Ο Αντρέι Βάιντα (Andrzej Wajda) ήταν ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της Πολωνίας και του παγκόσμιου κινηματογράφου, που με το έργο του σημάδεψε μία ολόκληρη εποχή της πολωνικής, αλλά και ευρωπαϊκής κινηματογραφίας. Υπήρξε ηγετικό στέλεχος της «Πολωνικής Σχολής Κινηματογράφου», μιας ομάδας εξαιρετικά ταλαντούχων δημιουργών, που με τις ταινίες τους προσέδωσαν διεθνή αναγνώριση στον πολωνικό κινηματογράφο τη δεκαετία του ’50. Κυρίαρχο θέμα στις ταινίες του ήταν το παρελθόν και το παρόν της πατρίδας του.
Η καριέρα του ξεπέρασε τις έξι δεκαετίες και ανάμεσα στην πληθώρα διακρίσεων που έλαβε ήταν ο «Χρυσός Φοίνικας» του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών, το 1981, για την ταινία του «Ο άνθρωπος από σίδερο» και το τιμητικό Όσκαρ, το 2000, για τη συνολική του προσφορά στην έβδομη τέχνη. Τέσσερις από τις ταινίες του προτάθηκαν για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας: «Η Γη της Επαγγελίας» (1975), «Οι δεσποινίδες του Βίλκο» (1979), «Άνθρωπος από Σίδερο» (1981) και «Κατίν» (2007).
Ο Αντρέι Βάιντα γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1926 στο Σουβάλκι της βορειονατολικής Πολωνίας. Ήταν γιος του στρατιωτικού Γιάκουμπ Βάιντα, που δολοφονήθηκε από τους Σοβιετικούς το 1940 στην αποκληθείσα «Σφαγή του Κατίν» και της δασκάλας Ανιέλα Μπιάλοβας. Κατά τη διάρκεια της γερμανοσοβιετικής κατοχής της πατρίδας του εργάστηκε ως σιδεράς και κλειδαράς, παράλληλα με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση.
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την απελευθέρωση της πατρίδας του σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κρακοβίας και σκηνοθεσία στην Κρατική Σχολή Θεάτρου και Κινηματογράφου «Λεόν Σίλερ» στο Λοτζ.Μαθητής και βοηθός του Αλεξάντερ Φορντ, όπως και ο Ρομάν Πολάνσκι, γύρισε την πρώτη του ταινία το 1954 με τίτλο «Μια Γενιά» («Pokolenie», 1954), στην οποία εξιστορεί την πολιτική ωρίμαση ενός νεαρού αλήτη των φτωχογειτονιών της Βαρσοβίας. Ακολούθησαν «Οι Ήρωες της Βαρσοβίας» («Κanal», 1957), στην οποία αφηγείται την πραγματική ιστορία της Εξέγερσης της Βαρσοβίας τον Σεπτέμβριο του 1944. Η επόμενη ταινία του «Στάχτες και Διαμάντια» («Popiof i diament», 1958) εξιστορεί τις συνεχείς προσπάθειες ενός νεαρού αντιστασιακού να δολοφονήσει τον Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος και τους δισταγμούς του επειδή ήταν συμπολεμιστές στην Αντίσταση. Οι ταινίες του αυτές συγκροτούν μία τριλογία, που απεικονίζουν τις θεαματικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην Πολωνία στο διάστημα της γερμανικής κατοχής, κατά την εξέγερση της Βαρσοβίας το 1944 και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Στην πρώτη και τρίτη ταινία πρωταγωνιστεί ο Ζμπίγκνιεφ Τσιμπούλσκι (1927-1967), ο επονομαζόμενος και «Τζέιμς Ντιν» της Πολωνίας.
Τη δεκαετία του ’60 ο Βάιντα ασχολήθηκε όλο και περισσότερο με τα προβλήματα της νεολαίας στον σύγχρονο κόσμο, καθώς και με τις συγκρούσεις που είναι σύμφυτες στον άνθρωπο, σε ταινίες, όπως «Λότνα» («Lotna», 1959), «Η Σιβηριανή Λαίδη Μάκβεθ» («Sibirska Ledi Magbet», 1961), «Αγάπη στα Είκοσι» («Mitosc Dwudziestolatkow», 1962), «Στάχτες» («Popioty», 1965) και «Τα Πάντα για Πούλημα («Wszystko na sprzedaz», 1968).
