Ο Νίκος Παπατάκης (Ελληνικά: Νίκος Παπαδάκης) ή Νίκος Παπατάκης, ή Νίκος Δάκης γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1918 στην Αντίς Αμπέμπα (Αιθιοπία) και πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου 20101 στο Παρίσι. Είναι Γάλλος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός και καλλιτεχνικός διευθυντής ελληνικής και αιθιοπικής καταγωγής.
Γεννήθηκε στην Αιθιοπία το 1918 από αιθιοπική μητέρα και Έλληνα πατέρα, ο νεαρός Παπατάκης αντιτάχθηκε στην εισβολή στη χώρα από τους στρατούς του Μουσολίνι το 1935 και σύμφωνα με πληροφορίες κατατάχθηκε στον αιθιοπικό στρατό. Στη συνέχεια εξορίστηκε και κατέφυγε πρώτα στο Λίβανο και στη συνέχεια στην Ελλάδα. Το 1939 μετακόμισε στο Παρίσι.
Ο Παπατάκης σύχναζαν στην παριζιάνικη ευφυΐα της εποχής, όπως ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Αντρέ Μπρετόν, ο Ζακ Πράβερτ, ο Ρόμπερτ Ντέσνος, ο Ζαν Βιλάρ. Έγινε φίλος με τον Ζαν Τζιντ. Συνεργάστηκε σε ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα στο Leduc το 1945, του οποίου παραμένει μια φωτογραφική έκθεση από την Denise Bellon.
Το 1947, δημιούργησε το καμπαρέ La Rose ρουζ, το οποίο σκηνοθέτησε με τη σύντροφό του Mireille Trépel, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Αυτή η σκηνή θα είναι ένα εφαλτήριο για πολλούς καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένων των Αδελφών Jacques και Juliette Gréco.
Ο καλλιτεχνικός αντίκτυπος του Κόκκινου Τριαντάφυλλου πιστοποιείται από την ομώνυμη ταινία μυθοπλασίας που αφιερώθηκε σε αυτήν από τον σκηνοθέτη Marcel Pagliero το 1951, μια μουσική ταινία που αντικατοπτρίζει την εποχή της. Βλέπουμε το προσωπικό του καμπαρέ να αυτοσχεδιάζει μια παράσταση μετά από ένα εμπόδιο των Αδελφών Ζακ.
Το 1950, η Juliette Gréco προσλήφθηκε από τον Νίκο Παπατάκη, αλλά στη συνέχεια το πρόβλημα της εύρεσης της ένα φόρεμα σκηνής. Ο Παπατάκης την πηγαίνει στο couturier Pierre Balmain όπου επιλέγει, μεταξύ των πωλήσεων, ένα μαύρο φόρεμα με ένα χρυσό σατέν τρένο. Η Juliette Gréco ξετυλίγει αυτό το μονοπάτι και έτσι ανεβαίνει στη σκηνή του Κόκκινου Τριαντάφυλλου μπροστά σε έναν έκπληκτο Νίκο Παπατάκη. Η Γκρέκο θα φοράει το διάσημο φόρεμά της για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως αφηγείται στα απομνημονεύματά της: «Το μαύρο φόρεμα ικανοποίησε το κοινό που το βρήκε πρωτότυπο. Αυτή ήταν! Ο Jujube θα το φοράει όλη της τη ζωή ως τραγουδίστρια. Αυτή είναι η δουλειά του Γκρέκο μαύρη. Το φοράει όπως κάποιος θα φορούσε μαυροπίνακα, δίνοντας ελευθερία στη φαντασία του θεατή. »
Το 1950, ο Παπατάκης παρήγαγε και χρηματοδότησε την ταινία του φίλου του Jean Genet, Un chant d'amour (με φωτογραφία του Jean Cocteau). Αλλά το μόνο κινηματογραφικό έργο του συγγραφέα λογοκρίνεται λόγω της επίκλησής του για ομοφυλοφιλία. δεν διανεμήθηκε μέχρι το 1975.
Το 1957, για πολιτικούς λόγους, έφυγε από τη Γαλλία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Έγινε φίλος με το γερμανικό μοντέλο Christa Päffgen. Δανείστηκε το πραγματικό της όνομα από αυτόν και έγινε Νίκο, μούσα του Άντι Γουόρχολ και του Υπόγειου Βέλβετ.
Το 1959, ο Παπατάκης γνώρισε τον σκηνοθέτη Γιάννη Κασσαβέτη, ο οποίος αγωνιζόταν οικονομικά για να ολοκληρώσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία Shadows. Βρήκε τα απαραίτητα κεφάλαια και έγινε συμπαραγωγός της ταινίας.
