Ο Ναγκίσα Όσιμα (31 Μαρτίου 1932 – 15 Ιανουαρίου 2013) ήταν Ιάπωνας κινηματογραφικός σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Ανάμεσα στις πιο γνωστές του ταινίες είναι Η αυτοκρατορία των αισθήσεων (1976), μια ταινία που τοποθετείται στην Ιαπωνία της δεκαετίας του 1930 και περιέχει ιδιαίτερα παραστατικές σκηνές σεξ και το Καλά Χριστούγεννα, κύριε Λόρενς (1983), με θέμα αιχμαλώτους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που κρατούνταν από τους Ιάπωνες.
Ο Ναγκίσα Όσιμα γεννήθηκε το 1932 στο Κιότο. Αφού αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Κιότο το 1954, όπου σπούδασε πολιτική ιστορία, ο Όσιμα προσλήφθηκε από την εταιρεία παραγωγής ταινιών Shochiku Ltd. και γρήγορα προχώρησε στη σκηνοθεσία των δικών του ταινιών, κάνοντας το ντεμπούτο του το 1959, με την ταινία Η πόλη της ελπίδας.
Δεκαετία του 1960
Η κινηματογραφική καριέρα και η επιρροή του Όσιμα αναπτύχθηκαν πολύ γρήγορα, καθώς ακολούθησαν ταινίες όπως το Σκληρή ιστορία της νιότης και Νύχτα και καταχνιά στην Ιαπωνία, που και οι δύο κυκλοφόρησαν το 1960. Η τελευταία από αυτές τις ταινίες του 1960 αποτύπωνε την απογοήτευση του Όσιμα από την παραδοσιακή πολιτική αριστερά και τη δεξιά και η εταιρεία Shochiku απέσυρε την ταινία από την κυκλοφορία μετά από λιγότερο από μία εβδομάδα με τον ισχυρισμό ότι, μετά την πρόσφατη δολοφονία του ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ινετζίρο Ασανούμα από τον υπερεθνικιστή Οτόγια Γιαμαγκούτσι υπήρχε κίνδυνος «ταραχών». Ο Όσιμα αντέδρασε φεύγοντας από το στούντιο και ξεκινώντας τη δική του ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής. Παρά τη διαμάχη, το Νύχτα και καταχνιά στην Ιαπωνία κατέλαβε τη δέκατη θέση στον κατάλογω των καλύτερων ταινιών του κινηματογραφικού περιοδικού Kinema Jumpo εκείνης της χρονιάς σύμφωνα με Ιάπωνες κριτικούς, ενώ στη συνέχεια έλαβε σημαντική αναγνώριση στο εξωτερικό.
Το 1961 ο Όσιμα σκηνοθέτησε το Σιίκου, βασισμένο σε μια νουβέλα του Κενζαμπούρο Όε σχετικά με τη σχέση ενός ιαπωνικού χωριού και ενός αιχμάλωτου Αφροαμερικανού στρατιώτη εν καιρώ πολέμου. Το Σιίκου δεν θεωρείται παραδοσιακά από τα σημαντικότερα έργα του Όσιμα, αν και εισήγαγε τη θεματική προσέγγιση του φανατισμού και της ξενοφοβίας, θέματα που θα διερευνηθούν σε μεγαλύτερο βάθος στο μεταγενέστερο ντοκιμαντέρ Το ημερολόγιο του Γιουνμπόγκι και στις ταινίες μεγάλου μήκους Ο απαγχονισμός και Η επιστροφή των τριών μπεκρήδων. Ξεκίνησε μια περίοδος εργασίας στην τηλεόραση, στην παραγωγή μιας σειράς ντοκιμαντέρ. Τα κυριότερα από αυτά είναι το Ημερολόγιο του Γιουνμπόγκι του 1965, το οποίο διερευνά τη ζωή των παιδιών του δρόμου στη Σεούλ και γυρίστηκε από τον Όσιμα μετά από ένα ταξίδι στη Νότια Κορέα.