Τη δεκαετία του ’70 ο Βάιντα θα βρεθεί στο απόγειο της καριέρας του και θα χτίσει την παγκόσμια φήμη του, αρχικά με την ταινία «Γάμος» («Wesele», 1973), όπου μέσα από μια γαμήλια τελετή σκιαγραφείται η πορεία της πολωνικής ιστορίας. Στο ίδιο πνεύμα θα κινηθεί και η επόμενη ταινία του «Γη της Επαγγελίας» («Ziemia obiecana», 1974), στην οποία προσεγγίζει το καπιταλιστικό παρελθόν της Πολωνίας στα χρόνια της Βιομηχανικής Επανάστασης.Η επόμενη ταινία του «Ο άνθρωπος από μάρμαρο» («Człowiek z marmuru», 1976) είναι μία κριτική του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και ιδιαίτερα του φαινομένου του σταχανοβισμού. Κατά τον Βασίλη Ραφαηλίδη είναι «μια κολοσσιαία δημιουργία που θα μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου για να μαρτυράει στον αιώνα τον άπαντα την αξία του κινηματογράφου ως εργαλείου μοναδικού για το ψάξιμο της πάντα οδυνηρής αλήθειας». Η ταινία απαγορεύτηκε λόγω του θέματός της στην Πολωνία για πολλά χρόνια.
Το 1981 γύρισε την ταινία «Ο άνθρωπος από σίδερο» («Człowiek z żelaza»), που είναι κατά κάποιο τρόπο η συνέχεια του «Άνθρωπος από Μάρμαρο» και αναφέρεται στο ανεξάρτητο συνδικάτο «Αλληλεγγύη» και τον ιδρυτή του, τον ηλεκτρολόγο από το Γκντανσκ Λεχ Βαλέσα, που με τη δράση του συνέβαλε στην πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όχι μόνο στην Πολωνία, αλλά και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η ταινία βραβεύτηκε με τον «Χρυσό Φοίνικα» του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών και ήταν υποψήφια για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Τα επόμενα χρόνια επικεντρώθηκε σε ιστορικές ταινίες, όπως «Υπόθεση Δαντών» («Danton», 1983), στην οποία αφηγείται τις τελευταίες ημέρες του Ζορζ Νταντόν, ενός από τους ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης, «Κατίν» (Katyń, 2007) για τη σφαγή χιλιάδων Πολωνών στρατιωτικών από τους Σοβιετικούς, καθώς και το πορτρέτο του Λεχ Βαλέσα «Βαλέσα: Η Δύναμη της Ελπίδας» («Wałęsa. Człowiek z nadziei», 2013).
Ο Αντρέι Βάιντα πέθανε στις 9 Οκτωβρίου 2016 στη Βαρσοβία, σε ηλικία 90 ετών. Από τους τέσσερις γάμους του απέκτησε μία κόρη, την ηθοποιό Καρολίνα Βάιντα.
Πηγή: Αντρέι Βάιντα - Βιογραφία - Σαν Σήμερα .gr (sansimera.gr)
Αντρέι Βάιντα: Η πολωνική ψυχή
Από τον Ηλία Δημόπουλο
Το πολωνικό σινεμά, μερικές σύντομες αλλά θεμελιώδεις όψεις του οποίου είδαμε στις προπέρσινες Νύχτες, είναι από τις σημαντικότερες «παράπλευρες» κινηματογραφίες της Γηραιάς Ηπείρου, εξαιρώντας τις πολυσύχναστες της Γαλλίας, της Ιταλίας και φυσικά της Αγγλίας. Παράπλευρο δεν σημαίνει εδώ καθόλου λιγότερο σημαντικό ή ενδιαφέρον. Αντίθετα, λόγω γεωπολιτικής θέσης, η Πολωνία (όπως η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία), παρήγαγε ένα συνεκτικό στην ποικιλομορφία του, αυθεντικό κι εκπαιδευμένο σινεμά που χρησιμοποίησε τον μύθο, τον ρεαλισμό και την αλληγορία, επηρεάζοντας πλήθος σκηνοθετών και εκτός Πολωνίας. Ακόμα όμως και δίχως την υπολογίσιμη αυτή επίδραση, το μέγεθος και ο αριθμός των Πολωνών δημιουργών μεταπολεμικά είναι σαρωτικός. Κι απ’ όλους τους, ο Αντρέι Βάιντα, ίσως ο πιο σημαντικός, με την εξαίρεση του «μετανάστη» Πολάνσκι.