Ο Παπατάκης επέστρεψε στο Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Το 1962, σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, Les Abysses, βασισμένη στο έργο του Genet Les Bonnes, εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία των αδελφών Papin. Η ταινία ήταν προγραμματισμένη να παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών την ίδια χρονιά, αλλά η επιτροπή επιλογής του φεστιβάλ αρχικά την απέρριψε λόγω της άγριας βίας και εξυψωσής της (θεωρήθηκε, μεταξύ άλλων, ως "μεταφορά για τον αγώνα των Αλγερινών εναντίον των Γάλλων εποίκων"). ενώπιον του André Malraux, Υπουργού Πολιτισμού, το επέβαλε, ευαίσθητο στη σημασία του έργου. Ο Francis Cosne, πρόεδρος της ένωσης Γάλλων παραγωγών, παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας και η προβολή του Les Abysses προκάλεσε σκάνδαλο στο Croisette. Ο πιστός πνευματικός cenacle, Sartre, Beauvoir και Genet υποστηρίζει την ταινία μπροστά στις βίαιες αντιδράσεις και ο Jean Genet δηλώνει :«Είναι πιθανό να είμαστε αγανακτισμένοι με την επιμονή με την οποία ο Νίκος Παπατάκης μπόρεσε να κατανοήσει και να ηγηθεί αυτού του παροξυσμού για δύο ώρες. Αλλά νομίζω ότι πρέπει να συμφωνήσουμε να έχουμε τα μάτια μας ορθάνοιχτα όταν ένας ακροβάτης εκτελεί έναν θανατηφόρο αριθμό." Και ο André Breton προσθέτει :«Ο Έρως και το ένστικτο του θανάτου, ένα αδιάλυτο ζευγάρι που αντιμετωπίζει τέτοια κοινωνική ένταση που αυτές οι δύο μηχανές επαναφορτίζουν η μία την άλλη στην πυρακτώσεω. με την Άβυσσο ερευνούμε τα χαμένα ανθρώπινα πάθη".
Το 1967 γύρισε τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του με τη σύζυγό του Όλγα Καρλάτου στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Τα γυρίσματα γίνονται κρυφά στην Ελλάδα υπό τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Οι Ποιμένες της Διαταραχής είναι η πρώτη ταινία που γυρίζεται στην Ελλάδα και καταγγέλλει το καθεστώς των συνταγματαρχών. Η ταινία που κυκλοφόρησε την εποχή των γεγονότων του Μαΐου του 1968 είχε χαμηλή συμμετοχή.
Το 1975 έγραψε και σκηνοθέτησε την Gloria Mundi, η οποία προκαλεί βασανιστήρια στην Αλγερία, και πάλι με την Όλγα Καρλάτου στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία επιλέχθηκε για την έναρξη του πρώτου Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Παρισιού και κυκλοφόρησε σε τρεις αίθουσες στις 7 Απριλίου 1976. Αφαιρείται από την αφίσα μετά από βομβιστική επίθεση στον κινηματογράφο Le Marbeuf, την οποία ισχυρίζονται πρώην μέλη του ΟΑΚ σύμφωνα με τον οδηγό algériades8. Αυτή η ταινία κυκλοφόρησε μόλις το 2005.
Το 1986 ο Παπατάκης έγραψε και σκηνοθέτησε το La Photo, που επιλέχθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1986 και στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στο Φεστιβάλ Των Καννών το 1987.
Το 1991, έγραψε και σκηνοθέτησε το Les Équilibristes που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Παρατηρούμε ιδιαίτερα τον Michel Piccoli που ενσαρκώνει έναν εντυπωσιακό Jean Genet.
Ο Παπατάκης παντρεύτηκε από το 1951 έως το 1958 την ηθοποιό Anouk Aimée με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Μανουέλα Παπατάκη, που γεννήθηκε το 1951. Στη συνέχεια παντρεύτηκε από το 1967 έως το 1982 την Ελληνίδα ηθοποιό Όλγα Καρλάτου με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Σερζ Παπατάκη, γεννημένο το 1967.
Στις 16 Νοεμβρίου 2009, ο Νίκος Παπατάκης έλαβε από τον Γάλλο Υπουργό Πολιτισμού Frederic Mitterrand, τα διακριτικά του Διοικητή του Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων.
"Ο Νίκος Παπατάκης, ανατρεπτικός καλλιτέχνης, απεβίωνε το βράδυ του Σαββάτου. Εχθρός της εξουσίας και υπερασπιστής των ταπεινωμένων, βάσισε τον κινηματογράφο του σε υπαρξιακές παρορμήσεις. Παρήγαγε τη μοναδική ταινία του Genet. Μεταξύ των επιτευγμάτων του: η Gloria Mundi και η La Photo. Ήταν φίλος, σκηνοθέτης οικειοθελώς στο περιθώριο, ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης, ένας ελεύθερος άνθρωπος. »
— Φεντερίκο Ρόσιν, Il Μανιφέστο, 21 Δεκεμβρίου 20101.
