Ο Νίκολας Τζακ Ρόουγκ, αναφερόμενος συχνά στην ελληνική και ως Νίκολας Ρεγκ (Nicolas Jack Roeg, 15 Αυγούστου 1928 – 23 Νοεμβρίου 2018) ήταν Άγγλος σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας του κινηματογράφου, του οποίου λίγες ταινίες, όπως οι Μετά τα μεσάνυχτα (1973), Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη (1976) και Η δύναμη της σάρκας (1980), του εξασφάλισαν μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες του 20ού αιώνα.
Πραγματοποιώντας το σκηνοθετικό του ντεμπούτο 23 χρόνια μετά την είσοδό του στον χώρο του κινηματογράφου, ο Ρόουγκ έγινε γρήγορα γνωστός για ένα ιδιόμορφο αφηγηματικό και οπτικό ύφος, με τη χρήση αποπροσανατολιστικού μοντάζ, που εξυπηρετεί συνήθως μία μη γραμμική χρονικά αφήγηση. Για τον λόγο αυτό θεωρείται ότι άσκησε μεγάλη επιρροή, με σκηνοθέτες όπως οι Στίβεν Σόντερμπεργκ, Κρίστοφερ Νόλαν και Ντάνι Μπόιλ να τον αναφέρουν σχετικά.
Το 1999 το British Film Institute αναγνώρισε τη σημασία του Ρόουγκ στον βρετανικό κινηματογράφο, κατατάσσοντας τις ταινίες του Μετά τα μεσάνυχτα και Παράστασις αντιστοίχως ως την 8η και την 48η καλύτερη βρετανική ταινία όλων των εποχών σε ψηφοφορία μεταξύ χιλίων ανθρώπων του κινηματογράφου και της TV, ενώ σε αντίστοιχη ψηφοφορία 150 ειδικών για το περιοδικό Time Out το 2011, το Μετά τα μεσάνυχτα ήρθε πρώτο.
Ο μέλλων σκηνοθέτης γεννήθηκε στο Σεντ Τζονς Γουντ του βόρειου Λονδίνου και ήταν γιος του Τζακ Νίκολας Ρόουγκ (Ρεγκ) και της Μέιμπελ Γκέρντρουντ Ρόουγκ, το γένος Σιλκ. Ο πατέρας του ήταν ολλανδικής καταγωγής και ασχολείτο με το εμπόριο διαμαντιών, αλλά έχασε πολλά χρήματα όταν απέτυχε μια επένδυσή του στη Νότια Αφρική. Ο Ρόουγκ είχε δηλώσει ότι εντάχθηκε στη «βιομηχανία» του κινηματογράφου μόνο και μόνο επειδή υπήρχε ένα στούντιο απέναντι από το σπίτι του στο Marylebone.
Το 1947, μετά τη στρατιωτική θητεία του, ο Ρόουγκ άρχισε να εργάζεται σε βοηθητικές εργασίες στα Marylebone Studios του Λονδίνου. Για λίγο δούλεψε ως χειριστής της κάμερας σε μερικές παραγωγές, όπως στην ταινία Αυτοί που δε ριζώνουν πουθενά.
Στη συνέχεια εργάσθηκε ως διευθυντής φωτογραφίας δεύτερης μονάδας στην ταινία Ο Λόρενς της Αραβίας (1962) του Ντέιβιντ Λην και μετά από αυτό ο Λην προσέλαβε τον Ρόουγκ ως διευθυντή φωτογραφίας στην επόμενη ταινία του Δόκτωρ Ζιβάγκο, αλλά εκεί ο δημιουργικός οίστρος του Ρόουγκ συγκρούσθηκε με του Λην και τελικώς ο πρώτος απολύθηκε από την παραγωγή και αντικαταστάθηκε από τον Φρέντι Γιανγκ, ο οποίος είναι ο μόνος που εμφανίζεται στους συντελεστές του έργου. Ο Ρόουγκ πιστώνεται ως διευθυντής φωτογραφίας στην ταινία του Ρότζερ Κόρμαν Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου και στην ταινία του Φρανσουά Τρυφώ Φαρενάιτ 451, καθώς και στην Πετούλια του Ρίτσαρντ Λέστερ, την τελευταία ταινία στην οποία ο Ρόουγκ πιστώνεται μόνο με τη φωτογραφία και η οποία επιδεικνύει πολλά χαρακτηριστικά-ομοιότητες με το μετέπειτα έργο του ως σκηνοθέτη.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο Ρόουγκ μεταπήδησε στη σκηνοθεσία με το έργο Παράστασις, το οποίο σκηνοθέτησε από κοινού με τον Ντόναλντ Κάμελ (Donald Cammell). Η ταινία αφηγείται τη ζωή ενός επίδοξου γκάνγκστερ του Λονδίνου (Τζέιμς Φοξ) που μετακομίζει στο σπίτι ενός αποτραβηγμένου ροκ σταρ (ο Μικ Τζάγκερ στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση) για να διαφύγει από τα «αφεντικά» του. Ο Ρόουγκ έκανε επίσης τη φωτογραφία, ενώ ο Κάμελ έγραψε το σενάριο.
