Ο Μιχαήλ Κωνσταντίνοβιτς Καλατόζοφ (Ρωσικά : Михаил Константинович Калатозов ) (28 Δεκεμβρίου 1903 – 27 Μαρτίου 1973), γεννημένος ως Μιχαήλ Καλατοζισβίλι , ήταν σοβιετικός σκηνοθέτης γεωργιανής καταγωγής που συνέβαλε τόσο στον γεωργιανό όσο και στον ρωσικό κινηματογράφο . Είναι πιο γνωστός για τις ταινίες του The Cranes Are Fly και Soy Cuba . Το 1969 ονομάστηκε Λαϊκός Καλλιτέχνης της ΕΣΣΔ . Η ταινία του The Cranes Are Flying ( Όταν περνούν οι γερανοί) κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1958.
Ο Καλατόζοφ γεννήθηκε στην Τιφλίδα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (τώρα Τιφλίδα, Γεωργία ). Η οικογένειά του ανήκε σε ένα ευγενικό σπίτι Amirejibi που ανιχνεύει την ιστορία του πίσω στον 13ο αιώνα. Ένας από τους θείους του Μιχαήλ υπηρέτησε ως Στρατηγός στον Αυτοκρατορικό Ρωσικό Στρατό , ένας άλλος ήταν μεταξύ των ιδρυτών του Κρατικού Πανεπιστημίου της Τιφλίδας .
Ο Καλατόζοφ σπούδασε οικονομικά και άλλαξε πολλά επαγγέλματα πριν ξεκινήσει την κινηματογραφική του καριέρα ως ηθοποιός και αργότερα ως κινηματογραφιστής. Σκηνοθέτησε πολλές ταινίες ντοκιμαντέρ, συμπεριλαμβανομένου του Their Kingdom (με τη Nutsa Gogoberidze , την πρώτη γυναίκα σκηνοθέτη από τη Γεωργία) και το Salt for Svanetia (1930).
Το 1933 γράφτηκε στο Ρωσικό Κρατικό Ινστιτούτο Παραστατικών Τεχνών . Το 1936 ηγήθηκε του κινηματογραφικού στούντιο Kartuli Pilmi και στη συνέχεια του προτάθηκε μια θέση στην Κρατική Επιτροπή Κινηματογράφου της ΕΣΣΔ . Το 1939 μετακόμισε στο Λένινγκραντ για να εργαστεί στο στούντιο Lenfilm ως σκηνοθέτης. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σκηνοθέτησε πολλές προπαγανδιστικές ταινίες και εργάστηκε ως πολιτιστικός ακόλουθος στη σοβιετική πρεσβεία στις Ηνωμένες Πολιτείες .
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 σκηνοθέτησε πολλές άλλες ταινίες. Τα τέσσερα τελευταία του μεγάλου μήκους, The Cranes Are Flying (1957), The Unsent Letter (1959), I Am Cuba (1964) και The Red Tent (1969), είναι από τα πιο διάσημα έργα του. Οι τρεις πρώτες ταινίες συχνά επαινούνται για την αριστουργηματική κάμερα του Ρώσου κινηματογραφιστή Sergey Urusevsky . Το The Cranes Are Flying έγινε ένας από τους ηγέτες του σοβιετικού box office του 1957 (10η θέση με 28,3 εκατομμύρια θεατές) και κέρδισε πολλά διεθνή βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Χρυσού Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1958 . Η Κόκκινη Σκηνή ήταν μια κοινή σοβιετική-ιταλική προσπάθεια και συμμετείχε μια διεθνής ομάδα ηθοποιών, συμπεριλαμβανομένων των Peter Finch , Sean Connery , Claudia Cardinale , Hardy Krüger , Nikita Mikhalkov και άλλων. Ήταν υποψήφια για το βραβείο Χρυσής Σφαίρας του 1972 ως η καλύτερη αγγλόφωνη ξένη ταινία. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 , το I Am Cuba ανακαλύφθηκε από Αμερικανούς επαγγελματίες του κινηματογράφου και το έδειξε στους Μάρτιν Σκορτσέζε και Φράνσις Φορντ Κόπολα που εντυπωσιάστηκαν τόσο πολύ με την παραγωγή που υποστήριξαν την αποκατάσταση και τη διανομή της ταινίας που διεξήγαγε η Milestone Films. Το 1995 προτάθηκε για το βραβείο Independent Spirit Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας .
Ο Καλατόζοφ ήταν παντρεμένος με την Zhanna Valachi, κόρη του Ιταλού προξένου. Γνωρίστηκαν στο Μπατούμι κατά τη διάρκεια των διακοπών. Το 1929 η Zhanna γέννησε τον γιο τους Georgi και έγινε πολιτογραφημένος πολίτης της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Γκεόργκι ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και εργάστηκε ως κινηματογραφιστής και σκηνοθέτης στο στούντιο Kartuli Pilmi , όπως και ο εγγονός του — Mikhail Kalatozishvili , ο οποίος έγινε επίσης επιτυχημένος Ρώσος σκηνοθέτης και παραγωγός.
Ο Μιχαήλ Καλατόζοφ πέθανε στη Μόσχα στις 27 Μαρτίου 1973 μετά την έβδομη καρδιακή του προσβολή και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Novodevichy . Ο Mikhail Kalatozishvili ίδρυσε ένα μη εμπορικό Ταμείο Mikhail Kalatozov με το όνομα του παππού του για να βοηθήσει στη συντήρηση ταινιών και στη χρηματοδότηση νέων ταινιών.
Πηγή: Mikhail Kalatozov - Wikipedia
Σκηνοθεσία
|
Συγγραφέας-Σεναριογράφος
|
Ηθοποιός
Πηγή: Mikhail Kalatozov - IMDb
των: Πολύκαρπος Πολυκάρπου, Ξένια Πηρούνια
Βίος και Έργα
Ο Μιχαήλ Καλατόζοφ, το αρχικό όνομα του οποίου ήταν Μιχαήλ Καλατοζισφίλι, ήταν Γεωργιανός/Ρώσος που γεννήθηκε στις 28 Δεκέμβριου 1903, στην Τιφλίδα της Γεωργίας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια που οι ρίζες της έφταναν μέχρι τον 13ο αιώνα.
Ο Καλατόζοφ σπούδασε οικονομικά και άλλαξε πολλά επαγγέλματα πριν αρχίσει τη σταδιοδρομία του στον κινηματογράφο. Ανήκε στο ρεύμα της δεκαετίας του '20, στη γενιά του Eisenstein, του Pudovkin, του Kozintsev και του Vertov. Ωστόσο, τα μεγάλα κενά στη φιλμογραφία του δεν επέτρεψαν τη συνεπή ανάπτυξη του κινηματογραφικού στυλ και του θέματος. Αυτές οι α/συνέχειες στο κινηματογραφικό του έργο ήταν αποτέλεσμα των μεταβαλλόμενων αλλαγών της κινηματογραφικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης γεγονός που έκανε το έργο του Καλατόζοφ αποσπασματικό και παραγνωρισμένο για πολλές δεκαετίες.
Το 1923, ενώ δούλευε σαν σεναριογράφος και κάμεραμαν έλαβε μέρος στην παραγωγή των ταινιών Η Περίπτωση του Τάριελ Μκλακαβάτζε ( The Case of Tariel Mklavadze, 1925), Γκιούλι (Guili, 1927), και Τσιγγάνικο Αίμα (Gipsy Blood, 1928). Το 1928 συν-σκηνοθέτησε μαζί με την Νούσα Γκογκομπερίτσε, την πρώτη Γεωργιανή γυναικά σκηνοθέτiδα, το ντοκιμαντέρ, Το Βασίλειό τους (Their Kingdom) και το εθνογραφικό φιλμ, Αλάτι για την Σβενέτια (Salt for Svenetia, 1930). Η ταινία ήταν ένα εθνογραφικό πορτρέτο της ξεχωριστής κουλτούρας του λαού της Σβενέτιας, μιας ορεινής περιοχής στη βορειοδυτική Γεωργία. Η ταινία εμφανίζει μεγάλο μέρος της οπτικής εκφραστικότητας που χαρακτήρισε το μεταπολεμικό του έργο, κερδίζοντας επαίνους από τον ιστορικό κινηματογράφο Jay Leyda και τον σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι, που την χαρακτήρισαν «εκπληκτική ταινία».
Η δεύτερη ταινία του, Nail in the Boot (1931), ήταν μια σουρεαλιστική αφήγηση της σύγκρουσης μεταξύ στρατιωτών και εργαζομένων σε ένα εργοστάσιο παπουτσιών. Ο φορμαλισμός της ταινίας, καθώς και η σκεπτικιστική της στάση απέναντι στη συλλογική δράση, την οδήγησαν στην λογοκρισία και την απομάκρυνση του Καλατόζοφ από τη σκηνοθεσία, κάνοντας μια παύση στη σκηνοθετική καριέρα του για εννέα χρόνια.
