Γεννήθηκε στην Ρώμη το 1929. Σε μικρή ηλικία απεβλήθη από το καθολικό σχολείο Σαν Τζουζέπε ντι Μέροντε στην Πιάτσα ντι Σπάνια για πολιτικούς λόγους, για να γίνει στη συνέχεια μέλος της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας. Αρθρογράφησε στην εφημερίδα L'Unità και στα έντυπα Gioventù nuova και Città aperta. Το 1956 εγκατέλειψε το κόμμα μετά τα γεγονότα της Ουγγρικής Επανάστασης.
Ο σεναριογράφος Τζάνι Πουτσίνι τον συστήνει στον σκηνοθέτη Τζουζέπε ντε Σάντις ο οποίος και τον προσλαμβάνει σαν βοηθό για την ταινία “Πικρό ρύζι” (Riso Amaro, 1949). Τα επόμενα 12 χρόνια θα εργαστεί σαν σεναριογράφος και βοηθός σκηνοθέτη ενώ παράλληλα γυρίζει δύο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους.
Το 1961 κάνει το ντεμπούτο του σαν σκηνοθέτης με την ταινία “Η δολοφόνος της Ρώμης” (L'assassino) με τον Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι, σε σενάριο που έγραψε από κοινού με τον Τονίνο Γκουέρα. Το 1965, μετά από τρία μέτρια φιλμ, συνεργάζεται για μια ακόμη φορά με τον Γκουέρα στο φουτουριστικό “Δέκατον θύμα” (La decima vittima). Το 1967 μεταφέρει στο σινεμά το μυθιστόρημα του Λεονάρντο Σάσα “Στον καθένα το δικό του” (A ciascuno il suo), που στο πλαίσιο μιας αστυνομικής ιστορίας πραγματεύεται το θέμα της αδυναμίας του ατόμου να αντεπεξέλθει στην πραγματικότητα. Η ταινία αυτή σηματοδοτεί την έναρξη της συνεργασίας του με τον σεναριογράφο Ούγκο Πίρο (που κράτησε έως και το 1973) αλλά και τον μεγάλο ερμηνευτή Τζιάν Μαρία Βολοντέ με τον οποίο συνεργάστηκε σε πέντε συνολικά ταινίες.
Το φιλμ “Ο Πύργος των εραστών” (Un tranquillo posto di campagna, 1968) αποτελεί την τελευταία του συνεργασία με τον Γκουέρα και εστιάζει στην μοναξιά και την αγωνία του καλλιτέχνη. Το φιλμ απέσπασε την Αργυρή Άρκτο στο 19ο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Συνεχίζει με τέσσερις ακόμα σπουδαίες ταινίες, ενδελεχείς σπουδές πάνω στη σχιζοφρένεια. Στο “Υπεράνω πάσης υποψίας” (Indagine su un cittadino al di sopra di ogni sospetto, 1970) -βραβευμένο με Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας- το αντικείμενο είναι η αστυνομία. Το “Η εργατική τάξη πάει στον Παράδεισο” (La classe operaia va in paradiso, 1971) εστιάζει στην καθημερινότητα του εργάτη. Στο “Η ιδιοκτησία δεν είναι πια κλοπή” (La proprietà non è più un furto, 1973) αποτυπώνει το ρόλο του χρήματος στην κοινωνίας μας και το πως η εξουσία διαφθείρει το άτομο. Το “Μια σειρά δολοφονίες” (Todo modo, 1976), διασκευασμένο από διήγημα του Σάσα (Προσευχή και έγκλημα), αποτελεί μια ματιά στο διαταραγμένο ψυχισμό ηγετικών μορφών της πολιτικής.
Το 1981 μετακομίζει στη Γενεύη για να σκηνοθετήσει το θεατρικό του Άρθουρ Μίλερ The American Clock. Το 1982 και ενώ το γύρισμα της νέας του ταινίας (Chi illumina la grande notte) βρίσκεται σε εξέλιξη πεθαίνει από καρκίνο σε ηλικία 53 ετών.
