Ο Ντίνο Ρίζι (Μιλάνο 23 Δεκεμβρίου 1916 – Ρώμη 7 Ιουνίου 2008) ήταν Ιταλός σκηνοθέτης. Μαζί με τον Λουίτζι Κομεντσίνι και τον Μάριο Μονιτσέλι θεωρείται πατέρας της επονομαζόμενης «κωμωδίας αλά ιταλικά». Συνεργάστηκε με σπουδαίους Ιταλούς ηθοποιούς όπως ο Βιτόριο Γκάσμαν, ο Βιττόριο ντε Σίκα, ο Ούγκο Τονιάτσι και η Σοφία Λόρεν και πολλές ταινίες του άφησαν εποχή, όπως Τα τέρατα και Ο φανφαρόνος.
Ο Ντίνο Ρίζι γεννήθηκε και σπούδασε στο Μιλάνο. Αφού τέλειωσε την ιατρική, δεν συνέχισε τις σπουδές του στην Ψυχιατρική όπως ήθελαν οι γονείς του, αλλά άρχισε να ασχολείται με την 7η τέχνη, αρχικά ως βοηθός σκηνοθέτη. Από το 1946 έως το 1950 γύρισε είκοσι ταινίες μικρού μήκους, όπως το Barboni και το Buio in sala, με θέματα κυρίως από την πόλη του Μιλάνου, η οποία έφερε ακόμη έντονα τα σημάδια του Β΄ Παγκοσμίου Πόλεμου. Την τελευταία από αυτές τις ταινίες την αγόρασε ο παραγωγός Κάρλο Πόντι και τότε ο Ρίζι αποφάσισε να μετακομίσει στη Ρώμη και να αφοσιωθεί πλήρως στον κινηματογράφο.
Η πρώτη του δουλειά είναι συν-σεναριογράφος στην ταινία Άννα του Αλμπέρτο Λατουάντα το 1951. Την ειδικότητα του συν-σεναριογράφου διατήρησε στις περισσότερες ταινίες του. Το 1951 γύρισε και την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, το Vacanze col gangster, στην οποία έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στα δώδεκά του χρόνια ο ηθοποιός Τέρενς Χιλλ. Πρώτη του επιτυχία είναι η ταινία Ψωμί, έρωτας και..., τρίτο σίκουελ των ταινιών του Λουίτζι Κομεντσίνι Ψωμί, έρωτας και φαντασία και Ψωμί, έρωτας και ζήλια με πρωταγωνιστή σε όλες τον Βιττόριο ντε Σίκα. Η κωμωδία Φτωχοί αλλά ωραίοι, που γύρισε το 1956 με περιορισμένο μπάτζετ, θα γίνει ιδιαίτερα αγαπητή στο ιταλικό κοινό και καθιερώνει τον Ρίζι ως σκηνοθέτη κωμωδιών.
Το 1960 η ταινία του Ο βασιλιάς της κομπίνας, με πρωταγωνιστή τον Βιτόριο Γκάσμαν, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Είναι η πρώτη συνεργασία μεταξύ του Ρίζι και του Γκάσμαν, θα ακολουθήσουν το 1962 Ο φανφαρόνος και La marcia su Roma, το 1963 Τα τέρατα, το 1964 Il gaucho, το 1967 Πιάστε τον τίγρη από την ουρά, το 1968 Ένας προφήτης δονζουάν, το 1971 100 λεπτά αλήθεια, το 1974 Άρωμα γυναίκας, το 1976 Το καρνέ με τα πονηρά τηλέφωνα, το 1977 Anima persa, το 1978 Μοντέρνα τέρατα, το 1979 Αγαπημένε μου πατέρα, το 1980 Γδύσου και μη μιλάς και τελευταίο το Tolgo il disturbo του 1990. Η ταινία Άρωμα γυναίκας έλαβε δυο υποψηφιότητες στα Όσκαρ του 1976, Καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και Καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου. Στο Φεστιβάλ των Καννών του 1975 ο Γκάσμαν πήρε το Βραβείο Ανδρικού ρόλου και στα Βραβεία Σεζάρ το 1976 η ταινία πήρε το βραβείο της καλύτερης ξένης ταινίας.
