Μαργκερίτ Ντυράς (1914-1966)

Η Μαργκερίτ Ντιράς γεννήθηκε σε ένα χωριό της Ινδοκίνας στις 4 Απρίλίου του 1914, λίγες εβδομάδες δηλαδή πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Έμεινε ορφανή από πατέρα στα τέσσερά της χρόνια. Το πραγματικό της όνομα ήταν Μαργκερίτ Ντοναντιέ. Το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ντιράς το πήρε από το όνομα ενός χωριού, όπου ο πατέρας της είχε αγοράσει ένα μικρό κτήμα λίγο προτού πεθάνει. Στα δεκαεφτά της μετακόμισε στο Παρίσι όπου σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες και από το 1935 ως το 1941 εργάστηκε ως γραμματέας στο υπουργείο Αποικιών. Το 1943 έγινε μέλος της γαλλικής Αντίστασης και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, από όπου αποχώρησε το 1950. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί τον Ρομπέρ Αντέλμ, επίσης συγγραφέα. Ο εκδοτικός οίκος Gallimard αρνήθηκε να εκδώσει το πρώτο της βιβλίο, αλλά η Ντιράς δεν πτοήθηκε. Συνέχισε να γράφει και όταν τέλειωσε το δεύτερο έργο της απείλησε ότι θα αυτοκτονήσει αν δεν εκδοθεί. Όταν επιτέλους κέρδισε την πολυπόθητη αναγνώριση, δεν μπόρεσε να τη χαρεί γιατί η Γκεστάπο συνέλαβε το σύζυγό της. Τότε η Ντιράς αποφάσισε να μην γράψει ούτε μία λέξη και δεν δημοσίευσε τίποτε ως το 1950.

Μολονότι η Ντιράς βοήθησε τους συγγραφείς να αντιταχθούν στο ναζισμό κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου πολέμου, μεταξύ των οποίων και το σύζυγό της Ρομπέρ Αντέλμ που ήταν φυλακισμένος στο Νταχάου, κατηγορήθηκε ότι ήταν μέλος μιας λογοτεχνικής επιτροπής ελεγχόμενης από τους Γερμανούς. Μετά τον πόλεμο η Ντιράς εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε πολλά περιοδικά, μεταξύ τον οποίων και το Observateur. Εκτός από μυθιστορήματα έγραψε επίσης θεατρικά έργα, σενάρια για τον κινηματογράφο (μεταξύ των οποίων το διάσημο πλέον Χιροσίμα, αγάπη μου που κέρδισε την υποψηφιότητα για Όσκαρ σεναρίου τη συγκλονιστική ταινία του Αλέν Ρενέ (1959) ως το India Songπου έγραψε και σκηνοθέτησε η ίδια (1975)) και ασχολήθηκε με την παραγωγή ταινιών, το όνομα της Ντιράς συνδέθηκε στενά με το λεγόμενο cinema d' auteur, τον κινηματογράφο του δημιουργού. Το 1984 έγραψε την αυτοβιογραφία της με τίτλο Ο εραστής και κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο Γκονκούρ. Η Μαργκερίτ Ντιράς πέθανε στις 3 Μαρτίου του 1996 σε ηλικία 81 ετών.

Φιλμογραφία

  1. La Musica (1967)
  2. Détruire, dit-elle (1969)
  3. Jaune le soleil (1972)
  4. Nathalie Granger (1972)
  5. La Femme du Gange (1974)
  6. India Song (1975)
  7. Son nom de Venise dans Calcutta désert (1976)
  8. Des journées entières dans les arbres (1976)
  9. Le Camion (1977)[18]
  10. Baxter, Vera Baxter (1977)
  11. Les Mains négatives (1978)
  12. Césarée (1978)
  13. Le Navire Night (1979)
  14. Aurelia Steiner (1979)
  15. Aurélia Steiner (1979)
  16. Agatha et les lectures illimitées (1981)
  17. L'Homme atlantique (1981)
  18. Il dialogo di Roma (1982)
  19. Les Enfants (1985)

Actor

  1. India Song (1975) - (voice)
  2. The Lorry (1977) - Elle
  3. Baxter, Vera Baxter (1977) - Narrator (voice, uncredited)
  4. Le navire Night (1979) - (voice)
  5. Aurélia Steiner (Vancouver) (1979) - Narrator (voice)
  6. Agatha et les lectures illimitées (1981) - (voice)
  7. Les enfants (1985) - Narration (voice, uncredited) (final film role)

Κυρία, είστε συγγραφέας

«Δεν ξέρω στ’ αλήθεια τι είναι αυτό που παρακινεί τους ανθρώπους να γράψουν, εκτός ίσως από τη μοναξιά της παιδικής ηλικίας» γράφει η Μαργκερίτ ΝτυράςΜετέωρο πάθος

Μετάφραση Βάσω Μέντζου

Εκδόσεις Ολκός, 2013Το πρώτο της βιβλίο αποκάλυπτε το μίσος που έτρεφε για τον μεγαλύτερο αδελφό της που την κακομεταχειριζόταν. Το 1943, προτού ακόμη τριανταρίσει, πολλοί εκδότες είχαν ήδη απορρίψει τους Αναιδείς (Les Impudents) της Μαργκερίτ Ντυράς όταν συγκινημένη επισκεπτόταν το γραφείο του Ρεϊμόν Κενό - ο οποίος εργαζόταν τότε στον Γκαλιμάρ - επειδή πίστευε ακράδαντα ότι είχε φθάσει το πλήρωμα του χρόνου. Εκείνος δεν της είπε ότι ήταν ωραίο το βιβλίο, της είπε απλώς σηκώνοντας τα μάτια: «Κυρία, είστε συγγραφέας». Εκείνη το ήξερε, σκάλιζε το μέσα της από μικρό κορίτσι.

Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε εκεί την Ήσυχη ζωή, το δεύτερο βιβλίο της - ό,τι σε δένει για τα καλά με το βάσανο της γραφής - που «ήταν τόσο κακοφτιαγμένο, με έναν ρεαλισμό τόσο χτυπητό, τόσο απλοϊκό». Η ζωή της βεβαίως κάθε άλλο παρά ήσυχη ήταν. Η Μαργκερίτ Ντυράς, που μεγάλωσε στην αποικιακή Ινδοκίνα του Μεσοπολέμου, λογοτεχνικό «θέμα» ευρείας συζήτησης έγινε μόνο όταν βραβεύθηκε με το Γκονκούρ το 1984 για το κορυφαίο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της Ο εραστής.

Αυτή η ιστορία για την αφυπνιστική και αισθησιακή σχέση μιας δεκαπεντάχρονης κοπέλας με έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της κινέζο άνδρα πούλησε τότε μόνο στη Γαλλία πάνω από ενάμισι εκατομμύριο αντίτυπα και μεταφράστηκε έπειτα σε περισσότερες από 40 γλώσσες - στα ελληνικά κυκλοφορεί από τον Εξάντα. Εκείνη ακριβώς την εποχή, μεταξύ 1987 και 1989, όταν απολάμβανε την επιτυχία και ζούσε με τον ομοφυλόφιλο σύντροφό της Γιαν Αντρέα, παραχώρησε μια μεγάλη συνέντευξη στη νεαρή ιταλίδα δημοσιογράφο Λεοπολντίνα Παλότα ντέλα Τόρε, για λογαριασμό της εφημερίδας «La Stampa».

Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε εφέτος τον Ιανουάριο στη γαλλική γλώσσα από τις εκδόσεις Seuil. Το Μετέωρο πάθος (La passion suspendue), που μας παρουσιάζουν οι εκδόσεις Ολκός, είναι επί της ουσίας μια αυτοβιογραφία της συγγραφέως υπό μορφήν ερωταπαντήσεων, ένας απολογισμός της ζωής και του έργου της τον οποίο έκανε σε ηλικία 75 ετών - η ίδια πέθανε το 1996.

Η ασυμβίβαστη Μαργκερίτ Ντυράς, που ό,τι έχανε σε μπόι το κέρδιζε σε προκλητική πληθωρικότητα, μιλάει από το διαμέρισμά της στην οδό Σεν Μπενουά του Παρισιού, από το σκονισμένο - γεμάτο χαρτιά και αντικείμενα - δωμάτιο, έχοντας τους αγκώνες στηριγμένους πάνω στο γραφείο της.

Παίζει με τις αποχρώσεις της φωνής της, ενορχηστρώνει τις σιωπές της και καταβυθίζεται σε μια κρυστάλλινη αβεβαιότητα όποτε γίνεται λόγος για τη βαθύτερη ουσία της τέχνης της. Το πλέον ενδιαφέρον, όμως, αυτό που σπρώχνει τον αναγνώστη να συνεχίσει, είναι ότι επιχειρηματολογεί με αυτοπεποίθηση για την κάθε «κακία» που ξεστομίζει, από τον Ζακ Σιράκ και τον Ζαν-Πολ Σαρτρ ως τον Αλμπέρ Καμύ και τον Γούντι Αλεν.

Το ίδιο συμβαίνει αναλόγως και όταν εκφράζεται θετικά για προσωπικότητες όπως ο Μορίς Μπλανσό, ο Ζορζ Μπατάιγ, η Ελσα Μοράντε, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ ή ο Ελία Καζάν. Η Ντυράς αναλύει τη φιλοσοφία της και υπερασπίζεται τη δουλειά της στον κινηματογράφο, πεδίο στο οποίο όμως έγινε ευρύτερα γνωστή ως σεναριογράφος της ταινίας του Αλέν Ρενέ «Χιροσίμα, αγάπη μου» (1959). Καταθέτει, μεταξύ άλλων, και τον θαυμασμό της για το θεατρικό μεγαλείο του Αντον Τσέχοφ. «Άρχισα να γράφω για να κάνω να μιλήσει η σιωπή κάτω από την οποία με είχαν συνθλίψει. Στα δώδεκά μου μου φαινόταν ότι ήταν ο μόνος τρόπος» λέει η Ντυράς, την οποία ως τα δεκαπέντε την περνούσαν για μιγάδα. «Δεν ξέρω στ' αλήθεια τι είναι αυτό που παρακινεί τους ανθρώπους να γράψουν, εκτός ίσως από τη μοναξιά της παιδικής ηλικίας».

Η μητέρα και ο μαρξισμός

Στο προβληματικό κουκούλι της οικογένειας εκκολάφθηκε μια μεγάλη συγγραφέας, «ίσως γιατί, χωρίς να το ξέρω, σ' αυτόν έγραφα πάντοτε, έχανα και ξανάβρισκα τον κάθε άντρα σαν να ήταν ο πατέρας μου». Η σχέση με την προώρως χηρεύσασα μητέρα της, η οποία τη χτυπούσε, υπήρξε καθοριστική. «Η ζωή μου κυλούσε μέσα από τη μητέρα μου. Ζούσε μέσα μου σε βαθμό ψύχωσης. Θα είχα πεθάνει παιδί, πιστεύω, αν είχε πεθάνει εκείνη. Στη ζωή ενός ανθρώπου, θαρρώ, η μητέρα είναι, με απόλυτο τρόπο, το πιο παράξενο, το πιο απρόβλεπτο, το πιο ασύλληπτο πρόσωπο που συναντά».