Ο Όσιμα σκηνοθέτησε τρεις ταινίες το 1968. Η πρώτη από αυτές - Ο απαγχονισμός (1968) παρουσίαζε την ιστορία της αποτυχημένης εκτέλεσης ενός νεαρού Κορεάτη για βιασμό και φόνο, και βασίστηκε χαλαρά σε ένα πραγματικό έγκλημα και την αντίστοιχη εκτέλεση που είχε λάβει χώρα το 1958. Η ταινία χρησιμοποιεί μη ρεαλιστικές τεχνικές «αποστασιοποίησης» στα βήματα που είχε χαράξει ο Μπέρτολντ Μπρεχτ και ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, για να εξετάσει το ιστορικό των φυλετικών διακρίσεων κατά της κορεατικής μειονότητας στην Ιαπωνία, ενσωματώνοντας στοιχεία φάρσας και πολιτικής σάτιρας και μια σειρά από οπτικές τεχνικές που σχετίζονται με την κινηματογραφική νουβέλ βαγκ σε μια πυκνά πολυεπίπεδη αφήγηση. Η ταινία πήρε την τρίτη θέση το 1968 δημοσκόπηση του περιοδικού Kinema Jumpo και έχει συγκεντρώσει παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ο απαγχονισμός εγκαινίασε μια σειρά από ταινίες (συνεχίζοντας μέχρι την Αυτοκρατορία των αισθήσεων του 1976) που διερευνά μια σειρά από βασικά θέματα για τον Όσιμα, κυρίως την ανάγκη αμφισβήτησης των κοινωνικών περιορισμών και να αποδόμησης των υπαρχόντων πολιτικών δογμάτων.
Μήνες αργότερα, Το ημερολόγιο ενός κλέφτη ενώνει μια σειρά από θεματικές ανησυχίες του Όσιμα σε μια πυκνή παρουσίαση σε στιλ κολάζ. Με τίτλο που παραπέμπει στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζαν Ζενέ, η ταινία διερευνά τους δεσμούς μεταξύ σεξουαλικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού, εστιάζοντας συγκεκριμένα στην καθημερινή ζωή ενός επίδοξου ριζοσπάστη του οποίου οι σεξουαλικές επιθυμίες παίρνουν τη μορφή της κλεπτομανίας. Η κατακερματισμένη αφήγηση διακόπτεται από σχολιαστές, συμπεριλαμβανομένου του περιθωριακού θιάσου του Κάρα Γιούρο, με πρωταγωνιστές τον Κάρα Γιούρο, την τότε σύζυγό του Ρι Ράιζεν και τον Μάρο Ακάτζι. Ο Γιόκο Ταντανόρι, ένας καλλιτέχνης που δημιούργησε πολλές εμβληματικές θεατρικές αφίσες κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, υποδύεται τον κλέφτη, ο οποίος συμμετέχει για λίγο στην παράσταση του Κάρα. Η ταινία περιλαμβάνει επίσης έναν ψυχαναλυτή, τον επικεφαλής του βιβλιοπωλείου Kinokuniya στην περιοχή Σιντζούκου, και ένα αυτοσχέδιο συμπόσιο με ηθοποιούς από προηγούμενες ταινίες του Όσιμα (μαζί με τον ίδιο τον Όσιμα), που αναλύουν διάφορες πτυχές της αλλαγής της σεξουαλικής πολιτικής, όπως καταδεικνύονται από διάφορους χαρακτήρες της ταινίας.
Το αγόρι (1969), βασισμένο σε μία ακόμα πραγματική υπόθεση, είναι η ιστορία μιας οικογένειας που χρησιμοποιεί το παιδί της για να βγάλει χρήματα εμπλέκοντάς το σκόπιμα σε τροχαία ατυχήματα και κάνοντας τους οδηγούς να πληρώνουν αποζημίωση.
Δεκαετία του 1970
Η τελετή (1971) είναι μια σατιρική ματιά στους ιαπωνικούς τρόπους συμπεριφοράς, που εκφράζεται περίφημα σε μια σκηνή κατά την οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί μια γαμήλια τελετή, ακόμα κι αν η νύφη δεν είναι παρούσα.