Η ταινία ολοκληρώθηκε το 1968, αλλά η εταιρεία που είχε αναλάβει τη διανομή, σύμφωνα με τον παραγωγό Σ. Λήμπερσον, «δεν πίστευε ότι ήταν δυνατό να κυκλοφορηθεί» και έτσι την κράτησε επί δύο χρόνια προτού τολμήσει να την κυκλοφορήσει ως «αυστηρώς ακατάλληλη» το 1970. Παρά την αρχική μέτρια επιτυχία, με τα χρόνια απέκτησε «καλτ» οπαδούς και την εκτίμηση μερικών κριτικών.
Ακολούθησε η ταινία επιβίωσης Περιπλάνηση, με έφηβους πρωταγωνιστές. Ο Ρόουγκ δεν δίστασε να δώσει τον έναν από τους ρόλους στον γιο του, τον Λυκ. Η ταινία εξυμνήθηκε από τους κριτικούς, αν και δεν είχε εμπορική επιτυχία.
Η ταινία που «έκανε τη διαφορά» ήταν η Μετά τα μεσάνυχτα (Don't Look Now), βασισμένη στο διήγημα της Δάφνης Ντι Μωριέ Not After Midnight και με πρωταγωνιστές τους Ντόναλντ Σάδερλαντ και Τζούλι Κρίστι να θρηνούν στη Βενετία τον θάνατο της κόρης τους. Η ταινία εξυμνήθηκε ευρύτατα από τους κριτικούς και θεωρήθηκε μία από τις σημαντικότερες και επιδραστικότερες ταινίες μεταφυσικού τρόμου που γυρίστηκαν ποτέ.
Παρόμοια με την Παράστασι, ο Ρόουγκ έδωσε σε μουσικούς τους πρώτους ρόλους στις επόμενες ταινίες του: Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη και Η δύναμη της σάρκας. Στην πρώτη (1976) ο Ντέιβιντ Μπόουι υποδύεται έναν ανθρωπόμορφο εξωγήινο που κατεβαίνει στη Γη για να βρει νερό για τον πλανήτη του. Η ταινία δίχασε τους κριτικούς και χρειάστηκε να περικοπεί για μπορέσει να προβληθεί στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, εξασφάλισε στον σκηνοθέτη μια υποψηφιότητα για «Χρυσή Άρκτο» και σήμερα θεωρείται σημαντική ταινία επιστημονικής φαντασίας και μία από τις πιο διάσημες του Ρόουγκ. Στη Δύναμη της σάρκας (1980) πρωταγωνιστεί ο Αρτ Γκαρφάνκελ στον ρόλο ενός Αμερικανού ψυχίατρου που ζει στη Βιέννη και αναπτύσσει μια ερωτική σχέση με συμπατριώτισσά του (την υποδύεται η Τερέζα Ράσελ), η οποία διακομίζεται επειγόντως σε νοσοκομείο εξαιτίας ενός συμβάντος η φύση του οποίου αποκαλύπτεται σταδιακά κατά τη διάρκεια της ταινίας (η αφήγηση δεν είναι με χρονική σειρά). Στην αρχή η ταινία αποδοκιμάστηκε από τους κριτικούς και η εταιρεία διανομής της λέγεται ότι τη χαρακτήρισε «ένα αρρωστημένο φιλμ καμωμένο από αρρωστημένους ανθρώπους για αρρωστημένους ανθρώπους», και απαίτησε να βγει το σήμα της από την τελική κόπια της ταινίας.