Ακολούθησαν τα πρώτα χρόνια στο Παρίσι της επικράτησης του Λαϊκού Μετώπου, οι σπουδές, η στράτευση στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. «Δεν ήμουν ποτέ αληθινά στρατευμένη. Είχα ανάγκη να βγω από την απομόνωση, ένας διασκορπισμός μέσα στον οποίο είχα χαθεί, για να μπω σε μια ομάδα, σε μια συλλογική και συμμετοχική συνείδηση, να ακολουθήσω τη μοίρα του κόμματος και να απαλλαγώ από τη δική μου», γιατί έτσι «η προσωπική μου δυστυχία γινόταν ταξική».Επρόκειτο για μια κομμουνίστρια που δεν αναγνώρισε ποτέ τον εαυτό της στον κομμουνισμό.

Μετά τον Μάη του 1968 όλα άλλαξαν, μια και «είχα βαρεθεί τη μαρξιστική δημαγωγία η οποία, στην προσπάθειά της να εκμηδενίζει τις αντιφάσεις του ατόμου, το μόνο που κάνει είναι να το αλλοτριώνει περισσότερο». Επιπλέον, «όπως όλα τα καθεστώτα, ο μαρξισμός φοβάται "ορισμένες ελεύθερες δυνάμεις" - το φαντασιακό, η ποίηση, ακόμη και ο έρωτας -, που αν δεν καθοδηγηθούν σωστά μπορούν, κατά κάποιον τρόπο, να υποσκάψουν τα θεμέλιά του, και εφάρμοσε πάντα ένα είδος λογοκρισίας της εμπειρίας, της επιθυμίας».

Ο Θεός, ο Φρόιντ, η γραφή

Πίστευε στον Θεό; «Το να μην πιστεύεις στον Θεό είναι κι αυτό μια πίστη. Αμφιβάλλω αν είναι δυνατόν να μην πιστεύεις σε τίποτα. Θα ήταν σαν να αφαιρούσαμε κάθε νόημα, κάθε αιωνιότητα από τα μεγάλα πάθη της ζωής μας. Όλα θα γίνονταν αυτοσκοπός και δεν θα είχαν συνέπειες. Και δεν μπορούμε βέβαια να αποκλείσουμε ότι το μέλλον της ανθρωπότητας θα είναι ακριβώς αυτό». Ποια ήταν η γνώμη της για την ψυχανάλυση; «Ο Φρόιντ είναι μεγάλος συγγραφέας, εύκολος ίσως. Όσο για τον φροϊδισμό, είναι μια βαλσαμωμένη σχολή που γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, χρησιμοποιεί μια ψεύτικη γλώσσα σε σχέση με τους ισχύοντες κανόνες και συνδέεται ολοένα και λιγότερο με τον εξωτερικό κόσμο. Η ψυχανάλυση λίγο με ενδιαφέρει. Δεν νομίζω πως τη χρειάζομαι, ίσως γιατί γράφω» βιβλία που βγαίνουν «ύστερα από μεγάλες, ατέλειωτες σιωπές».

Τι σήμαινε για την ίδια η γραφή; «Γράφω δεν σημαίνει διηγούμαι μια ιστορία αλλά αναφέρω όσα την περιβάλλουν. Δημιουργούμε γύρω από την ιστορία μια στιγμή, ύστερα μιαν άλλη στιγμή. Όλα όσα υπάρχουν, που θα μπορούσαν όμως και να μην υπάρχουν ή να είναι ανταλλάξιμα, όπως τα γεγονότα της ζωής. Η ιστορία και η ανυπαρξία της ή η έλλειψή της». Έγραφε «για να γίνω ο εκλαϊκευτής του εαυτού μου, για να τον κατακρεουργήσω, και ύστερα για να πάψω να αισθάνομαι σπουδαία, για να με ξεφορτωθώ: για να πάρει τη θέση μου το κείμενο έτσι ώστε να υπάρχω λιγότερο».«Ο έρωτας γίνεται πάντα με τρεις»

Η Μαργκερίτ Ντυράς διέκρινε την ανδρική από τη γυναικεία γραφή γιατί «υπάρχει μια κρυφή και φυσική σχέση που ενώνει τη γυναίκα με τη σιωπή και επομένως με το άκουσμα του εαυτού της. Αυτό οδηγεί τη γραφή της στην αυθεντικότητα που λείπει από την ανδρική γραφή, η δομή της οποίας παραπέμπει ιδιαίτερα σε ιδεολογικές και θεωρητικές γνώσεις». «Μήπως υπερβάλλετε λιγάκι;» τη ρώτησε η δημοσιογράφος. «Με τον όρο "ανδρική γραφή" εννοώ τη γραφή που τη βαραίνουν οι ιδέες. Ο Προυστ, ο Σταντάλ, ο Μελβίλ, ο Ρουσό δεν έχουν φύλο» απάντησε.

Η αληθινή μνήμη δε για την ίδια «είναι η λήθη, το κενό: αυτή που μας επιτρέπει να μην ενδίδουμε στην τυραννία της ανάμνησης, στους δυσβάσταχτους πόνους που ευτυχώς έχουμε ξεχάσει». Πίστευε ότι «ο έρωτας γίνεται πάντα με τρεις: ένα μάτι που κοιτάζει, την ώρα που η επιθυμία κυκλοφορεί από τον έναν στον άλλον» και ότι «η γυναίκα οφείλει να απαρνηθεί - εκτός αν πρόκειται για την ιδιαίτερη ειρωνεία, το ιδιαίτερο βλέμμα που μόνο αυτή ρίχνει στα πράγματα - το γυναικείο στοιχείο που έχει μέσα της».

