Ο Ζαν Βιγκό γεννήθηκε στις 26 Απριλίου του 1905 στο Παρίσι και σε φτωχή οικογένεια. Υπήρξε αδήλωτος αναρχικός, σε αντίθεση με τον πατέρα του, που είχε το ψευδώνυμο Μιγκέλ Αλμερέιδα και ήταν δηλωμένος αναρχικός δημοσιογράφος. Ο πατέρας του, ενώ υπήρξε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και στη διάρκεια του Α΄Παγκόσμιου Πόλεμου υποστήριξε τη φιλοπόλεμη Εθνική Ένωση. Όμως στη συνέχεια στράφηκε κατά της Action Francaise και της Δεξιάς γενικότερα. Μέσω της εφημερίδας «Le bonnet rouge» (Ο κόκκινος σκούφος) προωθούσε την ιδέα σύναψης μιας έντιμης ειρήνης μεταξύ Γάλλων και Γερμανών και κατηγορήθηκε πως χρηματοδοτείται από τους Γερμανούς, συνελήφθη, βασανίστηκε και στραγγαλίστηκε στο κελί του. Σε ηλικία δώδεκα ετών ο Ζαν Βιγκό ορφάνεψε από πατέρα και μεγάλωσε σε οικοτροφεία. Σε ηλικία 19 ετών, ο Ζαν Βιγκό πήγε στο Παρίσι για σπουδές αλλά αρρώστησε από φυματίωση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 πήγε στη Νίκαια και στην Κυανή Ακτή. Εκεί πρωτοασχολήθηκε με τον κινηματογράφο, αφού αγόρασε μηχανή λήψεως με χρήματα που του έδωσε ο πεθερός του και συνεργάστηκε με τον Μπόρις Κάουφμαν, αδελφό του Ρώσου σκηνοθέτη Ντζίγκα Βερτόφ.Με τον Μπόρις Κάουφμαν γύρισαν το A propos de Nice (Σχετικά με τη Νίκαια): η ταινία που γυρίστηκε κρυφά στη διάρκεια ενός καρναβαλιού δεν παρατηρεί μόνο την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ασκεί μια σκληρή σάτιρα στη βαλτωμένη αργοσχολία των εισοδηματιών και στη συνέχεια ο Βιγκό γύρισε το ντοκιμαντέρ για τον πρωταθλητή κολύμβησης Ζαν Ταρίς Tans ou la natation. Στη συνέχεια έκανε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας '("Zero de conduit" )-Διαγωγή μηδέν-μια ανάλαφρη κωμωδία. Εκεί ενσωμάτωσε στοιχεία από τις προσωπικές του αναμνήσεις στο οικοτροφείο και στην περίοδο που ο πατέρας του ήταν στο αναμορφωτήριο της Ροκέτ. Η ταινία αυτή -ταινία με υπερρεαλιστικές φιλοδοξίες: οι πιο πολλοί καθηγητές παρουσιάζονται ως γκροτέσκες φιγούρες- χρηματοδοτήθηκε από τον υποκόμη ντε Νοάιγ. Από το 1934 έως το 1945 η προβολή της απαγορεύτηκε. «Η λογοκρισία αρνήθηκε την έγκρισή της σε μια ταινία που χλεύαζε τους καθηγητές και την εξουσία». Το 1934 γύρισε την ταινία Αταλάντη εμπνευσμένη από τη ζωή των ναυτικών που εργάζονται σε ποταμόπλοια και υδατοφράκτες. Στην ταινία αυτή ο Βιγκό, «το πλοίο είναι σαν ένας ονειρικός μικρόκοσμος, μέσα στη ροή της ζωής, όπου πλάθονται μυστηριώδεις, ακατάλυτες ανθρώπινες σχέσεις [χωρίς] εύκολους συναισθηματισμούς».
Ο Βιγκό πέθανε στις 5 Οκτωβρίου 1934 από σηψαιμία.
Φιλμογραφία
Πηγή: Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
------------------------------------------------------------------------------------------
Γράφει ο Γιώργος Ρούσσος
Μπορεί ένας σκηνοθέτης που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 29 ετών, στις 5 Οκτωβρίου του 1934, ο οποίος γύρισε μόνο τέσσερις ταινίες, εκ των οποίων μία μόνο μεγάλου μήκους, να θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου; Κι όμως, ο Ζαν Βιγκό, που γεννήθηκε στις 26 Απριλίου του 1905, είναι υπεύθυνος για ένα από τα διαχρονικά αριστουργήματα της Έβδομης Τέχνης: «Αταλάντη» (L’ Atalante - 1934).«Μπαίνοντας στην κινηματογραφική αίθουσα δεν ήξερα καν ποιός είναι ο Ζαν Βιγκό. Βλέποντας όμως την ταινία, με συνεπήρε τρελός ενθουσιασμός για τη δουλειά του!» - Φρανσουά Τρυφώ
Η ταινία του Ζαν Βιγκό, αφηγείται την ιστορία του γαμήλιου ταξιδιού ενός καπετάνιου με το ποταμόπλοιό του, την «Αταλάντη». Εκτός από τη γυναίκα του, ταξιδεύει μαζί του και ένας μισότρελος ναύτης - μια εκπληκτική φιγούρα που την ερμηνεύει ο Ελβετός ηθοποιός Μισέλ Σιμόν - ένα τσούρμο γάτες κι ένα παιδί. Το ταξίδι καταλήγει μοιραία στον μαρασμό της σχέσης του νιόπαντρου ζευγαριού και στην πλήξη, που οδηγεί τη γυναίκα να αποδράσει στους πειρασμούς της ωραίας ζωής στο Παρίσι.
