Ο Γιαν Καντάρ (Ján Kadár, 1 Απριλίου 1918 - 1 Ιουνίου 1979) ήταν Σλοβάκος, γεννημένος στην Ουγγαρία, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Κυρίως, εργάστηκε στην Τσεχοσλοβακία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Τα περισσότερα από τα έργα του τα σκηνοθετήθηκαν σε συνεργασία με τον Έλμαρ Κλος. Η πιο γνωστή δουλειά τους είναι Το μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού (1965), όπου βραβεύθηκε και με Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Ως καθηγητής του FAMU,[3] δίδαξε πολλούς από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του Νέου Κύματος Τσεχοσλοβακίας. Κατά την παραμονή του στις ΗΠΑ, δίδαξε σκηνοθεσία στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, στο Μπέβερλι Χιλς.
Ο Καντάρ γεννήθηκε στη Βουδαπέστη, πρωτεύουσα τότε, του Βασιλείου της Ουγγαρίας, το οποίο βρισκόταν υπό την δικαιοδοσία της Αυστροουγγαρίας, εκείνη την περίοδο. Καιρό πριν, οι γονείς του τον φέρουν στη Ρόζναβα, της Σλοβακίας, μέρος του νεοσύστατου κράτους της Τσεχοσλοβακίας, όπου και μεγάλωσε. Ο Καντάρ, μετά την εγκύκλια εκπαίδευσή του, ακολούθησε τη Νομική, όμως γρήγορα στράφηκε στο Κινηματογραφικό Τμήμα Κινηματογράφου της Τσεχοσλοβακίας (πιθανώς το τρίτο τέτοιο, σε όλη την Ευρώπη). Το τμήμα ήταν μέρος του σχολείου της Μπρατισλάβα, Βιομηχανίας Τεχνών. Εκεί γράφτηκε το 1938 και παρακολούθησε μαθήματα από τον Σλοβάκο, γνωστό σκηνοθέτη, Κάρελ Πλίτσκα, έως ότου το τμήμα κλείσει το 1939. Μετά τις πολιτικές αναταραχές της εποχής, το χωριό, όπου γεννήθηκε, πήρε ουγγρική ονομασία και έγινε μέρος της Ουγγαρίας, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Με την εφαρμογή των αντιεβραϊκών νόμων, ο Καντάρ περιορίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αργότερα είπε: «Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που συμπεριφερόμουν σαν Εβραίος: αρνήθηκα να αλλάξω και υπηρέτησε σε μία μονάδα με το κίτρινο περιβραχιόνιο και όχι με το άσπρο, το οποίο το έπαιρναν όσοι, τελικά, βαπτίστηκαν».
Ο Γιαν Καντάρ ξεκίνησε τη σκηνοθετική του καριέρα στη Μπρατισλάβα της Σλοβακίας, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με το ντοκιμαντέρ, Na troskách vyrastá život (1945). Μετά από αρκετά ντοκιμαντέρ, που εξέφραζαν τις απόψεις του Κομμουνιστικού Κόματος, στο οποίο και εντάχθηκε, ο Καντάρ, μετακόμισε στην Πράγα, το 1947. Κατόπιν, επέστρεψε στην Μπρατισλάβα, προσωρινώς, και έκανε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινίας το Katka, (1950). Από το 1952, ξεκίνησε μία μακρόχρονη συνεργασία με τον Έλμαρ Κλος, με ίσως μεγαλύτερο καρπό της συνεργασίας του Το μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού, όπου και βραβεύτηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Τον Νοέμβριο του 1968, μετακόμισε στις ΗΠΑ και έκτοτε δε συνεργάστηκε ξανά με τον Κλος. Η υπόλοιπη σκηνοθετική του καριέρα έλαβε μέρος στις ΗΠΑ και στον Καναδά, όπου σκηνοθετούσε για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Στις ΗΠΑ, απέκτησε φήμη, καθώς έγινε καθηγητής σκηνοθεσίας, στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.
Πηγή: Γιαν Καντάρ - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού, των Γιαν Καντάρ και Ελμάρ Κλος
Η ταινία τοποθετείται την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στο Σλοβακικό Τμήμα της Τσεχοσλοβακίας. Ο Άντον “Τόνο” Μπρτκο είναι ένας φτωχός ξυλουργός, που ζει με τη γυναίκα του την φιλάργυρη και λάγνα Εβελίνα, η οποία δεν τον εκτιμά και πολύ. Ένα βράδυ, θα τους επισκεφτεί η αδελφή της με τον σύζυγό της, ο οποίος είναι διοικητής στην πόλη. Τότε θα του δώσει την ιδιοκτησία ενός μαγαζιού κουμπιών που βρίσκεται στην Κεντρική Οδό, του οποίου η ιδιοκτήτρια είναι μία ηλικιωμένη Εβραία, σχεδόν κωφή. Όλο αυτό είναι μέρος της διαδικασίας αποκλεισμού και εξόντωσης των εβραίων της πόλης.