"Ο Παπατάκης ήταν άνθρωπος του σύμπαντος. Έχει χτίσει συνεχώς γέφυρες μεταξύ Αφρικής και Ευρώπης, μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, μεταξύ Γαλλίας και Ηνωμένων Πολιτειών".
— Jack Lang, Δελτίο Τύπου του AFP, 22 Δεκεμβρίου 20109.
Ο πρώην υπουργός Πολιτισμού Τζακ Λανγκ επισημαίνει επίσης ότι ο σκηνοθέτης ήταν ένας «σπάνιος φίλος», ένας «άνθρωπος με θάρρος», ένας «εκλεπτυσμένος και τολμηρός δημιουργός» και ότι «ήταν ο συγγραφέας των έργων λατρείας: πρώτα απ 'όλα η παραγωγή του A Love Song από τους Genet και The Abyss. Πρόκειται για δύο αριστουργήματα που θα σηματοδοτήσουν βαθιά την ιστορία του κινηματογράφου». Προκαλεί επίσης "την ευτυχία" που ήταν γι 'αυτόν "ως Υπουργός Πολιτισμού για να τον βοηθήσει να γεννήσει την όμορφη ταινία του La Photo. »
Πηγή: Nikos Papatakis - Wikipedia
Σκηνοθεσία
|
Συγγραφέας-Σεναριογράφος
|
Ηθοποιός
|
Πηγή: Nikos Papatakis - IMDb
Η μυθιστορηματική ζωή του Έλληνα σκηνοθέτη που πέθανε σαν σήμερα το 2010, έχοντας ταρακουνήσει την τέχνη και το πνεύμα του Παρισιού της εποχής του
Χρήστος Παρίδης-17.12.2017 | 10:09
Ο Ηλίας, ο νεαρός γουνέμπορας από την Καστοριά, σηκώνει μια πέτρα και συνθλίβει «τα όνειρα και τα μυαλά» του Γεράσιμου, επίσης γουνέμπορα, που τον ευεργέτησε ως ξενιτεμένο στο Παρίσι, αλλά που μια αυταπάτη μετατρέπει το τέλος της ιστορίας τους σε τραγωδία.
Ο Ηλίας εμφανίζεται σε γκρο πλαν, κοιτάζει την κάμερα και λέει: «Ο Γεράσιμος Τζίβας έφυγε προσμένοντας τα πάντα από την ευτυχία. Μακάρι η πράξη μου να βάλει σε σκέψεις όλους αυτούς που σε τούτο τον κόσμο εγκαταλείπουν την πατρίδα τους για πεπρωμένα που δεν είναι δικά τους...».
Ίσως αυτή η φράση από τη Φωτογραφία του 1986 να ερμηνεύει και να συμπυκνώνει ολόκληρη τη ζωή και το έργο του Νίκου Παπατάκη. Ενός ανθρώπου που δεν απέκτησε ποτέ του μια πατρίδα, ενός μέτοικου ο οποίος, όπου κι αν βρέθηκε, ήταν πάντα ο ξένος, ενώ ο ίδιος κουβαλούσε και το άχθος του λευκού Αφρικανού.
Επαναστάτης με την καλλιτεχνική έννοια του όρου κυρίως, αλλά όχι μόνο, διανοούμενος με αναρχική σκέψη, καταραμένος και συγχρόνως ευνοούμενος της μοίρας, μπον-βιβέρ εκπάγλου καλλονής στα νιάτα του, εμβληματική προσωπικότητα της Rive Gauche, συνδέθηκε με τα σημαντικότερα ονόματα της τέχνης και του πνεύματος στη Γαλλία και αλλού.
Επαναστάτης με την καλλιτεχνική έννοια του όρου κυρίως, αλλά όχι μόνο, διανοούμενος με αναρχική σκέψη, καταραμένος και συγχρόνως ευνοούμενος της μοίρας, μπον-βιβέρ εκπάγλου καλλονής στα νιάτα του, εμβληματική προσωπικότητα της Rive Gauche, συνδέθηκε με τα σημαντικότερα ονόματα της τέχνης και του πνεύματος στη Γαλλία και αλλού.
Ένας άνθρωπος που χωρίς να το επιδιώξει έγινε μύθος του μεταπολεμικού Παρισιού ως ιδιοκτήτης του θρυλικού καμπαρέ La Rose Rouge, επίκεντρου της καλλιτεχνικής έκρηξης της γενιάς του και των υπαρξιστών, παραγωγός κινηματογράφου και σκηνοθέτης ταινιών που αποτέλεσαν σταθμούς σε τρεις χώρες: τη Γαλλία, την Αμερική και την Ελλάδα.