Οι άνδρες «ζουν σε ένα είδος αδιαφάνειας της ζωής, σε σημείο να μην αντιλαμβάνονται τα περισσότερα πράγματα που τους περιστοιχίζουν». Ωστόσο «το μεγάλο πνεύμα είναι ανδρόγυνο, είναι λάθος των γυναικών να επιδιώκουν μεγαλύτερη φεμινιστική συμμετοχή στον χώρο της τέχνης», γιατί «καλλιεργώντας αυτή την ιδιαιτερότητά τους, περιορίζουν την ίδια τη δύναμη των λόγων τους». Αυτό το εγωκεντρικό αλλά καθόλου ενοχλητικό σύμπαν της Μαργκερίτ Ντυράς, η προσωπική της μυθολογία δηλαδή, δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο.Η ζωή είναι εδώ

Η επιστροφή της γηραιάς κυρίας προξένησε πάταγο στη Γαλλία. Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα βιβλία αυτή τη στιγμή είναι η βιογραφία της Μαργκερίτ Ντυράς από τη Λορ Αντλέρ. Δεν θα πρέπει να έμεινε λογοτεχνική στήλη του γαλλικού Τύπου ή σελίδες ειδικών περιοδικών που να μην αναφέρθηκαν λιγότερο ή περισσότερο διεξοδικά στο βιβλίο.

Το ενδιαφέρον δεν ήταν πάντα λογοτεχνικό. Ερωτήματα όπως ο καθαρός ή όχι ρόλος της ίδιας αλλά και του μεγάλου φίλου της, του Μιτεράν, στην Αντίσταση ήρθαν στο προσκήνιο. Η ζωή της Μαργκερίτ Ντυράς είναι το μυθιστόρημα που τα προσφέρει όλα. Εξωτισμό, σκοτεινές οικογενειακές ιστορίες, ερωτισμό και έρωτες, σκηνές από τη δράση της γαλλικής Αντίστασης, προδοσία, στρατόπεδα συγκεντρώσεως, λογοτεχνία και πολιτική, πολλή πολιτική.

Στο κέντρο όλων αυτών μια γυναίκα που αν από κάποιους αμφισβητήθηκε ως συγγραφέας και από άλλους θεωρήθηκε μία από τις πιο μεγάλες του αιώνα μας, ως προσωπικότητα προκάλεσε τα πιο αμφιθυμικά αισθήματα και δίκαια θεωρείται ένα από τα ιερά τέρατα της γαλλικής λογοτεχνίας.

Η Λορ Αντλέρ, ιστορικός και δημοσιογράφος, ξεκίνησε την έρευνα όσο ακόμη ζούσε η Μαργκερίτ Ντυράς. Είχε στη διάθεσή της τα αρχεία της συγγραφέως ­ η Ντυράς κατέγραφε τα πάντα και κρατούσε κάθε πολύτιμο ντοκουμέντο ­ αλλά έκανε και προσωπικές έρευνες. Ταξίδεψε στην Ινδοκίνα, όπου η συγγραφεύς του Φράγματος στον Ειρηνικό πέρασε την παιδική της ηλικία.

Τα σκοτάδια στη ζωή της Ντυράς αρχίζουν πολύ νωρίς. Η μητέρα είναι τότε δασκάλα, αποσπασμένη από τη γαλλική δημόσια εκπαίδευση, και ζει από ένα σημείο και πέρα μόνη με τα τρία παιδιά της. Η παιδική και εφηβική ζωή της Ντυράς κάθε άλλο παρά φυσιολογική είναι. Η μητέρα έχει παθολογική αδυναμία στον μεγάλο γιο, έναν ναρκομανή μικροαπατεώνα. Η κόρη θα γνωρίσει πολύ νωρίς τη βία. Τρώει πολύ ξύλο από τον μεγάλο αδελφό και η μητέρα ενθαρρύνει τον σαδισμό του. Αντίθετα, μια μεγάλη τρυφερότητα θα δέσει τη Μαργκερίτ με τον μικρό, που είναι καθυστερημένος. Αυτή η τρυφερότητα φτάνει στα όρια της αιμομικτικής σχέσης. Στην εφηβεία γίνεται η γνωριμία με τον «Εραστή». Τη βρίσκουμε στο βιβλίο που έγινε μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία. Η βιογράφος δεν βρήκε στοιχεία που να διαλευκάνουν αυτή την περίεργη ιστορία του δεσμού της 15χρονης Μαργκερίτ με τον πλούσιο Κινέζο. Είναι αλήθεια ότι η μητέρα την εξέδιδε στον πάμπλουτο Ασιάτη για να βρίσκει λεφτά για τον αδελφό που χρειαζόταν όλο και περισσότερα για τα ναρκωτικά;

Η περίοδος της γερμανικής κατοχής είναι και αυτή αρκετά σκοτεινή και είναι αυτή κυρίως που προκάλεσε τη θύελλα δημοσιευμάτων στον γαλλικό Τύπο. Κατ' αρχήν η Μαργκερίτ Ντυράς την εποχή εκείνη έχει μία θέση που θα κάνει κάποιους να της κολλήσουν για πάντα τη ρετσινιά πως συνεργάστηκε με τους Γερμανούς. Είναι η γραμματεύς μιας επιτροπής προπαγάνδας, στην οποία συμμετέχουν Γερμανοί αξιωματούχοι, που εγκρίνει τη διανομή χαρτιού στους Γάλλους εκδότες. Πρόκειται για μια έμμεση μορφή λογοκρισίας. Είναι αυτονόητο πως χαρτί παίρνουν όσοι τυπώνουν βιβλία αρεστά στους κατακτητές. Ο Αραγκόν, ο Μαλρό, ο Μπεντά, ο Φρόυντ είναι κάποιοι από τους συγγραφείς που δεν εκδόθηκαν λόγω ελλείψεως τυπογραφικού χαρτιού.

