Ο Κλωντ Ωτάν Λαρά (γαλλικά: Claude Autant-Lara) (1901-2000) ήταν Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου και αργότερα ευρωβουλευτής.
Ο Κλωντ Ωτάν Λαρά γεννήθηκε στο Λυζάρς (Βαλ-ντ'Ουάζ) στην περιοχή Ιλ-ντε-Φρανς στις 5 Αυγούστου 1901. Ήταν γιος του αρχιτέκτονα Εντουάρ Ωτάν και της ηθοποιού Λουίζ Λαρά. Από την παιδική του ηλικία βρέθηκε μέσα σε καλλιτεχνικό περιβάλλον, και πιο συγκεκριμένα στο θέατρο και τα ρωσικά μπαλέτα. Ανακάλυψε και παθιάστηκε με τον κινηματογράφο από τα μαθητικά του χρόνια.
Το 1915, έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Μεγάλη Βρετανία και επέστρεψε στη Γαλλία προς το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε και συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών. Τελειώνοντας τις σπουδές του, άρχισε να εργάζεται σε εργαστήριο γλυπτικής και στη συνέχεια εργάστηκε με τον Μαρσέλ Λ'Ερμπιέ ως σκηνογράφος αρχικά και στη συνέχεια το 1920 ως βοηθός σκηνοθέτη και σκηνογράφος για την βωβή ταινία L'Homme du large, μια μεταφορά στη μεγάλη οθόνη διηγήματος του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Το 1923, ο Λ'Ερμπιέ ήταν παραγωγός της πρώτης ταινίας μικρού μήκους του Ωτάν Λαρά, Faits-divers, στην οποία έπαιζε η μητέρα του Λουίζ. Η συνεργασία μεταξύ των δύο ανδρών θα διαρκέσει μέχρι το 1926. Την ίδια χρονιά, ο Ωτάν Λαρά έκανε τα σκηνικά για τη Νανά του Ζαν Ρενουάρ, ταινία βασισμένη στο μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά. Έπειτα εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης του Ρενέ Κλαιρ.
Μετά την αποτυχία της ταινίας του Construire un feu το 1930, βρέθηκε χρεωμένος και έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου συνδέθηκε φιλικά με άλλους εκπατρισμένους όπως ο Λουίς Μπουνιουέλ και σκηνοθέτησε γαλλικές βερσιόν αμερικανικών ταινιών, κυρίως με τον Μπάστερ Κίτον και τον Ντάγκλας Φαίρμπανκς τζούνιορ, αλλά η ζωή του Χόλυγουντ δεν του άρεσε και επέστρεψε στη Γαλλία το 1932.
Με την επιστροφή του σκηνοθέτησε την Ciboulette (1933), ταινία βασισμένη στην οπερέτα του Ρεϊνάλντο Αν και με διαλόγους του Ζακ Πρεβέρ, αλλά ήταν μια νέα αποτυχία για τον σκηνοθέτη. Επιβίωσε δουλεύοντας σαν βοηθός σκηνοθέτης με τον Μωρίς Λεμάν και γνωρίστηκε με τον σεναριογράφο Ζαν Ωράνς. Οι δύο άνδρες ξεκίνησαν μια καρποφόρα συνεργασία κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μια περίοδο κατά την οποία ο Ωτάν-Λαρά απογειώθηκε σκηνοθετώντας αρχικά την ταινία Ο γάμος του Σιφόν (Le Mariage de Chiffon) το 1941, με την Οντέτ Ζουαγιέ, και οι καλές κριτικές τον ενθάρρυναν να συνεχίσει, με επόμενες ταινίες τα Ερωτικά γράμματα (Lettres d'amour, 1942), Douce (1943). Οι ταινίες του έρχονταν σε αντίθεση με το κλίμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του έφεραν δημόσια αναγνώριση.
Μεταπολεμικά, ο Κλωντ Ωτάν Λαρά έζησε μια χρυσή περίοδο δεκαπέντε ετών, οπότε και σκηνοθέτησε τις πιο σημαντικές ταινίες του. Μετά την επιτυχία του 1946 με το Sylvie et le Fantôme, πάλι με την Οντέτ Ζουαγιέ, σκηνοθέτησε, το 1947, την ταινία Φλογισμένα νιάτα (Le Diable au corps), μεταφορά του μυθιστορήματος του Ραϊμόν Ραντιγκέ, με τη Μισελίν Πρελ και τον Ζεράρ Φιλίπ. Η ταινία, η οποία αναφέρεται στην παθιασμένη σχέση μιας γυναίκας, της οποίας ο σύζυγος λείπει στο μέτωπο, με τον νεαρό εραστή της, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στον Τύπο και στο κοινό.
Το 1949, μετέφερε στον κινηματογράφο το θεατρικό έργο του Ζωρζ Φεντώ, Το νου σου στην Αμέλια! (Occupe-toi d'Amélie!), το οποίο θεωρούσε ως την αγαπημένη του ταινία.