Ο ναύτης είναι εκείνος που αναλαμβάνει να τη φέρει πίσω και επέρχεται η συμφιλίωση του ζευγαριού. Η δομή της ταινίας είναι επεισοδιογραφική, η δραματουργία της κωμική και δραματική, ρομαντική και ανατρεπτική, γκροτέσκα και λυρική, καθιστώντας την ένα αληθινό λαϊκό αριστούργημα. Χαρακτηριστική δημιουργία μιας μεταβατικής εποχής από τον βουβό στον ομιλούντα Κινηματογράφο.
Ποιητικός ρεαλισμός και περιπλάνηση, σε μία από τις σημαντικότερες κινηματογραφικές σπουδές στον έρωτα, με ονειρικές σκηνές και σουρεαλιστικά στοιχεία. Πλάνα σπάνιας ομορφιάς, μοναδικές ερμηνείες, ιδανικό μοντάζ κι ένα υπέροχο μουσικό σκορ (Maurice Jaubert), να ταξιδεύει τον θεατή στην μαγική «Αταλάντη», του Ζαν Βιγκό. Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί: Μισέλ Σιμόν, Ντίτα Παρλό, Ζαν Νταστ, Ζιλ Μαργκαρίτις, Λουίς Λεφέβρ, Μορίς Ζιλ, Ραφαέλ Ντιλιζάν.
Ο Ζαν Βιγκό γεννήθηκε στις 26 Απριλίου του 1905 στο Παρίσι, σε μια φτωχή οικογένεια. Σε ηλικία δώδεκα ετών ο Βιγκό ορφάνεψε από πατέρα και μεγάλωσε σε οικοτροφεία. Σε ηλικία 19 ετών, πήγε στο Παρίσι για σπουδές αλλά αρρώστησε από φυματίωση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 πήγε στη Νίκαια και στην Κυανή Ακτή. Εκεί πρωτοασχολήθηκε με τον κινηματογράφο, αφού αγόρασε μηχανή λήψεως με χρήματα που του έδωσε ο πεθερός του και συνεργάστηκε με τον Μπόρις Κάουφμαν, αδελφό του Ρώσου σκηνοθέτη, Ντζίγκα Βερτόφ.
Ο Ζαν Βιγκό, ξεκίνησε την καριέρα του, με δύο ντοκιμαντέρ που ήταν κάτι παραπάνω από μία απλή καταγραφή γεγονότων. Το «Α propos de Nice» είναι ένα ντοκιμαντέρ που κεντρική εικόνα του έργου είναι ο συνωστισμός τουριστών σ' ένα καλοκαιρινό θέρετρο, της οποίας η ροή διακόπτεται από εμβόλιμα πλάνα ζώων και στιγμών εξαθλιωμένης φτώχειας.
Το κραχ του 1929 όξυνε τις κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις, χαρακτηρίζοντας έτσι την κοινωνία του 1930 στη Γαλλία και επηρεάζοντας άμεσα την κύρια δημιουργική περίοδο του Ζαν Βιγκό. Ένα άλλο κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής πραγματικότητας ήταν η άνοδος του φασισμού, που σαν αντιστάθμισμα προκάλεσε τη δημιουργία του Λαϊκού Μετώπου (1935-1937) και την έντονη ενασχόληση της γαλλικής διανόησης με το ζήτημα. Ακολούθησε η απογοήτευση από την αποτυχία του Λαϊκού Μετώπου και η επικράτηση του φασισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το 1933, ο Βιγκό παρουσιάζει ένα επαναστατικό μεσαίας διάρκειας έργο, το «Zéro de conduite». Εκεί, μας παρουσιάζει την καταπίεση που υφίστανται νέα παιδιά ενός κολεγίου και την εξέγερσή τους. Το θέμα κρίθηκε άκρως επαναστατικό και επικίνδυνο για τα ήθη της εποχής, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η προβολή του για δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Παρά την οικονομική καταστροφή, ο παραγωγός πιστεύοντας στο ταλέντο του, θέλησε να του δώσει μια ακόμα ευκαιρία. Έτσι γεννήθηκε η «Αταλάντη» (L’ Atalante - 1934). Το έργο αυτό έμελλε να αποτελέσει και το κύκνειο άσμα του Βιγκό. Ασχολούμενος με τα γυρίσματα έπεσε στο ποτάμι και η υγεία του επιδεινώθηκε. Εξέπνευσε όταν η ταινία άρχισε να προβάλλεται στις Κινηματογραφικές Αίθουσες.
Ο Ζαν Βιγκό, ήταν μέλος της Ένωσης Επαναστατών Συγγραφέων και Καλλιτεχνών από το 1932, ενώ παράλληλα είχε σχέση με τους αναρχικούς (και ιδιαίτερα με την Jeanne Humbert). Το έργο και η παρακαταθήκη που άφησε, άρχισε να έρχεται στην επιφάνεια και να αναγνωρίζεται, στις αρχές του 1990.
Πηγή: Αφιέρωμα στον Ζαν Βιγκό (tvxs.gr)