Στα μέσα της δεκαετίας του '30, μετακόμισε στο Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη) για να ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή του στην Ακαδημία Τέχνης. Το 1936, έγινε διευθυντής των κινηματογραφικών στούντιο «Καρτούλι Πίλμι» της Γεωργίας από όπου απολύθηκε σύντομα με την κατηγορία ότι «εφάρμοζε αστικές ιδεολογικές μεθόδους». Πολύ σύντομα όμως προσελήφθη από την Λενφίλμ στην οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου σκηνοθέτησε μια σειρά προπαγανδιστικών ταινιών όπως, Το Θάρρος (The Courage, 1939) και Βαλερί Τσκάλοφ (Valery Chkalov, 1941) ενώ ήταν, για ένα διάστημα, μορφωτικός ακόλουθος της Σοβιετικής Πρεσβείας, στις ΗΠΑ.
Το 1942, γυρίζει, μαζί με τον Βλαντιμίρ Γκερασίμοφ, την ταινία, Ανίκητος (Invicible) που είχε για θέμα της την πολιορκία του Λένινγκραντ από τους Γερμανούς ναζί, που διήρκεσε 872 μέρες και κόστισε το θάνατο εκατοντάδων πολιτών.
Το 1943, ο Καλατόζοφ άρχισε να δουλεύει με τη «Μοσφίλμ» και το 1944, διορίστηκε Πρόεδρος του «Κεντρικού Κρατικού Συμβουλίου για τον Κινηματογράφο» και Υφυπουργός της «Κινηματογραφικής Βιομηχανίας».
Το τέλος της δεκαετίας του ΄40 και η αρχή της δεκαετίας του ‘50 βρήκε τη Σοβιετική κινηματογραφία σε παρακμή, εντούτοις η ταινία του Καλατόζοφ, από τι ελάχιστες που γυρίστηκαν τότε, Οι Αληθινοί Φίλοι (True Friends, 1954), κέρδισε το βραβείο στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.true friends
Για τον Καλατόζοφ η δεκαετία του ΄50, αποδεικνύεται η δημιουργικότερη. Οι ταινίες του αρχίζουν αποκρυσταλλώνουν ένα πιο προσωπικό και “νεανικό” ύφος, αποτέλεσμα της συνάντησής του με τον διευθυντή φωτογραφίας Σεργκέι Ουρούσεφσκι. Οι συνεργασίες τους θα δημιουργούσαν μια τολμηρή και νέα εποχή στο σοβιετικό κινηματογράφο. Το 1958, η ταινία του Όταν Περνούν οι Γερανοί (Cranes are Flying), κερδίζει το Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες. Η πειραματική και περιπετειώδης φωτογραφία και σκηνοθεσία της, βασική σε από όλες τις ταινίες της συνεργασίας Καλατόζοφ- Ουρουσέφσκι, επηρέασε μια νέα γενιά κινηματογραφιστών από όλο τον κόσμο. Ακολουθεί η ταινία το Γράμμα που δεν Εστάλη Ποτέ (The Unsent Letter, 1959), μια περιπέτεια εξερευνητών στη Σιβηρία, και μια μεγάλη στιγμή της συνεργασίας Καλατόζοφ-Ουρουσέφσκι, η οποία επηρέασε αποφασιστικά τον Κόπολα στο Αποκάλυψη Τώρα (1979), όπως δήλωσε ο ίδιος.
Το 1964, γυρίζει σε σενάριο του ποιητή Ευγκένι Γεφτουσένκο το Είμαι η Κούβα (Soy Cuba). Το αποκορύφωμα της συνεργασίας του Καλατάζοφ με τον Ουρουσέφσκι και μια από τις πιο τολμηρές περιπέτειες στην ιστορία του κινηματογράφου. Η υπερμεγέθης τεχνική της ταινίας την καθιστούσε αναποτελεσματική και έμεινε ανέκδοτη. Ως αποτέλεσμα, η ταινία δεν ακολούθησε την προγραμματισμένη της κυκλοφορία, το 1964. Ο Καλατόζοφ, ο οποίος πέθανε το 1973, δεν είδε την ταινία στη μεγάλη οθόνη. Στη δεκαετία του 1990, το ενδιαφέρον για αυτήν προκάλεσε μια αναβίωση της ταινίας στα αμερικανικά φεστιβάλ κινηματογράφου, η ταινία αποκαταστάθηκε από την Milestone Films με την υποστήριξη του Μάρτιν Σκορσέζε και του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Η επανέκδοση ήταν μια μεγάλη επιτυχία και ως αποτέλεσμα είχε, μια ταινία που κανείς δεν είχε δει κατά τη διάρκεια της ζωής του Καλατάζοφ, να είναι πλέον το πιο διάσημο έργο του.
Η τελευταία του ταινία είναι η Ιταλό-Ρωσική παραγωγή, Κόκκινη Σκηνή (Red Tent, 1964), που είχε για θέμα της, την κακότυχη αποστολή του στρατηγού Νόμπιλε στο Βόρειο πόλο.