Οι ασυνήθιστες ταινίες του Ρόουγκ συνεχίσθηκαν με το Μια νύχτα με τη Μαίρυλιν (Insignificance, 1985), που βασίζεται στον θρύλο ότι μια νύχτα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου συναντήθηκαν 4 από τους πλέον διάσημους ανθρώπους ( σε εντελώς διαφορετικούς τομείς) στις ΗΠΑ στα μέσα του 20ού αιώνα: Η Μέριλιν Μονρόε, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο κορυφαίος αθλητής του μπέιζμπολ Τζο Ντιμάτζιο και ο διαβόητος γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθυ (στην ταινία επίτηδες αναφέρονται ανώνυμα ως «η Ηθοποιός», «ο Καθηγητής», «ο Παίκτης» και «ο Γερουσιαστής»). Το Insignificance επιλέχθηκε να διαγωνιστεί για τον «Χρυσό Φοίνικα».
Ο Ρόουγκ επιλέχθηκε για να σκηνοθετήσει μία προσαρμογή του παιδικού μυθιστορήματος του Ρόαλντ Νταλ «Οι μάγισσες» από τον Τζιμ Χένσον, που είχε εξασφαλίσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα για το βιβλίο.
Αυτή τελικώς ήταν η τελευταία ταινία του σκηνοθέτη στη μεγάλη παραγωγή και είχε μεγάλη επιτυχία με τους κριτικούς, αν και εμπορική αποτυχία.
Ο Ρόουγκ εργάσθηκε επίσης λίγο και στην τηλεόραση, με την προσαρμογή του έργου του Τενεσί Ουίλιαμς Το γλυκό πουλί της νιότης, καθώς και της Καρδιάς του σκότους.
Οι ταινίες του Ρόουγκ είναι γνωστές για τις σκηνές που παρουσιάζονται με ανακατανεμημένο τρόπο, εκτός χρονικής και αιτιακής σειράς, απαιτώντας από τον θεατή να τις αναδιατάξει έτσι ώστε να καταλάβει την ιστορία που αφηγείται το έργο. Είναι, όπως έγραψε ο Στηβ Ρόουζ, σαν να «σπάζουν την πραγματικότητα σε χίλια κομμάτια» και είναι «απρόβλεπτες, συναρπαστικές, κρυπτικές και πιθανόν να σάς αφήσουν να αναρωτιέστε τι στο διάολο έγινε μόλις τώρα...» Χαρακτηριστικό των ταινιών του Ρόουγκ είναι και το «εξαρθρωμένο» μοντάζ τους, που συνδυάζεται με τα παραπάνω ώστε να «βγάζει νόημα» μόνο στα τελευταία λεπτά (ή και λεπτό) της ταινίας, οπότε ένα κρίσιμο δεδομένο αναδύεται στην επιφάνεια. Το μοντάζ είναι «σαν ψηφιδωτό [γεμάτο με] ελλειπτικές λεπτομέρειες, που γίνονται πολύ σημαντικές αργότερα στο έργο»
Αυτά τα χαρακτηριστικά, μαζί με τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα, επηρέασαν αργότερα κινηματογραφιστές όπως οι Στίβεν Σόντερμπεργκ, Τόνυ Σκοτ, Ρίντλεϊ Σκοτ, Φρανσουά Οζόν και Ντάνι Μπόιλ. Επιπλέον, ο Κρίστοφερ Νόλαν έχει δηλώσει πως η ταινία του Memento θα ήταν «μάλλον αδιανόητη» χωρίς τον Ρόουγκ και αναφέρει το τέλος της ταινίας Μια νύχτα με τη Μαίρυλιν ως οδηγό για το δικό του Inception..
