Ο Ρενέ Κλεμέν ( Γαλλικά: [klemɑ̃] , 18 Μαρτίου 1913 – 17 Μαρτίου 1996) ήταν Γάλλος σκηνοθέτης και σεναριογράφος .
Σπούδασε αρχιτεκτονική στην École des Beaux-Arts όπου ανέπτυξε ενδιαφέρον για τη δημιουργία ταινιών. Το 1936, σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, μια μικρού μήκους 20 λεπτών που έγραψε και συμμετείχε ο Ζακ Τατί . Ο Clément πέρασε το τελευταίο μέρος της δεκαετίας του 1930 κάνοντας ντοκιμαντέρ σε μέρη της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Το 1937, μαζί με τον αρχαιολόγο Jules Barthou βρίσκονταν στην Υεμένη και προετοιμάζονταν για τη μαγνητοσκόπηση ενός ντοκιμαντέρ , το πρώτο στη χώρα αυτή και ένα που περιλαμβάνει τη μοναδική γνωστή κινηματογραφική εικόνα του Ιμάμη Γιαχία .
Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια πριν ο Clément σκηνοθετήσει ένα μεγάλου μήκους, αλλά η γαλλική του ταινία Αντίσταση , La Bataille du rail (1945), κέρδισε μεγάλη κριτική και εμπορική επιτυχία. Από εκεί ο Clément έγινε ένας από τους πιο επιτυχημένους και σεβαστούς σκηνοθέτες της χώρας του, αποσπώντας πολυάριθμα βραβεία, συμπεριλαμβανομένων δύο ταινιών που κέρδισαν το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας , η πρώτη το 1950 για το The Walls of Malapaga ( Au-delà des grilles ) και η δεύτερη φορά δύο χρόνια αργότερα για τους Απαγορευμένους Αγώνες ( Jeux interdits ). Ο Clément είχε διεθνή επιτυχία με πολλές ταινίες, αλλά το πρωταγωνιστικό έπος του 1966 Is Paris Burning; , γραμμένο από τον Gore Vidalκαι Francis Ford Coppola και παραγωγή του Paul Graetz ήταν μια δαπανηρή αποτυχία στο box office.
Άρχισε να σκηνοθετεί το Play Dirty (γνωστός και ως Written in the Sand ) αλλά σταμάτησε νωρίς στην παραγωγή λόγω διαφωνιών με τον παραγωγό της ταινίας Χάρι Σάλτζμαν .
Το 1973 ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής στο 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας .
Ο Κλεμάν συνέχισε να κάνει μερικές ταινίες μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1975, συμπεριλαμβανομένης μιας διεθνούς επιτυχίας με το Rider on the Rain με πρωταγωνιστές τον Charles Bronson και τη Marlène Jobert . Το 1984 η γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία τίμησε την προσφορά του στον κινηματογράφο με ένα ειδικό βραβείο Σεζάρ .
Η δεύτερη σύζυγος του Clément ήταν η γεννημένη στην Ιρλανδία σεναριογράφος Johanna Harwood την οποία είχε γνωρίσει στα γυρίσματα της ταινίας του Monsieur Ripois το 1954 .
Ο Κλεμέν πέθανε το 1996 και ετάφη στο τοπικό νεκροταφείο στο Μεντόν στη Γαλλική Ριβιέρα , όπου είχε περάσει τα χρόνια της συνταξιοδότησής του.
Πηγή: René Clément - Wikipedia
Φιλμογραφία
Σκηνοθεσία
|
Συγγραφέας-Σεναριογράφος
|
Ηθοποιός
|
Πηγή: René Clément - IMDb
Ο Ρενέ Κλεμάν μπορεί να μνημονεύεται στις μέρες μας κυρίως για το «Γυμνοί στον Ηλιο» («Plein Soleil», 1960), την κορυφαία κατά πολλούς κινηματογραφική μεταφορά του «Ταλαντούχου Κύριου Ρίπλεϊ» της Πατρίσια Χάισμιθ, με την αλησμόνητη παρουσία του Αλέν Ντελόν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ήταν όμως στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, και πριν από τη σαρωτική επέλαση του νέου κύματος της νουβέλ βαγκ, ο σημαντικότερος Γάλλος σκηνοθέτης παγκοσμίως.