Ο Μιχαήλ Καλατόζοφ πέθανε στη Μόσχα, στις 27 Μαρτίου 1973.
Ύφος, Αισθητική, Κινηματογραφική Ματιά
Η κινηματογραφική σταδιοδρομία του Μιχαήλ Καλατόζοφ, δεν είναι μια ευθύγραμμη πορεία με ομαλή μετάβαση από το πριν στο μετά. Αν και χρονολογικά ανήκει στη γενιά των ιερών τεράτων του Ρωσικού κινηματογράφου, Αϊζενστάιν, Πουντόβκιν, Κόζινστεφ, Βέρτοφ, τα μεγάλα κενά της φιλμογραφίας του, οφείλονται στην αποσπασματικότητα της Σοβιετικής πολιτικής για τον κινηματογράφο.
Η μετακίνησή του από την πρωτοπορία του ΄20, στο κλίμα της προπαγάνδας της σταλινικής περιόδου και από εκεί στο αισθητικό και υφολογικό κινηματογραφικό του ξεπέταγμα, μετά το 20ό Συνέδριο του Κ.Κ.Σ.Ε, και την πρώτη σημαντική ταινία του, διαμορφώνει μια εικαστική αισθαντικότητα που επαινέθηκε από πολλούς (και τον Ταρκόφσκι ανάμεσα σε αυτούς). Η διαμονή του στις ΗΠΑ (όπου έμεινε ενάμιση χρόνο) και η επίσκεψη του στο Χόλιγουντ ανιχνεύονται στις μετέπειτα ταινίες του.
Μετά το, Όταν Περνούν οι Γερανοί, οι ταινίες του αποκτούν μια νεανικότητα, έναν ζωογόνο πληθωρισμό και εφευρετικότητα, που αναζωογόνησε τον Σοβιετικό κινηματογράφο, πράγμα που οφείλεται και στη συνεργασία του με το διευθυντή φωνογραφίας Σεργκέι Ουρουσέφσκι, με τα μνημειώδη πλάγια κάδρα του και τη αέναη κίνηση της μηχανής.
Η κινηματογραφική ματιά του Καλατόζοφ γεφυρώνει τις αισθητικές μιας μεγάλης χρονικής περιόδου που αρχίζει από το βωβό της δεκαετίας του ΄20 και φτάνει έως την μετά-σταλινική περίοδο. Αρνούμενος το επίσημο δόγμα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού, δεν εγκατέλειψε ποτέ την αισθητική του αφετηρία, τον βωβό του 1920, αναβίωσε τον πειραματισμό και αξιοποίησε τα διδάγματα του εξπρεσιονισμού, ως ποιητικού όμως εργαλείου.
Πηγή: Μεγάλοι Σκηνοθέτες| Μιχαήλ Καλατόζοφ | cinemood
Ειλικρινά δεν ξέρω από πού να αρχίσω! Να αρχίσω από τις αναμνήσεις; Τότε που η ταινία παίχτηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και οι αστυνομικοί σημείωναν τους θεατές που έμπαιναν στον κινηματογράφο (αρχές τις δεκαετίας του '60); Να αρχίσω από τον σοβιετικό κινηματογράφο, ο οποίος άλλαξε τα μέχρι τότε παγκόσμια «δεδομένα», φέρνοντας στο προσκήνιο τον άνθρωπο (θετικό ήρωα); Να αρχίσω από τον διδακτικό ρόλο της τέχνης; Από την καταπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία; Από τα γεμάτα ουσία πλάνα, -πίνακες ζωγραφικής; Να αρχίσω από τον συκοφαντημένο σοσιαλιστικό ρεαλισμό; Από το θαυμάσιο διαλεκτικό και ποιητικό σενάριο του Ενρίκε Πινέδα Μπάρνετ και του ποιητή Γεβγένι Γεβτουσένκο;Ειλικρινά δεν ξέρω από πού να αρχίσω! Εχω καιρό, χρόνια σωστότερα, να νιώσω τέτοια έξαψη από κινηματογραφική ταινία. Και δεν έχει να κάνει μόνο με το περιεχόμενο. Με την Κούβα. Με τα συναισθήματά μου για το Νησί της Επανάστασης. Με έχει κυριέψει η διαλεκτική σκέψη της ταινίας. Η ανάλυσή της ότι, τελικά, η επανάσταση είναι νομοτέλεια! Η λογική της ότι τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς να χυθούν ποτάμια ανθρώπινου αίματος. Οτι, τελικά, και οι διστακτικοί θα αναγκαστούν από τα πράγματα να βγούνε στο βουνό!