Το 1976, ο Όσιμα γύρισε την Αυτοκρατορία των αισθήσεων, μια ταινία βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία μοιραίας σεξουαλικής εμμονής στην Ιαπωνία της δεκαετίας του 1930. Ο Όσιμα, στηλιτεύοντας τη λογοκρισία από τη μια και τον ανθρωπισμό του σύγχρονού του Ακίρα Κουροσάβα, ήταν αποφασισμένος ότι η ταινία θα έπρεπε να περιέχει πραγματικό και όχι προσομοιωμένο σεξ και έτσι η ταινία μεταφέρθηκε στη Γαλλία για να γίνει το μοντάζ. Η μη λογοκριμένη έκδοση της ταινίας δεν είναι ακόμα διαθέσιμη στην Ιαπωνία. Ο Όσιμα κατέθεσε σε ιαπωνικό δικαστήριο για το εάν η ταινία ήταν άσεμνη: «Τίποτα από αυτά που εκφράζονται δεν είναι άσεμνο», είπε ο σκηνοθέτης. «Αυτό που είναι άσεμνο είναι αυτό που κρύβεται».
Στη συνοδευτική ταινία της Αυτοκρατορίας των αισθήσεων του 1978 με τίτλο Η αυτοκρατορία του πάθους, ο Όσιμα υιοθέτησε μια πιο συγκρατημένη προσέγγιση στην απεικόνιση των σεξουαλικών παθών των δύο εραστών που οδηγήθηκαν σε φόνο και η ταινία κέρδισε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών το 1978
Δεκαετία 1980 και έπειτα
Το 1983 ο Όσιμα είχε μια κριτική επιτυχία με την ταινία Καλά Χριστούγεννα, κύριε Λόρενς που γυρίστηκε εν μέρει στα αγγλικά. Η ταινία διαδραματίζεται σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων της Ιαπωνίας εν καιρώ πολέμου, και πρωταγωνιστούν ο ροκ σταρ Ντέιβιντ Μπόουι και ο μουσικός Ρουίτσι Σακαμότο, μαζί με τον Τακέσι Κιτάνο. Αν και κάποιοι θεωρούν την ταινία σχεδόν κλασική, ποτέ δεν γνώρισε την απήχηση στο κοινό κοινό. Το Μαξ, αγάπη μου (1986), με σενάριο που γράφτηκε από τον συχνό συνεργάτη του Λουίς Μπουνιουέλ, Ζαν-Κλοντ Καριέρ, ήταν μια κωμωδία με κεντρικό πρόσωπο τη σύζυγο ενός διπλωμάτη (Σαρλότ Ράμπλινγκ) της οποίας ο έρωτας για έναν χιμπατζή ενσωματώνεται αθόρυβα σε ένα εξαιρετικά πολιτισμένο τρίο.
Για μεγάλο μέρος των δεκαετιών του 1980 και του 1990, ο Όσιμα διετέλεσε πρόεδρος του Σωματείου Σκηνοθετών της Ιαπωνίας. Είχε προηγουμένως κερδίσει το πρώτο Βραβείο Νέου Σκηνοθέτη του Σωματείου Σκηνοθετών της Ιαπωνίας το 1960.
Μια συλλογή δοκιμίων και άρθρων του Όσιμα δημοσιεύτηκε στα αγγλικά το 1993 με τίτλο Κινηματογράφος, λογοκρισία και κράτος. Το 1995, ο Όσιμα έγραψε και σκηνοθέτησε το αρχειακό ντοκιμαντέρ 100 χρόνια ιαπωνικού κινηματογράφου για το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.
Το 1996 ο Όσιμα υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, αλλά ανέκαμψε αρκετά ώστε να επιστρέψει στη σκηνοθεσία το 1999 με την ταινία σαμουράι Ταμπού, που διαδραματίζεται στην εποχή του Μπακουμάτσου με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό του Καλά Χριστούγεννα, κύριε Λόρενς,Takeshi Kitano. Ο Ρουίτσι Σακαμότο, ο οποίος είχε παίξει και συνθέσει τη μουσική της ίδιας ταινίας, συνέθεσε τη μουσική και του Ταμπού.
Στη συνέχεια, ο Όσιμα υπέστη κι άλλα εγκεφαλικά και το Ταμπού έμελλε να είναι η τελευταία του ταινία. Ο Όσιμα είχε αρχικά σχεδιάσει να γυρίσει μια βιογραφική ταινία με τίτλο Χόλιγουντ Ζεν βασισμένη στη ζωή του ηθοποιού Ισέι Σεσούε Χαγιακάουα. Το σενάριο φέρεται να είχε ολοκληρωθεί και είχαν αρχίσει τα γυρίσματα στο Λος Άντζελες, αλλά λόγω των συνεχών καθυστερήσεων, της επιδείνωσης της υγείας και τελικά του θανάτου του Όσιμα το 2013, το έργο δεν υλοποιήθηκε.