Ο Βάιντα γεννήθηκε το 1926, γόνος δασκάλας και αξιωματικού του στρατού. Ο πατέρας του Βάιντα βρέθηκε ανάμεσα στους σφαγιασθέντες του Κατίν από τους Σοβιετικούς (εχθές η επέτειος), γεγονός που σφράγισε την πολιτικότητα του έργου του, καθώς και την θεματική του ενασχόληση με την Ιστορία, την αντιδιαστολή του Μύθου με την Αλήθεια, την απόσταση των φαινομένων από την πραγματικότητα. Η ιστορία καθαυτή του Κατίν θα ενέπνεε και την ταινία του 2007 που έφερε καταρρακτώδη εγκεφαλικά στην φιλοσοβιετική κριτική αλλά και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ – από τις συνολικά τέσσερεις συν ένα βραβείο συνολικής προσφοράς στον κινηματογράφο το 1990.
Βέβαια η σχέση του έργου του Βάιντα με την ιδεολογία και τους φορείς της υπήρξε ανέκαθεν δυναμική και ακατάτακτη. Από την τριλογία του Πολέμου («Μια Γενιά»- ‘55, «Κανάλ – ‘57 , «Στάχτες και Διαμάντια»- ‘58), καταπιάνεται με όγκο, παρρησία και σκηνοθετική ορμή με θέματα που άλλος δεν είχε το θάρρος ως τότε (η χαμένη γενιά του πολέμου, η Εξέγερση της Βαρσοβίας) και καταθέτει φιλμ που έφτασαν με θόρυβο στην Δύση, αν όχι βραβευτικά το λιγότερο σαν επιρροή (από τον Σκορσέζε και τον Κόπολα, μέχρι τον Ρότζερ Γουότερς των Pink Floyd και φυσικά την δυτική κριτική).
Στην δεκαετία του ’60 ο Βάιντα εξακολουθεί ενδιαφέρων αλλά με μια έλλειψη προσανατολισμού, ανάμεσα στο πείραμα και το πολωνικό mainstream (οι τετράωρες «Στάχτες» του ’65), είναι όμως ένα άλλο γεγονός που θα σφραγίσει τη ζωή του και θα βάλει σε τροχιά ξανά την καριέρα του. Ο θάνατος του Ζμπίγκνιου Τσιμπούλσκι το 1967, ενός σταρ ανάμεσα σε Τζέιμς Ντιν και Ζεράρ Φιλίπ, πυλώνα τη πολωνικής φιλμογραφίας και εξόχως δημοφιλούς ηθοποιού, συνέτριψε για χρόνια τον Βάιντα που κατέληξε ένα χρόνο αργότερα στο «Όλα για Πούλημα», ένα έργο καταπληκτικό, πάνω στην αλήθεια και το ψέμμα, που μέσα από μια περίπλοκη δομή και μια αυτοβιογραφική εξομολογητικότητα, επικέντρωσε ξανά τον σκηνοθέτη στην μεγάλη του δεκαετία που ερχόταν.