Φιλμογραφία
Ντοκιμαντέρ και μικρού μήκους
| ||||
Διακρίσεις
| ||||
Πηγή: Έλιο Πέτρι - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
του Ηρακλή Κακαβάνη
Αν θέλαμε να σηματοδοτήσουμε την Ιταλία του πολιτικού σινεμά με την έννοια της στράτευσης θα λέγαμε πως η αφετηρία είναι στο 1962 (Francesco Rosi με το «Salvatore Giuliano») και τελειώνει απότομα προς το τέλος της 10ετίας του ΄70
Προς άρση των όποιων αμφιβολιών, δε μιλάμε για τον νεορεαλισμό του ιταλικού κινηματογράφου που γεννήθηκε μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό χάος από τα απομεινάρια του πολέμου με μια ψυχορραγούσα κοινωνία που προσπαθεί να σταθεί όρθια και ένα PCI (ΚΚΙταλίας) που μετά την εκδίωξή του από την κυβέρνηση (1948), επιλέγει τη στάση του «καλού παιδιού» προωθώντας ένα image παράγοντα σταθερότητας. Με άλλα λόγια το ιταλικό πολιτικό σινεμά, της 20ετίας μέχρι το 1980 δεν έχει να κάνει με σκηνοθέτες όπως ο Ντε Σίκα, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, ο Τζιουζέπε ντε Σάντις και φυσικά ο μεγάλος Λουκίνο Βισκόντι.
Ο κοινωνικά στρατευμένος κινηματογράφος μετά το 1960, ξεπερνώντας το σουρεαλιστικό / υπαρξιακό των Φελίνι / Αντονιόνι χειραφετείται και στοχεύει στην καρδιά του διεφθαρμένου αστικού κατεστημένου της εποχής, αναδεικνύοντας τους φανερούς και κρυφούς δεσμούς της πολιτικής διαχείρισης με το κεφάλαιο, με «πατέρα» όπως ήδη ειπώθηκε τον ναπολιτάνο (και όχι από τη βιομηχανική -ανεπτυγμένη βόρεια Ιταλία) Francesco Rosi, που το 1963 με το «Le mani sulla città» κερδίζει το Leone d’Oro (Χρυσό Λέοντα) στο Φεστιβάλ της Βενετίας και πολύ αργότερα (1972) δημιουργεί το «Il Caso Mattei» ρίχνοντας φως στη δολοφονία του προέδρου της “Eni” (ΣΣ |> η “Eni S.pA” είναι ιταλική πολυεθνική εταιρεία πετρελαιοειδών -σήμερα και φυσικού αερίου), Enrico Mattei (που κερδίζει τη μεγάλη διάκριση -μαζί με το «La classe operaia va in paradiso» ΣΣ |> «Η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο» του Elio Petri και με ειδική μνεία στον Gian Maria Volonté)
Υπάρχουν επίσης ο Damiano Damiani |> «Il giorno della civetta» (1968), «Confessione di un commissario di polizia al procuratore della repubblica» (1971), «Perché si uccide un magistrato» (1974), ο Giuliano Montaldo |> «Gott mit uns (1970), Sacco e Vanzetti (1971) e Giordano Bruno (1973), ο Pasquale Squitieri |> «Il prefetto di ferro» (1977), ο Nanni Loy με το «Detenuto in attesa di giudizi» (1971), ο Gillo Pontecorvo με το «La battaglia di Algeri» (1966), ο Florestano Vancini, |> «La lunga notte del ’43» (1960), «La banda Casaroli» (1962), «Le stagioni del nostro amore» (1966), το «Il delitto Matteotti (1973)» κά. -μεταξύ αυτών (σε άλλο μήκος κύματος, κυρίως σ’ ότι αφορά τη φόρμα ο πολυσχιδής Pier Paolo Pasolini).petri2
Αν υπάρχει θεός, αυτός είναι κομμουνιστής!
«Σχολείο μου ήταν οι δρόμοι, οι οργανώσεις βάσης του κομμουνιστικού κόμματος, ο κινηματογράφος, οι παραστάσεις βαριετέ, η δημοτική βιβλιοθήκη, οι αγώνες των ανέργων, τα κρατητήρια, οι συγκρούσεις με την αστυνομία, τα στούντιο των συνομηλίκων μου καλλιτεχνών, οι κινηματογραφικές λέσχες. Και, στη συνέχεια, επίσης δάσκαλοί μου ήταν αυτοί που την εποχή εκείνη ονομάζονταν “επαγγελματίες επαναστάτες”»
Στις 29-Ιαν-1929 γεννιέται στη Ρώμη, ο Elio Petri μοναχογιός μιας οικογένειας μαστόρων, με μια παιδική ηλικία που ο ίδιος χαρακτηρίζει σαν «πλήρη δυστυχίας». Ανατρέφεται σε περιβάλλον αυστηρού καθολικισμού από τη γιαγιά του, αλλά σύντομα -έφηβος πια δένεται βαθιά με τα ιδανικά της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος και βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος.