Ο Όσιμα είχε έναν βαθμό ευχέρειας στα αγγλικά. Κατά τη δεκαετία του 2000, εργάστηκε ως μεταφραστής, μεταφράζοντας τέσσερα βιβλία του Τζον Γκρέι στα ιαπωνικά, μεταξύ των οποίωνκαι το Οι άνδρες είναι από τον Άρη, οι γυναίκες είναι από την Αφροδίτη. Ο Όσιμα πέθανε στις 15 Ιανουαρίου 2013 από πνευμονία. Ήταν 80 ετών.
Τον Σεπτέμβριο 2013, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν προγραμμάτισε μια ρετροσπεκτίβα των ταινιών Όσιμα.
Βραβεία
Blue Ribbon 1961 Νύχτα και καταχνιά στην Ιαπωνία & Σκληρή ιστορία της νιότης – Καλύτερου νέου σκηνοθέτη
2000 Ταμπού – Καλύτερου σκηνοθέτη & Καλύτερης ταινίας
Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών
1978 Η αυτοκρατορία των αισθήσεων – Καλύτερου σκηνοθέτη
Βραβεία Kinema Junpo
1969 Ο απαγχονισμός – Καλύτερου σεναρίου
1972 Η τελετή – Καλύτερου σκηνοθέτη, Καλύτερης ταινίας & Καλύτερου σεναρίου
1984 Καλά Χριστούγενα, κύριε Λόρενς – Καλύτερης ταινίας
Σκηνοθεσία
Συγγραφέας-Σεναριογράφος
Ηθοποιός
|
Πηγή: Nagisa Ôshima - IMDb
του Γιώργου Ρούσσου
ΟΝαγκίσα Οσίμα είναι σίγουρα µια από τις µεγάλες µορφές του σύγχρονου κινηματογράφου. Δημιουργός ανοιχτός, πολυµερής και πολύσηµος, δεν έπαψε να ερευνά και ν’ αµφισβητεί την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας του, την πίεση των σχημάτων του παρελθόντος και της εξουσίας. Η Ταινιοθήκη της Θεσσαλονίκης τιμώντας το έργο του σπουδαίου καλλιτέχνη, παρουσιάζει το Αφιέρωμα: «Αισθησιασμός και Πάθος», το οποίο πραγματοποιείται από την Πέμπτη 18 έως και την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές. Στο πλαίσιο του Αφιερώματος θα προβληθούν τέσσερις χαρακτηριστικές του Ιάπωνα σκηνοθέτη.
Ο Ναγκίσα Οσίμα, γεννήθηκε το 1932 στο Κιότο. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, έχασε τον πατέρα του στα επτά χρόνια του, σπούδασε Νοµικά και Ιστορία στο Κιότο, κι αναµείχθηκε στο έντονα πολιτικοποιημένο φοιτητικό κίνηµα των Ιενγκακουρέν. Το 1954 προσλαμβάνεται ως βοηθός σκηνοθέτη στην εταιρία «Σότσικου» (ενώ παράλληλα γράφει κριτικές κινηματογράφου) και το 1959 γυρίζει την πρώτη του ταινία: «Η Γειτονιά του έρωτα και της ελπίδας».
Ξεκίνησε να γυρίζει τις πρώτες του ταινίες την εποχή του γαλλικού Νέου Κύματος και εμπνεύστηκε από αυτό και κυρίως από τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Τελευταία δημιουργία του ήταν το «Gohatto» (Ταμπού) μια παραγωγή του 1999. Έφυγε το 2013 σε ηλικία οδόντα ετών.
Ο Ναγκίσα Όσιμα (1932 - 2013), υπήρξε μία από τις πιο τολμηρές, ριζοσπαστικές και πολιτικοποιημένες φωνές του νέου Ιαπωνικού Σινεμά. Ο Όσιμα συχνά πυκνά μέσα από το έργο του αμφισβήτησε τις δυνάμεις εξουσίας, διερευνώντας την ανθρώπινη σεξουαλικότητα ως μοχλό αντίστασης.