Όταν ο Τόνο πηγαίνει την επόμενη μέρα στο μαγαζί γνωρίζει την κυρία Λατμάνοβα, μια καλοσυνάτη και αγαθή ιδιοκτήτρια, η οποία όμως δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Ένα μέλος της αντίστασης, ο Κουχάρ, προτείνει στον Τόνο να μείνει κι αυτή στο μαγαζί και να της πουν ότι απλά ότι θα τη βοηθούσε κι έτσι έκανε, ενώ αυτή πιστεύει ότι έχει σταλεί από μακρινούς συγγενείς για να την βοηθήσουν. Στην πορεία η καλοσύνη και η αφέλεια της ηλικιωμένης σκλαβώνουν τον Τόνο, ο οποίος αρχίζει και τη συμπαθεί. Ωστόσο της φτιάχνει και όλα τα έπιπλα τα οποία ήταν ερείπια. Με τον καιρό, φτάνει η ώρα που οι Αρχές θα μάζευαν του Εβραίους και θα τους στέλνανε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο Τόνο, που βρισκόταν σε αμηχανία γιατί δεν ήξερε τι να κάνει, αρχίζει και πίνει μες το μαγαζί, βλέποντας, μπροστά από ένα μνημείο που μόλις φτιάχτηκε, τις Αρχές να μαζεύουν τους Εβραίους. Όταν ξύπνησε η κυρία Λατμάνοβα, αρχικώς νευρίασε που είδε ημέρα Σαββάτου, ανοιχτό το μαγαζί και παρά τις προσπάθειες του Τόνο να της εξηγήσει τι γίνεται και πως πρέπει οπωσδήποτε να κρυφτεί, εκείνη δεν καταλαβαίνει. Αργότερα, όμως και καθώς έπινε ο Τόνο, φοβήθηκε πως ο κουνιάδος του, του είχε δώσει το μαγαζί για να τον ονομάσει Φιλοεβραίο, που τελικά από ό,τι έμαθε, από τον Κουχάρ, είναι χειρότερο από το να είσαι Εβραίος για αυτούς. (Ο Κουχάρ επίσης συλλήφθηκε και βασανίστηκε). Έτσι, αποφασίζει να την παραδώσει από μόνος του. Η Λουντμάνοβα μέσα στον πανικό τρόμαξε και δεν ήθελε να φύγει.
Οι Εβραίοι έχουν φύγει και φαινομενικά η κυρία Λατμάνοβα να έχει γλιτώσει. Όμως, το μαγαζί πλησιάζει ο μπατζανάκης του και καθώς παλεύει να την κρύψει για να μη τη δουν, τη σκοτώνει κατά λάθος. Μόλις τη βλέπει νεκρή, κλείνει το μαγαζί … Μετά και οι δυο σαν σε όνειρο να βγαίνουν καλοντυμένοι από το μαγαζί με τη συνοδεία φιλαρμονικής.
Πληροφορίες για την ταινία:
Βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Καννών, την ίδια χρονιά και κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας 1966, από την Αμερικανική Ακαδημία. Η Ίντα Καμίνσκα υποψήφια για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Το σενάριο βασίστηκε σε ένα μυθιστόρημα του Λάντισλαβ Γκρόσμαν, ο οποίος μαζί με τους δύο σκηνοθέτες, έγραψε και το σενάριο για μια ταινία για τη μαζική δολοφονία των κατοίκων του χωριού από τα γερμανικά στρατεύματα ως αποτέλεσμα της δειλίας των ανταρτών κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Η ταινία τοποθετείται την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και στην διαδικασία αριανοποίησης, που εφάρμοσαν οι Ναζί στο Σλοβακικό Τμήμα της Τσεχοσλοβακίας.
Πολλές ταινίες γυρίστηκαν για το ίδιο διάστημα και σε άλλες χώρες, όχι όμως με την ειλικρίνεια που έχει «ΤΟ ΜΑΓΑΖΑΚΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΟΔΟΥ». Μια ταινία με πολύ ασυνήθιστες αντιθέσεις. Φαίνεται σαν κωμωδία για έναν άνθρωπο που έχασε την τύχη του και για διαφόρους λόγους συνεχίζει να περιπλέκει τη ζωή του. Ένα μέρος της ταινίας θυμίζει κλασικές κωμωδίες και ένα άλλο είναι νεορεαλιστικό δράμα. Στην σκηνοθεσία υπάρχει σε σημαντικό βαθμό σχέση μεταξύ των αντιθέσεων και των ψυχολογικών στοιχείων της ιστορίας.