Κι αν ο απόηχος του έργου του ατόνησε μέσα στα χρόνια, εν μέρει λόγω του πολέμου που δέχθηκε από τον Φρανσουά Τριφό για τον ακαδημαϊσμό του, το «Απαγορευμένα Παιχνίδια» («Jeux Interdits», 1952) στέκει ακόμα και σήμερα ως ένα αδιαφιλονίκητο αριστούργημα.
Γυρισμένο το 1952 και χαρακτηρισμένο έκτοτε ως το πιο συγκινητικό δράμα που γυρίστηκε ποτέ με πρωταγωνιστές παιδιά, το «Απαγορευμένα Παιχνίδια» αφηγείται την ιστορία της μικρής Πολέτ, η οποία χάνει τους γονείς της στη διάρκεια των βομβαρδισμών του Παρισιού από τους Γερμανούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και τη μεγάλη φυγή των κατοίκων του στη γαλλική επαρχία. Η Πολέτ, αφού θα περιπλανηθεί μόνη της με τον νεκρό σκύλο της στην αγκαλιά της, θα συναντήσει τον Μισέλ, ένα αγροτόπαιδο που θα την περιθάλψει και θα την οδηγήσει στη δική του οικογένεια. Τα δύο παιδιά θα αποκτήσουν εμμονή με το θάνατο και θα φτιάξουν κρυφά από τους μεγάλους ένα δικό τους νεκροταφείο με τα διάφορα ζωντανά που πεθαίνουν στο αγρόκτημα. Οι σταυροί που θα κλέψουν από το νεκροταφείο του χωριού για να διακοσμήσουν τους τάφους θα τους βάλουν σε περιπέτειες και θα προκαλέσουν την αντίδραση των μεγάλων, οι οποίοι δε θα μπορέσουν να κατανοήσουν αυτά τα “απαγορευμένα” παιχνίδια τους.
Μέχρι να φτάσει στην τελική μορφή της, η ταινία του Κλεμάν πέρασε τη δική της μεγάλη περιπέτεια. Το αρχικό σενάριο του Φρανσουά Μπουαγιέ, γραμμένο λίγο μετά το τέλος του πολέμου, είχε μείνει στα αζήτητα κι είχε απορριφθεί πολλές φορές από τους Γάλλους παραγωγούς, οι οποίοι δεν έβρισκαν τίποτα το ενδιαφέρον σε μια τόσο σκοτεινή (και μη προσοδοφόρα, εννοείται) ιστορία, με αποτέλεσμα ο Μπουαγιέ να το μετατρέψει τελικά σε βιβλίο, το οποίο, παρά το γεγονός ότι στη Γαλλία δεν προκάλεσε αίσθηση, είχε τεράστια επιτυχία στην Αμερική. Αυτή η επιτυχία ήταν που κέντρισε το ενδιαφέρον του Κλεμάν, ο οποίος σε συνεργασία με τους δύο σταθερούς σεναριογράφους του, Πιερ Μποστ και Ζαν Οράνς, μετέφερε τελικά την ιστορία του Μπουαγιέ στη μεγάλη οθόνη, αρχικά ως μικρού μήκους ταινία, μέρος μιας σπονδυλωτής ταινίας με θέμα τα παιδιά στον πόλεμο, κι εν τέλει, όταν το σχέδιο εκείνο ναυάγησε, ως ταινία μεγάλου μήκους, η οποία μετά την απροθυμία του Φεστιβάλ Καννών να την εντάξει στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα (όπου τελικά προβλήθηκε έπειτα από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η απόρριψη), θριάμβευσε τόσο στη Βενετία, κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα, όσο και στα Oσκαρ της επόμενης χρονιάς, με ένα ειδικό τιμητικό βραβείο ξενόγλωσσης ταινίας, αφού η κατηγορία δεν είχε ακόμα θεσμοθετηθεί.