Ο Νίκος Παπατάκης έξω από το La Rose Rouge.
Γεννημένος το 1918 στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας, με μητέρα από την Αιθιοπία και πατέρα Έλληνα της διασποράς, με καταγωγή από τη Μακεδονία, ως παιδί δεν έγινε ποτέ αποδεκτός ούτε από την ελληνική κοινότητα αλλά ούτε και από την αιθιοπική. Ένα τραύμα χαραγμένο βαθιά μέσα του, που όμως, στην πορεία της ζωής του, υπήρξε καταλυτικής σημασίας στην αντιπαράθεσή του με την προνομιούχα Ευρώπη των λευκών και συγχρόνως γόνιμο στοιχείο κινηματογραφικής έκφρασης.
Ήδη ξενιτεμένος στα 14 του στον Λίβανο, όπου ο πατέρας του τον έστειλε εσώκλειστο σε γαλλικό σχολείο στη Βηρυτό, με το που τέλειωσε έκανε τη θητεία του στον αιθιοπικό στρατό κατά τη διάρκεια του ιταλο-αιθιοπικού πολέμου. Τον Φεβρουάριο του 1937 ήρθε στη μεταξική Αθήνα όπου έπιασε δουλειά ως γκρουμ στο King George και αργότερα υπηρέτης σε πλουσιόσπιτα.
Η ρήξη του για οικονομικά θέματα με την ιδιοκτησία ενός ξενοδοχείου στην Κηφισιά προκάλεσε τη σύλληψή του. Μέχρι το 1939, οπότε έφυγε οριστικά από την Ελλάδα, εργάστηκε πολλές φορές ως μοντέλο σε ζωγράφους και γλύπτες.
Σε παλιότερη συνέντευξή μας αφηγείται: «Δούλευα για έναν Γερμανό γλύπτη κι ένα βράδυ με πήρε με έναν ακόμη φίλο να πάμε σε ένα μπαρ σε μια στοά στην Ομόνοια. Πρέπει να ήταν το πρώτο του είδους που άνοιξε στην Αθήνα – το είχε ένας Ελληνοαμερικανός που μόλις είχε επιστρέψει στην Ελλάδα.
»Κάποια στιγμή μπήκε ένας μαύρος, πράγμα σπάνιο για την εποχή, και πετάχτηκε ο ιδιοκτήτης να τον διώξει. Προσβλήθηκα, έχοντας μητέρα Αιθιοπίνα, και αμέσως σηκώθηκα και ζήτησα να καθίσει μαζί μας. Ο ιδιοκτήτης τα 'χασε, αλλά ο μαύρος το 'σκασε. Η βραδιά κύλησε ευχάριστα και μια παρέα Εγγλέζων που μιλούσαν γαλλικά με πλησίασαν να με κεράσουν.
»Ο ένας από αυτούς, γιος μαχαραγιά από την Ινδία, είχε εκτιμήσει την πράξη μου και προσφέρθηκε να κάνει κάτι για μένα. Του ζήτησα να με βοηθήσει να φύγω από την Ελλάδα. Έτσι το κανόνισε να με στείλει να δουλέψω στην Αυστραλία, χώρα της αγγλικής κοινοπολιτείας. Μου έκλεισε, μάλιστα, και συμβόλαιο. Τον παρακάλεσα, όμως, το εισιτήριο να γίνει μέσω Μασσαλίας για να μπορέσω να επισκεφθώ το Παρίσι. Έτσι κι έγινε. Έφυγα, τα πλοία για Αυστραλία ήταν σπάνια κι εγώ πήγα στο Παρίσι όπου βρήκα φίλους Γάλλους από την Αθήνα.
»Έπιασε ο πόλεμος και παγιδεύτηκα. Άρχισα να δουλεύω ως κομπάρσος σε ταινίες και να ζω τη ζωή του Saint Germaine des Prés. Θέλοντας να πάω στην Αγγλία να συναντήσω τον Χαϊλέ Σελασιέ για να με βάλει στην αντίσταση εναντίον των Ιταλών, δανείστηκα ένα ποδήλατο για να περάσω τα σύνορα της Ισπανίας.
»Προσπάθησα δυο-τρεις φορές, αλλά με έπιαναν και με γυρνούσαν πίσω. Μια μέρα, στην πόλη Πο συναντάω τον Ζακ Πρεβέρ που ήξερα από το Παρίσι. Του μίλησα για τις προσπάθειές μου και μου πρότεινε, αντί να διακινδυνεύω να βρεθώ στη φυλακή, να τον ακολουθήσω στη Νίκαια και να δουλέψω στα στούντιο της ελεύθερης Γαλλίας».
