Μια σταρ είναι σαν καθαρόαιμο άλογο. Πρέπει να την καλοπιάνεις, να την χαϊδέυεις ή να την μαστιγώνεις». Παρ’όλα αυτά οι μεγάλες σταρ συνωστίζονται για να δουλέψουν μαζί του. Στα πρόσωπα της Αλίντα Βάλι (Senso), της Σιλβάνα Μαγκάνο (Θάνατος στη Βενετία), της Κλαούντια Καρντινάλε (Γατόπαρδος) και της Ρόμι Σνάιντερ (στον Λουδοβίκο, το Λυκόφως των Θεών της προσφέρει το ρόλο της Ελισσάβετ της Αυστρίας τον οποίο έχει ήδη ερμηνεύσει στη Σίσυ) αναζητά παντοτινά την Κάρλα, το πρόσωπο της μητέρας του για την οποία λέει ότι δεν υπάρχει στιγμή στη ζωή του που να μην φωτίζεται από την ανάμνησή της.
Στους άντρες, έχει το χάρισμα να ανακαλύπτει ηθοποιούς με ένα ιδιαίτερο φυζίκ που συνδυάζει το έυθραυστο του πρωτάρη με τη ζωώδη ομορφιά -όπως ο Αλέν Ντελον (Ο Ρόκο και τα αδέλφια του), ο Ζαν Σορέλ (Σάντρα) ο Χέλμουτ Μπέργκερ (στους Καταραμένους και τον Λουδοβίκο) και ο Μπγιορν Άντερσεν (ο Τάτζιο στον Θάνατο στη Βενετία)- και να τους μετατρέπει σε πλάσματα μυθικά και μυθοποιημένα. Η ομοφυλοφιλία θα σημαδέψει αρκετά έργα του, σύμβολο γοητείας αλλά και απαγόρευσης. Πόσες από τις πιο σημαδιακές ταινίες του δεν μπορούν να ιδωθούν μέσα από αυτό το πρίσμα: στον Θάνατο στη Βενετία η παρακμή του γήρατος έρχεται αντιμέτωπη με τον πειρασμό της νεότητας, ενώ οι Καταραμένοι συμβολίζουν την κατάρρευση των ναζιστικών ηθών. Και τέλος στον Λουδοβίκο οι ερωτικές προτιμήσεις ενός χαμένου βασιλιά συνοδεύουν την κάθοδό του προς την τρέλα. Αλλά για τους δικούς του έρωτες και τα πάθη του γνωρίζουμε ελάχιστα. Πραγματικός άρχοντας της Αναγέννησης, δέχεται για πολύ καιρό τους καλεσμένους του στην έπαυλή του στη Βία Σαλάρια της Ρώμης ξαπλωμένος στο κρεβάτι, φορώντας μανσέτες από δαντέλα και περιστοιχισμένος από βάζα της δυναστείας των Μινγκ και μια στρατιά αυλικών που επαγρυπνεί για την ικανοποίηση και των πιο απίθανων επιθυμιών του. Κανείς όμως δεν μιλάει για τους πανέμορφους νεανίες που τον περιτριγυρίζουν. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα των ταμπλόιντ. Και οι φελινικοί παπαράτσι που περιδιαβαίνουν την Αππία Οδό προτιμούν τα κοκέτικα φρου-φρου και τους ποδόγυρους μιας στάρλετ από τους απαγορευμένους έρωτες ενός σεβάσμιου σκηνοθέτη. Ποιος να μιλήσει λοιπόν για τον Χέλμουτ Μπέργκερ, ξανθό άγγελο και τελευταίο εραστή του δασκάλου; Σε αυτόν θα αναφερθέι με σκληρότητα ο ίδιος ο Βισκόντι προς το τέλος της ζωής του: «Ήταν ασήμαντος. Να όμως που απέκτησε προσωπικότητα», πριν προσθέσει: «Δεν είμαι πονηρός και συχνά με εκμεταλλεύονται». Επίσημα δεν θα μάθουμε τίποτα περισσότερο.
Για τους κοντινούς του ανθρώπους, το μοναδικό πάθος του Βισκόντι ήταν η μουσική που σημαδεύει όλες του τις ταινίες. Ο Βέρντι ξεσηκώνει τα πάθη των ηρώων του Senso, ο Βάγκνερ χύνει τα δηλητηριώδη φίλτρα του στο αίμα των Καταραμένων και στο ταλαιπωρημένο κορμί του Λουδοβίκου, ο Μάλερ ντύνει με τις σιωπές του την αγωνία του Θανάτου στη Βενετία. Καθώς γερνάει (ένα εγκεφαλικό τον αφήνει ημιπαράλυτο το 1970) η νοσταλγία για την καλλιεργημένη ελίτ που χάθηκε φαίνεται να υπερισχύει της συμπάθειας που τρέφει προς τους προλετάριους. Σκηνοθέτης των μεγάλων νεκρικών ρέκβιεμ, ο Βισκόντι μοιάζει με αφοσιωμένο πυροτεχνουργό που αναλύει και καταγράφει τα χημικά συστατικά ενός σύμπαντος πριν το αποκυρήξει και το παραδώσει στις φλόγες.
Ο θάνατος θα τον βρει στις 17 Μαρτίου 1976 στο σπίτι του στη Ρώμη καθώς βάζει τις τελευταίες πινελιές στο μοντάζ του Αθώου. Αυτό το έργο, που οι θαυμαστές του συχνά θεωρούν έλασσον, ίσως να είναι στην πραγματικότητα η καλλιτεχνική του διαθήκη. Η αυτοκτονία του Τζιανκάρλο Τζιανίνι μετά τη δολοφονία του νόθου παιδιού της γυναίκας του δεν συμβολίζει στην πραγματικότητα την αδυναμία της μεγάλης ιταλικής αριστοκρατίας να περάσει την σκυτάλη στην επόμενη γενιά; Η συγκίνηση από το θάνατό του είναι παγκόσμια, αλλά κάθε αφιέρωμα τον παρουσιάζει διαφορετικά. Κρυμμένος πίσω από τις χίλιες διαφορετικές εκδοχές της προσωπικότητάς του, τόσο πολυμορφικός και τόσο προικισμένος στις αντιφάσεις, πως μπορεί κανείς να τον περιγράψει με ακρίβεια; Ίσως μόνο ένας από τους ήρωές του μπορεί να τον συμβολίσει, ο βαυαρός βασιλιάς Λουδοβίκος που ενσάρκωσε ο Χέλμουτ Μπέργκερ, ο οποίος και δεν δίστασε μετά τον θάνατο του σκηνοθέτη να παρουσιάσει τον εαυτό του ως ο απαρηγόρητος «χήρος» του. Σαν τον γερμανό ηγεμόνα που χτίζει μια αυτοκρατορία πάνω σε όνειρα, ο Βισκόντι έκανε ταινίες όπως ο Λουδοβίκος έφτιαχνε κάστρα με τους πανύψηλους πυργίσκους τους που προσπαθούν να τρυπήσουν τον ουράνιο θόλο, ελπίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να πετάξει ψηλά αφήνοντας πίσω του τα καταστροφικά γήινα πάθη. Όπως ο Λουδοβίκος, έτσι και ο Βισκόντι ονειρευόταν να ατενίσει την κατοικία των θεών. Για μην γνωρίσει τελικά παρά μόνο το λυκόφως τους.
Πηγή: t-zine.gr (t-zine.gr)