Μια θεματική που μπορεί να εντοπιστεί στη φιλμογραφία του Ρόουγκ είναι οι ήρωες που βρίσκονται τελείως έξω από το φυσικό περιβάλλον τους. Παραδείγματα είναι τα σχολιαρόπαιδα στην απάνθρωπη έρημο της Αυστραλίας στην Περιπλάνηση, οι άνδρες και γυναίκες στη Βενετία στο Μετά τα μεσάνυχτα, ο εξωγήινος στον `Ανθρωπο που έπεσε στη Γη και οι Αμερικανοί στη Βιέννη στη Η δύναμη της σάρκας.
Η επιρροή του Ρόουγκ στον κινηματογράφο δεν περιορίζεται στην «αποδομητική» αφηγηματική του. Η σκηνή του «Memo from Turner» στην Παράσταση είναι πρόδρομος πολλών τεχνικών που αργότερα θα εφαρμόζονταν σε μουσικά «βιντεοκλίπ». Η σκηνή στη Δύναμη της σάρκας όπου οι σκέψεις των Τερέζα Ράσελ και Αρτ Γκαρφάνκελ ακούγονται προτού να ανταλλαχθούν λέξεις, με τη συνοδεία της μουσικής πιάνου του Κηθ Τζάρετ από το Κοντσέρτο της Κολωνίας, θεωρείται ότι επεξέτειναν τα όρια του τι μπορεί να γίνει στο φιλμ.
Ο σκηνοθέτης τιμήθηκε για το έργο του με παράσημο του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας β΄ τάξεως (CBE) την Πρωτοχρονιά του 1996.
Από το 1957 μέχρι το 1977 ο Νίκολας Ρόουγκ ήταν νυμφευμένος με την Αγγλίδα ηθοποιό Σούζαν Στήβεν (1931-2000), με την οποία απέκτησαν 4 γιους: τους Γουόλντο, Νίκο, Σόλτο και Λυκ. Ο Λυκ, αργότερα κινηματογραφικός παραγωγός, έπαιξε ως ηθοποιός (αναφερόμενος ως Λυσιέν Τζων, Lucien John) στην Περιπλάνηση, την πρώτη ταινία στην οποία ο Ν. Ρόουγκ σκηνοθέτησε μόνος του.
Το 1982 ο Ν. Ρόουγκ νυμφεύθηκε την Τερέζα Ράσελ, με την οποία απέκτησαν δύο ακόμα γιους, τον Μαξ (έγινε ηθοποιός) και τον Στάτεν Ρόουγκ. Διαζεύχθηκαν σε άγνωστη ημερομηνία. Ο Ρόουγκ πήρε σε τρίτο γάμο ως σύζυγο τη Χάριετ Χάρπερ το 2005, μέχρι τον θάνατό του.
Ο Ρόουγκ πέθανε στο Λονδίνο σε ηλικία 90 ετών από φυσικά αίτια.
Ο ηθοποιός Ντόναλντ Σάδερλαντ (που έδωσε σε έναν απο τους γιους του το όνομα του σκηνοθέτη) χαρακτήρισε τον Ρόουγκ «ατρόμητο οραματιστή». Ο κινηματογραφιστής Ντάνκαν Τζόουνς, γιος του Ντέιβιντ Μπόουι, απεκάλεσε τον Ρόουγκ «μεγάλο αφηγητή ιστοριών» και προσέθεσε ότι είναι αδύνατον να τον μιμηθεί κανείς.
Φιλμογραφία
Ως σκηνοθέτης
Μικρού μήκους
Τηλεόραση
Ως διευθυντής φωτογραφίας
| ||||
Πηγή: Νίκολας Ρόουγκ - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
Νίκολας Ρεγκ (1928-2018): Ο σκηνοθέτης που έπεσε στη γη πέθανε σε ηλικία 90 ετών
Από τον Λουκά Κατσίκα
Εβαλε τον Μικ Τζάγκερ να δώσει την «Performance» της ζωής του και έκλεισε σε μια ταινία όλο το χανγκόβερ από το ψυχεδελικό τριπ των sixties. Στο «Ο Ανθρωπος που Επεσε στη Γη» έπεισε τον Ντέιβιντ Μπόουι να υποδυθεί έναν εξωγήινο και παρέδωσε μια από τις κορυφαίες δημιουργίες φαντασίας. Κινηματογράφησε τον Ντόναλντ Σάδερλαντ και την Τζούλι Κρίστι σε μια από τις πιο αξέχαστες ερωτικές σκηνές και συνάμα ταινίες τρόμου του σινεμά με το «Μετά τα Μεσάνυχτα».