Ας ηρεμήσουμε, όμως, για να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά! Είχαν περάσει μόλις τρία χρόνια από το 1959 που η ανθρωπότητα έτριβε τα μάτια της, όταν είδε πως μια χούφτα άνθρωποι ανέτρεψαν τις προκαταλήψεις και την ηττοπάθεια και οργάνωσαν και έφεραν σε πέρας μια σοσιαλιστική επανάσταση, λίγα μόλις ναυτικά μίλια από το διαρκώς ανοιγμένο και αγριεμένο στόμα του λύκου, τις ΗΠΑ. Το επίτευγμα των Κουβανών επαναστατών έφερε ελπίδες και αναστάτωση σε ολόκληρη την αγωνιζόμενη ανθρωπότητα. Ενέπνευσε αγώνες και κινήματα. Ενέπνευσε και την τέχνη και τους καλλιτέχνες!
Ενας από τους πρώτους καλλιτέχνες που η κουβανέζικη επανάσταση τον αναστάτωσε ήταν, το δίχως άλλο, ο φρεσκο-βραβευμένος με τον «Χρυσό Φοίνικα» του φεστιβάλ των Καννών για την εξαιρετική ταινία του «Οταν Περνούν οι Γερανοί» (1958), Σοβιετικός σκηνοθέτης Μιχαήλ Καλατόζοφ. Κοντά του έτρεξε και ο επίσης θαυμάσιος (στην πρώτη περίοδό του) Σοβιετικός ποιητής Γεβγένι Γεβτουσένκο. Οι δυο τους, ακουμπώντας στην αλληλεγγύη του σοβιετικού κράτους στην κουβανέζικη επανάσταση, αποφάσισαν να καταγράψουν το μοναδικό αυτό λαϊκό ξεσήκωμα σε κινηματογραφικό έργο. Στη διάρκεια που βρίσκονταν στα σκαριά για τη δημιουργία της ταινίας δήλωσαν συμμετοχή (σαν παραγωγοί) δυο μεγάλοι - νεαροί τότε - αμερικανοί κινηματογραφιστές, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και ο Μάρτιν Σκορτσέζε. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα «δανείστηκε» μέρος της αισθητικής της ταινίας για τη δική του εξαιρετική, επίσης, ταινία «Αποκάλυψη Τώρα».
Εχουν σημασία όλα τα παραπάνω, γιατί αποδεικνύουν την απήχηση που είχε η κουβανέζικη επανάσταση στις ανθρώπινες συνειδήσεις. Μια απήχηση που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Ο Μιχαήλ Καλατόζοφ στάθηκε (στον τομέα του) ισάξιος των ιστορικών περιστάσεων. Αφησε παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα ένα μεγάλο κινηματογραφικό έργο. Ενα καλλιτεχνικό έργο μεγάλης πνοής!
Το φιλμ «Είμαι η Κούβα» περιγράφει, μέσα από τέσσερις «προσωπικές» ιστορίες, με μοναδικές καλαίσθητες και άκρως κατανοητές εικόνες, τα χρόνια πριν την επανάσταση και τα χρόνια της επανάστασης. Ο θεατής μέσα από αυτές τις τέσσερις ιστορίες θα μάθει για το νησί, για την ιστορία του, για τη σημερινή (τότε) πολιτικοοικονομική κατάσταση, για την καταπίεση, για το ξεσήκωμα και, τέλος, για τη νίκη του κουβανέζικου λαού απέναντι στους ντόπιους και ξένους καταπιεστές (καπιταλιστές).
Ο κινηματογράφος και άλλες φορές έχει ταχτεί στο πλευρό του λαού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, φτάνει στην απόλυτη, σχεδόν, αρμονία. Οσο έκθαμβος μένει ο θεατής από το περιεχόμενο, ένας καταπιεσμένος λαός ξεσηκώνεται και νικάει, άλλο τόσο έκθαμβος μένει και από τη φόρμα της ταινίας. Η ομορφιά της σού φέρνει κόμπο στο λαιμό, σε ενεργοποιεί, σε ψηλώνει! Δεν είναι τυχαίο πως η ταινία, μαζί με άλλες σοβιετικές ταινίες εκείνης της εποχής, επηρέασαν σκηνοθέτες από όλα τα μέρη της Γης. Και εγώ προσωπικά με τον Νίκο Τζήμα συν-συνέγραψα το σενάριο «Ο Τάφος των Εραστών» (σκηνοθεσία - παραγωγή Νίκος Τζήμας) έχοντας στο μυαλό μας εικόνες και πλάνα του σοβιετικού κινηματογράφου.