Ο Παπατάκης ακολούθησε τη συμβουλή του Πρεβέρ και για ένα διάστημα δούλεψε όντως σε στούντιο στη Νίκαια, μέχρι το 1943 που έφτασαν οι Γερμανοί και αναγκαστικά βγήκε στην αντίσταση, αλλά επειδή δεν γνώριζαν τίποτα για εκείνον, δεν τον εμπιστεύονταν. Εξακολούθησε να εργάζεται για τον κινηματογράφο, αφού χάρη σε γερμανικά κεφάλαια ήταν από τους λίγους κλάδους που λειτουργούσαν. Οι γνωριμίες εκείνης της περιόδου αποδείχθηκαν καθοριστικές για τα χρόνια που ακολούθησαν την Κατοχή.
Με την απελευθέρωση ξεκινάει μαθήματα υποκριτικής στο στούντιο της Σολάνζ Σικάρ, με την οποία συναντιόντουσαν στο Café des Flores. Στα μαθήματα εκείνα πρωτογνώρισε τη Ζιλιέτ Γκρεκό και τον Αλέν Ρενέ. Είπε σχετικά με εκείνη την περίοδο:
«Ξαφνικά, όλος ο φόβος, όλη η πίεση της Κατοχής έγιναν μια έκρηξη στον χώρο της τέχνης. Όλα τα κινήματα άρχισαν πριν από τον πόλεμο, άνθρωποι όπως ο Ιονέσκο κι ο Μπέκετ έγραφαν όλα αυτά τα χρόνια, κι εμείς, μια ομάδα ηθοποιών, βρήκαμε ένα μέρος για να δείξουμε όλα αυτά τα νέα πράγματα. Ένα καμπαρέ, όπως πριν από τον πόλεμο στο Βερολίνο, όπου θα παίζαμε μονόπρακτα, θα διαβάζαμε ποίηση κι ο κόσμος θα έπινε ένα ποτό.
»Έτσι γεννήθηκε το Rose Rouge, όπου παρουσιάζαμε μονόπρακτα του Κοκτό, του Πρεβέρ, του Ντεσνός, ποίηση του Λόρκα και το μπαρ γέμιζε ασφυκτικά. Είχαμε συμφωνήσει με τον ιδιοκτήτη να μας δίνει τα μισά από τα κέρδη, αλλά όσο περισσότερο κόσμο είχαμε, τόσο λιγότερα λεφτά παίρναμε. Ήταν φανερό ότι μας έκλεβε κι έτσι αποφάσισα να παρατήσω τις παραστάσεις και να αναλάβω τον έλεγχο.
»Μέχρι που βρήκα ένα μέρος για να ανοίξω το δικό μου καμπαρέ και ζήτησα τη βοήθεια της Μαρία Καζαρές, με την οποία είχα παίξει στο θέατρο. Εκείνη με γνώρισε σε έναν φίλο της έμπορο κρασιών, ο οποίος προσφέρθηκε να το χρηματοδοτήσει. Έτσι άνοιξε το δεύτερο Rose Rouge, το οποίο διηύθυνα συνεταιρικά για επτά χρόνια».
Το καμπαρέ εξελίχθηκε στο επίκεντρο της γαλλικής αβανγκάρντ, στη σκηνή όπου εξαιρετικοί καλλιτέχνες από τη Νέα Ορλεάνη έπαιζαν τζαζ και όπου έκαναν το ντεμπούτο τους η Γκρεκό και ο Μαρσέλ Μαρσό. Το στέκι όπου συναντιόταν όλο το Παρίσι, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σταρ του Χόλιγουντ και του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, η Γκρέτα Γκάρμπο, η Άννα Μανιάνι, η εκθαμβωτική Ανούκ Αιμέ, με την οποία συνδέθηκε και εν τέλει παντρεύτηκε.
Κουμπάρος τους ήταν ο Ζαν Ζενέ, με τον οποίο ο Παπατάκης συνδεόταν φιλικά από το '43 και τον θεωρούσε τον καλύτερό του φίλο. Οι λόγοι είναι προφανείς, αφού και οι δύο ήταν για διαφορετικούς λόγους εξοστρακισμένοι από ένα σύστημα αξιών στο οποίο είχαν ιδιαίτερη σημασία η καταγωγή και η υποτέλεια σε αυτήν. Η πρώτη περίοδος γνωριμία τους είχε διανθιστεί με ένα αλλόκοτο επεισόδιο που επιβεβαίωνε την «εγκληματική» φύση του σπουδαίου «καταραμένου» συγγραφέα.