Από όλες αυτές τις συνεργασίες του δίδυμου Ρίζι/Γκάσμαν, αυτή που περισσότερο ταυτίστηκε με το όνομα του Ρίζι και αυτή που θεωρείται ως η καλύτερη δουλειά του είναι Ο φανφαρόνος, ένα road movie με τον Γκάσμαν και τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, σε έναν από τους πρώτους πρωταγωνιστικούς του ρόλους. Η ταινία έλαβε τιμητικό βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1963. Στον Φανφαρόνο, όπως και στην ταινία που είχε γυρίσει την προηγούμενη χρονιά, το Παλιοζωή παλιόκοσμε με πρωταγωνιστή τον Αλμπέρτο Σόρντι, ανατρέπει ένα από τα χαρακτηριστικά της κωμωδίας, που είναι το «αίσιο τέλος», δεν σώζει τους ήρωές του από την καταστροφή για να νιώσει καλά ο θεατής. Έτσι κι αλλιώς το χιούμορ του είναι συχνά πικρόχολο, τοποθετεί έναν καθρέφτη μπροστά στον θεατή, θέλοντας να τον αφυπνίσει με την ειρωνική ματιά του, να τον οδηγήσει στην επίγνωση των λαθών του. Οι ήρωές του είναι είτε απομεινάρια της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ιταλίας είτε νεόπλουτοι μικροαστοί και μεσοαστοί μιας νέας Ιταλίας που μπαίνει πλέον σε τροχιά ευμάρειας και οικονομικής ανάπτυξης, όλοι πάντως με έντονα ελαττώματα, κακές συνήθειες και αμαρτήματα.
Συχνές ήταν οι συνεργασίες του με ηθοποιούς από το εξωτερικό, όπως η Ρόμι Σνάιντερ, η Κατρίν Ντενέβ, η Καρόλ Μπουκέ, ο ¨Ολιβερ Ριντ, η Αν Μάργκρετ, η Ανίτα Έκμπεργκ, ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν. Στην ταινία Το αξέχαστο σαββατοκύριακο έπαιζε η Ελληνίδα ηθοποιός Αλέκα Παΐζη, ενώ στη σπονδυλωτή ταινία Μοντέρνα τέρατα, στο επεισόδιο Χωρίς λόγια έπαιζε ο Γιώργος Βογιατζής, ο οποίος ξανασυνεργάστηκε με τον Ρίζι πέντε χρόνια αργότερα στην ταινία Sesso e volentieri.
Το 1985 γυρίζει την ταινία Scemo di guerra με πρωταγωνιστές τον Κολλύς και τον Μπέπε Γκρίλο, που είναι υποψήφια για ΄τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Την ίδια υποψηφιότητα είχαν λάβει στο παρελθόν άλλες 3 ταινίες του: Το σημείο της Αφροδίτης, το Άρωμα γυναίκας και το Αγαπημένε μου πατέρα. Τη δεκαετία του '80 και του '90 σκηνοθετεί μερικές μίνι-σειρές για την μικρή οθόνη αλλά δεν παύει να γράφει και να σκηνοθετεί κινηματογραφικές ταινίες, αν και λιγότερο επιτυχημένες.
To 2002 του απονεμήθηκε ο «Χρυσός Λέοντας» για το σύνολο της καριέρας του στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας. Το 2004 του απονεμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας ο Σταυρός του Ιππότη. Ο Ρίζι πέθανε στο διαμέρισμά του στη Ρώμη το πρωί της 7ης Ιουνίου 2008 σε ηλικία 90 ετών. Ο γιος του Μάρκο δήλωσε στις εφημερίδες ότι η ταλαιπωρία από την ασθένειά του τον είχε κάνει να σκέφτεται την ευθανασία και γι' αυτό το σκοπό σκόπευε να μεταβεί στην Ολλανδία, αφού στην Ιταλία δεν επιτρεπόταν.
Πηγή: Ντίνο Ρίζι - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
Σκηνοθεσία
|
Σεναριογράφος-Συγγραφέας
|
Ηθοποιός
|
Πηγή: Dino Risi - IMDb
Υπάρχουν ταινίες χαρακτηρισμένες αριστουργήματα, από εμβριθείς κριτικούς, έγκριτους θεωρητικούς και εξέχοντες επαγγελματίες του κινηματογράφου, που τις περισσότερες φορές γεμίζουν τις γνωστές λίστες με τα καλύτερα, 10, 20 ή 100, φιλμ όλων των εποχών.
Ο Φανφαρόνος είναι μία ταινία που μπορεί να μην προσεγγίζει -ή αυτό συμβαίνει σπάνια, από λίγους μερακλήδες- αυτές τις λίστες και σε τεχνικό επίπεδο ή σε λεπτομέρειες να έχει κάποιες αδυναμίες αλλά σίγουρα είναι μία απίστευτη δημιουργία, που έκανε εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο να αγαπήσουν το σινεμά, ακόμη και να επανεξετάσουν τη ζωή τους.
Commedia della Italiana
Κλασικό δείγμα της κωμωδίας αλά ιταλικά κι ένα από τα καλύτερα ιταλικά φιλμ της δεκαετίας του '60, οφείλει τη διαχρονική και συνεχώς αυξανόμενη γοητεία της σε τρεις ανθρώπους, κατά κύριο λόγο: Στον εξαιρετικό σκηνοθέτη Ντίνο Ρίζι, που ουσιαστικά μαζί με τον τρομερό Μάριο Μονιτσέλι έχτισαν τον μύθο της ιταλικής λαϊκής κωμωδίας (Commedia della italiana), τον σπουδαίο ερμηνευτή Ζαν Λουί Τρεντινιάν και το θηρίο της παγκόσμιας υποκριτικής Βιτόριο Γκάσμαν.