Αυτό που παραμένει ακόμα και σήμερα συγκλονιστικό στην ταινία του Κλεμάν είναι το πώς καταφέρνει να προκαλεί συγκίνηση χωρίς μελοδραματισμό και περιττούς συναισθηματισμούς, υιοθετώντας την αφοπλιστική ειλικρίνεια των δύο μικρών πρωταγωνιστών της, δύο παιδιών που προσπαθούν με τον δικό τους τρόπο να κατανοήσουν τη φρίκη των όσων διαδραματίζονται γύρω τους και να συμφιλιωθούν με την ιδέα της θνητότητας. Ανόθευτοι ακόμα από τους συμβιβασμούς και τους περιορισμούς της θρησκείας και της κοινωνικής ευπρέπειας, η Πολέτ και ο Μισέλ βλέπουν το θάνατο ως ένα παιχνίδι κι ως τη μεταξύ τους συνωμοσία απέναντι στον κόσμο των μεγάλων, έναν κόσμο εχθρικό και παράλογο.
"Εξηνταπέντε χρόνια μετά, τα «Απαγορευμένα Παιχνίδια» παραμένουν ακόμα μια αποκαλυπτική κινηματογραφική απεικόνιση της μοναδικής δύναμης που έχουν τα παιδιά μέσα από την καθαρότητα της ψυχής τους να μετατρέπουν το σκοτάδι σε φως."
Η μικρή Πολέτ έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το θάνατο αγγίζοντας το μάγουλο της νεκρής μητέρας της που κείτεται άψυχη δίπλα της μετά το βομβαρδισμό και μετά ψηλαφεί το δικό της, προσπαθώντας να κατανοήσει ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις δύο και μαθαίνοντας για πρώτη φορά πόσο κοντινή και μακρινή ταυτόχρονα είναι η απόσταση ανάμεσα στο εδώ και στο επέκεινα. Στην ειδυλλιακή επαρχία, όπου ο πόλεμος είναι ένας μακρινός, αλλά πάντοτε παρών μέσα από τους ήχους των αεροπλάνων και των βομβαρδισμών, απόηχος, ο θάνατος θα γίνει ένα παιχνίδι, αφελές και σκοτεινό, ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί η αθωότητα σε έναν κόσμο από τον οποίο αυτή έχει χαθεί αμετάκλητα.
Αντιμετωπίζοντας τους μικρούς πρωταγωνιστές του με την ίδια σοβαρότητα την οποία αυτά επιδεικνύουν στο παιχνίδι τους, ο Κλεμάν κατάφερε όχι μόνο να απομακρυνθεί από το διδακτισμό και τη νουθεσία μιας παιδικής ταινίας, αλλά και να αποσπάσει εξαιρετικές ερμηνείες τόσο από τον Ζορζ Πουζουλί, όσο (κυρίως) από την πεντάχρονη μόλις Μπριζίτ Φοσέ, η οποία επιλέχθηκε παρά την αρχική σεναριακή πρόβλεψη για ένα δεκάχρονο κορίτσι στο ρόλο. Στην αγγελική μορφή της, η οποία φωτίζεται σχεδόν μεταφυσικά από τον διευθυντή φωτογραφίας Ρομπέρ Ζουγιάρ, και στα τεράστια κι εκφραστικά της μάτια, ο Κλεμάν μπόρεσε να αντικατοπτρίσει την αμφισημία ανάμεσα στην αθωότητα που παλεύει να σωθεί και τη σχεδόν νεκροφιλική εμμονή, κι η αμεσότητα της ερμηνείας της έγινε έκτοτε το σημείο αναφοράς και σύγκρισης για όλες τις ταινίες με ήρωες παιδιά που ακολούθησαν.