Είναι μια ταινία βαθιά επηρεασμένη από την άσκηση της ναζιστικής εξουσίας σε μια μικρή πόλη της Σλοβακίας από τη Γερμανία. Γυρίστηκε στο Σάμπινοβ στην ανατολική Σλοβακία, με πολλά τοπικά χαρακτηριστικά, αλλά θα μπορούσε εύκολα να είναι η ιστορία μιας οποιασδήποτε ευρωπαϊκής πόλης κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Το έτος είναι 1942 και ο Χίτλερ το Τρίτο Ράιχ έχει κατακτήσει σχεδόν το σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου μέσα από την αποτελεσματική χρήση της ωμής βίας. Ολοκληρωτικές κυβερνήσεις μαριονέτες, χειραγωγούνται από το Βερολίνο, οι οποίες καθορίστηκαν με τη βία για τις χώρες αυτές. Η Γαλλία, η Κροατία και η Σλοβακία ήταν κάποια από αυτά τα γερμανο-ελεγχόμενα περιφερειακά κράτη, όπου οι ναζιστικοί νόμοι και το ναζιστικό στάτους επιβλήθηκε σταθερά. Η καταδίωξη και η εξόντωση των Εβραίων έγινε ακριβώς με τον ίδιο ενθουσιασμό από πολλούς από τους συμμάχους της Γερμανίας σα να ήταν στο ίδιο το Τρίτο Ράιχ. Το «ΤΟ ΜΑΓΑΖΑΚΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΟΔΟΥ» καταπιάνεται με αυτούς τους αντισημιτικούς νόμους στη Σλοβακία και μας κατευθύνει στα ηθικά διλήμματα που επέφερε η εφαρμογή τους.
Η ταινία ανοίγει με έναν πυροβολισμό ενός λευκού πελαργού που πετάει στην κορυφή της καμινάδας στη φωλιά του. Περιχαρής μια μπάντα πόλκα πνευστών συνοδεύει το ξεκίνημα των εικόνων και σύντομα να τελειώνει ο πελαργός πάλι με τον ρυθμό της μπάντας. Ο θεατής υποθέτει ότι είναι Κυριακή, καθώς η κάμερα παρακολουθεί τους κατοίκους της πόλης με στόμφο να παρελαύνουν κάτω από τον κεντρικό δρόμο, ντυμένοι με τα καλά τους.
Η ταινία δημιουργεί αμέσως ένα σαρδόνιο στραβό και ευδιάκριτο τόνο «Mitteleuropean», (ένα σχέδιο με οικονομική και πολιτιστική ηγεμονία στην κεντρική Ευρώπη από την γερμανική αυτοκρατορία και την επακόλουθη οικονομική και χρηματοπιστωτική εκμετάλλευση αυτής της περιοχής, σε συνδυασμό με άμεσες γεωγραφικές προσαρτήσεις των περιοχών και τη γερμανοποίηση των μελών-μαριονέτων) διαφοροποιώντας την από άλλες ταινίες με θέμα τον Παγκόσμιο Πόλεμο, με επιθετικό πατριωτισμό και προπαγανδιστικές τακτικές. Ο σκηνοθέτης βάζει στις πρώτες σκηνές άλλο ένα κεφάτο παράδειγμα: ένα τρένο φορτωμένο με όπλα και πυρομαχικά που περνά μπροστά από τον πρωταγωνιστή της ταινίας Τόνο, (ο Τζόζεφ Κρόνερ ένας κορυφαίος σλοβάκος ηθοποιός και στη σκηνή αυτή) αλλά το τελευταίο αυτοκίνητο που μπαίνει στη σκηνή μεταφέρει ένα τυχαίο άνθρωπο, πιθανώς ένα στρατιώτη, που κάθεται μόνος σε ένα καναπέ. Το ιδιοσυγκρασιακό χιούμορ που βρίσκουμε σε αυτές τις πρώτες σκηνές έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις προσδοκίες των τηλεθεατών μιας πολεμικής ταινίας. Ενώ αυτή η ειρωνεία αρχικά είναι αφοπλιστική τελικά βοηθά να κάνει το τραγικό φινάλε της ταινίας όλο και πιο βασανιστικό.
Πηγή: Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού, των Γιαν Καντάρ και Ελμάρ Κλος | CultureNow.gr
Φιλμογραφία
Σκηνοθεσία
| ||||
Σεναριογράφος - Συγγραφέας
| ||||
Ηθοποιός
Πηγή : Ján Kadár - IMDb
Jan Kadar, Elmar Klos
After moving to the United States, he became professor of film direction at the American Film Institute in Beverly Hills. His personal life as well as his films encompassed and spanned a range of cultures: Jewish, Slovak, Hungarian, Czech, and American.