Στην «Περιπλάνηση» μεταμόρφωσε την αυστραλέζικη έρημο σε ένα τοπίο μαγικό που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από όνειρο. Σύστησε την Τερέζα Ράσελ ως μια από τις πιο σέξι γυναίκες της μεγάλης οθόνης και της χάρισε την αξέχαστη «Δύναμη της Σάρκας». Δημιούργησε με το «Eureka» μια από τις πιο παράδοξες δημιουργίες που ξεπήδησαν ποτέ από το Χόλιγουντ. Απεικόνισε απολαυστικά στο «Insignificance» πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια συνάντηση ανάμεσα στον Αλμπερτ Αϊνστάιν, τον γερουσιαστή Μακάρθι, τη Μέριλιν Μονρόε και τον Τζο Ντι Μάτζιο, στη διάρκεια μιας απρόοπτης βραδιάς. Και παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του υπερασπιστής του ίδιου ρηξικέλευθου και εντελώς αντισυμβατικού σινεμά κόντρα στις εκάστοτε μόδες και τις απαιτήσεις των στούντιο.
Η διαδρομή του πίσω από την κάμερα υπήρξε μοναχική, με τις μεγάλες εταιρείες να εχθρεύονται τις πρωτοπορίες του και τους πιο συντηρητικούς κριτικούς να μην εκτιμούν εγκαίρως το έργο του. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, ωστόσο, η φιλμογραφία του παραμένει διαχρονική και μοντέρνα, ένα γοητευτικό αίνιγμα που με τα χρόνια αποκαθίσταται πανηγυρικά στις στήλες της κριτικής, τρυπώνει στις περισσότερες best of λίστες αξιοσέβαστων κινηματογραφικών εντύπων (και, πλέον, ιστοσελίδων) και αποκτά ολοένα και περισσότερους θαυμαστές, ακριβώς επειδή υπήρξε αρκετά μπροστά από την εποχή της.
Ο Νίκολας Ρεγκ διατήρησε σταθερά τον χαρακτηρισμό ενός σκηνοθέτη, τις ταινίες του οποίου πρέπει να δει κανείς για να τις πιστέψει. Και η μεγάλη οθόνη ανέδειξε όλη την απόκοσμη ομορφιά τους στις διαστάσεις της.
«Performance» (1970) (συν-σκηνοθεσία με τον Ντόναλντ Κάμελ)
Από την τριπαρισμένη μπαρόκ ατμόσφαιρα που αναδύει κάθε πλάνο και τις διαβόητες ερωτικές περιπτύξεις που στήνει ο Μικ Τζάγκερ μέχρι την ειλικρινή τοποθέτησή της απέναντι στα ζητήματα του σεξ, των καταχρήσεων και της βίας, η «Performance» πετυχαίνει να επαληθεύσει τη φήμη της ανήθικης και παρακμιακής ταινίας που της είχαν αποδόσει οι πιο συντηρητικοί κριτικοί, τον καιρό που κυκλοφορούσε στις αίθουσες. Θαυματουργή σκηνοθετική συνεργασία ανάμεσα στους Νίκολας Ρεγκ και Ντόναλντ Κάμελ, η ταινία συλλαμβάνει όλο το μοιραίο χανγκόβερ των swinging sixties ημερών μέσα από την παράξενη ιστορία ενός βίαιου Λονδρέζου γκάνγκστερ που βρίσκει προσωρινή κρυψώνα στο σπίτι ενός φθαρμένου ροκ σταρ, για να δει να ανοίγεται μπροστά του η πύλη σε ένα σκοτεινό κόσμο ηδονών και κινδύνων που μέχρι τότε δεν γνώριζε.