Το βλέμμα της μικρής Πολέτ και η δραματική της έκκληση στον μοναδικό φίλο που απέκτησε ποτέ στο τέλος, σε συνδυασμό με την κλασική έκτοτε μουσική του Ναρσίσο Γιέπες (άλλο ένα συστατικό στοιχείο της τεράστιας επιτυχίας της ταινίας) προκάλεσαν ρίγη συγκίνησης παγκοσμίως (αν και στη Γαλλία η ταινία δέχθηκε κριτική για τη γλαφυρή απεικόνιση της αγροτικής τάξης) σε ένα μεταπολεμικό κοινό που είχε ανάγκη να συμφιλιωθεί με τη σειρά του με τη φρίκη από την οποία σταδιακά και δειλά ανέκαμπτε.
Εξηνταπέντε χρόνια μετά, τα «Απαγορευμένα Παιχνίδια» παραμένουν ακόμα μια αποκαλυπτική κινηματογραφική απεικόνιση της μοναδικής δύναμης που έχουν τα παιδιά μέσα από την καθαρότητα της ψυχής τους να μετατρέπουν το σκοτάδι σε φως.
Πηγή: Οι Ταινίες της Κυριακής: «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν | FLIX
13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2016-Του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου
«Παραμένουμε πάντα μικρά παιδιά που εξακολουθούμε να παίζουμε και μεγάλοι, μέχρι το τέλος μας».Τσιτάτο του Σουίφτ από την «Παγίδα των λύκων».
Ο Ρενέ Κλεμάν ένας από τους πλέον βραβευμένους εμπορικούς αλλά και ταλαντούχους Γάλλους σκηνοθέτες, που «έφυγε» στις 18 Μαρτίου 1996 σε ηλικία 83 χρόνων, «έπαιξε» καλά μέχρι τα 60 του, όπου και τέλειωσε η κινηματογραφική του καριέρα.
Αρχισε το σινεμά νεότατος στα 1936 με μικρού μήκους φιλμ, ειδικεύθηκε στο ντοκιμαντέρ και από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 άρχισε να σαρώνει τα βραβεία στα φεστιβάλ, ενώ διακριτικά και βαθμιαία απέκτησε το δικό του στίγμα. Αναδείχθηκε σε έναν από τους εξέχοντες στυλίστες του σινεμά, κατέθεσε μέσω των εκτυφλωτικών εικόνων του την άποψη πως ο κινηματογράφος είναι και παιχνίδι, ένα στοίχημα για μεγάλα παιδιά που παίζουν μαζί του μέχρι τέλους. Απόδειξη, των υψηλών ικανοτήτων του, της δυνατότητάς του να πραγματοποιεί στροφές και αλλαγές στο στύλ και στο ύφος του, είναι μια ταινία του την εποχή που στη Γαλλία εκκινεί η ανατρεπτική αισθητική της «νουβέλ-βαγκ».
Πέντε βραβεία
Βρισκόμαστε λοιπόν, στα 1959, χρονιά της «Κομμένης ανάσας» εποχής των Γκοντάρ – Τρυφφώ – Σαμπρόλ. Ο Κλεμάν είναι 46 χρόνων και έχει ήδη στην κατοχή του τα πέντε μεγάλα βραβεία της καριέρας του (Χρυσός Φοίνικας φεστιβάλ Καννών 1946 για τη «Μάχη των σιδηροδρόμων», «Χρυσός Φοίνικας φεστιβάλ Καννών 1947 για την «Καταραμένη αποστολή», Χρυσό Λιοντάρι φεστιβάλ Βενετίας 1952 για τα «Απαγορευμένα παιχνίδια» και δύο βραβεία σκηνοθεσίας φεστιβάλ Καννών για το «Πέρα από τα τείχη» (1949) και «Ο κύριος Ριπονά» (1954).