Η εποχή όμως της Αντίστασης είναι που γεννάει τα περισσότερα ερωτηματικά και αναζωπυρώνει πάθη. Όταν οργανώνεται η γαλλική Αντίσταση η Μαργκερίτ Ντυράς, ο άντρας της, ο συγγραφέας Ρομπέρ Αντέλμ, αλλά και ο εραστής της, Ντιονύ Μασκολό, γίνονται από τα πιο δυναμικά μέλη μιας ομάδας με αρχηγό τον Μιτεράν. Η οργάνωση προδίδεται και ο Αντέλμ συλλαμβάνεται και στέλνεται στο Μπούχενβαλντ. Η Ντυράς έρχεται σε επαφή με έναν Γάλλο αξιωματούχο της Γκεστάπο, τον Ντελβάλ, προσπαθώντας να μάθει πληροφορίες για τον άντρα της. Ο Ντελβάλ ήταν αυτός που είχε αποκαλύψει το δίκτυο Μιτεράν και προκάλεσε τη σύλληψη των μελών της ομάδας. Η σχέση της συγγραφέως με τον γκεσταπίτη μένει ακόμη ανεξιχνίαστη. Προσπάθησε να τον γοητεύσει για να μάθει πληροφορίες ή υπήρξε ανάμεσά τους ένας αρκετά διαστροφικός δεσμός, όπως λέγεται;Χάρη στις προσπάθειες του Μιτεράν ο Αντέλμ επιστρέφει από το Μπούχεβαλντ στην απελευθερωμένη πια Γαλλία και ο Ντελβάλ έχει την τύχη των προδοτών. Στην απελευθέρωση εκτελείται και λέγεται ότι η Ντυράς είχε μεγάλη συμμετοχή σε αυτή την απόφαση. Οπωσδήποτε παραβρέθηκε και συμμετείχε σε μία ανάκριση κατά την οποία ο προδότης βασανίστηκε. Σε αυτή την ήδη αρκετά ύποπτη και μπλεγμένη ιστορία υπάρχουν και άλλα παράδοξα. Ο εραστής της Ντυράς, ο Ντιονύ Μασκολό, έχει μια ερωτική περιπέτεια με τη γυναίκα του γκεσταπίτη, η οποία προσέτρεξε σε αυτόν για να σώσει τον άνδρα της. Από τον δεσμό αυτό γεννιέται ένα παιδί του οποίου την ύπαρξη δεν έμαθε ποτέ η Ντυράς!

Οι σχέσεις της Μαργκερίτ Ντυράς βγαίνουν έξω από τα συνήθη μέτρα και δύσκολα κρίνονται με αυτά. Η αφοσίωση και η αυτοθυσία με την οποία έσωσε τον άντρα της είναι κάτι που ούτε οι εχθροί της δεν αμφισβήτησαν. Μαζί με τον Ντιονύ Μασκολό πηγαίνουν στο Μπούχενβαλντ και φέρνουν τον Αντέλμ στο Παρίσι ετοιμοθάνατο από τον υποσιτισμό. Ολοι οι γιατροί τον θεωρούν καταδικασμένο και μόνο ένας γιατρός ειδικευμένος στην Αφρική σε τέτοιου είδους αρρώστους τον σώζει, δίνοντάς του, βαθμιαία, ελάχιστη τροφή. Η σωτηρία του όμως οφείλεται κυρίως στη συνεχή φροντίδα και αυτοθυσία της γυναίκας του.

Ανάμεσα στον Αντέλμ και στον Μασκολό θα αναπτυχθεί μια φιλία που θα διατηρηθεί αδιατάραχτη σε όλη τη ζωή τους. Τίποτε το διφορούμενο δεν υπάρχει στις σχέσεις του τριγώνου. Όταν ο Αντέλμ θα συνέλθει, ο Μασκολό θα του ομολογήσει την αλήθεια. Σε ένα κείμενο που παραθέτει η Λορ Αντλέρ στο βιβλίο της ξεσπάει όλη η οδύνη του Αντέλμ για αυτή τη σχέση. Θα μείνουν και οι τρεις για πολλά χρόνια ενωμένοι με μια φιλία που θα ενισχυθεί από την κοινή δράση τους στο κομμουνιστικό κόμμα.

Η Ντυράς, ο Αντέλμ και ο Μασκολό είναι από τα πιο ενεργά μέλη του κόμματος. Η στρατευμένη όμως συγγραφεύς θα ζήσει την πίκρα της διαγραφής τους, κάτι που θα τη πληγώσει βαθιά. Και εδώ μια σκοτεινή υπόθεση με προδοσίες, σκάνδαλα και κατηγορίες που πέφτουν σε διάσημα ονόματα της πολιτικής και της λογοτεχνίας, όπως αυτό του Σεμπρούν. Η Ντυράς θεώρησε τον μεγάλο Ισπανό πρόσφυγα συγγραφέα και, μετά την πτώση του Φράνκο, υπουργό Πολιτισμού της Ισπανίας, «καταδότη». Η κατηγορία που οδηγεί στη ρήξη με το κόμμα είναι η ακόλουθη: Ένα βράδυ σε ένα μπιστρό, κατά τη διάρκεια γερής οινοποσίας, οι διαγραφέντες μίλησαν απρεπώς για τον σύντροφο Αραγκόν! Η ιστορία μυρίζει έντονα σταλινισμό. Η συμμετοχή όμως της Ντυράς στα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα θα είναι πάντα έντονη. Παράλληλα δεν θα πάψει ούτε μία ημέρα της ζωής της να γράφει.