Μόλις είχε εισπράξει μια προκαταβολή από την Gallimard, την οποία έδειξε προκλητικά στον Παπατάκη, που ήταν νηστικός μέρες, κάνοντας κι ένα ειρωνικό σχόλιο. Εκείνος τον κυνήγησε να του ορμήσει κι ο Ζενέ κατέφυγε στην Γκεστάπο για να τον καταδώσει. Πάντως, το 1950 ο Παπατάκης χρηματοδότησε και παραχώρησε έναν άδειο χώρο του «Κόκκινου Τριαντάφυλλου» στον Ζενέ ώστε να γυρίσει το ομοερωτικό και πρωτοποριακό φιλμ «Ένα ερωτικό άσμα» («Un chant d' amour»).
Ο γάμος του Νίκου Παπατάκη με την Αnouck Aimee (1951)
Το 1954 το Rose Rouge έκλεισε και ο Παπατάκης αποφάσισε να γίνει παραγωγός πρωτοποριακών ταινιών. Η στάση της Γαλλίας στον αλγερινό πόλεμο, κάτι που του υπενθύμιζε πόσο δεν ήθελε να αφομοιωθεί πλήρως από μια ξένη κοινωνία, τον οδήγησε στο να αποδράσει για μια ακόμα φορά σε άλλη γη. Έτσι, το 1958 βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου τον ενδιέφερε να ανακαλύψει την αντισυμβατική πλευρά της αμερικανικής καλλιτεχνικής ζωής.
Οι αναζητήσεις του τον έφεραν στα χνάρια ενός άλλου Έλληνα, τον Τζον Κασσαβέτη, ο οποίος τότε είχε αρχίσει να γυρίζει στους δρόμους της πόλης, με άγνωστους ηθοποιούς του εργαστηρίου του, την πρώτη του ταινία, «Σκιές» («Shadows»). Ο Ελληνο-αιθίοπας μέτοικος είδε το υλικό και αναγνώρισε στην πλοκή της μία του πλευρά.
Η ιστορία έχει να κάνει με τον ρατσιστικό τρόπο που αντιμετωπίζεται μια μαύρη γυναίκα από τον λευκό εραστή της. Ο Παπατάκης βρήκε τα χρήματα και βοήθησε τον Κασσαβέτη να ολοκληρώσει την ταινία του, η οποία αποτελεί σταθμό στην ιστορία του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου.
Στη Νέα Υόρκη, όμως, συνδέθηκε και με μια γυναίκα-σύμβολο. Με την Αιμέ είχαν πια χωρίσει και όταν κάποια μέρα γνώρισε τη Nico των Velvet Underground στο στούντιο του Ρίτσαρντ Άβεντον ήταν φυσικό κι επόμενο να την ερωτευτεί, πόσο μάλλον αφού το ψευδώνυμό της το όφειλε σε εκείνον! Της το είχε δώσει στην πατρίδα της, τη Γερμανία, ο φωτογράφος Τομπίας, λόγω του έρωτά του για εκείνον, αν και δεν είχαν συναντηθεί ποτέ...
Νίκος Παπατάκης και Τζον Κασσαβέτης, «Σκιές»
Πίσω στη Γαλλία τον απασχολούσε πολύ η υπόθεση της Αλγερίας. Μια ιδέα να κάνει την παραγωγή σε μια ταινία του Ρενέ που βασιζόταν σε σενάριο του Σαρτρ δεν προχωρούσε. Ανέθεσε τότε στον θεατρικό συγγραφέα Ζαν Βοτιέ να γράψει ένα σενάριο πάνω στην ιδέα του έργου «Οι Δούλες» του Ζενέ, κάτι που για χρόνια αναπαρήγε την παρεξήγηση ότι η ταινία που προέκυψε βασιζόταν στο θεατρικό έργο.
Η αφετηρία, πάντως, ήταν η υπόθεση των αδελφών Παπέν: το 1932 δύο υπηρέτριες σκότωσαν με μεγάλη αγριότητα την κυρία τους και την κόρη της. Ο Παπατάκης αναζήτησε σκηνοθέτη για το σενάριο, αλλά αδυνατώντας να βρει κάποιον, κατέληξε να πάρει το χρίσμα του σκηνοθέτη και να το γυρίσει ο ίδιος το 1963. Το βασικό θέμα της ταινίας ήταν κάτι που πάντα τον απασχολούσε: η σχέση μεταξύ ταπείνωσης κι επανάστασης, εξουσιαζόμενου κι εξουσιαστή.