Θα συστήσω στον θεατή, θα τον παρακαλέσω σωστότερα, να πάει στην ταινία, που πρέπει οπωσδήποτε να πάει φορώντας τα καλά του! Πρέπει να είναι καθαρός από τη μόλυνση που έχει εισχωρήσει στο νου του και στις φλέβες του. Πρέπει να είναι «αγνός», για να μπορέσει να ακουμπήσει την ομορφιά των εικόνων. Κάθε πλάνο της ταινίας δείχνει το σεβασμό του δημιουργού απέναντι στο θεατή του. Τίποτα δεν έγινε τυχαία. Η θέση της μηχανής, η κλήση αριστερά ή δεξιά του κάδρου, το ύψος της μηχανής σε σχέση με τους ανθρώπους και τα αντικείμενα, το περιεχόμενο του κάδρου, τα σύννεφα του ουρανού, τα τοπία και οι χώροι, οι ήχοι και οι μουσικές και πάνω απ' όλα τα πρόσωπα, αυτές οι μοναδικές κουβανέζικες «αγιογραφίες», όμοιες με αυτές του Ρουμπλιόφ, συνθέτουν μια μοναδική καλλιτεχνική εμπειρία. Ενα πράγμα θα σας πω, για να καταλήξω. Θα αδικήσετε τον εαυτό σας αν δε δείτε την ταινία. Οποιος δε δει την ταινία «Είμαι η Κούβα», τελικά, αυτοτιμωρείται!
Παίζουν: Λουθ Μαρία Κογιάθο, Χοσέ Γκαγιάρντο, Σέρτζιο Κοριέρι, Σαλβαντόρ Γουντ, Ραούλ Γκαρσία, κ.ά.
Πηγή: Είμαι η Κούβα | ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΩΝ | ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (rizospastis.gr)
«Όταν περνούν οι γερανοί» (1957) του Μιχαήλ Καλατόζοφ Σάββατο 9.5.2015, 20.15, Λέσχη Δρόμοι Φιλίας και Πολιτισμού (Φερών 3, Πλατεία Βικτωρίας).Η ταινία κέρδισε Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες και τιμητική διάκριση για την Τατιάνα Σαμοΐλοβα.Υπόθεση:Βρισκόμαστε στο Β` Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Βερόνικα και ο αγαπημένος της Μπόρις ζούνε στιγμές ευτυχίας. Πάνω τους πετούν οι γερανοί συμπληρώνοντας ειδυλλιακά το ερωτικό σκηνικό της ευτυχίας. Ένα ζευγάρι που ο πόλεμος, σκληρός, απάνθρωπος και αδιάφορος για κάθε τι ωραίο, το χωρίζει. Οι Γερμανοί εισβάλλουν και κηρύσσεται γενική επιστράτευση. Παρά τη θέληση όλης της οικογένειάς του και της Βερόνικα, ο Μπόρις κατατάσσεται εθελοντής και φεύγει για το μέτωπο. Μετά από ένα τρομερό βομβαρδισμό, η Βερόνικα χάνει τους δικούς της και καταφεύγει στην οικογένεια του Μπόρις. Ο αδερφός του όμως …………
Περισσότερα για την Ταινία
Πρόκειται για το ασπρόμαυρο σοβιετικό αριστούργημα γυρισμένο το 1957, πάνω στο ανατρεπτικό για τα κινηματογραφικά δεδομένα της εποχής, σενάριο του Βίκτωρ Ροζόβ. Λυρικό αλλά ταυτόχρονα και σκληρό δοκίμιο πάνω στα αιώνια θέματα της ζωής αλλά και του κινηματογράφου: ο έρωτας, ο χωρισμός, το καθήκον, η πατρίδα, η προσωπική αγωνία, ο θάνατος, η αθανασία, η ελπίδα, η απελπισία, η πίστη και η προσδοκία. Μια ταινία που έδειξε με συγκινητικό τρόπο τον αντίκτυπο του πολέμου πάνω στους απλούς πολίτες. Η ελπίδα και ο χαμός των αγαπημένων προσώπων και τα βάσανα του απλού πολίτη μπαίνουν στο κινηματογραφικό παιχνίδι και το αποτέλεσμα ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του σοβιετικού σινεμά. Ο Καλατόζοφ παραδίδει μαθήματα σκηνοθεσίας μαζί με τον θαυμάσιο οπερατέρ του Σεργκέι Ουρουσέφσκι και τις φωτογραφικές λήψεις του, επινοώντας ευρηματικές γωνίες λήψης και δημιουργώντας εκπληκτικά πλάνα, χωρίς τη χρήση οπτικών εφέ για εύκολο εντυπωσιασμό. Όλη η συγκίνηση αιχμαλωτίζεται στο φακό μέσα από την εύθραυστη ερμηνεία της πανέμορφης Τατιάνα Σαμοΐλοβα που ενσάρκωσε ευαίσθητα την ηρωίδα και κέρδισε τα δάκρυα εκατομμυρίων θεατών.