Η Λορ Αντλέρ δίνει μια βιογραφία υπόδειγμα του είδους. Τα στοιχεία της προέρχονται από μακρά και εξονυχιστική έρευνα και παραθέτονται με αντικειμενικότητα και λεπτότητα. Αποφεύγει τους σκοπέλους της σκανδαλοθηρίας, του μελοδράματος, του εξωραϊσμού ή της εμπάθειας. Βιογραφία, όχι αγιογραφία έγραψε. Το βιβλίο αναβιώνει μια ολόκληρη εποχή που σημάδεψε το ευρωπαϊκό πνεύμα. Όσο για την αλήθεια πάνω στη Μαργκερίτ Ντυράς, η Λορ Αντλέρ είναι σεμνή. Δεν διατείνεται πως την ξέρει. Αρκείται στο να αποκαλύψει όλες τις αλήθειες. Δημοσίευση της Λίνα ΛυχναράΗ κυρία Λίνα Λυχναρά είναι καθηγήτρια στα πανεπιστημιακά τμήματα του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.


O Θανάσης Λάλας προτείνει: Μαργκερίτ Ντυράς (Marguerite Duras) Ο εραστής (L' amant)


Για τους αναγνώστες του βιβλίου είναι απαραίτητο να γνωρίζουν μερικά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Για παράδειγμα, ότι τα σκοτάδια στη ζωή της Ντυράς αρχίζουν πολύ νωρίς. Η μητέρα είναι τότε δασκάλα, αποσπασμένη από τη γαλλική δημόσια εκπαίδευση, και ζει από ένα σημείο και πέρα μόνη με τα τρία παιδιά της. Η παιδική και εφηβική ζωή της Ντυράς κάθε άλλο παρά φυσιολογική είναι. Η μητέρα έχει παθολογική αδυναμία στον μεγάλο γιο, έναν ναρκομανή μικροαπατεώνα. Η κόρη θα γνωρίσει πολύ νωρίς τη βία. Τρώει πολύ ξύλο από τον μεγάλο αδελφό και η μητέρα ενθαρρύνει τον σαδισμό του. Αντίθετα, μια μεγάλη τρυφερότητα θα δέσει τη Μαργκερίτ με τον μικρό, που είναι καθυστερημένος. Αυτή η τρυφερότητα φτάνει στα όρια της αιμομικτικής σχέσης. Στην εφηβεία γίνεται η γνωριμία με τον «Εραστή». Τη βρίσκουμε στο βιβλίο που έγινε και μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία. Η βιογράφος δεν βρήκε στοιχεία που να διαλευκάνουν αυτή την περίεργη ιστορία του δεσμού της 15χρονης Μαργκερίτ με τον πλούσιο Κινέζο. Είναι αλήθεια ότι η μητέρα την εξέδιδε στον πάμπλουτο Ασιάτη για να βρίσκει λεφτά για τον αδελφό που χρειαζόταν όλο και περισσότερα για τα ναρκωτικά;

Αν γνωρίζετε όλα αυτά και μερικά ακόμη αυτοβιογραφικά στοιχεία, μπορείτε να διαβάσετε με άλλη ματιά το εξαίσιο αυτό βιβλίο, μιας και η ζωή της Ντυράς είναι η παρτιτούρα πάνω στην οποία πατάει το συγγραφικό της ταλέντο για να ερμηνεύσει τη ζωή.

"Η Μαργκερίτ Ντυράς είναι γνωστή ήδη από το βιβλίο που έγινε και ταινία: «Χιροσίμα αγάπη μου». Αλλά με το έργο της «Ο εραστής», που εκδόθηκε το 1984 και τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ,η Ντυράς απελευθερώνεται πλήρως. Το βιβλίο αυτό εντυπωσίασε το κοινό, όχι μόνο για το θέμα του αλλά και για τη γραφή του, η οποία συνδυάζει μια γλώσσα σκληρή, πολύ κυνική θα έλεγα, με εκρήξεις λυρισμού, που πηγάζουν γι αυτήν αυτονόητα από τη φύση του ίδιου του θέματος που παρουσιάζει.

Χαρακτηριστικό στοιχείο της αφήγησης η προσπάθεια της συγγραφέως να αποστασιοποιηθεί απ’ αυτά τα τραυματικά της βιώματα. Γι αυτό γίνεται κυνική απογυμνώνοντας τα έτσι απ’ τη συγκίνηση που θα της προκαλούσε η τυχόν νοσταλγία τους. Η απόσταση αυτή ανάμεσα στη βίωση των γεγονότων και στην αφήγησή τους, απόσταση χρονική και ψυχική, βοηθά τη συγγραφέα να σταθεί κριτικά απέναντι στις εμπειρίες του παρελθόντος της. Όμως το συναίσθημα όσο κι αν προσπαθεί να το κρύψει βαθιά μέσα της και κάτω απ΄ τον κυνικό της λόγο, αυτό φανερώνεται και ξεχύνεται λίγο-λίγο κάτω απ’ τις λέξεις και τις φράσεις. Γράφει θυμούμενη τη μάνα της

«…είναι αργά για αναμνήσεις. Δεν τους αγαπώ πια…Δεν έχω πια στο μυαλό μου το άρωμα του κορμιού της, ούτε στα μάτια μου το χρώμα των ματιών της…»