Οι «Άβυσσοι» επιλέχτηκαν από τον ίδιο τον Αντρέ Μαλρό, υπουργό Πολιτισμού εκείνη την εποχή –παρακάμπτοντας διάφορες επιτροπές και παραβλέποντας το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης ήταν Έλληνας υπήκοος– να εκπροσωπήσουν τη Γαλλία στο Φεστιβάλ των Καννών, αλλά οι συμβολισμοί της σχέσης Γάλλων και Αλγερινών ήταν τόσο εμφανείς, που εθνικιστικές οργανώσεις απείλησαν ότι αν η ταινία βραβευόταν, θα τίναζαν το Palais du Festival στον αέρα.
Η ταινία, μακριά όχι μόνο από εμπορικά στερεότυπα αλλά και τη νουβέλ βαγκ, είναι ένα σουρεαλιστικό, δαιμονικό, βρόμικο κινηματογραφικό πόνημα που ενόχλησε πολύ κόσμο, είχε όμως την υποστήριξη προσωπικοτήτων όπως ο Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Αντρέ Μπρετόν. Η Φρανσουά Σαγκάν δήλωνε ότι αν ήταν στο χέρι της, θα της έδινε τον Χρυσό Φοίνικα. Ολόκληρο το Παρίσι μιλούσε πάλι για τον Παπατάκη, αυτήν τη φορά όμως τον έβλεπε ως έναν όψιμο δημιουργό μεγάλης δύναμης, παρομοιάζοντάς τον με τον Λουίς Μπουνιουέλ.
Το 1966 επέστρεψε στην άλλη πατρίδα του, την Ελλάδα, για να γυρίσει ένα προσωπικό του σενάριο με χρήματα που εξασφάλισε από έναν προοδευτικό Βραζιλιάνο εκδότη. Η ταινία μιλούσε για την ανατροπή, τον εξευτελισμό, την κτηνωδία, καταρρίπτοντας το τρίπτυχο οικογένεια - θρησκεία - έθνος.
Όπως εξήγησε και ο ίδιος: «Με τους "Βοσκούς" θέλησα να δείξω ότι ένας άνθρωπος που πεθαίνει από την πείνα και τον φόβο μπορεί να μεταμορφωθεί σε ζώο, να συρθεί, να εξευτελιστεί. Προσπάθησα να περιγράψω τον κόσμο των ταπεινωμένων ανθρώπων με ενάργεια, απαλλαγμένος από συναισθηματισμούς».
Για να τη γυρίσει αντιμετώπισε μύρια όσα εμπόδια, ιδίως όταν καταλάβαιναν περί τίνος επρόκειτο. Η χρόνια απουσία του από την Ελλάδα, άλλωστε, έβαζε ακόμα ένα εμπόδιο στη συνεννόησή του με τους συμπατριώτες του.
Οι «Βοσκοί», γυρισμένοι στα βουνά της Πίνδου, έχουν στη διανομή τον κορυφαίο ηθοποιό Τζαβαλά Καρούσο και πρωταγωνιστές τον Γιώργο Διαλεγμένο και μια πανέμορφη κοπέλα που μόλις είχε αποφοιτήσει από το Εθνικό, την Όλγα Καρλάτου, την οποία με το τέλος των γυρισμάτων πήρε μαζί του στο Παρίσι και την παντρεύτηκε.
Το τέλος της ταινίας συνέπεσε με την επιβολή της δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967, έτσι τα γυρίσματά της έγιναν εν μέρει παράνομα, καθώς απαγορεύονταν οι ομαδικές συναθροίσεις. Φυσικά, δεν ήταν δυνατόν να προβληθεί στην Ελλάδα των συνταγματαρχών, αλλά στη Γαλλία και όπου αλλού προβλήθηκε έγινε μύθος.
Τον Μάη του '68 οι Έλληνες φοιτητές κάλεσαν τον Παπατάκη να μιλήσει στο Maison Grecque και για μια ακόμα φορά συνειδητοποίησε την ελληνική ασυναρτησία. Παράλληλα, βρισκόταν σε επαφές με διάσημους Έλληνες του αντιδικτατορικού αγώνα, όπως ο Κούνδουρος, η Μερκούρη, ο Φέρρης. Έλεγε τότε «μια βομβίτσα εκατό γραμμαρίων στην Αθήνα έχει μεγαλύτερο αποτέλεσμα απ' όλες αυτές τις εκδηλώσεις εναντίον της χούντας», αν ήθελαν όντως επανάσταση.
Όπως ο στενός του φίλος Pablo, κατά κόσμον Μιχάλης Ράπτης, με τον οποίο ταξίδεψε στην Κούβα για να παρουσιάσει τους «Βοσκούς» και να γνωρίσει τον Κάστρο.
Με την Καρλάτου έκαναν ακόμα μια ταινία πριν χωρίσουν, το «Gloria Mundi» (1974), που είχε ως θέμα την ταπείνωση, αυτήν τη φορά μέσα από την ιστορία ενός σκηνοθέτη που κάνει μια ταινία για τον βασανισμό. Σε μια σκηνή ένας αλεξιπτωτιστής βιάζει μια κοπέλα της αλγερινής αντίστασης μπροστά στα μάτια του πατέρα της με ένα μπουκάλι υπό τους ήχους του γαλλικού ύμνου.