Κάνει την πρώτη του προσέγγιση με τον κινηματογράφο, αλλά όχι στην κάμερα, αλλά σαν κριτικός, αρχικά στην εφημερίδα του PCI “L’Unità” και μετά στην “Città aperta”, μετά σαν σεναριογράφος (δίπλα στο Giuseppe De Santis, που τον χαρακτηρίζει σαν «ο πρώτος και μοναδικός μου δάσκαλος») μέχρι να συναντηθεί με τον Marcello Mastroianni (προτού ο τελευταίος «κολλήσει» με τον Federico Fellini) δημιουργώντας την πρώτη του ταινία «L’assassino» (1961), που δεν ανήκει στην ώριμη περίοδό του (χαρακτηρίστηκε «άγαρμπη»), αλλά διαφαίνονται οι δυνατότητες που διαθέτει.
Και έρχεται το «La decima vittima» -Το 10ο θύμα /1965, πάλι με τον Mastroianni) και αμέσως συναντιέται με το μεγάλο Leonardo Sciascia και τον Gian Maria Volonté δημιουργώντας την ταινία «A ciascuno il suo» (ΣΣ |> «Σε καθέναν ό,τι του πρέπει», 1967).
Φτάνοντας έτσι στην «τριλογία της νεύρωσης» που με τον Volonté πια σηματοδοτεί την πιο σημαντική περίοδο για την καριέρα του.
Οι ψευδαισθήσεις του ’68 πάνε περίπατο έχουν ήδη κρυώσει όταν βγαίνει στις αίθουσες το «Indagine su un cittadino al di sopra di ogni sospetto» (1970). Το «υπεράνω υποψίας» είναι μια γερή γροθιά στο στομάχι των «καθωσπρέπει» με ένα στυλ μπαρόκ και αλλοτριωτικό και ένα θέμα ανατρεπτικό / παράλογο όσο και απειλητικό / εύλογο. Η κάμερα ακολουθεί, στην πραγματικότητα, τα βήματα ενός ανώνυμου «Dottore» (ΣΣ |> ο όρος αυτό στα ιταλικά, εκτός από το προφανές -«γιατρός» σημαίνει και «ευυπόληπτος», «υψηλά ιστάμενος» και άξιος σεβασμού) ενός αστυνομικού (του Volonté) που αφού δολοφόνησε την ερωμένη του, δεν κάνει τίποτα για να κρύψει… Διαδίδει τα αποδεικτικά στοιχεία της ενοχής του, πεπεισμένος ότι παντοδυναμία του σαν «κράτος» αρκεί για να τον προστατεύσει από οποιαδήποτε κατηγορία. Με καταλυτική και τη μουσική του Ennio Morricone, ένα πραγματικό ντελίριο / ψευδαίσθηση παντοδυναμίας που επιβεβαιώνεται και από το «ανοιχτό» γινάλε. Κέρδισε το Όσκαρ για την καλύτερη ξένη ταινία, αλλά παράλληλα δέχεται βροχή από αλληλοσυγκρουόμενες (αναμενόμενο) κριτικές. Στην πραγματικότητα, πολλοί διαβάζουν μια σαφή αναφορά στον θάνατο του αναρχικού Giuseppe Pinelli και της φιγούρας του επιθεωρητή Luigi Calabresi. Δίπλα σ’ αυτούς που τον χαιρετίζουν ως έργο «ανάσα της δημοκρατίας» και «ωριμότητα της χώρας», συνωστίζονται εκείνοι που βλέποντας την ανοιχτή επίθεση στη δικαιοσύνη και την αστυνομία, κατηγορούν τον Petri πως «πατάει επί πτωμάτων»
Και αν με τον «πολίτη υπεράνω από κάθε υποψία» οι πιο άγριες επικρίσεις είχαν προέλθει από την κεντροδεξιά και τους φασίστες με την επόμενη ταινία του La classe operaia va in paradiso (η εργατική τάξη πηγαίνει στον παράδεισο) γίνεται στόχος του PCI που δηλώνει «δεν το περιμέναμε αυτό από ένα σύντροφο) και των «ενωτικών» συνδικάτων: θυμίζουμε πως η ταινία πραγματεύεται και καταγγέλλει τη φρίκη και την αλλοτρίωση του εργαζόμενου στη γραμμής συναρμολόγησης μιας μεγάλης φάμπρικας, όπου ακρωτηριάζεται ο παραδειγματικός εργάτης που καθορίζει και τη «νόρμα», ο Ludovico Massa, χαϊδευτικά Lulù (που τον υποδύεται υποδειγματικά ο Gian Maria Volonté)