Ανάμεσα σε σαρκικές περιπτύξεις και πειραματισμούς με παραισθησιογόνα ναρκωτικά, οι δυο άντρες επιδίδονται σε ένα αλλόκοτο ψυχολογικό παιχνίδι εξουσίας, διφορούμενης σεξουαλικότητας και ανταλλαγής ταυτοτήτων που σταδιακά μετατρέπει τον ένα σε αντανάκλαση του άλλου. Μαζί τους, η ατίθαση και τολμηρή «Performance» ενώνει την κοινωνία της βίας και την κουλτούρα της ροκ μυθολογίας σε ένα σφιχτό εναγκαλισμό. Ομολογουμένως μια από τις πιο μοντέρνες και τολμηρές δημιουργίες του μεταπολεμικού σινεμά.
«Περιπλάνηση» («Walkabout», 1971)
Πρώτη σόλο σκηνοθετική δουλειά του Νίκολας Ρεγκ, η εκπληκτική «Περιπλάνηση» χρησιμοποιεί τη γλώσσα των εικόνων και λιγότερο των λέξεων για να αφηγηθεί την οδύσσεια δυο παιδιών της μεγαλούπολης στην άγρια αυστραλιανή έρημο και τις αγωνιώδεις προσπάθειές τους να επιβιώσουν μέχρι να βρουν τα ίχνη της επιστροφής. Ενα ανήλικο μέλος των Αβορίγινων ιθαγενών, το οποίο ακολουθεί μέσα στην έρημο την αντίξοη μυητική πορεία που του επέβαλε η φυλή του, θα προσπαθήσει να τα βοηθήσει.
Συνεπαρμένος από τη μαγεία του φυσικού τοπίου ο Ρεγκ καταργεί την αντικειμενική αίσθηση του χρόνου και υιοθετεί μια ελλειπτική αφήγηση όπου πρωταγωνιστής είναι η εκθαμβωτική και μυστηριακή στέπα. Φροντίζοντας εξαρχής να μας απαλλάξει από το φορτίο μιας στρωτής ιστορίας, δίνει στο στοιχείο του θαυμαστού ντεκόρ ψυχεδελικές αποχρώσεις, απομακρύνοντάς μας σταδιακά από το πραγματικό και βυθίζοντάς μας σε μια οπτικοακουστική παραίσθηση που διακόπτουν μοναχά εμβόλιμες εικόνες μοντέρνας ζωής. Το αποτέλεσμα είναι μια μυσταγωγική κινηματογραφική εμπειρία πάνω στην αντιπαράθεση του λεγόμενου πολιτισμένου κόσμου με το αρχέγονο φυσικό σύμπαν και μια καταβύθιση στο γοητευτικό μυστήριο της ανθρώπινης επικοινωνίας.
«Μετά τα Μεσάνυχτα» («Don’t Look Now», 1973)
Μια από τις κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών ξεκινά με τον πνιγμό ενός μικρού κοριτσιού και ολοκληρώνεται σε ένα από τα πιο σοκαριστικά φινάλε που έχουν αποτυπωθεί ποτέ σε φιλμ. Στο ενδιάμεσο, το «Μετά τα Μεσάνυχτα», υποδειγματική διασκευή ενός μυθιστορήματος της Δάφνης Ντι Μοριέ, στέλνει ένα παντρεμένο ζευγάρι Αγγλων που θρηνεί τον χαμό του μικρού του κοριτσιού να ταξιδέψει σε μια μουντή και αφιλόξενη χειμερινή Βενετία. Εκεί ο αρχιτέκτονας σύζυγος καλείται να ανακαινίσει μια τοπική εκκλησία και παράλληλα προσπαθεί να εξορκίσει, μαζί με τη γυναίκα του, την οδύνη για τη μεγάλη τους απώλεια.
Μια σειρά από τρομακτικούς οιωνούς, μεταφυσικού χαρακτήρα συμβάντα και ανατριχιαστικές προειδοποιήσεις, όμως, θα μετατρέψουν την παραμονή τους εκεί σε ένα μακάβριο ραντεβού με το μεγάλο Αγνωστο και το απόλυτο παράλογο. Συνδυασμός ταινίας μυστηρίου, ψυχολογικού δράματος και δημιουργίας τρόμου, αυτό το ατόφιο αριστούργημα με το εκπληκτικό μοντάζ, τους μοναδικούς Ντόναλντ Σάδερλαντ και Τζούλι Κρίστι, τη βουτηγμένη στην απειλή ατμόσφαιρα, την αρμονική σύζευξη μεταφυσικού και πραγματικού και τη σκηνοθετική δεξιοτεχνία ίσως και να αποτελεί το magnum opus του Νίκολας Ρεγκ.