Μα και μόνο η καταγραφή του «ξεχασμένου» συναισθήματος της συνεπάγεται την ύπαρξή του μέσα στην ψυχή της, και τον πόνο και τη νοσταλγία στη θύμηση του! Αυτή η εναλλαγή ανάμεσα στο καταπιεσμένο συναίσθημα που φανερώνεται κάθε τόσο και την ψυχρή γλώσσα που προσπαθεί να το σκεπάσει τελείως, εκφράζεται με την εναλλαγή πρώτου ενικού και τρίτου ενικού προσώπου. Όταν χρησιμοποιείται τρίτο ενικό, η αφηγήτρια παρακολουθεί σαν ξένη τον εαυτό της καταγράφοντας και ερμηνεύοντας τις αντιδράσεις της. Αντίθετα όταν χρησιμοποιείται πρώτο ενικό η αφηγήτρια ταυτίζεται με την πρωταγωνίστρια και προβαίνει σε προσωπικές εκμυστηρεύσεις, συχνά λυρικές. Ανάλογος είναι και ο τρόπος αφήγησης. Τα γεγονότα εξιστορούνται ακολουθώντας δυο χρονικούς άξονες, οι οποίοι εναλλάσσονται μεταξύ τους. Ο ένας άξονας οδηγεί στα παιδικά της χρόνια μέσα απ’ τις οικογενειακές αναμνήσεις που τις χαρακτηρίζει αφενός η αποξένωση κι αφετέρου η αγάπη. Ο άλλος άξονας αρχίζει με την γνωριμία του εραστή και συνεχίζει με την σχέση τους και το τέλος της σχέσης. Τα γεγονότα αναφέρονται τηλεγραφικά ενώ κυριαρχούν οι αξιολογικές κρίσεις και αναλυτικές περιγραφές σημαντικών καθημερινών στιγμιότυπων απ’ τη ζωή της. Κάθε παράγραφος ή ενότητα ή ακόμα και φράση ξεχωρίζει φανερά απ’ την άλλη με διάκενο ίσως για να τονιστεί μάλλον η σπουδαιότητα καθεμιάς χωριστά".

"Με το έργο αυτό η Μ. Ντυράς αποτίνει φόρο τιμής στον πρώτο της έρωτα, έστω και πολύ αργοπορημένα, επειδή ο ρατσισμός της εποχής και οι κοινωνικές συνθήκες δεν την άφησαν να συνειδητοποιήσει και να ανταποδώσει στο νεαρό ερωτευμένο Κινέζο τον έρωτα που αισθάνθηκε τότε γι αυτόν κι αυτή, το μικρό «λευκό κορίτσι»! Η συγγραφέας πληρώνει ακόμα τον οφειλόμενο φόρο τιμής και στη χαμένη αθωότητα της νιότης της που τόσο πρόωρα βιάστηκε απ’ τις οικογενειακές περιπέτειες αλλά και τις επιλογές της! Ένα δυνατό έργο, που έχει εμπνευσθεί από αληθινά βιώματα της συγγραφέως, την εποχή της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Ινδοκίνα, την οποία αγάπησε και στην οποία πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια".


Η Μαργκερίτ Ντιράς δεν κρύβει τις κακίες της για ορισμένα σημαίνοντα πρόσωπα. Και επιχειρηματολογεί αναλόγως.

Για τον Αραγκόν:

«Έγραφε καλά, τελεία και παύλα. Δεν άλλαξε τίποτα όμως, παρέμεινε ένας πιστός εκπρόσωπος του κόμματος, που ήξερε να γοητεύει με τις λέξεις».

Για τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ:

«''Τα απομνημονεύματα του Αδριανού'' είναι μεγάλο βιβλίο, τα υπόλοιπα, ξεκινώντας από τα ''Αρχεία του Βορρά'', μου φαίνεται πως δεν διαβάζονται».

Για τον Καμί:

«Μάντευα ότι τα βιβλία του ήταν δομημένα με τον ίδιο τρόπο, σύμφωνα με το ίδιο τέχνασμα, τον ίδιο ηθικοπλαστικό στόχο».

Για τον Σαρτρ:

«Είναι υπεύθυνος για την τόσο θλιβερή πολιτική και πολιτισμική καθυστέρηση της Γαλλίας. Θεωρούσε τον εαυτό του κληρονόμο του Μαρξ».