Να θυμίζουμε πως η νόρμα (ΣΣ |> “cottimo” στο έργο), είναι το μίσθωμα της εργατικής δύναμης με βάση το ποσό της εργασίας ή του προϊόντος που παράγεται ή εκτιμάται. Ειδικά στη μεγάλη βιομηχανία και στη μεταποίηση, η δουλειά με το κομμάτι μπορεί να είναι είτε συλλογική είτε ατομική, που εφαρμόζεται στη «λάινα» και καθορίζει έναν υποχρεωτικό ελάχιστο αριθμό την ημέρα ή ανά κύκλο, που έχει να κάνει με το βασικό μεροκάματο, με πριμ και με πρόστιμα και με την εντατικοποίηση για κάποια ψίχουλα αμοιβής, μέσα από πολύπλοκους αλγόριθμους του εργοδότη καπιταλιστή όπως η «ποσοτική καμπύλη» που μπορεί να είναι γραμμική ή μη «μείωση της οριακής αύξησης» κά τερτίπια
Στο εξωτερικό, ωστόσο, η απόλυτη πρωτοτυπία της -ως ένα βαθμό, μαρξιστικής ανάγνωσης του ιταλού σκηνοθέτη αρέσει. Και όχι λίγο (βραβεύτηκε και στο XXI Φεστιβάλ των Καννών, με τον τρόπο που είπαμε παραπάνω)
Και η τριλογία ολοκληρώνεται το 1973 με το «La proprietà non è più un furto» (η ιδιοκτησία δεν είναι πλέον κλοπή) -χωρίς τον Volonté αυτή τη φορά, όπου ο Flavio Bucci και ο Ugo Tognazzi παίζουν με τη χρηματοπιστωτική απληστία και το χρήμα
Ο σκηνοθέτης που «σκότωσε» τον Aldo Moro
«Στην τελευταία περίοδο της ζωής μου, έκανα δυσάρεστες ταινίες σε μια κοινωνία που τώρα ζητάει την ευχαρίστηση σε όλα, ακόμα και στη δέσμευση» θα πει ο Elio.
Η ταινία του Todo Modo του 1976 (ΣΣ |> κυριολεκτικά «με κάθε τρόπο», ο ελληνικός τίτλος ήταν «Μια Σειρά Δολοφονίες») με τους Gian Maria Volonté, Marcello Mastroianni, Michel Piccoli Mariangela Melato Renato Salvatori κά από το επώνυμο μυθιστόρημα του Leonardo Sciascia «è soprattutto un film maledetto» (είναι πάνω απ’ όλα μια «καταραμένη» ταινία) κάτι που σύντομα μετατρέπεται σε γκροτέσκο τραγωδία σε ένα είδος αναφοράς στους σκλαβωμένους κύκλους της Θείας Κωμωδίας.
Ένα τσούρμο ισχυρών αντρών – πολιτικών, υπουργών, επιχειρηματιών, διευθυντών εφημερίδων, τραπεζικών και ασφαλιστικών διαχειριστών, μέλη όλοι του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος πηγαίνουν σε ένα καθολικό μοναστήρι το Zafer, που βρίσκεται σε μια μυστηριώδη τοποθεσία στην Ιταλία, για να εξαγνιστούν, αλλά εκεί ξεκινάει μια σειρά δολοφονιών. Συγκεντρωμένοι υπό την πνευματική καθοδήγηση του padre Gaetano προσεύχονται και «μετανοούν» για τις αμαρτίες τους (υποτίθεται για λίγες μέρες) «αναρωτιούνται» για τη διαφθορά και την απληστία τους, σύντομα όμως ο χρόνος τρέχει και η ειδυλλιακή υποχώρηση αποκαλύπτεται για το τι πραγματικά είναι – μια δικαιολογία για όλους αυτούς τους χαρακτήρες να σχεδιάζουν και να ξανασχεδιάζουν το ένα το άλλο ώστε να βρίσκουν ουσιαστικά έναν τρόπο να παραμένουν στην εξουσία.
Τα σχέδια προγραμματισμού τους αναταράσσονται από πολλαπλές δολοφονίες που εξαλείφουν διάφορους εξέχοντες πολιτικούς, αφήνοντας τον Μαγίστορα Dr. Scalambri να αναρωτιέται για την μάλλον παράξενη εξήγηση που του δίνει ο αινιγματικός Πρόεδρος – με σαφή αναφορά στον Aldo Moro («Todo modo para buscar la voluntad divina» …«Πρέπει κανείς να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να αναζητήσει και να βρει τη θεία θέληση»!)
Ο Petri πέθανε από καρκίνο στις 10-Νοε-1982
Elio Petri con Salvo Randone e Regina Bianchi sul set di "I giorni contati"
Gian Maria Volonte and Elio Petri