Το ’70 ο Βάιντα μοιάζει με μεσιανική φιγούρα που συνενώνει μορφές του πολωνικού πολιτισμού, από τον Βισπιάνσκι και τον Ιβάσκιεβιτς, μέχρι τον Στάνισλαβ Λεμ και τον Τζόζεφ Κόνραντ. Από τον «Γάμο» (1973) ο Βάιντα ξεκινά ένα σερί («Η Γη της Επαγγελίας», «Η Γραμμή της Σκιάς», «Ο Άνθρωπος από Μάρμαρο», «Χωρίς Αναισθητικό») που θα τον φέρει στα φεστιβάλ του κόσμου, την παγκόσμια αναγνωρισιμότητα και την κριτική εκτίμηση, ακόμα και όταν οι ταινίες «διαβάζονται» με το νεφέλωμα της αναθεωρητικότητας (που δεν αρέσει ας πούμε στους σκληροπυρηνικούς των ανατολικών καθεστώτων) από πάνω τους. Κι όμως! «Η Γη της Επαγγελίας» (1975) θα κερδίσει το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ της Μόσχας (με τον Μπρέζνιεφ Γενικό Γραμματέα!) ΚΑΙ την υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας.
Το ’81 ο Βάιντα προωθεί ανοιχτά την Αλληλεγγύη και τον Λεχ Βαλέσα, ο «Άνθρωπος από Μάρμαρο» κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, κερδίζει και την οργή του Γιαρουζέλσκι που του κλείνει την εταιρεία παραγωγής. Έτσι ο Βάιντα φεύγει για το Παρίσι «απαντώντας» με τον «Νταντόν», ένα μεστό έπος διαστάσεων οφειλόμενων στο θεμέλιο που λέγεται Ντεπαρντιέ, μνημειώδης ερμηνεία και έργο-σπονδή και σπόντα στην Επανάσταση που χάνει το δρόμο της και γίνεται κόλπος μισαλλοδοξίας και τρόμου. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μετά από συνεχή ενασχόληση με ταινίες αλλά και θέατρο (που ποτέ δεν εγκατέλειψε), ο Βάιντα θα είναι το κινηματογραφικό δείγμα της αλλαγής πλεύσης και θα καθίσει στην καρέκλα της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ της Μόσχας του 1989.
Από το ’90 και μετά αρχίζουν και να συρρέουν τα βραβεία συνολικής προσφοράς, τιμητικό Όσκαρ, τιμές και δόξες σε Κάννες, Βενετία και Βερολίνο (μεταξύ πολλών άλλων), οι ταινίες δεν είναι σε προηγούμενα ύψη, μέχρι να φτάσουμε στο «Κατίν» του 2007 που θα ξεσηκώσει τη φασαρία και την οργή των παλαιοκαθεστωτικών που προαναφέραμε. Όμως ο Βάιντα στο ενδιάμεσο, λίγο μετά τα 80 του, είχε παραδώσει έναν τελευταίο φόρο τιμής στον γεννήτορά του, είχε για άλλη μια φορά θυμίσει πως στο δράμα ιστορικού πλαισίου, εκεί που η μικρή ανθρώπινη ιστορία βολοδέρνει εν μέσω γιγάντιων ιστοριών, αυτός είναι σκηνοθετικός ηγέτης, το αποτύπωμα δεν είναι παρά οι άνθρωποι κι όχι οι πολιτικές τους. Αυτά τα πράγματα είναι ποιητικίζοντες αντιδραστισμοί για τους κομματισμένους, ευτυχώς το έργο στον κανονικό κόσμο εκτιμήθηκε δεόντως.
Ο Βάιντα έφυγε στα 90 του, το 2016, πλήρης ημερών. Το έργο του είναι έργο βαθιά πολιτικό κι ελεύθερο, ενημερωμένο και ανθρωπιστικό, έργο αφηγηματικό και προσηνές σε πολύ περισσότερο κόσμο απ’ όσο νομίζεται ενδεχομένως – φυσικά με εξαιρέσεις. Τον θυμόμαστε πάντα, τον εκτιμούμε απεριόριστα.
Πηγή: Αντρέι Βάιντα: Η πολωνική ψυχή ? αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
Σκηνοθεσία
Σεναριογράφος-Κείμενα
| ||||
Ηθοποιός
| ||||
Πηγή: Andrzej Wajda - IMDb
Από την πρεμιέρα της ταινίας «Βαλέσα: Άνθρωπος της Ελπίδας». Με τη σύζυγό του Κριστίνα στο Φεστιβάλ Βενετίας