ΔΗΜΗΤΡΑ ΡΟΥΜΠΟΥΛΑ


Μ. Ντυράς, εξομολόγηση εκ βαθέων

Της Όλγας ΣελλάΕίναι παρατηρημένο. Οι άνθρωποι, όταν μεγαλώσουν, συνήθως μιλούν χωρίς προκαταλήψεις. Και συνήθως λένε πολλές αλήθειες, είτε για τον εαυτό τους είτε για τον κόσμο γύρω τους.Η συγγραφέας Μαργκερίτ Ντυράς ήταν πλέον αρκετά ώριμη όταν εμπιστεύτηκε μια νεαρή Ιταλίδα δημοσιογράφο, τη Λεοπολντίνα Παλότα Ντέλα Τόρε, για να της δώσει μια αυτοβιογραφική συνέντευξη, που μίλησε για όλη τη διαδρομή της ζωής της, για τους φόβους της, τα φαντάσματά της, για όσα ονειρεύτηκε, όσα μπόρεσε και όσα δεν μπόρεσε να κάνει. Αυτή η μεγάλη συνέντευξη κυκλοφορεί ήδη στα ελληνικά (ταυτόχρονα με τη γαλλική έκδοση) από τις εκδόσεις Ολκός. Εχει τίτλο «Μετέωρο πάθος» (σε μετάφραση Βάσως Μέντζου και είναι ένας ακόμη τίτλος της σειράς ξένης λογοτεχνίας που επιμελείται η Βούλα Λούβρου).Πρώτα πρώτα, είναι μια καλαίσθητη έκδοση, που ξεκουράζει τον αναγνώστη και τον κρατάει καθηλωμένο. Δεύτερον, πρόκειται για ένα κείμενο εντυπωσιακό όχι μόνο γιατί είναι αποκαλυπτικό, αλλά επειδή και στον προφορικό της λόγο η Γαλλίδα συγγραφέας καταφέρνει να μιλήσει με τη χάρη της λογοτεχνίας: «Ολόκληρο το τοπίο της παιδικής μου ηλικίας, άλλωστε, είναι μια απέραντη χώρα από νερό».Χωρίς περιστροφέςΗ Μαργκερίτ Ντυράς είναι ήδη μια χορτάτη γυναίκα που μιλάει για όλα χωρίς περιστροφές. Για τα πρώτα της χρόνια στη Απω Ανατολή, για τις κακές σχέσεις με τη μητέρα της, για τα πρώτα χρόνια στο Παρίσι, για τη συγγραφική της διαδρομή, για τους έρωτές της.Για τη μητέρα της λέει πολλά, και σίγουρα όχι όσα θα ήθελε ν’ ακούσει μια μητέρα από την κόρη της. Τη χαρακτηρίζει «πληθωρική, τρελή, όπως μόνο οι μητέρες μπορούν να είναι. Στη ζωή ενός ανθρώπου, θαρρώ, η μητέρα είναι, με απόλυτο τρόπο, το πιο παράξενο, το πιο απρόβλεπτο, το πιο ασύλληπτο πρόσωπο που συναντά». Και λέει ότι έφυγε για το Παρίσι, γιατί «ήθελα να πιάσω το νήμα από την αρχή, να αποδείξω στη μητέρα μου ότι μπορούσα να τα καταφέρω. Μήπως δεν φεύγουμε όλοι από το σπίτι μας, γιατί η μόνη δυνατή περιπέτεια είναι η περιπέτεια που ήδη προέβλεψε η μητέρα μας;».Για την όπερα: «Η όπερα μου προκαλούσε πλήξη τότε. Θεαματικές εντυπώσεις που χορταίνουν το μάτι και αποδυναμώνουν τη μουσική προσφορά. Η μουσική, η αληθινή μουσική, δεν μπορεί να είναι το φόντο για κάτι άλλο. Οφείλει να μας γεμίζει –ή να μας αδειάζει– από όλα».Και όταν η Ιταλίδα δημοσιογράφος τη ρωτάει τι την ώθησε να εγκαταλείψει το Κομμουνιστικό Κόμμα στο οποίο εντάχθηκε απάντησε: «Το σταλινικό πρότυπο δεν είχε καμιά σχέση με την επανάσταση, ενώ τα γεγονότα του 1956 στην Ουγγαρία με είχαν αναστατώσει. Το να φύγω από το κόμμα ήταν τραυματικό βέβαια, και μόνο μετά το 1968 έπαψα να νιώθω, άθελά μου, θύμα της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Είχα βαρεθεί τη μαρξιστική δημαγωγία, η οποία, στην προσπάθειά της να εκμηδενίζει τις αντιφάσεις του ατόμου, το μόνο που κάνει είναι να το αλλοτριώνει περισσότερο. Κάθε απόπειρα απλοποίησης της ανθρώπινης συνείδησης εμπεριέχει κάτι το φασιστικό (σταλινισμός και χιτλερισμός, εδώ, είναι το ίδιο πράγμα)». Και βεβαίως υπερασπίζεται φανατικά την αυτονομία της γραφής της από οποιαδήποτε ιδεολογία: «Όταν γράφω, ξεχνάω κάθε ιδεολογία, κάθε αναφορά σε κουλτούρα. Στο μόνο ίσως βιβλίο όπου υπάρχουν κάποιες πολιτικές νύξεις είναι “Το φράγμα στον Ειρηνικό”: στους μονολόγους της μητέρας για την αθλιότητα, στην περιγραφή της αποικίας. (...) Πιστεύω ότι δεν γράφουμε για να στείλουμε μηνύματα στους αναγνώστες: το κάνουμε κοιτάζοντας μέσα μας, κι ερχόμαστε σε ρήξη με όλους τους τρόπους της λογοτεχνικής έκφρασης που προηγήθηκαν, επανεφευρίσκοντάς τους κάθε φορά». Κι όσο για το μάθημα που πήρε από τον Μάη του ’68 και την Άνοιξη της Πράγας, «ήταν μια πολιτική αποτυχία πολύ πιο χρήσιμη, με το ιδεολογικό κενό που δημιούργησαν, από οποιαδήποτε άλλη νίκη. Να μην ξέρεις πού πας, όπως μας συνέβαινε συχνά στον δρόμο, εκείνες τις μέρες, να ξέρεις μόνο ότι πας, ότι κινείσαι κατά κάποιον τρόπο, χωρίς να φοβάσαι τις συνέπειες, τις αντιφάσεις: αυτό μάθαμε. Γίνεται όμως να είσαι συγγραφέας, αναρωτιέμαι, χωρίς να σκοντάψεις στις αντιφάσεις;».Μια συνέντευξη –ποταμός που δίνει απαντήσεις και σε πολλές σημερινές απορίες ή αναζητήσεις.

Πηγή: ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ : Marguerite Duras - Μαργκερίτ Ντυράς (astrolabio1.blogspot.com) 

Η Φιλμογραφία είναι από την: From Wikipedia, the free encyclopedia


Μαργκερίτ Ντυράς και Ζαν Μορό στα γυρίσματα της ταινίας Nathalie Granger (1972), σε σκηνοθεσία Μ. Ντυράς