Μερικές από τις ταινίες του
«Το Ηµερολόγιο ενός Κλέφτη της Σιντζούκου»
Σκηνοθεσία: Ναγκίσα ΌσιμαΣενάριο: Masao Adachi, Mamoru Sasaki, Nagisa ÔshimaΜε τους: Tadanori Yokoo, Rie Yokoyama, Moichi TanabeΧώρα Παραγωγής: ΙαπωνίαΈτος Παραγωγής: 1969Διάρκεια: 94 λεπτάΦορμά: 35 mm / Ασπρόμαυρη & Έγχρωμη
Η συνοικία Σιντζούκο του Τόκιο όπου διεξάγεται η δράση το θερμό καλοκαίρι του 1968, ήταν την εποχή εκείνη το επίκεντρο φοιτητικών ταραχών. Μέσα σε αυτό το ταραχώδες κλίμα, δυο νέοι προσπαθούν μάταια να ολοκληρώσουν τις σεξουαλικές σχέσεις τους, κάτι που καταφέρνουν στα πλαίσια μιας θεατρικής παράστασης.
Όλα είναι μια συνεχής μετάβαση από την ερµηνεία ενός ρόλου στην πραγματικότητα και αντίστροφα. Κι όταν ο ρόλος και η φαντασία γίνουν αλήθεια, όταν η προσωπική ζωτική έκφραση και ο σεξουαλισμός φτάσουν στην εκπλήρωση, τότε και η γύρω πραγματικότητα αρχίζει να µεταβάλλεται, με αποτέλεσμα και οι δεσμευτικοί κοινωνικοί και ηθικοί κώδικες αρχίζουν να γκρεμίζονται. Μία από τις πιο πειραματικές ταινίες του Όσιμα με συνεχείς αναφορές στο θέατρο, στο Ζενέ, αλλά και στο σινεμά της νουβέλ βαγκ.
«Η Τελετή»
Σκηνοθεσία: Ναγκίσα ΌσιμαΣενάριο: Mamoru Sasaki, Tsutomu Tamura, Nagisa ÔshimaΜε τους: Kenzô Kawarasaki, Atsuko Kaku, Atsuo Nakamura Χώρα Παραγωγής: Ιαπωνία Έτος Παραγωγής: 1971Διάρκεια: 122 λεπτά Φορμά: 35 mm / Έγχρωμη
Ο Ματσούο γίνεται αποδέκτης ενός παράξενου τηλεγραφήματος: ένας συγγενής τού ανακοινώνει τον θάνατό του. Καθώς ταξιδεύει προς το τόπο καταγωγής, παρέα με την εξαδέλφη του, ενθυμούμενος στιγμές από το οικογενειακό παρελθόν, ο Ματσούο ανακαλύπτει ότι όλες έχουν σχέση με τελετουργίες, άλλοτε νεκρώσιμες και άλλοτε γαμήλιες. Η αφήγηση, μέσα από συνεχείς αναδρομές, όλες συνδεδεμένες με κάποια οικογενειακή τελετή, διατρέχει όλο το πρόσφατο παρελθόν της Ιαπωνίας: η ήττα και το τέλος του πολέμου (1946), η ανασυγκρότηση των συντηρητικών δυνάμεων (1952), η αποκήρυξη του ένοπλου αγώνα και η πολιτική πάλη της αριστεράς (1956), η υπογραφή του Αμερικανο-ιαπωνικού συμφώνου (1961), η φοιτητική αναταραχή και το χάρα-κίρι του Γιούκιο Μίσιμα (1971).
Αν κάτι χαρακτηρίζει την ταινία, είναι η θεατρικότητά της, η οργάνωση του κινηματογραφικού κάδρου, ο περιορισμός της δράσης μέσα στον κλειστό και καλά οργανωμένο χώρο του σπιτιού, όπου όλα τα πρόσωπα και οι σχέσεις υπακούουν σ' ένα αυστηρό τελετουργικό. Σε κάθε οικογενειακή τελετή αντανακλάται το πνεύμα των καιρών και γι' αυτό η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια κριτική επισκόπηση της εξέλιξης και της διαμόρφωσης της σύγχρονης ιαπωνικής κοινωνίας. Το παρελθόν ρίχνει πάντα βαριά τη σκιά του στο παρόν, στα πρόσωπα και τις μεταξύ τους σχέσεις. Παράλληλα, καθώς στο κέντρο της βρίσκονται οικογενειακοί δεσμοί, είναι και μια κριτική στον ίδιο το θεσμό, στις ιεραρχικές του δομές, στις αθέατες και συχνά αποτρόπαιες όψεις του και ενίοτε στις παρεκτροπές του (διπλή αιμομιξία) και εν γένει, στην εξουσία που επιβάλλεται, πολλές φορές με τρόπο βίαιο και τραυματικό, στα μέλη του.