Ένα ερωτικό – αντιπολεμικό ποίημα, που έκανε εκατομμύρια μάτια να δακρύσουν. Και σήμερα, μετά από 68 χρόνια η ιστορία της Βερόνικα, της κάθε απλής Βερόνικα, συγκινεί το ίδιο, αυτή η απλή αλλά υπέροχη ιστορία αγάπης μας πλημμυρίζει από θλίψη, αλλά μας δίνει και κουράγιο. Μας στέλνει ένα αισιόδοξο μήνυμα μέσα από τις εκθαμβωτικά λυρικές σκηνές: Μας λέει: μην ανησυχείτε, ο έρωτας δεν πέθανε, ο μοναδικός, ο ανεπανάληπτος, ο αθώος, ο άδολος έρωτας ζει και θα ζει, θα αντέχει για πάντα. Θα ανθίζει εκεί που υπάρχουν άνθρωποι, που βλέπουν τα πουλιά να πετούν και συγκινούνται. Η ταινία είχε τεράστια απήχηση και στη δύση, κερδίζοντας το Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Κανών το 1958.Ήταν η ταινία που αποκρυστάλλωσε το «λιώσιμο των πάγων» στην Ρωσία, μετά το 2Οο Συνέδριο. Στην Δύση την αποδέχτηκαν με ενθουσιασμό και τεράστια κοσμοσυρροή.Μια εκπληκτική, ποιητική, ρωσική ταινία, που είναι από τις πρώτες που αμφισβητούν το σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Εκπληκτικές, εξπρεσιονιστικές λήψεις, σπουδαία φωτογραφία, κορυφαίοι ρόλοι με τη Σαμοΐλοβα να ξεχωρίζει. Σκληρή κριτική αλλά και αγάπη για την πατρίδα και φυσικά ύμνος στον πραγματικό έρωτα.
Ο κριτικός κινηματογράφου Ρίτσαρντ Πάνια γράφει για την ταινία :«Στα τελευταία χρόνια του Στάλιν και του σταλινισμού ο σοβιετικός κινηματογράφος είχε πραγματικά εξαφανιστεί. Η συνεχιζόμενη οικονομική εξαθλίωση που προκλήθηκε από τον πόλεμο καθώς και ο γενικός φόβος που κυριαρχούσε στην καθημερινή ζωή ανάγκασαν τα κάποτε σπουδαία σοβιετικά στούντιο να κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953, άρχισε σιγά-σιγά να ξεπροβάλλει ένας αναγεννημένος σοβιετικός κινηματογράφος. Η ταινία που έγινε σύμβολο αυτής της αναγέννησης είναι το Όταν Περνούν οι Γερανοί του Μιχαήλ Καλατόζοφ . Φαινομενικά, είναι ένα πολεμικό ρομάντζο (ντυμένο τον μανδύα της αντιπολεμικής ταινίας θα προσθέταμε εμείς) που κάνει λόγο για δύο εραστές, τον Μπόρις και τη Βερόνικα, οι οποίοι χωρίζουν λίγο μετά την έναρξη του πολέμου. Όμως, η ταινία αψήφησε όλα τα κλισέ του είδους (εξ ου καταρχάς και ο χαρακτηρισμός της ως αντιπολεμική). Αντί να εξυμνεί τις ένδοξες νίκες του Κόκκινου Στρατού, επικεντρώνεται σε κάποιες από τις σκοτεινότερες στιγμές του πολέμου, όταν η ικανότατη και τρομερή γερμανική μηχανή κατατρόπωνε εύκολα τον κακά οργανωμένο και φτωχά εξοπλισμένο (αν και ηρωικό) ρωσικό στρατό.Στο μέτωπο κυριαρχούν η απόγνωση και η αίσθηση του επικείμενου θανάτου. Ωστόσο, οι Σοβιετικοί θεατές αγάπησαν αυτήν τη μελέτη των πολεμικών εμπειριών τους. Πιθανότατα είχαν κουραστεί από την προπαγάνδα και γνώριζαν καλά ότι στην πραγματικότητα ο πόλεμος είχε αναδείξει λίγους ήρωες. Ο Μπατάλοφ και η Σαμοΐλοβα είναι υπέροχοι, σέξι και γλυκύτατοι ως νεαρό ζευγάρι. Όμως αληθινός σταρ της ταινίας είναι ο διευθυντής φωτογραφίας Σεργκέι Ουρουζένσκι. Με τα συγκλονιστικά πλάνα του με γερανό ή με κινητή κάμερα ο Ουρουζένσκι (ο οποίος είχε δουλέψει με τον Ντοβζένκο στο θαυμάσιο πολεμικό ντοκιμαντέρ Η Μάχη της Ουκρανίας) δίνει την αίσθηση ενός κόσμου που είχε χάσει τα στηρίγματά του ή οποιοδήποτε άλλο σταθερό σημείο αναφοράς, ηθικό, πολιτικό κτλ. Αργότερα ο Ουρουζένσκι δημιούργησε με τον Καλατόζοφ το Είμαι η Κούβα (1964). Όμως, αν εκείνη η ταινία φαίνεται σε κάποιους υπερβολικά μπαρόκ, το Όταν Περνούν οι Γερανοί δεν χρησιμοποιεί οπτικά εφέ για εντυπωσιασμό. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ήταν η πρώτη σοβιετική ταινία του Ψυχρού Πολέμου, που προβλήθηκε ευρέως στις Ηνωμένες Πολιτείες».