Ακολούθησε μια άλλη επιτυχία του, Το κόκκινο πανδοχείο (L'Auberge rouge,1951) με τον Φερναντέλ. Στη συνέχεια ακολούθησαν Το Κόκκινο και το Μαύρο (Le Rouge et le Noir (1954) και η πιο γνωστή του ταινία, η δραματική μαύρη κωμωδία Δύο μαυραγορίτες στο Παρίσι (1956), με τους Ζαν Γκαμπέν, Μπουρβίλ και Λουί ντε Φινές, η υπόθεση της οποίας διαδραματίζονταν κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου. Ακολουθεί η Υβέτ, το κορίτσι της ακολασίας το 1958 με τον Ζαν Γκαμπέν και τη Μπριζίτ Μπαρντό, ταινία βασισμένη σε μυθιστόρημα του Ζωρζ Σιμενόν και La Jument verte (1959) με τον Μπουρβίλ, που σηματοδότησε το τέλος της ακμής του.
Το 1954, το έτος κυκλοφορίας του Rouge et le noir, ο σκηνοθέτης βρέθηκε στο επίκεντρο κριτικής των μελλοντικών κινηματογραφιστών της Νουβέλ Βαγκ, οι οποίοι θεωρούσαν το έργο του ξεπερασμένο. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο κινηματογραφικό περιοδικό Κινηματογραφικά Τετράδια, ο νεαρός κριτικός Φρανσουά Τρυφό καταφέρθηκε εναντίον του ως σύμβολο «μιας συγκεκριμένης τάσης στον γαλλικό κινηματογράφο», του οποίου οι καλλιτεχνικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τον ίδιο, ανήκαν σε άλλη εποχή. Σε απάντηση, ο Κλωντ Ωτάν Λαρά στάθηκε πάντοτε επικριτικά απέναντι στο κίνημα της Νουβέλ Βαγκ.
Αλλά η δημοτικότητά του μειώθηκε με την άφιξη της Νουβέλ Βαγκ. Πάντα με σεναριογράφο τον Ζαν Ωράνς, συνέχισε τη σκηνοθεσία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, έκανε ακόμη δεκαπέντε ταινίες πριν σταματήσει τις δραστηριότητές του ως σκηνοθέτης στη δεκαετία του 1970.
Έπειτα δημοσίευσε βιβλία με τις αναμνήσεις του, συλλογές ομιλιών και φυλλαδίων, επικρίνοντας καλλιτεχνικούς κύκλους. Τα απομνημονεύματά του, με τίτλο La Rage dans le cœur (Με οργή στην καρδιά) που δημοσιεύθηκαν το 1984, μαρτυρούν την πικρία του.
Μεταξύ 1981 και 2000, δηλώνοντας ότι δεν ενδιαφέρουν τη Γαλλία, κατέθεσε τα αρχεία του στην Ελβετική Ταινιοθήκη.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, σε ηλικία 88 ετών, έθεσε υποψηφιότητα με το ακροδεξιό κόμμα Εθνική Συσπείρωση και εξελέγη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου σε ομιλία του τον Ιούνιο 1989, προκάλεσε σκάνδαλο εκφράζοντας τις «ανησυχίες του για την αμερικανική πολιτιστική απειλή». Σε μια συνέντευξη που δόθηκε στο μηνιαίο περιοδικό Globe τον Σεπτέμβριο του 1989, έκανε προκλητικές δηλώσεις σχετικά με το Ολοκαύτωμα και τους θαλάμους αερίου. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Πιέρ Αρπαγιάνζ περιέγραψε τις δηλώσεις ως «φυλετικές προσβολές, φυλετικές συκοφαντίες και υποκινήσεις φυλετικού μίσους». Το σκάνδαλο που προέκυψε οδήγησε στην παραίτησή του από το αξίωμα του ευρωβουλευτή.
Επιπλέον, τα μέλη της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, της οποίας ήταν ισόβιος αντιπρόεδρος, κατόπιν ψηφοφορίας του απαγορεύσουν από τότε να αναλάβει την έδρα του.
Αυτή η στάση του αμαύρωσε την εικόνα του σκηνοθέτη, σε σημείο μερικές φορές να μειώνει τη δύναμη του κινηματογραφικού του έργου και τη συμβολή του στον γαλλικό κινηματογράφο.
Ο Κλωντ Οτάν Λαρά πέθανε μετά από μακρά ασθένεια στις 5 Φεβρουαρίου 2000 στην Αντίμπ (Αλπ-Μαριτίμ).
Πηγή: Κλωντ Ωτάν Λαρά - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
Σκηνοθεσία
| ||
Συγγραφέας-Σεναριογράφος
| ||
Ηθοποιός
| ||
Πηγή: Claude Autant-Lara - IMDb
Brigitte Bardot et le réalisateur Claude Autant-Lara sur le plateau du tournage d' En cas de malheur, en 1958.
Claude Autant-Lara (left) on the set of En Cas de malheur