«Η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων»
Σκηνοθεσία: Ναγκίσα ΌσιμαΣενάριο: Ναγκίσα ΌσιμαΜε τους: Tatsuya Fuji, Eiko Matsuda, Aoi Nakajima Χώρα Παραγωγής: Ιαπωνία - Γαλλία Έτος Παραγωγής: 1976Διάρκεια: 120 λεπτά Φορμά: 35 mm / Έγχρωμη
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την παθιασμένη ερωτική σχέση της Σάντα Άμπε, πρώην πόρνης και νυν υπηρέτριας ενός ξενώνα, και του εργοδότη της, Κιτσίσο Ίσιντα. Καθώς οι ερωτικές εμπειρίες του ζευγαριού γίνονται εντονότερες, το πάθος μετατρέπεται σε εμμονή και το ζευγάρι απομονώνεται στον δικό του μικρόκοσμο. Η Σάντα γίνεται όλο και πιο κτητική και εκείνος όλο και πιο πρόθυμος να την ικανοποιήσει. Έτσι, πειραματίζονται με επικίνδυνα ερωτικά παιχνίδια, τα οποία τελικά θα τους οδηγήσουν σ’ ένα βίαιο τέλος ως πράξη υπέρτατης ικανοποίησης.
Βασισμένη σ' ένα πραγματικό γεγονός που συγκλόνισε την ιαπωνική κοινωνία τη δεκαετία του 1930, η ταινία του Ναγκίσα Όσιμα παραμένει ακόμα και σήμερα εξαιρετικά πρωτότυπη και αντισυμβατική. Αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές αλλά και θύελλα αντιδράσεων διεθνώς, το δημιούργημα του Όσιμα εξερευνά ρεαλιστικά και άφοβα τη δύναμη της ερωτικής επιθυμίας.
Η αυστηρή λογοκρισία της Ιαπωνίας, δεν επέτρεπε στον σκηνοθέτη να κάνει την ταινία όπως την είχε οραματιστεί. Προκειμένου να ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο, η ταινία καταχωρήθηκε επισήμως ως παραγωγή γαλλικής εταιρίας και το υλικό στάλθηκε στη Γαλλία για επεξεργασία και μοντάρισμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι και σήμερα, η "Αυτοκρατορία των Αισθήσεων" δεν έχει προβληθεί ποτέ χωρίς λογοκρισία στην Ιαπωνία. Η ταινία είχε πραγματοποιήσει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου, το 1976.
«Η Αυτοκρατορία του Πάθους»
Σκηνοθεσία: Ναγκίσα ΌσιμαΣενάριο: Itoko Nakamura, Nagisa ÔshimaΜε τους: Tatsuya Fuji, Kazuko Yoshiyuki, Takahiro TamuraΧώρα Παραγωγής: Ιαπωνία - Γαλλία Έτος Παραγωγής: 1978 Διάρκεια: 105 λεπτά Φορμά: 35 mm / Έγχρωμη
Το 1895 σε αγροτική περιοχή της Ιαπωνίας, μια νοικοκυρά διατηρεί παθιασμένη σχέση μ' έναν νεαρότερο άντρα που μόλις γύρισε από τον πόλεμο. Μετά από μια νύχτα παθιασμένου έρωτα, το ζευγάρι αποφασίζει πως ο ηλικιωμένος σύζυγος πρέπει να πεθάνει. Τρία χρόνια μετά το έγκλημα, το φάντασμα του δολοφονημένου εμφανίζεται. Μπροστά στην αποκάλυψη του φονικού και της τιμωρίας, το άνομο ζευγάρι βυθίζεται στην απόγνωση και τις ενοχές. Μια κλασσική ταινία δοσμένη μ' ένα στιλ γεμάτο παροξυσμό αλλά και ποίηση, βασισμένη σε αληθινό περιστατικό που συνέβη το 1895 σε απομονωμένο χωριό της Ιαπωνίας. Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στις Κάννες.