10 λόγοι για να μην χάσετε την ταινία είναι οι ακόλουθοι:Για την εκπληκτική, τεφρόχρωμη φωτογραφία τηςΓια τη συγκλονιστική κίνηση της ποίησης (αυτό που λέει το αμερικανικό τραγούδι poetry in motion)Για την υποκριτική μονομαχία Τατιάνας Σαμοΐλοβα και Αλεξέι Μπατάλαφ. Είναι συγκλονιστικοί και οι δυο τους.Για τα λειτουργικά πλάγια καδραρίσματαΓια τη δυναμική αξιοποίηση του εξπρεσιονισμούΓια την έξυπνη ανατροπή του σοσιαλιστικού ρεαλισμούΓια την αιώνια αναμονή. Αυτό που αγάπησες πάντα το περιμένεις, το προσδοκάς.Για την καταγγελία των στρεβλώσεων του υπαρκτού σοσιαλισμούΓια τη δυναμική ενός θεατρικού έργου που γίνεται έξοχη ταινία χάρις στα ντεκουπάζ και τη γεωγραφία των κάδρων.Για τους γερανούς που λειτουργούν ως ένα πολύπλοκο σύμβολο ταυτόχρονα φυγής, αναμονής, προσδοκίας και έλευσης.
Ένα Χρόνο πριν η Τατιάνα Σαμοΐλοβα έφυγε από κοντά μας
Ανήμερα των 80ών γενεθλίων της (4/5/14) έφυγε από τη ζωή η σταρ του σοβιετικού κινηματογράφου Τατιάνα Σαμοΐλοβα . Η Τατιάνα Σαμοΐλοβα, κόρη του σοβιετικού ηθοποιού Εβγκένι Σαμοΐλοφ, γεννήθηκε το 1934 στο Λένινγκραντ και σπούδασε αρχικά μπαλέτο και στη συνέχεια στο θέατρο Stanislavsky και Nemirovich-Danchenko στη Μόσχα. Το 1953 γράφτηκε στο Ινστιτούτο Θεάτρου Boris Shchukin, όπου σπούδασε ηθοποιία για τρία χρόνια, προτού πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην βραβευμένη ταινία του Μιχαήλ Καλατόζοφ «Όταν περνούν οι Γερανοί» όπου και τιμήθηκε με το βραβείο της «Πιο σεμνής και Χαριτωμένης Ηθοποιού». Μετά την επιτυχία αυτή, η Σαμοΐλοβα εντάσσεται στο δυναμικό του θεάτρου Μαγιακόφσκι της Μόσχας και στη συνέχεια του θιάσου του θεάτρου Βαχτάνγκοφ. Το 1967 πραγματοποίησε μια επιτυχημένη περιοδεία ενσαρκώνοντας την Άννα Καρένινα, στη θεατρική μεταφορά του ομώνυμου δράματος του Λέοντος Τολστόι από τον Αλεξάντρ Ζάρχι. Συμμετείχε συνολικά σε περίπου είκοσι ταινίες. Το 1990, ήταν η επίτιμη προσκεκλημένη του 43ου Φεστιβάλ των Καννών.Το 1993 ονομάστηκε Εθνική Καλλιτέχνις της Ρωσίας, που είναι ένας από τους υψηλότερους κρατικούς τίτλους της χώρας.
Πηγή: «Όταν περνούν οι γερανοί» του Μιχαήλ Καλατόζοφ στη Λέσχη Δρόμοι Φιλίας και Πολιτισμού (thebest.gr)