Δεν πρόλαβε η ταινία να κλείσει μερικές μέρες στις αίθουσες και βόμβες τίναξαν τρεις από αυτές. Πιθανόν από τον OAS, την Οργάνωση Μυστικός Στρατός.
Τα χρόνια που ακολούθησαν δεν είχε σκοπό να επιστρέψει στον κινηματογράφο και όποτε τον ρωτούσαν, έλεγε ότι δεν τον ενδιέφερε καθόλου αν θα έμενε ο σκηνοθέτης των τριών ταινιών, αφού για εκείνον μια ταινία ισούται με επαναστατική πράξη.
Και ίσως όντως να μην ξαναέκανε σινεμά αν δεν άλλαζαν οι πολιτικές συνθήκες τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα. Έτσι, όταν το καλοκαίρι του 1984 συνάντησε στις Σπέτσες τον Ζακ Λανγκ, υπουργό Πολιτισμού του Μιτεράν, τον ενθάρρυνε να γυρίσει μια ελληνική ταινία.
Η «Φωτογραφία» είναι ακόμα μία προσωπική ταινία για τη μετανάστευση, τη μοναξιά, την πλάνη της ευτυχίας, με πρωταγωνιστές τον Άρη Ρέτσο και τον Χρήστο Τσάγκα. Τα γυρίσματα έγιναν στην Καστοριά και στα προάστια του Παρισιού. Προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το φθινόπωρο του 1986, αποθεώθηκε, αλλά το μοναδικό βραβείο που απέσπασε ήταν αυτό του σεναρίου, το οποίο ο Παπατάκης αρνήθηκε να παραλάβει.
Η τελευταία του ταινία είναι ένας αποχαιρετισμός στον «μεγάλο» φίλο Ζαν Ζενέ, αλλά συγχρόνως κι ένας φόρος τιμής στη μνήμη στον Αμπντάλα, πρόσωπο υπαρκτό και προστατευόμενο του Ζενέ. Οι «Ισορροπιστές» του 1991, σε δικό του σενάριο, περιγράφουν την τυραννική σχέση ενός διάσημου ομοφυλόφιλου συγγραφέα και του Άραβα ακροβάτη εραστή του. Πρωταγωνιστεί ο Μισέλ Πικολί και επανέρχεται το θέμα του καταπιεζόμενου και του εξαρτημένου, του εξουσιαστή και του υποτελούς.
Ήταν η τελευταία ταινία ενός σπουδαίου ερασιτέχνη του κινηματογράφου, ενός ποιητή της πολιτικής σκέψης. Μέχρι τα γεράματα δεν έπαψε να γράφει σενάρια και να καταστρώνει ταινίες που δεν έγιναν τελικά, ενώ ολοκλήρωσε την αυτοβιογραφία του σε μορφή μυθιστορήματος με τίτλο «Όλοι οι δρόμοι προς την απόγνωση» (εκδόσεις Χατζηνικολή).
Ο Νίκος Παπατάκης στο τέλος της πολυτάραχης ζωής του δέχτηκε σημαντικές τιμές σε Γαλλία και Ελλάδα. Μοναχικός οδοιπόρος, χωρίς πατρίδα και ταυτότητα, αναρχικός και πεσιμιστής, πέθανε στα 92 του, ολομόναχος στο σπίτι του στο Παρίσι, στις 17 Δεκεμβρίου του 2010.
Ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Παπατάκη:
Visages du Cinema (Humiliation et Violence) του Jacques Nahum (1971, 45΄) Παραγωγή: Roger Boussinot, Jacques Nahum, Mars Productions Intl (Παρίσι) | Μετάδοση: ORTF/ Office National de Radiodiffusion et Télévision Française | Εμφανίσεις: Νίκος Παπατάκης, Όλγα Καρλάτου, Edmond Tamiz, Francine Berge, Colette Berge, John Cassavetes.
Νίκος Παπατάκης: Πορτραίτο ενός ελεύθερου σκοπευτή / Nico Papatakis: Portrait d'un franc-tireur των Τίμωνα Κουλμάση και Ηρούς Σιαφλάκη (2008-2009, 45΄).
Πηγή: Νίκος Παπατάκης: Ο Έλληνας αναρχικός της Σεν Ζερμέν Ντε Πρε | LiFO
Ο Νίκος Παπατάκης στις Κάννες ανάμεσα στην Μαρτίν και την Κολέτ Μπερζ, ηθοποιούς τους «Les Abysses» του 1963