«Ο Ανθρωπος που Επεσε στη Γη» («The Man Who Fell to Earth», 1976)
Βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουόλτερ Τέβις, ο «Ανθρωπος που Επεσε στη Γη» παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση ενός εξωγήινου που επισκέπτεται τη Γη για να σώσει τον πλανήτη του από την έλλειψη νερού. Η ανέλιξή του σε πανίσχυρο επιχειρηματία γίνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα χάρη στην ευφυία και στις προηγμένες επιστημονικές του γνώσεις. Το ίδιο απότομη, όμως, θα είναι και η καταβαράθρωσή του στην άβυσσο των ανθρώπινων αδυναμιών, του αλκοόλ, του σεξ και της απάθειας, παρασύροντας στον ξεπεσμό του τους γήινους συνοδοιπόρους του.
Δίπλα στην πεσιμιστική εικόνα μιας αδυσώπητης αλληγορίας για την παρακμή του ανθρώπινου πολιτισμού, το σκεπτόμενο sci-fi του Ρεγκ ενεργοποιεί συναισθήματα ανέλπιστα για ένα συνήθως ψυχρό κινηματογραφικό είδος: μέσα από τις φευγαλέες αναμνήσεις του ήρωα από την άγονη έρημο του πλανήτη του και την προηγούμενη ζωή του, τις οποίες ο σκηνοθέτης ξετυλίγει μέσα από έναν αποπροσανατολιστικό αλλά ακαταμάχητα γοητευτικό κατακερματισμό των εικόνων και το αντισυμβατικό μοντάζ, που υπήρξε σήμα κατατεθέν των καλύτερων ταινιών του. Οσο για τον πρώτο μεγάλο ρόλο του στο σινεμά, ο Ντέιβιντ Μπόουι δεν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί καλύτερα την εξωπραγματική περσόνα του.
«Η Δύναμη της Σάρκας» («Bad Timing», 1980)
Ενα ζευγάρι Αμερικανών επιδίδεται σε ένα σχεδόν βαμπιρικό και εν τέλει καταστροφικό πάθος με φόντο τη Βιέννη. Αυτό που στο χαρτί φαντάζει ως μια πολυιδωμένη και κοινότυπη ιστορία μεταμορφώνεται στα χέρια του Ρεγκ σε έναν αξέχαστο αφηγηματικό λαβύρινθο. Χρησιμοποιώντας το γνώριμο μοντάζ του, ο σκηνοθέτης πηγαινοέρχεται σε παρελθόν και παρόν με τρόπο που αφήνει τα συμβάντα του χθες να ρίχνουν τη σκιά τους στα γεγονότα του τώρα και φαινομενικά ασήμαντα συμβάντα να αποκτούν απρόσμενες συνδέσεις μεταξύ τους.
Μέσω αυτού του δεξιοτεχνικού παζλ, η «Δύναμη της Σάρκας» γίνεται ένα συγκλονιστικό δράμα πάνω στη βίαιη σύγκρουση που συντελείται ανάμεσα στη μνήμη και την πραγματικότητα, τις επιθυμίες και τις διαψεύσεις τους και τις σύνθετες υποθέσεις της ανθρώπινης καρδιάς με την αδυναμία της επιστήμης να τις κατανοήσει και να τις αποκρυπτογραφήσει. Κρίμα μόνο που η Rank Organisation, η εταιρεία παραγωγής του φιλμ, δυσκολεύτηκε να καταλάβει την σπουδαιότητα του δημιουργήματος που υπέγραψε ο Ρεγκ και αποσύρθηκε από την προώθησή του με την αιτιολογία ότι επρόκειτο για «μια αρρωστημένη ταινία φτιαγμένη για αρρωστημένους ανθρώπους».