Πηγή: Ναγκίσα Οσίμα: Ο αισθησιασμός συναντά το πάθος (tvxs.gr)
Από Ιφιγένεια Καλαντζή- 15 Ιουλίου, 2015
Μαρξιστής από τα νιάτα του, ο Ναγκίσα Οσίμα (1932-2013) βίωσε τη μετάβαση μεταπολεμικά της ηττημένης Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας, στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Τα κατάλοιπα της κυρίαρχης φεουδαρχικής αντίληψης παραχώρησαν τη θέση τους στα κελεύσματα μιας εξεγερμένης γενιάς ενάντια στον πόλεμο και στην πατροπαράδοτη κουλτούρα υποταγής. Μπολιασμένος από τον εξεγερσιακό αέρα των ευρωπαϊκών πρωτοποριακών κινημάτων και με την ιδεολογία του ελεύθερου ατόμου, ως υποκειμένου που για πρώτη φορά εκφράζεται και προσδιορίζεται μέσα από τον κινηματογράφο, συνέβαλε στη γέννηση ενός πρωτοποριακού ρεύματος στη χώρα του, με τον κινηματογραφιστή-δημιουργό να διεκδικεί μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική έκφραση, σε ρήξη με τη μαζική ιδεολογία.
Κάνοντας επίκληση στην ανθρώπινη επιθυμία, οι μέχρι πρότινος υπερβολές σε θέματα ταμπού, όπως η βία και η σεξουαλικότητα, διερευνώνται μέσα από την κινηματογραφική εικόνα, διαμορφώνοντας μια ειλικρινή, πρωτοποριακή έκφραση πολιτικού στοχασμού. Ο Παζολίνι στο Σαλό/1975 μεταχειρίζεται ακραίες σαδομαζοχιστικές απεικονίσεις για να στιγματίσει την έκφυλη φύση του φασισμού, ενώ θεματικές που αφορούν την παράνοια, σε μια εξεζητημένη φόρμα τέχνης, καλούνται να εκφράσουν τη νέα ιδεολογικοπολιτική κατάσταση της εποχής. Στα μέσα του ’70, επιχειρείται και μια ερμηνευτική προσέγγιση, που βασίζεται στην καταγραφή βιωμένου πόνου ή και αληθινού σεξ, μπροστά στην κάμερα, αποσκοπώντας σε μια ολοκληρωτική ανάδραση του θεάματος.
Ο χαμός του Ναγκίσα Οσίμα στα 80 του, το 2013, σηματοδότησε και το τέλος μιας γενιάς, που επιχείρησε να εκφράσει μέσα από την τέχνη τα πολιτικά οράματα μιας διαφορετικής κοινωνίας. Ο Οσίμα, μετά τις επιρροές του γαλλικού σινεμά-βεριτέ και της μπρεχτικής αποστασιοποίησης, ωθεί την πολιτική διάσταση της σεξουαλικότητας σε μια οριακή έκφρασή της, στο αριστουργηματικό Η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων/1976, που βγαίνει αυτή την εβδομάδα σε επανέκδοση.
Βασισμένη σ’ ένα έγκλημα πάθους που συγκλόνισε την Ιαπωνία το 1936, η υπόθεση αφορά στη σεξουαλική σχέση ανάμεσα σε μια υπηρέτρια, πρώην πόρνη και το αφεντικό της, που αποκόβονται σταδιακά από τον κοινωνικοπολιτικό περίγυρο, αναζητώντας την υπέρτατη ηδονή, στo πλαίσιo του αρχέγονου δίπολου έρως-θάνατος.
Μακριά από τις προηγούμενες πειραματικές διαθέσεις του σκηνοθέτη, η ταινία χαρακτηρίζεται από μια απλή κινηματογραφική φόρμα, με κοντινά πλάνα στις σεξουαλικές λεπτομέρειες. Η ερωτική δράση περιορίζεται σε κλειστά δωμάτια πανδοχείων, όπου καταφεύγουν οι παράνομοι εραστές. Η έντονη σεξουαλική έλξη, με το αρσενικό αρχικά να επιβάλλεται, ανάγεται σταδιακά στη σφαίρα του έρωτα, ως ρομαντικής εξιδανίκευσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Η μαζοχιστική λειτουργία του πόνου εισέρχεται ως σαρκική ανάμνηση της ερωτικής διάστασης του άλλου, με τους εραστές να μην αντέχουν ούτε στιγμή να αποκολληθούν. Βαθμιαία, ο άντρας-αφέντης αποσύρει την υπεροχή του, στην προσπάθεια να ικανοποιήσει τη γυναίκα που έχει ερωτευτεί και τον διεκδικεί ολοκληρωτικά, σπαρταρώντας από συγκίνηση σε κάθε άγγιγμά του. Η μοιραία κατάληξη του απόλυτου πόθου επαναφέρει τα όρια μιας κοινωνίας που καταδικάζει τον έρωτα, γιατί δεν αντέχει τη μεθυστική ελευθερία της απόλυτης ηδονής.