Σπάνια ιδιομορφία
"Ο Φανφαρόνος", όπως ιδιαιτέρως πετυχημένα τιτλοφορήθηκε στην Ελλάδα (ο κανονικός τίτλος είναι "Il Sorpasso" - "Το Προσπέρασμα") συμπληρώνει 60 χρόνια ζωής από την πρώτη προβολή της και συνεχίζει να συναρπάζει ακόμη, ενώ η μορφή του Βιτόριο Γκάσμαν, να τρέχει σαν τρελός μέσα στην "καλλονή" -ξεσκέπαστη- Lancia Aurellia και να χειρονομεί απρεπώς, να μας σημαδεύει κατευθείαν στην καρδιά. Ταυτόχρονα όμως "Ο Φανφαρόνος", με το πέρασμα των χρόνων, έχει αποκτήσει μία ακόμη σημαντική και σπάνια ιδιομορφία, καθώς ο αρνητικός χαρακτήρας του Μπρούνο-Γκάσμαν μετετράπη σε ηρωική φυσιογνωμία. Όπως είχε πει ο Ντίνο Ρίζι, «ο χαρακτήρας του Γκάσμαν είναι ενός ανθρώπου που δεν έχει μάθει να χτίζει τίποτα, αλλά μόνο να γκρεμίζει. Είναι ο τυπικός Ιταλός, επιφανειακός και αντιδραστικός, που στερείται οποιασδήποτε βαθιάς ποιότητας και ηθικής».
Όμως βρισκόμαστε στις αρχές του 60', σε μια Ιταλία που ζει το "οικονομικό της θαύμα", μία οικονομική "έκρηξη" που μετατρέπει τη χώρα από μία παραδοσιακά γεωργική και οικογενειακή κοινωνία σε βιομηχανική δύναμη με τον λαό της να πέφτει στην ευκολία της ρηχότητας, της ατομικότητας, της καταναλωτικής μανίας. Ο μαχητικός ασυμβίβαστος ιδεολόγος Ντίνο Ρίζι, όπως και ο Μονιτσέλι και οι περισσότεροι αξιοθαύμαστοι κινηματογραφιστές εκείνης της εποχής, έχουν αναλάβει τον ρόλο να προειδοποιήσουν την ιταλική κοινωνία, να αναδείξουν τις παγίδες -και λίγο πολύ επιβεβαιώθηκαν με το πέρασμα των χρόνων. Παρά ταύτα, με το πέρασμα των χρόνων κι έστω αν μοιάζει αντιφατικό, ο χαρακτήρας του Γκάσμαν αποκτά θετικά χαρακτηριστικά, γίνεται ακόμη πιο γοητευτικός. Η ασέβειά του προς όλους και τα πάντα, το ρίσκο της ταχύτητας, η ειρωνική του στάση, η περιφρόνηση προς το κοινωνικό γίγνεσθαι, η λοιδορία τού θανάτου και κάθε σύμβασης λαμβάνει επαναστατικές διαστάσεις. Εν αντιθέσει με τον συμβιβασμένο, συνεσταλμένο, άβγαλτο, εσωστρεφή φοιτητή της Νομικής νεαρό Τρεντινιάν, που μοιάζει με ένα εύθραυστο μοντέλο, που αν και ελκύεται από τον Γκάσμαν, είναι προφανές ότι είναι έτοιμο να παραδοθεί στις συμβάσεις, να γίνει ένας υπεύθυνος, φορολογικά τακτοποιημένος πολίτης που θα συμβάλλει στο μερεμέτισμα του σύγχρονου κόσμου και όχι στο γκρέμισμα που προτείνει ο Μπρούνο.
Περιπλάνηση και οδυνηρό φινάλε
Εδώ, καλό είναι να θυμηθούμε, ειδικά για τους αμύητους, το στόρι -που συνέγραψαν ο σκηνοθέτης μαζί με τον σημαντικό σκηνοθέτη Ετόρε Σκόλα και τον έμπειρο σεναριογράφο Ρουτζέρο Μακάρι: Δεκαπενταύγουστος. Σε μια άδεια Ρώμη, ένας νεαρός φοιτητής της Νομικής, ο Ρομπέρτο που έχει απομείνει μόνος του για να διαβάσει, βλέπει από το παράθυρό του μία σπορ Lancia να σταματά και ο οδηγός της, ο Μπρούνο, ένας ζωηρός 40άρης, να του ζητά να τον αφήσει να κάνει ένα τηλεφώνημα. Ο Μπρούνο που ψάχνει παρέα για βόλτα, δεν βρίσκει κανέναν στο τηλέφωνο και προτείνει στον Ρομπέρτο να τον πάρει μαζί του. Ο Ρομπέρτο θα συμφωνήσει και θα τον ακολουθήσει σε μία περιπλάνηση στα περίχωρα της Ρώμης μέχρι και την Τοσκάνη, θα επισκεφθούν συγγενείς και φίλους, ενώ γρήγορα θα αρχίσει να φοβάται και να αμφιβάλει για τον Μπρούνο και το πόσο ξέγνοιαστη είναι η ζωή του. Κάτι που θα επιβεβαιωθεί από το οδυνηρό φινάλε.