«Εύρηκα» («Eureka», 1982)
Η πιο παρεξηγημένη ταινία στη φιλμογραφία του Νίκολας Ρεγκ παραμένει μέχρι σήμερα μια εντυπωσιακή προσπάθεια του σκηνοθέτη να υπογράψει τον δικό του τριπαρισμένο «Πολίτη Κέιν». Το «Eureka» ξεκινά στις παγωμένες εκτάσεις της Αλάσκα, εκεί όπου το 1925 ένας μεταλλοδίφης βλέπει τους πολυετείς αγώνες του να λαμβάνουν θριαμβευτικά τέλος όταν πέφτει κυριολεκτικά επάνω σε ένα βουνό χρυσού και γίνεται πλούσιος. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, ο μεγιστάνας ήρωας έχει αποσυρθεί σε ένα ιδιωτικό εξωτικό νησί και βλέπει σταδιακά τον κόσμο του να καταρρέει, τόσο από τα πλείστα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μέλη της οικογένειάς του όσο και από τις προσπάθειες παράνομων οργανωμένων συμφερόντων να τον σφετεριστούν.
Βασισμένο εν μέρει σε πραγματικά συμβάντα, το «Eureka» μοιάζει χωρισμένο σε τρία διαφορετικά μεταξύ τους αφηγηματικά μέρη (με τον σκηνοθέτη Τζον Μπούρμαν να θεωρεί τα δυο πρώτα ως την καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ!), επιστρατεύει ένα εντυπωσιακό ερμηνευτικό επιτελείο (με κορυφαίο τον Τζιν Χάκμαν στον πρωταγωνιστικό ρόλο) και τοποθετεί μια κλασική ιστορία ανόδου και πτώσης σε ένα καλειδοσκόπιο ιδεών, αλληγοριών, μυστικιστικών στοιχείων, σκηνών μεγάλης σκηνοθετικής μαεστρίας και μιας γενικότερης περιπετειώδους διάθεσης που έχει χαρακτηρίσει τα κορυφαία έργα του Ρεγκ.
«Μία Νύχτα με τη Μέριλιν» («Insignificance», 1985)
Τέσσερις θρυλικές φιγούρες της μαζικής κουλτούρας δίνουν συνάντηση σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης, το 1953: ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, η Μέριλιν Μονρόε, ο αθλητής Τζο Ντι Μάτζιο και ο γερουσιαστής Τζόζεφ ΜακΚάρθι ανακαλύπτουν στην πορεία μιας νύχτας ότι έχουν περισσότερα κοινά απ' όσο φαντάζονταν και γύρω τους ο Ρεγκ στήνει ένα ραδιούργο παιχνίδι ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, τους καλοσυντηρημένους μύθους και την απλή, αδιάσειστη πραγματικότητα και τους ρόλους που καλούνται οι άνθρωποι να υποδυθούν, καταλήγοντας στο τέλος να αφομοιωθούν από αυτούς.
Γοητευτικό κινηματογραφικό αξιοπερίεργο, το «Insignificance» καταργεί μεμιάς τις φαινομενικά ασφυκτικές θεατρικές καταβολές του χάρη στην ασταμάτητη οπτική ευρηματικότητα του Νίκολας Ρεγκ, εξερευνά με σπιρτόζικο τρόπο την έννοια της ανθρώπινης ταυτότητας και περιπαίζει τη μεγάλη Αμερικανική ψευδαίσθηση (και συνεπακόλουθα παραλογισμό) των ειδώλων και της διασημότητας, προσφέροντας μια πλούσια δεξαμενή ιδεών και εμπνεύσεων από την οποία ο θεατής μπορεί να αντλήσει άφθονη τροφή για σκέψη και για συζήτηση. Χιουμοριστική και πνευματώδης, αυτή είναι ίσως η πιο ξένοιαστη και απολαυστική ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε με αφορμή το αφιέρωμα στον Νίκολας Ρεγκ που πραγματοποίησε το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας το 2015.
Πηγή: cinemagazine.gr
Nicolas Roeg and Mick Jagger on the set of Performance (1970)
NICOLAS ROEG ON THE SET OF ’BAD TIMING’ WITH ART GARFUNKEL AND THERESA RUSSELL
Nicolas Roeg, right, directed David Bowie and Candy Clark in The Man Who Fell to Earth