Μερικά μονάχα εξωτερικά πλάνα διακόπτουν την ερωτική ατμόσφαιρα λειτουργώντας σαν στιγμιότυπα παραδοσιακής γιαπωνέζικης αισθητικής, με το ζευγάρι να καδράρεται από μακριά πάνω σε μια γέφυρα ή να προχωράει με καταρρακτώδη βροχή, αγκαλιασμένο κάτω από την ίδια ομπρέλα. Η σημαδιακή σκηνή που ο άντρας διασχίζει σε αντίθετη φορά μια διμοιρία που παρελαύνει στα σοκάκια της πόλης, προσδιορίζει τη χρονική συγκυρία ενός καταδικασμένου έρωτα, στο κατώφλι ενός πολέμου.
Εντυπωσιάζει η επιμελημένη εικαστικότητα, με καθαρή αποτύπωση μορφών μέσα στο κάδρο αλλά και ιδιαίτερη κινησιολογία ηθοποιών που έρπουν στο πάτωμα, σύμφωνα με τις συμβάσεις της γιαπωνέζικης αισθητικής εσωτερικού χώρου.
Εξαιρετική είναι η χρήση έντονων χρωμάτων -μωβ, φούξια και άλικο κόκκινο- στα εμπριμέ κιμονό. Στη γιαπωνέζικη ατμόσφαιρα συμβάλλει και η παραδοσιακή μουσική που παίζεται ζωντανά, ενώ η πρωτότυπη μουσική, με παραδοσιακά όργανα όπως το τρίχορδο σαμισέν ή το φλάουτο σακουχάτσι, περιβάλλει τον γενικό αισθησιασμό με μελαγχολική χροιά.
Η καταγραφή του αδηφάγου βλέμματος αδιάκριτων που κρυφοκοιτούν αλλά και των σερβιτόρων που εισβάλλουν επιδεικτικά στο χώρο των ακατάπαυστα συνουσιαζόμενων εραστών ανακαλεί την ηδονοβλεπτική διάσταση και του ίδιου του κινηματογράφου.
Ο αχαλίνωτος ερωτισμός, με επιρροές από Μπατάιγ, συνδυάζεται με μια ανεπιτήδευτη σεξουαλικότητα που μπορεί να συμβεί μόνο σε ένα βαθιά ερωτευμένο ζευγάρι, όπως δηλώνεται και με τη ρήση «η ηδονή έρχεται με την εμπειρία», μεταγγίζοντας στον θεατή μια απενοχοποιημένη ειλικρίνεια για το σεξ στο σινεμά, μακριά από κάθε εμπορευματοποιημένη πορνογραφική αντίληψη. Ωστόσο, η ταινία δεν έχει καταφέρει μέχρι και σήμερα να παρακάμψει τη γιαπωνέζικη λογοκρισία.
Η σεξουαλικότητα αποκτά πολιτική διάσταση όταν καταγράφεται στο σινεμά ως αυθεντική διαδικασία στην αναζήτηση του απόλυτου έρωτα, όπου η σαρκική μετουσίωση καταργεί κάθε ταξικότητα και εξουσιαστική διάκριση, επαναφέροντας πλάι στα λαμπερά αγωνιστικά κινήματα της εποχής που γέννησε αυτή την αριστουργηματική και πέρα για πέρα συγκινητική ερωτική ταινία, το ανυπέρβλητο σύνθημα της εποχής «Kάντε έρωτα, όχι πόλεμο».
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου (ifigenia.kalantzi@gmail.com)
Πηγή: Η Ιεροτελεστία του Έρωτα - Δρόμος της Αριστεράς (edromos.gr)