Εκτυφλωτικό και ατελέσφορο
Ως τότε, φαινόταν ως ένας συμβατικός δημιουργός με εικόνες λυρικές και κάποτε αλληγορικές, στη συνέχεια με χιούμορ, με οξυδέρκεια πάντα. Στην εποχή, λοιπόν, της ανανέωσης της κινηματογραφίας της χώρας του, προσφέρει στους κινηματογραφόφιλους όλου του κόσμου, όχι μόνο μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του γαλλικού σινεμά το «Γυμνοί στον ήλιο» («Ολόγιομος ήλιος» (1959)), αλλά και ένα παντοτινά αθάνατο και μοντέρνο φιλμ όπου στυλ, οπτική δύναμη, πάθος και διερεύνηση του σκοτεινού φαντασιακού έδεναν έξοχα με τους χώρους αλλά και την αίσθηση της μοίρας και του ατελέσφορου. Ο Κλεμάν εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο τη νουβέλα της Χάισμιθ, αξιοποίησε τον εκτυφλωτικό και νεαρό (τότε) Ντελόν έδωσε στο «φιλμ-νουάρ» άλλη διάσταση, στο γαλλικό σινεμά το φιλί της ζωής και στα προβλήματα της ταυτότητος μία άλλη καινοτόμα ματιά. Ξαναβλέπω για δωδέκατη φορά τους «Γυμνούς στον ήλιο». Υγραίνομαι από τις εικόνες του φιλμ, ζαλίζομαι από τον εκτυφλωτικό ήλιο νιώθω την αρμύρα και τη μοίρα να πλησιάζουν στο γιωτ που ταξιδεύει για το αναπότρεπτο. Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το ώριμο σινεμά του Ρενέ που ξέφυγε (αυτό δεν του συγχώρεσαν πολλοί) από τις αυστηρά φεστιβαλικές ταινίες και ταξίδεψε στα δικά του παιχνίδια. Ενα σινεμά για το αναπότρεπτο, για το ταξίδι που τελειώνει για το παιχνίδι με τη σημαδεμένη τράπουλα για το «τέντωμα» των ορίων μέχρι διά-ρηξης.
Η αδύνατη διά-ρηξη
Αυτή τη μεγάλη διά-ρηξη επιχειρούν οι ήρωες του Ρενέ. Επιζητούν απεγνωσμένα και πέρα από τη φύση τους να παραβιάσουν νοήματα που δεν τους ανήκουν, να περάσουν σε ταυτότητες που δεν τους αρμόζουν, να μεταμφιεσθούν στον άλλο, να ξεγελάσουν το φρουρό, του ανέκδοτου της καφκικής «Δίκης». Το παιχνίδι, όμως, είναι χαμένο κρατάει όσο το φιλμ και το τέλος μεταφέρει την περίσσεια νοήματος, το ελλείπον σημείον, το έρμα που πετάει ο καθένας μας όταν επιχειρεί την τελευταία απόδραση για τον οριστικό απωλεσθέντα παράδεισο.
Η μεγάλη παραβίαση
Στα τολμηρότατα «Απαγορευμένα παιχνίδια» ο μικρός και η μικρή γαντζώνονται μεταξύ τους στη δίνη του πολέμου στην οπτική του θανάτου. Ξεπερνούν τα όριά τους περιφρονούν τον πόλεμο, το θάνατο και ιδίως την πατρική κηδεμονία. Αυτή η τελευταία παραβίαση ενός θεμελιώδους ηθικού συστήματος πληρώνεται με το χωρισμό τους. Η ταινία γνωρίζει παταγώδη αποτυχία στη Γαλλία μέχρι περιφρόνησης και ανακαλύπτεται κατόπιν εορτής. Στο «Γυμνοί στον ήλιο» το πτώμα που δεν χάθηκε (η κρυμμένη ενοχή) θα σκιάσει τον παράδεισο του τέλους. Στον «Τυχοδιώκτη του Μόντε Κάρλο» (1964) αυτό που λείπει είναι αυτό που πρέπει να κρύβεται. Οταν οι ισορροπίες αποκατασταθούν οι ανατριχίλες εξασθενίζουν «Θε θριλ ιζ γκόουν» τραγουδάει ο Μπ. Μπ. Κινγκ.Στο «Καίγεται το Παρίσι» η αυστηρή λογική του ντοκιμαντέρ βαθμιαία λυώνει. Το τέλος το γνωρίζουμε. Είναι ιστορία, η απελευθέρωση του Παρισιού, το αίνιγμα όμως έρχεται στη συνέχεια. Τι θα γίνει μετά;