Οι δύο κόσμοι και το τελευταίο προσπέρασμα
Ο πραγματικά ανεξάντλητος ιδεών Ντίνο Ρίζι (1916-2008) των σημαντικών ταινιών -"Άρωμα Γυναίκας" και πάλι με έναν απίστευτο Γκάσμαν, "Τα Τέρατα", "Παλιοζωή Παλιόκοσμε", "Η Κρεβατοκάμαρα του Επισκόπου"-, μέσα από μία βόλτα, ένα road movie πριν τυποποιηθεί ο όρος στην Αμερική, θα φτιάξει ένα μελαγχολικό πορτρέτο της Ιταλίας, που μόλις έχει βγει από τον εφιάλτη των φασιστικών ορδών του Μουσολίνι και τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς ένα επιφανειακό "success story". Ταυτόχρονα ο Ρίζι αναδεικνύει τη σύγκρουση δυο κόσμων, αυτόν της συνεσταλμένης αλλά δίχως ψυχή σιγουριάς, που εκπροσωπεί ο φοιτητής, και της ανεξέλεγκτης ταχύτητας, του vivere pericolosamente που συμβολίζει ο Γκάσμαν. Μιας ζωής στα όρια, που αρχικά γοητεύει τον φοιτητή, αλλά είναι φανερό ότι το ήθος και η ποιότητα του χαρακτήρα του δύσκολα μπορεί να υιοθετήσει ως τρόπο ζωής. Θα πρέπει να λάβει μία απόφαση, ίσως να πάρει κάποια χαρακτηριστικά από τον Μπρούνο και να πετάξει μακριά όλα αυτά που θα οδηγήσουν την Ιταλία σε αδιέξοδο. Δεν θα προλάβει, ένα από τα πολλά προσπεράσματα του Μπρούνο, το τελευταίο, θα διακόψει άδοξα αυτή την εσωτερική διεργασία, την ψυχική αναταραχή του Ρομπέρτο.
Ο ένας και μοναδικός Βιτόριο
Πέρα όμως από τα μηνύματα της ταινίας, τον στοχασμό πάνω στο μέλλον της Ιταλίας, "Ο Φανφαρόνος" είναι και μία απολαυστική ταινία. Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, πλημμυρισμένη από πανέμορφα πλάνα, απίστευτες ατάκες και ανεπανάληπτα επεισόδια, που μένουν χαραγμένα για πάντα στη μνήμη. Είναι το αριστούργημα του Ντίνο Ρίζι, αλλά και η ταινία που ο ένας και μοναδικός Βιτόριο Γκάσμαν θα την στείλει σε άλλη διάσταση, θα αποδείξει το υποκριτικό του μεγαλείο, θα κερδίσει την καρδιά μας για πάντα, ισορροπώντας άψογα έναν χαρακτήρα μεταξύ του καυχησιάρη απερίσκεπτου φραμπαλά και του ανθρώπου που ζει κάθε στιγμή, δίχως να υπολογίζει τίποτα.
Είναι μία ταινία, που συμβολίζει μια ολόκληρη εποχή, για την Ιταλία που άκμαζε κινηματογραφικά, που εκτός από ηθοποιούς, ποδοσφαιριστές, μόδιστρους και πανέμορφα αυτοκίνητα, έβγαζε και σπουδαίους σκηνοθέτες, ανυποχώρητους ιδεολόγους, που την έκαναν ξανά μόδα, απατηλό όνειρο, αγαπημένο προορισμό. Όχι για τουρισμό, αλλά για αυτό που συμβολίζουν ο Βιτόριο Γκάσμαν, ο Ντίνο Ρίζι, αλλά και ο ατελείωτος κατάλογος από κινηματογραφιστές, ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων, των απλών ανθρώπων και των παεζάνων, που γεννήθηκαν με το χάρισμα να προτείνουν και να γεύονται την καλή ζωή μέχρι τα άκρα...
Παράδειγμα Κειμένου
DINO RISI, SOPHIA LOREN, THE PRIEST'S WIFE, 1970
Dino Risi e l'attore Vittorio Gassman sul set del film “La marcia su Roma" 1962