Διπλή απώλεια
Στο άκρως δαιδαλώδες θρίλερ «Ο ταξιδιώτης της βροχής» (1970) ο μεταμφιεσμένος Αμερικανός συνταγματάρχης (Τσαρλς Μπρόνσον) χάνει στο τέλος την ικανότητά του να πετάει με τέτοια τεχνική καρύδια στα τζάμια, χωρίς να τα σπάζει. Είναι ερωτευμένος άρα ανελεύθερος (δες το «μπλε» του Κισλόφσκι) και στο τέλος χάνει και τη γυναίκα του και την ικανότητά του. Χάνει πάνω απ’ όλα την απόλαυση του παιχνιδιού, χάνει (μήπως;) τη δυνατότητα να δει το σινεμά μόνον ως ένα δίωρο παιχνίδι. Πολλά ερωτηματικά για μια μεγάλη εμπορική επιτυχία που σνομπαρίστηκε αγρίως από την αστική κριτική.
Δύο άλλες παγίδες
Στο «Σπίτι κάτω από τα δέντρα» (1971) φαινομενικά πετυχαίνει η διά-ρηξη του νοήματος. Το ζευγάρι ξανασυνδέεται μετά από την απαγωγή των παιδιών του. Ωστόσο, σύρεται υπογείως το αίτημα ελέγχου της επιλογής προσωπικού ελέγχου. Το ζεύγος σε αρμονία, η απόλαυση σε διακοπές η τιμωρία κρυφοχαμογελάει.
Στην «Παγίδα των λύκων» (1972) ο Κλεμάν είναι απροκάλυπτος. Αρχίζει την ταινία του με μια ρήση του Σουίφτ δια-δηλώνοντας την υπόσχεσή του να αφεθεί στο παιχνίδι. Ετσι, ανατρέπει τη λογική ενός «γκάγκστερ-φιλμ».Τα κλισέ διακόπτονται απ’ αυτό το πάθος των ανδρών να σμίξουν με την αθωότητα των παιδικών τους παιχνιδιών. Η έξοχη μουσική του Ζαμφίρ δένει μια συμφωνία επιστροφής και θανάτου παιχνιδιού και νοσταλγίας.
Ετσι ήταν ο Ρενέ. Πάντως, έπαιζε ακόμα και όταν όλος ο κόσμος μίλησε για την ιστορική πολιτική αλληγορική αξία της συγκλονιστικής του «Μάχης των σιδηροδρόμων» (1946) που μ’ αυτήν έγινε διάσημος. Οταν στην τελευταία 20ετία ένιωσε πως το σινεμά έπαψε να είναι πλέον παιχνίδι απόλαυσης σταμάτησε, σιώπησε, ξεχάστηκε βαθμιαία. Στο «Γυμνοί στον ήλιο» ο Ντελόν σκότωσε πια τον Μωρίς Ρονέ και απολάμβανε τώρα τα χρυσά μάτια της Μαρί Λαφορέ. Τέλος των χρονικών ορίων ενός δημοσιογραφικού κειμένου με προθεσμίες αυλαία στον Κλεμάν, η ταινία συνεχίζεται για να μας αγκαλιάσει και πάλι με την ουτοπία της.
Πηγή: Ο ΡΕΝΕ ΚΛΕΜΑΝ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΟΥΤΟΠΙΑ | Κέντρο Μελετών & Ερευνών για το Σινεμά (wordpress.com)
Jean-Paul Belmondo, René Clément et Alain Delon Paris brûle-t-il?
Rene Clement and Orson Welles at Cannes Festival on April 9, 1954
René Clément, Brigitte Fossey et Georges Poujouly 1953